Πηγή : Θέσεις, Τεύχος 51, περίοδος: Απρίλιος - Ιούνιος 1995 | |
του Pierre Macherey μετάφραση Δημήτρης Δημούλης Σύμφωνα με τον Λένιν, η κύρια - αν όχι η μοναδική - πλευρά της διαλεκτικής έγκειται στη "διάσπαση του ενός", στην πάλη των αντιθέτων, η οποία συγχρόνως αποτελεί την ταυτότητα ή ενότητα τους. Ο Αλτουσερ αναπτύσσει αυτή τη σκέψη στην "Απάντηση στον Τζών Λιούις" μιλώντας για "την πρωτοκαθεδρία της αντίφασης πάνω στα αντίθετα"2 και διευκρινίζει το νόημα της διατύπωσης στο παράδειγμα της ταξικής πάλης: η πάλη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σύγκρουση αντιπάλων ομάδων, οι οποίες υπήρχαν ήδη πριν από την ταξική πάλη με τη μορφή σχηματισμών, που η αντιπαράθεση δεν τους αλλοιώνει. Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: η ταξική πάλη είναι αυτή που επιφέρει τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις3. Και αυτό συνδέεται με το ότι τα αντίθετα δημιουργούνται από την αυτοκίνηση της αντίφασης. Το ένα χωρίζεται στα δύο. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; 1. Ουσιοκρατία Ανθρωπισμός Το ένα χωρίζεται στα δύο μπορεί να σημαίνει το εξής: Στην αρχή υπήρχε το Ένα (Είναι, Λόγος, Υποκείμενο...), το οποίο υπάρχει καθ' εαυτό και δϊ εαυτό. Μετά επέρχεται ο χωρισμός του. Το Ένα αποκτά απογόνους και, όπως σε κάθε διαδικασία αναπαραγωγής, τους πλάθει καθ' ομοίωση του. Πολλά μικρά Ένα, όμορφα παιδιά, διαφορετικά παιδιά, ακόμη και αντίπαλα παιδιά, τα οποία λόγω της μοχθηρίας της φύσης (ή της βούλησης) έπεσαν σε διχόνοια, διότι - ωραία οικογένεια! - χωρίστηκαν από εκείνον που τα έπλασε: από το δημιουργό τους. Επειδή όμως δεν παύουν ποτέ να παραμένουν πιστά στην αρχική φύση τους, εξακολουθούν όλα να είναι τα ίδια "Ένα", που ήταν πριν από τη διάσπαση τους. Τι σημαίνει αυτή η ιστορία; Το νόημα της βασίζεται σε μια εξαιρετικά ιδιόμορφη ερμηνεία της διατύπωσης "το Ένα χωρίζεται (χωρίζει τον εαυτό του) στα δύο". Η αντωνυμία "εαυτόν" δηλώνει το Ίδιο, το Ον, την Πρώτη Αρχή, που κάνει το Είναι να είναι αυτό που είναι. Είναι ακριβώς αυτό που είναι, ταυτόσημο με τον εαυτό του, κινούμενο γύρω από τον εαυτό του, κλεισμένο στον εαυτό του. Ορίζεται με την πρωταρχική πράξη ιδιοποίησης εκείνου που όντως είναι, μια πράξη που διαπλάθει τη φύση του. Αυτός ο τρόπος καθορισμού έχει θεμελιώδη σημασία, διότι αφορά όλα τα "Ένα", μεγάλα και μικρά, στα οποία, πάνω και πέρα από όλες τις διαφορές και τις διαφωνίες, δίνει τις προϋποθέσεις και την εγγύηση της ενότητας τους. Το Ένα υπάρχει λοιπόν αρχικά σ' αυτόν τον αξεδιάλυτο δεσμό, σ'αυτή τη μυστική συμφωνία του Ίδιου με το Ίδιο, η οποία δημιουργεί το Είναι Εν. θα μπορούσε να πει κανείς ότι το Ένα έχει ως αντικείμενο (sujet)4 τον ίδιο τον εαυτό του: Είναι όντως ως ένα βαθμό το Μοναδικό και η Ιδιοκτησία του5. Από αυτό έπεται ότι το Ένα, σε συμφωνία με τον εαυτό του, αρκείται να είναι αυτό που είναι και προπάντων επιδιώκει να παραμείνει αυτό που είναι. Εκτός και αν μπορεί να αποκτήσει την ταυτότητα του μόνον μέσα από τη