Η λειτουργία του Traverso Rossa, μεταφέρεται σταδιακά στο νέο site,

# Marxism.

Ωστόσο, το υπάρχον blog και το υλικό που περιέχει, θα παραμείνουν προσβάσιμα.



10 Ιανουαρίου 2012

Ο Μαρξ και η μαρξική κριτική της πολιτικής :Απο τις επαναστάσεις του 1848 στην παρισινή κομμούνα, ή η εργασία της διόρθωσης (μέρος Β)

Πηγή :Θέσεις ,τεύχος 71

 του Στάθη Κουβελάκη
 

 
Μετά την Κομμούνα: η «πολιτική στροφή», ή η δεύτερη σειρά διορθώσεων

Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να περιγράψουμε, με παραλείψεις και απλουστεύσεις βέβαια, τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τα πράγματα ο Μαρξ στο τέλος των επαναστάσεων του 1848. Η εμπειρία της Κομμούνας, αυτής της πρωτοφανούς πραγματικότητας όπου η πολιτική εξουσία έχει περάσει στα χέρια των κυριαρχούμενων τάξεων, θα του επιτρέψει να ξαναπιάσει το νήμα του στοχασμού του που είχε διακοπεί λόγω της ήττας. Η νικηφόρα Κομμούνα του Παρισιού, έστω κι αν κράτησε τρεις μήνες μόνο, θα είναι η ανταπάντηση του Ιούνη του 1848. Για τους ανθρώπους της τάξης, αυτοί που άξαφνα «ορθώνονταν μπροστά τους» ήταν «τα φαντάσματα των θυμάτων, που δολοφονήθηκαν απ’ αυτούς, απ’ τις μέρες του Ιούνη του 1848 ως τις 22 του Γενάρη του 1871». Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε τη βαθιά συνέχεια της μεθόδου του Μαρξ, μιας μεθόδου ριζικά αντι-ουτοπικής και δη αντι-προγραμματικής. Εκθειάζει την Κομμούνα γιατί «δεν σκοπεύει να εφαρμόσει με απόφαση του λαού έτοιμες, επεξεργασμένες ουτοπίες», ούτε «να πραγματοποιήσει ιδανικά, μα να ελευθερώσει τα στοιχεία της νέας κοινωνίας που αναπτύχθηκαν στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας που καταρρέει». Όλα αυτά επαναφέρουν όπως είναι προφανές τον ορισμό του κομμουνισμού που υπήρχε στη Γερμανική Ιδεολογία («πραγματικό κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων») και την κριτική της ουτοπίας που είχε εμφανιστεί στην εγκύκλιο ενάντια στον Heinzen το 1847 ή στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Γενικά μιλώντας, η εργασία του Μαρξ για την Κομμούνα, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής του (εξ αποστάσεως βέβαια) στις δραστηριότητές της, διασαφηνίζει πλήρως τη θεμελιώδη διαπίστωση του Μανιφέστου ότι «οι θέσεις των κομμουνιστών… αποτελούν μονάχα τη γενική έκφραση των πραγματικών συνθηκών της πάλης των τάξεων που υπάρχει στην πραγματικότητα, της ιστορικής κίνησης που συντελείται μπρος στα μάτια μας».

