Ι. Δαρβινισμός
Δύσκολα μπορεί κανείς να ονομάσει δύο επιστήμονες που να κυριάρχησαν στην ανθρώπινη σκέψη, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σε μεγαλύτερο βαθμό από τον Δαρβίνο και τον Μαρξ. Τα γραπτά τους επαναστατικοποίησαν την αντίληψη που οι μάζες είχαν για τον κόσμο. Για δεκαετίες τα ονόματά τους βρίσκονται στα στόματα όλων και η διδασκαλία τους είναι το επίκεντρο της ιδεολογικής πάλης που συνοδεύει τους κοινωνικούς αγώνες του σήμερα. Αιτία για αυτό είναι κυρίως η υψηλή επιστημονικότητα της θεωρίας τους.
Η επιστημονική σημασία του μαρξισμού, καθώς και του δαρβινισμού, συνίσταται στην εμβάθυνση της θεωρίας της εξέλιξης, από τη μία πλευρά στο πεδίο του οργανικού κόσμου, των έμψυχων αντικειμένων, και από την άλλη στο πεδίο της κοινωνίας. Βέβαια, η θεωρία της εξέλιξης δεν ήταν σε καμία περίπτωση κάτι νέο, είχε τους υποστηρικτές της πριν από τον Δαρβίνο και τον Μαρξ. Ο Χέγκελ, μάλιστα, την είχε αναγάγει σε κεντρικό σημείο του φιλοσοφικού του συστήματος. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να παρατηρήσουμε στενότερα το ποια ήταν τα επιτεύγματα του Δαρβίνου και του Μαρξ στο πεδίο αυτό.
Η θεωρία ότι τα φυτά και τα ζώα έχουν αναπτυχθεί το ένα από το άλλο εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα. Ως τότε η ερώτηση «Από που προέρχονται όλες αυτές οι χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες διαφορετικά είδη φυτών και ζώων που γνωρίζουμε;» απαντιόταν ως εξής: «Κατά τη δημιουργία ο Θεός τα έπλασε, το καθένα με βάση το είδος του». Αυτή η πρωτόγονη θεωρία ήταν σύμφωνη με τα ως τότε εμπειρικά δεδομένα και με τις τότε διαθέσιμες πληροφορίες για το παρελθόν. Σύμφωνα με αυτές, όλα τα γνωστά φυτά και ζώα ήταν πάντα ίδια. Αυτό το εμπειρικό δεδομένο εκφραζόταν επιστημονικά ως εξής: «Όλα τα είδη είναι αμετάβλητα καθώς οι πρόγονοι μεταδίδουν τα χαρακτηριστικά τους στους απογόνους τους».
Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν κάποιες ιδιαιτερότητες στα φυτά και τα ζώα που επέβαλλαν σταδιακά την εξέταση μιας διαφορετικής αντίληψης. Επέτρεπαν πολύ βολικά την ταξινόμησή τους σε ένα σύστημα το οποίο για πρώτη φορά συστάθηκε από τον Σουηδό επιστήμονα Λινναίο. Σε αυτό το σύστημα τα ζώα χωρίζονται σε συνομοταξίες, οι οποίες χωρίζονται σε ομοταξίες και οι ομοταξίες σε τάξεις, οι τάξεις σε οικογένειες, οι οικογένειες σε γένη, καθένα από τα οποία περιλαμβάνει ένα μικρό αριθμό ειδών. Όσο μεγαλύτερη ομοιότητα εμφανίζουν στα χαρακτηριστικά τους, τόσο εγγύτερη η θέση τους εντός του συστήματος και τόσο μικρότερη η ομάδα στην οποία από κοινού ανήκουν. Όλα τα ταξινομημένα ως θηλαστικά ζώα εμφανίζουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά στη σωματική τους δομή. Τα φυτοφάγα και σαρκοφάγα ζώα, τα οποία ανήκουν σε διαφορετική τάξη, διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Οι αρκούδες, οι σκύλοι και οι γάτες, όλα σαρκοφάγα ζώα, έχουν πολύ περισσότερα κοινά μεταξύ τους ως προς τη σωματική τους δομή από ό,τι με τα άλογα ή τις μαϊμούδες. Αυτή η ομοιότητα είναι ακόμη εμφανέστερη, όταν εξετάσουμε διαφορετικές ποικιλίες του ίδιου είδους. Η γάτα, η τίγρης και το λιοντάρι μοιάζουν μεταξύ τους σε πολλά στοιχεία στα οποία, αντίθετα, διαφέρουν από τους σκύλους και τις αρκούδες. Αν στραφούμε από την ομοταξία των θηλαστικών σε άλλες ομοταξίες, όπως τα πτηνά ή τα ψάρια, τότε μπορούμε να εντοπίσουμε μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις μεταξύ των ομοταξιών απ’ ό,τι εντός κάθε ομοταξίας. Παρ’ όλα αυτά παραμένει η ομοιότητα στον σχηματισμό του σώματος, του σκελετού και του νευρικού συστήματος. Αυτή εξαφανίζεται, για πρώτη φορά, όταν απομακρυνθούμε από αυτήν τη βασική κατηγορία, η οποία περιλαμβάνει όλα τα σπονδυλωτά, και στραφούμε στα μαλάκια ή στα πολύποδα.
