Τα αποτελέσματα μιας ενδιαφέρουσας έρευνας της ανεξάρτητης «δεξαμενής σκέψης» Atlantic Council δημοσίευσε προ ολίγων ημερών η αμερικανική εφημερίδα The Huffington Post. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, το 56% των αμερικανικών πολιτών φαίνεται να επιθυμεί την ομαλοποίηση των σχέσεων της χώρας τους με την Κούβα, κάτι που ασφαλώς περιλαμβάνει την άρση του εμπάργκο και των ταξιδιωτικών περιορισμών. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι το ποσοστό αυτό γίνεται ακόμα υψηλότερο στην πολιτεία της Φλόριδας (63%) όπου διαμένουν οι περισσότεροι κουβανοαμερικανοί.
Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι στο λαό των ΗΠΑ –ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές– παρατηρείται αλλαγή στάσης, υπέρ της αποκατάστασης των σχέσεων με την Κούβα. Κάτι που θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τόσο Δημοκρατικοί όσο και Ρεπουμπλικάνοι, που παραδοσιακά διατηρούν «σκληρή στάση» απέναντι στη σοσιαλιστική Κούβα, με μήλον της Έριδος τις πολλές εκλεκτορικές ψήφους της Φλόριδας.
Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι ουσιαστικά αμετάβλητη απέναντι στην Κούβα από το 1960, όταν επήλθε η ρήξη και οι κυβερνήσεις Αϊζενχάουερ αρχικά, και Κένεντι στη συνέχεια, υποστήριξαν τους οπαδούς του Μπατίστα που έφτασαν μαζικά στη Φλόριδα. Λίγο μετά επέβαλαν οικονομικό και εμπορικό αποκλεισμό στο νησί που διατηρήθηκε ακόμα και μετά την διάλυση του σοσιαλιστικού μπλοκ. Επίσης, η Κούβα παραμένει στην επονείδιστη λίστα των 4 χωρών που –σύμφωνα με το State Department– υποθάλπτουν την τρομοκρατία.
Σύμφωνα με την έρευνα του Atlantic Council που διεξήχθη τον Ιανουάριο, η στάση των αμερικανών πολιτών απέναντι στην Κούβα δε διαφοροποιείται σημαντικά με κριτήριο την κομματική τοποθέτηση, αφού 60% των Δημοκρατικών και 52% των Ρεπουμπλικάνων τάσσεται υπέρ της ομαλοποίησης των διμερών σχέσεων.
Εκτός ΗΠΑ, το εμπάργκο αντιμετωπίζεται από αχρείαστο έως καταστροφικό μέσο. Δεν είναι τυχαίο ότι επί 22 διαδοχικά έτη ο ΟΗΕ ψηφίζει με μεγάλη πλειοψηφία εναντίον του. Τα τελευταία χρόνια μόνο ΗΠΑ και Ισραήλ ψηφίζουν υπέρ της διατήρησής του.
Θεσμικά για να γίνει άρση του εμπάργκο απαιτείται η σχετική έγκριση του κονγκρέσου, όπου μια μειοψηφία κουβανοαμερικανών αντιπροσώπων έχει μεγάλη επιρροή. Αν και η έρευνα του Atlantic Council δείχνει ότι σαφώς αλλάζει η στάση της κοινής γνώμης απέναντι στην Κούβα, ωστόσο πολιτικοί αναλυτές αμφισβητούν ότι τόσο η κοινή γνώμη όσο και οι πιέσεις από το εξωτερικό μπορούν να έχουν άμεσο αντίκτυπο στην επίσημη πολιτική των ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει κάνει από το 2009 κάποια δειλά βήματα ομαλοποίησης των σχέσεων με την Κούβα, διευκολύνοντας ταξίδια κουβανοαμερικανών αλλά και λοιπών αμερικανών πολιτών –για κάποιο ιδιαίτερο λόγο– στο νησί και καταργώντας περιορισμούς στα εμβάσματα, ωστόσο η υπόθεση του Άλαν Γκρος έγινε το νέο αγκάθι στις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών.
Ο Γκρος ήταν υπεργολάβος που εγκαταστούσε στην Κούβα ασύρματα δορυφορικά δίκτυα επικοινωνιών για λογαριασμό –σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του– της μικρής εβραϊκής κοινότητας του νησιού. Συνελλήφθη το 2009 και καταδικάστηκε το 2011 σε φυλάκιση 15 ετών για "πράξεις εναντίον της ανεξαρτησίας ή της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους".