Σε ό,τι αφορά αυτό το εξαιρετικά πυκνό κείμενο, θα αρκεστώ σε ορισμένες παρατηρήσεις αναφορικά με δύο σημεία, που επαναφέρουν τη διορθωτική εργασία στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, ή μάλλον την επαναφέρουν ωθώντας την ακόμη πιο μπροστά, παράγοντας κάτι νέο. Πρόκειται για την προβληματική της «πολιτικής μορφής» που αντιστοιχεί στην προλεταριακή εξουσία και για την προβληματική της «κρατικής μηχανής» και της καταστροφής της.
Ας αρχίσουμε με την πολιτική μορφή: όπως είδαμε το Μανιφέστο ταύτιζε την «συγκρότηση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη» με την «κατάκτηση της δημοκρατίας», αλλά δεν ανέφερε τίποτα για τις πολιτικές μορφές αυτής της ταξικής κυριαρχίας, ο κρατικός (αν και μεταβατικός) χαρακτήρας της οποίας ήταν πάντως δεδομένος. Γεγονός που σημαίνει επίσης (αν κι αυτό έχει απ’ όσο ξέρω ελάχιστα σχολιαστεί) ότι η «δημοκρατία» δεν εμφανίζεται ως μορφή κράτους στο Μανιφέστο, αλλά μόνον ως κίνημα (τα «δημοκρατικά κόμματα», συμπεριλαμβανομένων των κομμουνιστών, η Νέα εφημερίδα του Ρήνου ως «όργανο της δημοκρατίας», σύμφωνα με τον υπότιτλό της), ή -χρησιμοποιώ έναν όρο που δεν υπάρχει στο κείμενο- ως «υπόσταση» της πολιτικής κυριαρχίας του προλεταριάτου. Η δημοκρατία, σε αντίθεση βέβαια με το «δημοκρατικό καθεστώς», εμφανίζεται έτσι ως κάτι επιπλέον σε σχέση με τις θεσμοποιημένες πολιτικές μορφές. Νομίζω ότι αυτό το σημείο συνεχίζει επακριβώς τις διατυπώσεις του χειρόγραφου του Κρόιτσναχ για τη δημοκρατία ως «αλήθεια όλων των μορφών κράτους» και «λυμένο αίνιγμα όλων των καθεστώτων».

Ο Μαρξ κάνει ένα αποφασιστικό βήμα με τον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία: η Κομμούνα απέδειξε, λόγω της «ποικιλίας των ερμηνειών που της δόθηκαν» και της «ποικιλίας των συμφερόντων που εκφράζονταν μ’ αυτήν», ότι είναι «μια πολιτική μορφή που μπορεί πέρα για πέρα να επεκταθεί». Αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την «αλήθεια», το «λυμένο αίνιγμα» αυτών των ερμηνειών και συμφερόντων, κι αυτό ακριβώς εδραιώνει τον εκτατικό της χαρακτήρα. Ο Μαρξ συνεχίζει με μια ακόμη διάσημη έκφραση: «το πραγματικό της μυστικό ήταν πως αποτελεί ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα της πάλης της τάξης των παραγωγών ενάντια στην τάξη των σφετεριστών, η επιτέλους ανακαλυφθείσα πολιτική μορφή με την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική χειραφέτηση της εργασίας». Μ’ αυτήν την έννοια, «η οικονομική χειραφέτηση της εργασίας» απαιτεί μια «πολιτική μορφή», και μάλιστα, θα επανέλθουμε σ’ αυτό, μια εκτατική πολιτική μορφή. Μια πρωτότυπη πολιτική μορφή ωστόσο, καθώς απορρέει από την πάλη της τάξης των παραγωγών, που συνιστά «κυβέρνηση της εργατικής τάξης». Θα ήταν σωστότερο να πούμε αυτοδιακυβέρνηση της εργατικής τάξης, με βάση ένα άλλο χωρίο που βρίσκεται πιο κάτω και το οποίο χαρακτηρίζει τα «ειδικά μέτρα της Κομμούνας» ως «ένδειξη της κατεύθυνσης προς την οποία κινείται μια κυβέρνηση του λαού απ’ τον ίδιο το λαό». Συναντούμε εκ νέου τους εμμενείς ορισμούς της δημοκρατίας ως «αυτοδιακυβέρνησης του δήμου», που υπήρχαν στο χειρόγραφο του Κρόιτσναχ.
Αυτό επιπλέον εξηγεί μια δυσκολία που υπάρχει να κατονομαστεί η εν λόγω μορφή, ή αλλιώς να οριστεί η σχέση της με το δημοκρατικό καθεστώς, ως εγκατεστημένης και κρατικής μορφής της δημοκρατίας. Η «κοινωνική Δημοκρατία», λέει ο Μαρξ, σύνθημα της επανάστασης του Φλεβάρη του 1848, «εξέφραζε μόνο τον ακαθόριστο πόθο για μια Δημοκρατία που δεν θα παραμέριζε μόνο τη μοναρχική μορφή της ταξικής κυριαρχίας, μα κι αυτήν την ίδια την ταξική κυριαρχία». «Η Κομμούνα», προσθέτει, «ήταν η θετική μορφή αυτής της Δημοκρατίας». Μπορούμε επομένως να κάνουμε λόγο για μορφή-Κομμούνα. Ο Μαρξ κάνει λόγο για «καθεστώς της Κομμούνας», το οποίο καλείται να αντικαταστήσει, ως μορφή της προλεταριακής πολιτικής κυριαρχίας, το όνομα της Δημοκρατίας, που είναι ιδιαιτέρως ακαθόριστο, ακόμη και με τη μορφή της «κόκκινης Δημοκρατίας» την οποία είχαν επικαλεστεί σε ορισμένες περιπτώσεις οι επαναστάσεις του ’48 (για παράδειγμα στους Ταξικούς αγώνες στη Γαλλία). Αλλά δεν πρόκειται παρά για οριακή έκφραση διότι, όπως θα δούμε, εάν η Κομμούνα αποτελεί πολιτική μορφή, είναι κάτι παραπάνω από μια μορφή, όπως ακριβώς το κράτος της αστικής κοινωνίας είναι κάτι πολύ παραπάνω από την (δημοκρατική, βοναπαρτιστική ή μοναρχική) μορφή του πολιτικού καθεστώτος.