Με αυτόν τον τρόπο, όλο το ζωικό βασίλειο μπορεί να οργανωθεί σε κατηγορίες και υποκατηγορίες. Αν κάθε είδος ζώου είχε δημιουργηθεί απολύτως ανεξάρτητα από όλα τα άλλα, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να υπάρχουν αυτές οι κατηγορίες. Δεν θα υπήρχε λόγος για τη μη ύπαρξη θηλαστικών με έξι πόδια. Θα έπρεπε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο Θεός κατά τη δημιουργία είχε υιοθετήσει το σύστημα του Λινναίου ως σχέδιο και είχε δημιουργήσει τα πάντα με βάση αυτό. Ευτυχώς διαθέτουμε μια διαφορετική εξήγηση. Η ομοιότητα στην κατασκευή του σώματος μπορεί να οφείλεται σε μια πραγματική γενεαλογική συγγένεια. Με βάση αυτήν την αντίληψη, η ομοιότητα των ιδιαιτεροτήτων καταδεικνύει πόσο κοντινή ή μακρινή είναι αυτή η συγγένεια, όπως η ομοιότητα ανάμεσα στα αδέρφια είναι μεγαλύτερη από ό,τι μεταξύ πιο μακρινών συγγενών. Κατά συνέπεια, οι κατηγορίες των ζώων δεν δημιουργήθηκαν ανεξάρτητα, αλλά κατάγονται η μία από την άλλη. Διαμορφώνουν έναν κορμό, ο οποίος ξεκίνησε με απλά θεμέλια και διαρκώς αναπτυσσόταν. Τα τελευταία, λεπτά κλαριά είναι τα σημερινά είδη. Όλα τα είδη γατών κατάγονται από μία πρωτόγονη γάτα, η οποία μαζί με τον πρωτόγονο σκύλο και την πρωτόγονη αρκούδα είναι απόγονοι ενός πρωτόγονου τύπου σαρκοφάγου ζώου. Το πρωτόγονο σαρκοφάγο ζώο, το πρωτόγονο ζώο με οπλές και η πρωτόγονη μαϊμού κατάγονται από κάποιο πρωτόγονο θηλαστικό κ.ο.κ.
Αυτή η θεωρία της καταγωγής υποστηρίχθηκε από τον Λαμάρκ και τον Ζ. Χιλέρ. Παρ’ όλα αυτά, δεν βρήκε ευρεία αποδοχή. Αυτοί οι φυσιοδίφες δεν μπορούσαν να αποδείξουν την ορθότητα της θεωρίας και, ως εκ τούτου, αυτή παρέμενε μόνο μια υπόθεση, ένα απλό αξίωμα. Όταν όμως εμφανίστηκε ο Δαρβίνος, το βασικό του σύγγραμμα, «Η καταγωγή των ειδών», έπεσε σαν κεραυνός. Η θεωρία του, για την εξέλιξη, έγινε αμέσως αποδεκτή ως μια ισχυρά αποδεδειγμένη αλήθεια. Από τότε, η θεωρία της εξέλιξης έχει συνδεθεί άρρηκτα με το όνομα του Δαρβίνου. Γιατί όμως αυτό;
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι μέσα από την εμπειρία συλλεγόταν όλο και περισσότερο υλικό που υποστήριζε τη θεωρία αυτή. Ανακαλύπτονταν ζώα που δεν μπορούσαν να καταταγούν στην υπάρχουσα ταξινόμηση, όπως τα ωοτόκα θηλαστικά, ψάρια με πνεύμονες και ασπόνδυλα ζώα. Η θεωρία της καταγωγής ισχυριζόταν ότι αυτά ήταν απλά υπολείμματα της μετάβασης μεταξύ των διαφορετικών ειδών. Την ίδια στιγμή, ανασκαφές είχαν αποκαλύψει απολιθωμένα λείψανα που ήταν διαφορετικά από τα ζώα που ζουν σήμερα. Αυτά τα λείψανα έχει μερικά αποδειχθεί ότι είναι οι πρωτόγονες μορφές των δικών μας ζώων και ότι τα πρωτόγονα ζώα έχουν σταδιακά αναπτυχθεί στα σήμερα υπάρχοντα. Στη συνέχεια διαμορφώθηκε η θεωρία των κυττάρων. Κάθε φυτό, κάθε ζώο, αποτελείται από εκατομμύρια κύτταρα και έχει αναπτυχθεί από τον αδιάκοπο διαχωρισμό και την διαφοροποίηση μονών αρχικών κυττάρων. Μετά απ’ αυτή τη διαπίστωση, η σκέψη ότι οι ανώτεροι οργανισμοί κατάγονται από πρωτόγονες μονοκύτταρες μορφές ζωής δεν φαινόταν και τόσο παράξενη.