Ο Υπουργός Εξωτερικών της Κούβας, Μπρούνο Ροντρίγκες, έχει αφήσει να εννοηθεί ότι η χώρα του θα δεχόταν να δώσει χάρη στον Γκρος με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των παραμενόντων από τους Πέντε Κουβανούς που συνελήφθησαν στη Φλόριδα και καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές κάθειρξης για (δήθεν) συνωμοσία κατά της εθνικής ασφάλειας και κατασκοπία. Από τους "Πέντε" ο Ρενέ Γκονσάλες είναι ήδη ελεύθερος και ζει στην Κούβα ενώ και ο Φερνάντο Γκονσάλες αναμένεται να αποφυλακιστεί εντός του μηνός.
Σύμφωνα με αναλυτές όπως ο Αρτούρο Λόπες Λέβι, και με δεδομένα τα αποτελέσματα της έρευνας του Atlantic Council, η κουβανική κυβέρνηση θα χρειαστεί μάλλον να χρησιμοποιήσει και άλλα χαρτιά, εκτός από την πρόθεση αποφυλάκισης του Γκρος, για να πετύχει την επιστροφή των Πέντε στο νησί. Κατά τη γνώμη του, «η βασική πηγή νομιμοποίησης της κυβέρνησης Κάστρο από το 2014 και μετά είναι οι καλές οικονομικές επιδόσεις. Και για καλές οικονομικές επιδόσεις δεν υπάρχει τίποτα σημαντικότερο από μια κίνηση προς το τέλος του εμπάργκο».
Το βέβαιο είναι ότι όλο και περισσότεροι κύκλοι εντός των ΗΠΑ αμφισβητούν τη σκοπιμότητα αυτής της πολιτικής από την κυβέρνηση της χώρας τους. Όπως χαρακτηριστικά σχολίασε ο Κρίστοφερ Σαμπατίνι, πρόεδρος της ομάδας εργασίας για την Κούβα στα Americas Society/Council of the Americas, «με κάθε τρόπο το εμπάργκο έχει αποτύχει. Οι αμερικανοί –συμπεριλαμβανομένων των κουβανοαμερικανών- έχουν φτάσει να αμφισβητούν τη σοφία μιας πολιτικής που έχει αποτύχει και μου μοιάζει περίπου σαν μια βεντέτα που ξεκίνησε σχεδόν μισό αιώνα πριν και παραδόξως κρατάει ακόμα».
Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι στο λαό των ΗΠΑ –ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές– παρατηρείται αλλαγή στάσης, υπέρ της αποκατάστασης των σχέσεων με την Κούβα. Κάτι που θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τόσο Δημοκρατικοί όσο και Ρεπουμπλικάνοι, που παραδοσιακά διατηρούν «σκληρή στάση» απέναντι στη σοσιαλιστική Κούβα, με μήλον της Έριδος τις πολλές εκλεκτορικές ψήφους της Φλόριδας.
Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι ουσιαστικά αμετάβλητη απέναντι στην Κούβα από το 1960, όταν επήλθε η ρήξη και οι κυβερνήσεις Αϊζενχάουερ αρχικά, και Κένεντι στη συνέχεια, υποστήριξαν τους οπαδούς του Μπατίστα που έφτασαν μαζικά στη Φλόριδα. Λίγο μετά επέβαλαν οικονομικό και εμπορικό αποκλεισμό στο νησί που διατηρήθηκε ακόμα και μετά την διάλυση του σοσιαλιστικού μπλοκ. Επίσης, η Κούβα παραμένει στην επονείδιστη λίστα των 4 χωρών που –σύμφωνα με το State Department– υποθάλπτουν την τρομοκρατία.
Σύμφωνα με την έρευνα του Atlantic Council που διεξήχθη τον Ιανουάριο, η στάση των αμερικανών πολιτών απέναντι στην Κούβα δε διαφοροποιείται σημαντικά με κριτήριο την κομματική τοποθέτηση, αφού 60% των Δημοκρατικών και 52% των Ρεπουμπλικάνων τάσσεται υπέρ της ομαλοποίησης των διμερών σχέσεων.