Μένει να κατανοήσουμε την πραγματική σημασία του «εκτατικού» χαρακτήρα αυτής της μορφής. Οι εκφράσεις του Μαρξ είναι σύντομες αλλά πυκνές: «η πολιτική κυριαρχία του παραγωγού δεν μπορεί να υπάρχει παράλληλα με τη διαιώνιση της κοινωνικής του υποδούλωσης. Γι’ αυτό η Κομμούνα θα έπρεπε να χρησιμεύσει σαν μοχλός για να ανατραπούν οι οικονομικές βάσεις που πάνω τους στηρίζεται η ύπαρξη των τάξεων και επομένως η ταξική κυριαρχία». Κατά συνέπεια, η αυτοδιακυβέρνηση της εργατικής τάξης επιφέρει μια μετατόπιση των σχέσεων του πολιτικού και του οικονομικού (ή κοινωνικο-οικονομικού) στοιχείου. Όχι με την έννοια της εξαφάνισης του πολιτικού προς όφελος του κοινωνικού που δήθεν επιστρέφει στον εαυτό του και στην αρμονική αυθορμησία του, όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές των αντιπολιτικών ή απολιτικών αναγνώσεων του Μαρξ, αλλά αντιθέτως στην κατεύθυνση μια εκτατικής αντίληψης του πολιτικού στοιχείου που το καθιστά μετασχηματιστική δύναμη, «μοχλό» αμφισβήτησης της ταξικής κυριαρχίας. Ως εκ τούτου, η εκτατική κίνηση της προλεταριακής μορφής φέρνει αντιμέτωπη αυτή τη μορφή με τις μη-πολιτικές συνθήκες, με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της πολιτικής, τις οποίες αναγνωρίζει ως δικές της, δηλαδή ως πολιτικές και μάλιστα ως κατεξοχήν πολιτικές συνθήκες, στην ίδια τη διαδικασία του μετασχηματισμού τους. «Δίχως αυτήν την τελευταία προϋπόθεση, λέει ο Μαρξ, [την «υλοποίηση της οικονομικής χειραφέτησης της εργασίας»], το καθεστώς της Κομμούνας θα ήταν μια απάτη». Εδώ επίσης, θα αρκεστώ να προτείνω μια θέση, ξαναβρίσκουμε το νήμα του χειρόγραφου του Κρόιτσναχ, το νήμα της «αληθινής δημοκρατίας» (wahre Demokratie) ως κατάργησης του αφηρημένου πολιτικού κράτους μέσα απ’ την ίδια την κίνηση που μετασχηματίζει τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας.
Ας επιστρέψουμε στο θέμα μας: ο Μαρξ δεν παρουσιάζει ένα λεπτομερές πρόγραμμα, πράγμα αδύνατο εξαιτίας των ορίων της εμπειρίας της Κομμούνας σ’ όλους τους τομείς, αλλά σκιαγραφεί με αρκετή σαφήνεια το γενικό πλαίσιο ή μάλλον την εσωτερική τάση αυτής της εκτατικής μορφής της προλεταριακής πολιτικής: συνίσταται στην ανάληψη των καθηκόντων της συλλογικής διαχείρισης της οικονομίας, η οποία βασίζεται στη συνεργασία και τη σχεδιοποίηση. Η «κατάργηση» της «ταξικής ιδιοκτησίας» και η «διαχείριση με βάση ένα κοινό σχέδιο εθνικής παραγωγής» απ’ το «σύνολο των συνεταιριστικών ενώσεων», ως μοναδικού μέσου που εμποδίζει την μετατροπή της συνεργατικής παραγωγής σε απάτη και παγίδα, συνιστούν τους δύο πυλώνες αυτού που ξεκάθαρα προσδιορίζεται ως κομμουνισμός.