Βέβαια, όλα αυτά τα νέα εμπειρικά δεδομένα δεν μπορούσαν να καταστήσουν από μόνα τους την θεωρία μια ισχυρά αποδεδειγμένη αλήθεια. Η καλύτερη απόδειξη για την ορθότητα της θεωρίας θα ήταν ένας πραγματικός μετασχηματισμός ενός είδους ζώου σε ένα άλλο μπροστά στα μάτια μας, έτσι ώστε να μπορέσουμε να το παρατηρήσουμε. Αυτό όμως είναι αδύνατο. Είναι λοιπόν δυνατό να αποδείξουμε ότι οι μορφές των ζώων πραγματικά μετασχηματίζονται σε νέες; Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει καταδεικνύοντας την αιτία, την κινητήριο δύναμη μιας τέτοιας ανάπτυξης. Αυτό ήταν που έκανε ο Δαρβίνος. Ο Δαρβίνος ανακάλυψε τον μηχανισμό της εξέλιξης των ζώων, και με αυτόν τον τρόπο κατέδειξε ότι υπό συγκεκριμένες συνθήκες κάποια είδη ζώων αναγκαστικά θα εξελιχθούν σε άλλα. Αυτόν τον μηχανισμό θα διασαφηνίσουμε τώρα.
To βασικό του θεμέλιο είναι ο χαρακτήρας της μετάδοσης, το γεγονός ότι οι πρόγονοι κληροδοτούν στους απογόνους τους τις ιδιαιτερότητές τους, αλλά την ίδια στιγμή οι απόγονοι αποκλίνουν σε διάφορα στοιχεία από αυτούς αλλά και αναμεταξύ τους. Γι’ αυτόν τον λόγο τα ζώα ενός είδους δεν είναι όμοια μεταξύ τους, αλλά διαφέρουν σε πολλά χαρακτηριστικά τους από τον μέσο τύπο του είδους. Χωρίς αυτήν την παρέκκλιση θα ήταν απολύτως αδύνατο ένα είδος ζώου να εξελιχθεί σε ένα άλλο. Το μόνο που χρειάζεται για τη διαμόρφωση ενός νέου είδους είναι η παρέκκλιση από τον βασικό τύπο να μεγαλώσει, και μάλιστα στην ίδια κατεύθυνση, σε τέτοιο βαθμό που πλέον να είναι τόσο σημαντική, ώστε το νέο ζώο να μην μοιάζει πια σε αυτό από το οποίο κατάγεται. Αλλά ποια μπορεί να είναι αυτή η κινητήριος δύναμη που θα μπορούσε να επιφέρει την ολοένα εντεινόμενη απόκλιση στην ίδια κατεύθυνση;
Ο Λαμάρκ διακήρυξε ότι αυτή ήταν η χρήση και η έντονη άσκηση συγκεκριμένων οργάνων. Ότι λόγω της διαρκούς άσκησης συγκεκριμένων οργάνων, αυτά ολοένα τελειοποιούνταν. Ακριβώς, όπως οι μύες των ανθρώπινων ποδιών δυναμώνουν από το συχνό τρέξιμο, έτσι και το λιοντάρι απέκτησε τα ισχυρά του άκρα και ο λαγός τα γρήγορα πόδια του. Με τον ίδιο τρόπο οι καμηλοπαρδάλεις απέκτησαν τους μακριούς λαιμούς τους, καθώς για να φτάσουν τα φύλλα των δέντρων, τα οποία έτρωγαν, οι λαιμοί τους τεντώνονταν, ώστε τελικά ένα κοντόλαιμο ζώο να εξελιχθεί στην μακρύλαιμη καμηλοπάρδαλη. Για πολλούς όμως αυτή η εξήγηση δεν ήταν πιστευτή και δεν μπορούσε, για παράδειγμα, να ερμηνεύσει το γεγονός ότι ο βάτραχος είχε πράσινο χρώμα τέτοιο ώστε να προστατεύεται.