μεγάλη αναταραχή, τη νοσταλγία και τον πόθο. Αλλά ακόμη και μια τέτοια τάση, που ορισμένοι ερμηνευτές ίσως θα ήθελαν να αποδώσουν στο Ένα, πρέπει να του επιτρέψει να διεξάγει τον δίκαιο αγώνα που τελικά θα το οδηγήσει ξανά στον εαυτό του. Τι γίνεται μετά; Έχουμε ένα αίνιγμα. Το Ένα χωρίζεται και παίρνει έναν δρόμο στρωμένο με δοκιμασίες, παραιτήσεις και οντολογικό πάθος. Επιβάλλει στον εαυτό του έναν προμηθεϊκό χωρισμό. Πρόκειται σίγουρα για ένα μεγαλειώδες έπος. Πρόκειται όμως και για ένα έπος που παραδόξως κρύβεται στη σκιά, διότι μόνον έτσι μπορεί να εμφανισθεί στο κατάλληλο φως και με τα κατάλληλα χρώματα. Το Πρωταρχικό αρέσκεται να κρύβεται ή να καλύπτεται από την άγνοια εκείνων που μεγαλόφωνα το αναγγέλλουν. Παρ' ότι όμως συμμετέχει στα διάφορα επεισόδια αυτού του δράματος, το Ουσιώδες παραμένει άθικτο. Το Ένα "πραγματώνεται" μέσω του χωρισμού "του". Τοποθετείται το ίδιο μέσα σ'αυτή τη διαφορά, η οποία είναι αποκλειστικά μια διαφορά με τον ίδιο τον εαυτό του. Εδώ βλέπουμε ότι το πάθος είναι και υπόσχεση. Το Ένα χάνεται, αλλά μόνον μέσα στον εαυτό του και μόνον για να ξαναβρεθεί καλύτερα. "Δεν θα με έψαχνες αν δεν με είχες βρει". Λοιπόν έχει ήδη ξαναβρεθεί, διότι στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ βγει από τον εαυτό του. Πρέπει κανείς να διαβάσει την ιστορία του Ενός αντίστροφα, διότι κατευθύνεται προς ένα Τέλος, το οποίο ήταν δεδομένο ήδη στην αρχή της ιστορίας. Το Ένα, το αντικείμενο (sujet) του εαυτού του, είναι και ο τελικός σκοπός του6. Τα δύο συμφιλιώνονται στο Ένα; Από αυτή την οπτική το Ένα είναι ταυτόχρονα το πρώτο και το τελευταίο. Είναι το πρώτο διότι είναι το τελευταίο. Αυτή η κίνηση, αυτό το συγκεχυμένο γίγνεσθαι, το οποίο θέτει τον κόσμο σε κίνηση, είναι η σκόλια οδός, στην οποία εκείνο που πρέπει να γίνει ολοκληρώνεται, έτσι ώστε αυτό που εμφανίζεται χωρισμένο να πραγματωθεί επιστρέφοντας στην ενότητα. Αυτό σημαίνει ότι το Ένα είναι τελευταίο, διότι είναι και πρώτο. Σε εκείνους που ίσως νομίζουν ότι τα πράγματα χρειάζονται πολύ χρόνο για να μπούνε σε τάξη και δεν φαίνεται ακόμη κανένα σημάδι της υπεσχημένης συμφιλίωσης - σε όλους αυτούς τους ανυπόμονους, η ιστορία του Ενός διδάσκει την αρετή, ίσως και την απόλαυση της αναμονής. Το Ένα δεν θα ήταν ακόμη, δεν θα ήταν πραγματικά το Ένα, αν όλα συνέβαιναν τόσο εύκολα, τόσο άκοπα, αν συνέβαιναν αμέσως και όχι στο μέλλον. Ας παρηγορηθούμε με το ότι το αύριο, αν δεν είναι το σήμερα, είναι πάντως ήδη το χθες, γιατί η υπόσχεση είχε ήδη δοθεί από την αρχή, από την αρχή της αρχής. Αν εφαρμοσθεί στην ταξική πάλη, αυτό το σχήμα επιτρέπει μια παρουσίαση της ιστορίας της αλλοτρίωσης στον ορίζοντα ενός καθολικού ανθρωπισμού. Ο χωρισμός της κοινωνίας σε τάξεις εμφανίζεται ως κάτι δευτερεύον σε σχέση με την πρωταρχική ύπαρξη του Ενός που λέγεται ανθρωπότητα. Ένα Ον που έχει αυτάρκεια, και στο Εδώ Είναι (που αποτελεί ταυτόχρονα και το Ούτω Είναι) πραγματώνει την ελευθερία του για να επιδιώξει την πλήρη ιδιοποίηση