Στην πραγματικότητα, αυτή η εκτατική αντίληψη για την πολιτική της προλεταριακής εξουσίας θα παρέμενε αινιγματική αν δεν συνυπολογίζαμε ένα πρωτεύον γεγονός: η ύπαρξη της Κομμούνας βασίζεται στη ριζική ρήξη με την προϋπάρχουσα κρατική μηχανή. Υλοποιεί την «καταστροφή της Staatmachinerie» για την οποία μιλούσε η 18η Μπρυμαίρ. Εδώ ακριβώς επιβεβαιώνεται ουσιαστικά ως «θετική μορφή», καθώς δεν αρκείται να καταστρέφει, αλλά οικοδομεί πάνω στα θεμέλια αυτής της καταπιεστικής μηχανής μια νέα πολιτική δομή. Οι βασικές αρχές της είναι γνωστές, και γι’ αυτό θα τις αναφέρω μόνο επιγραμματικά: διάλυση των εξειδικευμένων κατασταλτικών σωμάτων, εκλογή και ανακλητότητα των λειτουργών, εκλογή βουλευτών που μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανακληθούν και υπάγονται στις καθορισμένες εντολές των εκλογέων τους, ανασυγκρότηση απ’ τα κάτω της εθνικής ενότητας με παροχή ευρείας αυτονομίας στο τοπικό επίπεδο, συγχώνευση της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας ώστε να συγκροτηθεί ένα «εργαζόμενο σώμα» κι όχι ένας «κοινοβουλευτικός οργανισμός». Οι τελευταίες τρεις διατάξεις έχουν ως κύριο στόχο να εμποδίσουν τη διαμόρφωση σχέσεων αντιπροσώπευσης, αφού η λειτουργία των εκλεγμένων βαθμίδων πρέπει να εμποδίζει τους βουλευτές να συγκροτηθούν σε αντιπροσωπευτικό φαντασιακό αντίγραφο που θα υποκαθιστά τη λαϊκή δραστηριότητα. Το νόημα των διατάξεων είναι σαφές: ζητούμενο είναι να καταστραφεί το κράτος ως εξειδικευμένη, συγκεντροποιημένη και αυστηρώς ιεραρχική μηχανή. Μηχανή αποκομμένη από κάθε λαϊκό έλεγχο, η οποία υψώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο σε υπερβατική βαθμίδα, «που θέλει να είναι ανεξάρτητη και ανώτερη απ’ το ίδιο το έθνος», ενώ δεν είναι παρά «μέσο υποδούλωσης της εργασίας στο κεφάλαιο».
Εδώ επίσης, θα επισημάνω απλώς ότι ο Μαρξ ξαναπιάνει το νήμα των αναλύσεων του 1843-44 για την κατάργηση του πολιτικού κράτους ως ξεχωριστής οντότητας, ως γραφειοκρατικοποιημένης και αντιπροσωπευτικής αφαίρεσης. Θα αναφέρω μόνον ότι η συγχώνευση της νομοθετικής και της εκτελεστικής βαθμίδας που διενεργείται μέσω του «εργαζόμενου οργανισμού» της Κομμούνας βρίσκεται στην ίδια ακριβώς γραμμή με τη θεωρία για την νομοθετική εξουσία που αναπτύσσεται στο χειρόγραφο του Κρόιτσναχ. Υπενθυμίζω ότι ο Μαρξ δεν εννοεί ως «νομοθετική εξουσία», στο κείμενο του 1843, την εξουσία που λειτουργεί ήδη στα πλαίσια του συνταγματικού διαχωρισμού των εξουσιών, αλλά με την κυριολεξία του όρου την εξουσία που δημιουργεί και μετασχηματίζει τα καθεστώτα. Πρόκειται για μια εξουσία που έχει ρητά ως πρότυπο τη γαλλική επανάσταση και πιο συγκεκριμένα την γιακωβίνικη Εθνοσυνέλευση, μοντέλο επί μακρόν αξεπέραστο, που αποτελούταν από ένα πλήθος επιτροπών, πραγματικά «εργαζόμενα σώματα» τα οποία ανέτρεπαν τα παραδοσιακά όρια του διαχωρισμού των εξουσιών (βλ. τη ροβεσπιερική θεωρία της «επαναστατικής διακυβέρνησης»). Αυτός είναι ο λόγος που ο Μαρξ εγκαταλείπει τη στιγμή της τελικής σύνταξης του Εμφύλιου πολέμου στη Γαλλία την τοκβιλιανή αφήγηση της 18ης Μπρυμαίρ, την οποία είχε ωστόσο διατηρήσει μέχρι και στα προπαρασκευαστικά χειρόγραφα του ίδιου αυτού κειμένου. Έτσι, στην τελική εκδοχή, η οικοδόμηση του σύγχρονου, συγκεντροποιημένου και αυτονομημένου κράτους, τοποθετείται ρητά στην «πρώτη Αυτοκρατορία» κι όχι στην Επανάσταση, στην οποία αποδίδεται μόνον η «γιγαντιαία σκούπα» που σάρωσε όλα τα φεουδαρχικά κατάλοιπα.