Για να απαντήσει στο ίδιο ερώτημα, ο Δαρβίνος στράφηκε σε μια άλλη πλευρά των εμπειρικών δεδομένων. Ο εκτροφέας ζώων και ο κηπουρός μπορούν να δημιουργήσουν τεχνητά νέες ράτσες και ποικιλίες. Όταν ο κηπουρός θέλει από ένα συγκεκριμένο είδος φυτού να καλλιεργήσει μια ποικιλία με μεγάλα άνθη, το μόνο που έχει να κάνει είναι να καταστρέψει, προτού ωριμάσουν, όλα εκείνα τα φυτά που έχουν μικρά άνθη και να συντηρήσει εκείνα που έχουν μεγάλα. Αν το επαναλάβει για λίγα χρόνια, τα άνθη θα είναι όλο και μεγαλύτερα, καθώς η κάθε γενιά μοιάζει με την προηγούμενη και ο κηπουρός μας, επιλέγοντας πάντα τα φυτά με μεγαλύτερα άνθη για αναπαραγωγή, θα πετύχει να καλλιεργήσει μια ποικιλία με πολύ μεγάλα άνθη. Με αυτήν τη μέθοδο, άλλοτε εσκεμμένα και άλλοτε ακούσια, οι άνθρωποι έχουν δημιουργήσει ένα μεγάλο μέρος από τα εξημερωμένα είδη, τα οποία διαφέρουν από την αρχική τους μορφή πολύ περισσότερο από ό,τι διαφέρουν μεταξύ τους τα άγρια είδη.
Αν ζητούσαμε από έναν εκτροφέα να δημιουργήσει ένα ζώο με μακρύ λαιμό από ένα ζώο με κοντό, δεν θα απαιτούσαμε το αδύνατο. Το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνει θα ήταν να διαλέξει αυτά με τους μακρύτερους λαιμούς, να τα διασταυρώσει, να εξοντώσει τα νεογνά με κοντούς λαιμούς και να διασταυρώσει εκ νέου όσα έχουν τους μακρύτερους. Επαναλαμβάνοντας το ίδιο σε κάθε νέα γενιά, ο λαιμός θα γινόταν ολοένα μακρύτερος, και τελικά θα έφτανε σε ένα ζώο που θα θύμιζε την καμηλοπάρδαλη.
Αυτό το αποτέλεσμα είναι εφικτό, γιατί υπάρχει μια συγκεκριμένη βούληση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο και η οποία, με σκοπό να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη ποικιλία, επιλέγει συγκεκριμένα ζώα. Όμως μια τέτοια βούληση δεν υπάρχει στη φύση και όλες οι μεμονωμένες παρεκκλίσεις αναγκαστικά θα επανορθώνονταν κατά την αναπαραγωγή, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο ένα ζώο να συνεχίσει να παρεκκλίνει από τον αρχικό τύπο τόσο ώστε να γίνει ένα εντελώς διαφορετικό είδος. Πού στη φύση, τότε, βρίσκεται αυτή η δύναμη που διαλέγει τα ζώα με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο εκτροφέας;
Ο Δαρβίνος μελέτησε αυτό το πρόβλημα για μεγάλο διάστημα μέχρι να βρει τη λύση του στον «αγώνα για επιβίωση». Αυτή η θεωρία αντανακλά τις παραγωγικές σχέσεις της εποχής του, γιατί ήταν ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός που ενέπνευσε την εικόνα μιας φύσης που κυριαρχείται από τον αγώνα για την επιβίωση. Και μάλιστα αυτή η λύση στο πρόβλημα δεν προήλθε από τις δικές του παρατηρήσεις αλλά από την ανάγνωση των έργων του οικονομολόγου Μάλθους. Ο Μάλθους επιχείρησε να εξηγήσει ότι στον καπιταλιστικό κόσμο υπάρχει τόση εξαθλίωση, πείνα και στέρηση, επειδή η αύξηση του πληθυσμού είναι πολύ ταχύτερη από την αντίστοιχη αύξηση των μέσων για τη συντήρηση του ανθρώπινου είδους. Δεν υπάρχει αρκετή τροφή για όλους και, κατά συνέπεια, οι άνθρωποι πρέπει να παλέψουν μεταξύ τους για την επιβίωσή τους και σε αυτήν την πάλη είναι αναγκαίο πολλοί να εξοντωθούν. Με αυτήν την θεωρία ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός και η εξαθλίωση ανακηρύσσονταν σε αναπόδραστο φυσικό νόμο. Και ο Δαρβίνος εξηγεί στην αυτοβιογραφία του ότι το βιβλίο του Μάλθους ήταν αυτό που τον οδήγησε στη σύλληψη του «αγώνα για την επιβίωση».