της δικής του φύσης, η οποία χαρακτηρίζει το Μοναδικό. Η αλλοτρίωση είναι μόνον η παροδική απώλεια της πρωταρχικής ενότητας, το κομμάτιασμα σε διαφορετικές και ασυμφιλίωτες έννοιες. Η ιστορία της ανθρωπότητας διηγείται την κατάπτωση του ανθρώπινου Όντος, αλλά και ταυτόχρονα διηγείται - μέσα από τη διαλεκτική αντιπαράθεση των εκάστοτε υπαρχουσών δυνάμεων - την επιστροφή στις Απαρχές και προφητεύει την επαναφορά της Πρωταρχικής Ενότητας, η οποία παροδικά μόνον χάθηκε στον κόσμο των πραγμάτων. Το τέλος της ιστορίας, από το οποίο η ιστορία αποκτά την έννοια της, συμπίπτει με την αρχή της. Απελευθερώνει μια ήδη σχηματισμένη δύναμη του Εδώ Είναι, η οποία θα συγκροτηθεί οριστικά στη βάση μιας ήδη δοσμένης και αδιάκοπα επαναλαμβανόμενης υπόσχεσης. Από την άλλη πλευρά η αντίφαση ανάμεσα στις τάξεις εμφανίζεται, σε σύγκριση με την πρωταρχική ενότητα, από την οποία οι τάξεις απομακρύνθηκαν, ως μια απλή διαφορά, ως ανισότητα. Τώρα γίνεται λόγος για ανισότητα, η οποία επικρατεί μεταξύ των ανθρώπων, για τη δυνατότητα να εκτιμηθεί αυτή η ανισότητα σε σχέση με ένα μοναδικό και ομογενές πρότυπο, με σκοπό να καθορισθεί η απόσταση, η οποία διαφοροποιεί το περισσότερο από το λιγότερο και συστηματοποιεί τις βαθμίδες ανθρωπιάς - και ακολούθως να κριθεί το δικαίωμα του ανθρώπου να είναι ο ίδιος ο εαυτός του. Ανισότητα μεταξύ ανθρώπων: πρόκειται για μια ποσοτικά μετρήσιμη διαφορά, η οποία χωρίζει τους πλούσιους από τους φτωχούς, τους ισχυρούς από τους αδύναμους. Αλλοτρίωση και ανισότητα. Αυτές οι κατηγορίες συγκαλύπτουν τους πραγματικούς καθορισμούς της εκμετάλλευσης και την ανάγουν σε μία και μοναδική μορφή, η οποία δεν διακρίνει πλέον μεταξύ σκλάβου, δουλοπάροικου και προλετάριου, σαν να μην ήταν αυτές οι μορφές παρά οι εκ των περιστάσεων διαφοροποιημένες μορφές του ίδιου Όντος, ενός διασπασμένου Όντος, της πάσχουσας ανθρωπότητας. Με τον τρόπο αυτόν η ιστορία της υλικής διαδικασίας ζωής των ανθρώπων, η οποία βασίζεται στον καθορισμό των διαφόρων τρόπων παραγωγής, συγκαλύπτεται, θεωρείται δυνατό να βρεθούν αναλογίες μεταξύ της εκμετάλλευσης του σκλάβου και του προλετάριου, ενώ στην πραγματικότητα - αλλά αυτό μπορεί να το "διηγηθεί" η ιστορία - πρόκειται για δύο μη συγκρίσιμες μεταξύ τους καταστάσεις: η εκμετάλλευση του προλετάριου προϋποθέτει την (οικονομική, πολιτική και νομική) ελευθερία του, εκείνη την ανελέητη ελευθερία, η οποία τον οδηγεί στην αγορά εργασίας για να πουλήσει το μόνο εμπόρευμα, του οποίου είναι πραγματικά κύριος: την εργασιακή του δύναμη. Και αυτή ακριβώς η ελευθερία έχει εξ ορισμού αφαιρεθεί από τον σκλάβο. Ο καθολικός ανθρωπισμός - είτε είναι θεωρητικός είτε πρακτικός είτε και "επιστημονικός" - σημαίνει την εξάλειψη των υλικών αντιφάσεων της ιστορίας, η οποία, ως πνευματοποιημένη και εξιδανικευμένη ιστορία, μετατρέπεται σε μύθο. Οι υλικές αντιφάσεις απορροφώνται σε μια μοναδική μορφή, η οποία τις οδηγεί σε εξαφάνιση: μπορούν να ερμηνευθούν μέσω της σχέσης τους με μια φύση ή με ένα ον, του