Η Επανάσταση του 1789-1793 αποκαθίσταται κατά συνέπεια ως στιγμή ρήξης αντί να ενσωματώνεται στη συνέχιση και την ενίσχυση του συγκεντρωτικού έργου της μοναρχίας. Εν ολίγοις, η εμπειρία της Κομμούνας, την οποία ο Μαρξ αρνείται να ταυτίσει (σε αντίθεση με την πλειοψηφία των παρατηρητών της εποχής του, θετικά προσκείμενων ή εχθρικών προς την Κομμούνα) με μια επιστροφή σε αρχαϊκές μορφές ή επίσης με ένα ομοσπονδιακό σχέδιο τύπου Μοντεσκιέ ή των Γιρονδίνων, υποχρεώνει τον συγγραφέα του Κεφαλαίου να επιστρέψει στις πρώτες του αναλύσεις για τη Μεγάλη Επανάσταση. Μπορεί τότε να εγκαταλείψει το σχέδιο της αυστηρής συγκέντρωσης των επαναστατικών πολιτικών μορφών σε εθνικό επίπεδο, που υποστηριζόταν σθεναρά καθ’ όλη τη διάρκεια των επαναστάσεων του 1848, προς όφελος μιας περισσότερο «διαλεκτικής» εκδοχής, υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός κέντρου και μιας εθνικής ενότητας, με την έννοια μιας προοδευτικής διαδικασίας η οποία θα ξεπερνά το όρια του τοπικού μέσω της συγκρότησης μιας καθοδηγητικής ικανότητας που θα βασίζεται στην αυτονομία του. Ο Ένγκελς θα δώσει εν συνεχεία μεγάλη έκταση σ’ αυτά τα θέματα, καθιστώντας την πρώτη Γαλλική Δημοκρατία μοντέλο για την προλεταριακή εξουσία, χωρίς να αποφεύγει ωστόσο κάποιες αμφισημίες, αφού παρέθετε επίσης, μαζί μ’ αυτήν, τις Ηνωμένες Πολιτείες και επίσης, ενίοτε, την Ολλανδία ή την Αυστραλία.
Μια τελευταία παρατήρηση πριν το συμπέρασμα: σε αντίθεση με την ανάγνωση που μόλις τώρα επιχειρήσαμε, τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο Μαρξ υπό το φως του στοχασμού του για την παρισινή Κομμούνα έγιναν πολλές φορές αντιληπτά ως επίμονη φιλοδοξία κατάργησης της πολιτικής. Για παράδειγμα, ορισμένοι υποστήριξαν με βάση την κλασική φιλελεύθερη κριτική του Νορμπέρτο Μπόμπιο ότι για τον Μαρξ το γενικό εκλογικό δικαίωμα αποτελούσε περισσότερο τεχνικό εργαλείο για την έκφραση ενός ενοποιημένου κοινωνικού σώματος παρά μέσο πολιτικής διαβούλευσης με την κυριολεξία του όρου, που επιτρέπει να ληφθεί μια απόφαση με όρους πλειοψηφίας και μειοψηφίας. Εξάλλου, ο Μαρξ δεν μιλά στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία για χρησιμοποίηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος απ’ τον συγκροτημένο σε κοινότητες λαό, με τρόπο που θυμίζει τη στρατολόγηση από έναν εργοδότη του προσωπικού που χρειάζεται η εταιρία του; Βέβαια είναι αλήθεια ότι για τον Μαρξ το γενικό εκλογικό δικαίωμα δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά (δηλαδή χωρίς να «μετατραπεί σε εργαλείο εξαπάτησης») παρά αν συνδυάζεται με μια τάση κοινωνικής ομογενοποίησης (θέτοντας σε αμφισβήτηση τους ταξικούς διαχωρισμούς), όπως είναι επίσης αλήθεια (και θα το αναφέρει εναντίον του Μπακούνιν) ότι είναι εφικτή μια τεχνικο-λειτουργική διαίρεση που δεν θα συνιστά αυτομάτως σχέση πολιτικής κυριαρχίας. Και μάλιστα είναι αναπόφευκτη, υπογραμμίζει ο Μαρξ, σε συνθήκες αναπτυγμένης παραγωγής, οι οποίες διαφέρουν απ’ τις συνθήκες παραγωγής των μικρών αγροτικών-χειροτεχνικών κομμούνων που είναι τόσο πολύτιμες για την ελευθεριακή παράδοση. Αλλά αυτό που προέχει κατ’ αυτόν δεν είναι να μετατραπεί το γενικό εκλογικό δικαίωμα σε απλό μέσο επικύρωσης μιας προκαθορισμένης διατομικής αρμονίας, αλλά να καταδειχθεί ότι το γενικό εκλογικό δικαίωμα, όταν παρεμβάλλεται σε όλα τα επίπεδα των κοινωνικο-πολιτικών συνθηκών της λαϊκής αυτοδιακυβέρνησης, ως εργαλείο πάλης ενάντια στον «ιεραρχικό διορισμό των υπαλλήλων», είναι το καλύτερο μέσο για τη διόρθωση των λαθών που διαπράττονται. Παραφράζοντας τον Ρουσσώ, αλλά σε αντίθετη κατεύθυνση, θα λέγαμε ότι η βούληση της Κομμούνας δεν είναι πάντα ορθή, αλλά μπορεί να διορθώνεται.