«Τον Οκτώβριο του 1838, δεκαπέντε μήνες αφ’ ότου είχα ξεκινήσει την συστηματική μου μελέτη, έτυχε να διαβάσω, για ψυχαγωγικούς λόγους, το κείμενο του Μάλθους για τον πληθυσμό. Προετοιμασμένος, από τη μακρόχρονη και συνεχή παρακολούθηση των συνηθειών ζώων και φυτών, να εκτιμήσω την ιδέα του αγώνα για την ύπαρξη που εκτυλίσσεται παντού, απ’ ευθείας σκέφτηκα ότι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι ευνοϊκές παραλλαγές θα έτειναν να διατηρηθούν και οι δυσμενείς να καταστραφούν. Τώρα πια είχα μια θεωρία με την οποία μπορούσα να δουλέψω».
Είναι γεγονός ότι οι γεννήσεις των ζώων είναι περισσότερες απ’ όσο μπορεί να καλυφθεί από τις υπάρχουσες πηγές τροφής. Δεν υπάρχει εξαίρεση στον κανόνα ότι όλα τα έμβια όντα πληθαίνουν με τέτοιο ρυθμό, ώστε η γη μας θα είχε σύντομα ολόκληρη κατακλυσθεί από τους απογόνους ενός και μόνο ζευγαριού αν αυτοί δεν καταστρέφονταν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι αναγκαίο να ανακύψει ο αγώνας για την επιβίωση. Κάθε ζώο προσπαθεί να ζήσει και κάνει ό,τι μπορεί για να τραφεί και να αποφύγει να γίνει τροφή για άλλα ζώα. Με τις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες και τα όπλα του παλεύει ενάντια σε όλο τον εχθρικό κόσμο, ενάντια στα άλλα ζώα, στο κρύο, στη ζέστη, στην ξηρασία, στις πλημμύρες και τα άλλα φυσικά φαινόμενα που απειλούν να το καταστρέψουν. Πάνω από όλα, αγωνίζεται ενάντια στα ζώα του ίδιου του είδους του, που ζουν με τον ίδιο τρόπο, έχουν τις ίδιες ιδιαιτερότητες, χρησιμοποιούν τα ίδια όπλα και βασίζονται στην ίδια τροφή. Αυτή η πάλη δεν είναι άμεση. Ο λαγός δεν παλεύει άμεσα με το λαγό, ούτε το λιοντάρι με το λιοντάρι – εκτός και αν πρόκειται για την διεκδίκηση του θηλυκού – αλλά είναι ένας αγώνας για την ύπαρξη, ένας αγώνας δρόμου, μια ανταγωνιστική πάλη. Είναι αδύνατο να ενηλικιωθούν όλα. Τα περισσότερα εξοντώνονται, και μόνο αυτά που κερδίζουν την κούρσα παραμένουν. Αλλά ποια είναι αυτά που κερδίζουν σε αυτόν τον αγώνα δρόμου; Αυτά που με βάση τις ιδιαιτερότητές τους, τη σωματική τους δομή, μπορούν καλύτερα να βρουν τροφή, να ξεφύγουν από έναν εχθρό. Με άλλα λόγια, αυτά με την μεγαλύτερη προσαρμογή στις υπάρχουσες συνθήκες θα επιβιώσουν. «Καθώς πάντα γεννιούνται περισσότερα άτομα από όσα μπορούν να επιβιώσουν, η πάλη για το ποια θα παραμείνουν αρχίζει πάντα εκ νέου και εκείνο το οποίο έχει κάποιο πλεονέκτημα έναντι των άλλων θα επιβιώσει, αλλά καθώς αυτές οι αποκλίνουσες ιδιαιτερότητες κληροδοτούνται στις νέες γενιές, η ίδια η φύση κάνει την επιλογή και προκύπτει μια νέα γενιά με διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά».