Εκτός ΗΠΑ, το εμπάργκο αντιμετωπίζεται από αχρείαστο έως καταστροφικό μέσο. Δεν είναι τυχαίο ότι επί 22 διαδοχικά έτη ο ΟΗΕ ψηφίζει με μεγάλη πλειοψηφία εναντίον του. Τα τελευταία χρόνια μόνο ΗΠΑ και Ισραήλ ψηφίζουν υπέρ της διατήρησής του.
Θεσμικά για να γίνει άρση του εμπάργκο απαιτείται η σχετική έγκριση του κονγκρέσου, όπου μια μειοψηφία κουβανοαμερικανών αντιπροσώπων έχει μεγάλη επιρροή. Αν και η έρευνα του Atlantic Council δείχνει ότι σαφώς αλλάζει η στάση της κοινής γνώμης απέναντι στην Κούβα, ωστόσο πολιτικοί αναλυτές αμφισβητούν ότι τόσο η κοινή γνώμη όσο και οι πιέσεις από το εξωτερικό μπορούν να έχουν άμεσο αντίκτυπο στην επίσημη πολιτική των ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει κάνει από το 2009 κάποια δειλά βήματα ομαλοποίησης των σχέσεων με την Κούβα, διευκολύνοντας ταξίδια κουβανοαμερικανών αλλά και λοιπών αμερικανών πολιτών –για κάποιο ιδιαίτερο λόγο– στο νησί και καταργώντας περιορισμούς στα εμβάσματα, ωστόσο η υπόθεση του Άλαν Γκρος έγινε το νέο αγκάθι στις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών.
Ο Γκρος ήταν υπεργολάβος που εγκαταστούσε στην Κούβα ασύρματα δορυφορικά δίκτυα επικοινωνιών για λογαριασμό –σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του– της μικρής εβραϊκής κοινότητας του νησιού. Συνελλήφθη το 2009 και καταδικάστηκε το 2011 σε φυλάκιση 15 ετών για "πράξεις εναντίον της ανεξαρτησίας ή της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους".
Ο Υπουργός Εξωτερικών της Κούβας, Μπρούνο Ροντρίγκες, έχει αφήσει να εννοηθεί ότι η χώρα του θα δεχόταν να δώσει χάρη στον Γκρος με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των παραμενόντων από τους Πέντε Κουβανούς που συνελήφθησαν στη Φλόριδα και καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές κάθειρξης για (δήθεν) συνωμοσία κατά της εθνικής ασφάλειας και κατασκοπία. Από τους "Πέντε" ο Ρενέ Γκονσάλες είναι ήδη ελεύθερος και ζει στην Κούβα ενώ και ο Φερνάντο Γκονσάλες αναμένεται να αποφυλακιστεί εντός του μηνός.
Σύμφωνα με αναλυτές όπως ο Αρτούρο Λόπες Λέβι, και με δεδομένα τα αποτελέσματα της έρευνας του Atlantic Council, η κουβανική κυβέρνηση θα χρειαστεί μάλλον να χρησιμοποιήσει και άλλα χαρτιά, εκτός από την πρόθεση αποφυλάκισης του Γκρος, για να πετύχει την επιστροφή των Πέντε στο νησί. Κατά τη γνώμη του, «η βασική πηγή νομιμοποίησης της κυβέρνησης Κάστρο από το 2014 και μετά είναι οι καλές οικονομικές επιδόσεις. Και για καλές οικονομικές επιδόσεις δεν υπάρχει τίποτα σημαντικότερο από μια κίνηση προς το τέλος του εμπάργκο».
Το βέβαιο είναι ότι όλο και περισσότεροι κύκλοι εντός των ΗΠΑ αμφισβητούν τη σκοπιμότητα αυτής της πολιτικής από την κυβέρνηση της χώρας τους. Όπως χαρακτηριστικά σχολίασε ο Κρίστοφερ Σαμπατίνι, πρόεδρος της ομάδας εργασίας για την Κούβα στα Americas Society/Council of the Americas, «με κάθε τρόπο το εμπάργκο έχει αποτύχει. Οι αμερικανοί –συμπεριλαμβανομένων των κουβανοαμερικανών- έχουν φτάσει να αμφισβητούν τη σοφία μιας πολιτικής που έχει αποτύχει και μου μοιάζει περίπου σαν μια βεντέτα που ξεκίνησε σχεδόν μισό αιώνα πριν και παραδόξως κρατάει ακόμα».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.
2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια
3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.