Συμπέρασμα

Ορισμένα σημεία εν είδει συμπεράσματος: είναι γενικά αποδεκτό ότι η παρισινή Κομμούνα σηματοδοτεί μια αποφασιστική στροφή, με σαφέστατο πολιτικό πρόσημο, για το εργατικό κίνημα, στροφή που αναδεικνύεται με τη διάλυση της Πρώτης Διεθνούς και τη δημιουργία ισχυρών εθνικών εργατικών κομμάτων. Ο Γκράμσι ήταν πεπεισμένος ότι η περίοδος που εγκαινιάστηκε με την Κομμούνα οδηγεί τον Μαρξ να εγκαταλείψει το σχήμα της «διαρκούς επανάστασης», το οποίο είναι ακατάλληλο στην εποχή της μαζικής πολιτικής, της επέκτασης του δικαιώματος ψηφοφορίας και της εδραίωσης των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών κρατών, τα οποία προέκυψαν από τις «επαναστάσεις απ’ τα πάνω» των ετών 1850-1860. Δίχως να μπούμε στην ουσία της συζήτησης -που είναι τρομερά περίπλοκη- για την εξέλιξη του ύστερου Ένγκελς, προσπάθησα να επισημάνω ότι, τουλάχιστον για τον Μαρξ, τα πράγματα παρουσιάζονταν κάπως διαφορετικά. Δηλαδή, όχι ως εγκατάλειψη της διαρκούς επανάστασης αλλά μάλλον ως συνέχιση μιας διορθωτικής εργασίας του συγκεκριμένου σχήματος που προέκυψε την περίοδο του 1848, μες στη φωτιά των γεγονότων. Επεχείρησα να αναδείξω την παραγωγικότητα και τον καινοτόμο χαρακτήρα αυτής της εργασίας. Πώς θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ακριβέστερα αυτή τη διαλεκτική συνέχειας και ρήξης;
Ας σημειώσουμε εν πρώτοις πως τίποτα δεν πιστοποιεί, τόσο στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία όσο και στα μετέπειτα κείμενα, ότι εγκαταλείπεται η υπόθεση του 1848, με την έννοια ακριβώς της διαρκούς διόρθωσής της. Έχουμε τη γνώμη ότι η «πολιτική στροφή» της Πρώτης Διεθνούς και η αντιπαράθεση με τον Μπακούνιν συνεχίζουν στην ίδια γραμμή της ταξικής ανεξαρτησίας που υπήρχε στην Έκκληση του 1850 και στις πολεμικές με τα αντιπολιτικά ρεύματα στους κόλπους της Λίγκας των κομμουνιστών και του γερμανικού επαναστατικού κινήματος εκείνης της περιόδου. Η Κριτική του προγράμματος της Γκότα εκθειάζει εκ νέου τη δικτατορία του προλεταριάτου, φέρνοντας την ηγεσία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας αντιμέτωπη με το φάντασμα του 1848 που ματαίως προσπαθούσε να ξορκίσει. Με ακόμη πιο εύγλωττο τρόπο, η επανέκδοση στα γερμανικά του Κομμουνιστικού Μανιφέστου το 1872 (γεγονός με σημασία καθώς πρόκειται για δημόσιο κείμενο που διαδόθηκε ευρέως και έφερε τις υπογραφές του Μαρξ και του Ένγκελς, κάτι που δεν ισχύει για κανένα απ’ τα προαναφερθέντα κείμενα), δεν αναφέρει στον πρόλογό του, πέραν της εμφανούς απάλειψης του μεταβατικού προγράμματος των δέκα σημείων (που απέρρεε από εμπειρικές εκτιμήσεις) και ορισμένων άλλων ξεπερασμένων πλέον χωρίων, παρά μία μόνο θεωρητικά αξιοσημείωτη διόρθωση: αυτήν ακριβώς που αφορά την καταστροφή του κρατικής μηχανής απ’ το προλεταριάτο, με ρητή αναφορά στην Κομμούνα και με παραπομπή στο κείμενο του Εμφύλιου πολέμου στη Γαλλία.