Βρίσκουμε εδώ μια διαφορετική ερμηνεία για την καταγωγή της καμηλοπάρδαλης. Όταν σε κάποιους τόπους δεν φυτρώνει χορτάρι, τα ζώα πρέπει να τραφούν με τα φύλλα των δέντρων και αν ο λαιμός τους είναι πολύ κοντός για να τα φτάσουν, εξοντώνονται. Στην ίδια τη φύση εμφανίζεται η επιλογή, και η φύση επιλέγει μόνο αυτά που έχουν μακριούς λαιμούς. Σε αντιστοιχία με την επιλογή που κάνει ο εκτροφέας ζώων, ο Δαρβίνος ονόμασε αυτήν την διαδικασία «φυσική επιλογή».
Αυτή η διαδικασία αναγκαστικά δημιουργεί νέα είδη. Καθώς γεννιούνται από κάθε είδος πάρα πολλοί απόγονοι, περισσότεροι από όσους οι διαθέσιμες πηγές τροφής μπορούν να συντηρήσουν, αυτοί επιδιώκουν διαρκώς να εξαπλώνονται σε μια όλο και ευρύτερη περιοχή. Για να βρουν τροφή, τα ζώα που ζουν στα δάση πηγαίνουν στις πεδιάδες, αυτά που ζουν στη στεριά μετακινούνται στο νερό, αυτά που ζουν στο έδαφος ανεβαίνουν στα δέντρα. Υπό αυτές τις νέες συνθήκες οι αποκλίσεις είναι αναγκαίες. Οι αποκλίσεις αυτές μεγαλώνουν και τελικά ένα νέο είδος αναπτύσσεται από το παλιό. Αυτή η διαρκής κίνηση της διακλάδωσης των υπαρχόντων ειδών σε νέα οδηγεί σε αυτές τις χιλιάδες διαφορετικά είδη, τα οποία εξακολουθούν να διαφοροποιούνται ακόμη περισσότερο.
Η δαρβινική θεωρία, εξηγώντας με αυτόν τον τρόπο την καταγωγή των ζώων, τη μεταμόρφωση και διαμόρφωσή τους από πρωτόγονα ζώα, εξηγεί ταυτόχρονα τη θαυμάσια αρμονικότητα μέσα στη φύση. Έως τώρα αυτή μπορούσε να ερμηνευθεί μόνο με τη σοφή φροντίδα του Θεού. Πλέον όμως γίνεται κατανοητή ολοκάθαρα η φυσική προέλευσή της. Γιατί αυτή η αρμονικότητα είναι απλά η προσαρμογή στις ανάγκες της ζωής. Κάθε ζώο και φυτό είναι ακριβώς προσαρμοσμένο στις υπάρχουσες συνθήκες, γιατί όλα όσα δεν είναι εξοντώνονται στον αγώνα για την επιβίωση. Ο πράσινος βάτραχος, ο οποίος κατάγεται από τον καφετί βάτραχο, πρέπει να διατηρήσει το προστατευτικό του χρώμα, καθώς όσοι αποκλίνουν από αυτό εντοπίζονται και εξοντώνονται συντομότερα από τους φυσικούς εχθρούς ή δυσκολεύονται περισσότερο στην εύρεση τροφής και πεθαίνουν.
Με αυτόν τον τρόπο ο Δαρβίνος μας έδειξε, για πρώτη φορά, πώς νέα είδη διαρκώς διαμορφώνονται από τα παλιά. Η θεωρία της καταγωγής, η οποία έως τότε ήταν ένα απλό υποθετικό συμπέρασμα για πολλά φαινόμενα τα οποία δεν μπορούσαν να εξηγηθούν με κάποιον άλλο τρόπο, απέκτησε τη βεβαιότητα ενός απόλυτου συμπεράσματος, συγκεκριμένων δυνάμεων που μπορούσαν να αποδειχθούν. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο η θεωρία αυτή κυριάρχησε τόσο γρήγορα στις επιστημονικές συζητήσεις και το ενδιαφέρον του κοινού.
συνεχίστε την ανάγνωση http://praxisreview.gr/index.php/2-uncategorised/60-2015-06-05-18-57-20
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο πέμπτο τεύχος της έντυπης έκδοσης
Πηγή : http://praxisreview.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.
2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια
3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.