Με βάση αυτά τα τρία στοιχεία θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι αν όντως υπάρχει αναθεώρηση, περισσότερο ριζοσπαστικοποιεί παρά εγκαταλείπει το σχήμα του 1848. Αλλά μια τέτοια εκτίμηση θα ήταν μονόπλευρη. Διότι αν είναι αλήθεια πως η διορθωτική εργασία συνεχίζεται, από την άλλη ο Μαρξ δεν θα διατυπώσει ξανά μια ολοκληρωμένη υπόθεση, θεωρητικού και στρατηγικού χαρακτήρα, ανάλογη με την υπόθεση του 1848, ανεξαρτήτως των ασαφειών και των τυφλών σημείων της. Η μετατόπιση αυτή αντιστοιχεί επιπλέον στη νέα θέση των Μαρξ και Ένγκελς ύστερα από την ήττα και αρκετές δεκαετίες εξορίας στο Λονδίνο. Η συγκεκριμένη κατάσταση χαρακτηρίζεται εξάλλου από ένα παράδοξο, διότι αν ο Μαρξ κατακτά μια ευρεία φήμη, «μιντιακού» θα λέγαμε σήμερα χαρακτήρα, στη φούρια της παρισινής Κομμούνας, ως αποτέλεσμα του αναμφισβήτητου ρόλου του στην Πρώτη Διεθνή, αυτή η φήμη παρεμβαίνει σε μια στιγμή όπου έχει πάψει από καιρό να είναι καθοδηγητής μιας οργάνωσης ή ενός οργανωμένου ρεύματος, για να μετατραπεί σε θεωρητική και ηθική αυθεντία στους κόλπους του σοσιαλιστικού κινήματος που αναπτύσσεται μαζικά σε εθνικά πλαίσια.
Οφείλουμε κατά συνέπεια να παραδεχτούμε ότι η πολιτική θεωρία του Μαρξ χαρακτηρίζεται από μια «άνιση ανάπτυξη», σύμφωνα με μια έκφραση που έχει προτείνει εδώ και καιρό ο Αντρέ Τοζέλ. Στα πλαίσια αυτής της ανάπτυξης, το πιο αδύναμο στοιχείο φαίνεται να ‘ναι η στρατηγική υπόθεση, κι αυτό έπαιξε αναμφίβολα πολύ σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες του ύστερου Ένγκελς. Είναι αλήθεια εξάλλου ότι η παρισινή Κομμούνα, που περισσότερο σηματοδοτούσε το τέλος ενός κύκλου παρά την απαρχή ενός νέου, δεν προσέφερε πολλά στη διάσταση της στρατηγικής, όπως δηλώνει ξεκάθαρα ο Μαρξ σε μια διάσημη επιστολή του προς τον Φ. Ντομέλα Νιόβενχουις (22/2/1881), η οποία παρερμηνεύθηκε πολλές φορές. Αλλά η ορθολογικότητα της επαναστατικής πολιτικής δεν περιορίζεται στη στρατηγική δράση, ιδιαιτέρως δε αν αυτή νοείται ως μια εργαλειακή δραστηριότητα που στοχεύει στην κατάληψη της εξουσίας από έναν παράγοντα που γνωρίζει εξαρχής τους κανόνες του παιχνιδιού. Αφορά τον μετασχηματισμό αυτών των ίδιων των κανόνων, ή, με άλλα λόγια, διανοίγει νέες δυνατότητες, οι οποίες εξάγονται απ’ την αφόρητη πραγματικότητα μιας συγκεκριμένης κατάστασης. Μ’ αυτήν ακριβώς την έννοια έχω τη γνώμη ότι η επαναστατική πολιτική μετέχει στη σύγχρονη πραγματικότητα και ότι η διανοητική εργασία του Μαρξ για μια απ’ τις πλέον οδυνηρές ήττες του κινήματός μας, έχει πάντα κάτι νέο να μας προσφέρει.

Μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.

2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια

3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.