οποίου αποτελούν ταυτόχρονα την ανάμνηση και την ουσία. Στις κοινωνικές τάξεις ο ανθρωπιστής διακρίνει πάντα τις ενδείξεις του βαθμού ανταπόκρισης προς μια ουσία, η οποία έχει χαθεί ή συγκαλυφθεί. Στην ιστορία των ταξικών αγώνων ο ανθρωπιστής αναζητά τις προϋποθέσεις μιας προοδευτικής δύναμης, η οποία φέρνει την ανθρωπότητα όλο και πιο κοντά στις απαρχές της. Μια πρόοδος, η οποία εκφράζεται πλαγιοδρομώντας και φτάνει στο στόχο κάνοντας βήματα προς τα πίσω. Σε μια τέτοια προοπτική η ταξική πάλη εμφανίζεται ως κάτι που συμβαίνει τυχαία: μπορεί να αναχθεί σε μια διαδοχή επεισοδίων, μέσα από τα οποία είναι ήδη δυνατό να αποκωδικοποιηθεί το αίσιο πέρας της εξέλιξης, η πράξη με την οποία οι αντιφάσεις διαλύονται και εξαφανίζονται. Η ταξική πάλη είναι λοιπόν προσωρινή και μεταβατική. Η αλήθεια της βρίσκεται στη στιγμή, η οποία την τερματίζει. Αντιλαμβανόμαστε ότι εδώ δεν λαμβάνονται υπ' όψη οι υλικές αντιφάσεις της ιστορίας. Κατανέμονται σε εκείνα τα αντίθετα, που έχουν το όνομα τάξεις και αποτελούν διαφορετικές οντότητες που ανταγωνίζονται εδώ κι εκεί. Διαλύονται σε εκείνη την πρωταρχική ενότητα, της οποίας αποτελούν απλώς μια μερική και προσωρινή ενότητα. Ο ανθρωπισμός και ο οικονομισμός εκφράζουν με πληρότητα αυτή την οπτική. Αρκεί να αφήσετε τους ανθρώπους να δείξουν τι αξίζουν, αρκεί να αφήσετε τις παραγωγικές δυνάμεις να δράσουν, αρκεί να αφήσετε την ιστορία να κάνει τη δουλειά της... Η "ανεμπόδιστη" εξέλιξη και η "ασυγκράτητη" κίνηση αυτών των φυσικών δεδομένων, τα οποία κατ' αρχήν υφίστανται αυτόνομα - πριν από το διαχωρισμό και τη διανομή που τους επιβλήθηκε τεχνητά και προσωρινά - αναλαμβάνουν μέσω της ιδιαίτερης παρόρμησης τους το έργο να πραγματώσουν τον τελικό σκοπό της απελευθέρωσης, με το να μας φέρνουν όλο και εγγύτερα στη διάλυση των αντικειμενικών αντιφάσεων της ιστορίας. Και μας εγγυώνται ένα καλύτερο μέλλον. Ίσως δεν θα προλάβουμε να το ζήσουμε. Για την επέλευση του έχουμε πάρει ωστόσο ήδη απόλυτες διαβεβαιώσεις. 2. Η ιστορία είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο Μια τέτοια προφητική αντίληψη της ιστορίας αποτελεί προφανώς ψευδαίσθηση. Προβάλλοντας υποθέσεις για τις απαρχές και το τέλος αποκρύπτει την πραγματικότητα των κοινωνικών συγκρούσεων, με τη βοήθεια ορισμένων συστηματικά επεξεργασμένων φαντασιώσεων. Αποκρύπτει τον αντικειμενικό χαρακτήρα της πάλης, η οποία στην πραγματικότητα προσδιόρισε την ιστορική ύπαρξη των τάξεων και δεν έχει καμιά σχέση με έναν μεταφυσικό διαχωρισμό, έναν χωρισμό ουσίας, διότι βασίζεται στην - οικονομική και ιδεολογική - εκμετάλλευση της παραγωγικής εργασίας. Στους μύθους που σκιαγραφήσαμε μέχρι τ(όρα πρέπει να αντιπαραθέσουμε την αντίληψη ότι η ταξική πάλη είναι κάτι το απόλυτα πρωταρχικό, δηλαδή δεν αναπτύχθηκε από μια πρωταρχική οντότητα, την οποία ακολούθως διέσπασε. Εδώ χρειάζεται προσοχή για να κατανοήσουμε ότι οι λέξεις αλλάζουν τη σημασία τους. Αν η ταξική πάλη είναι κάτι πρωταρχικό, αυτό δεν σημαίνει ότι έχει την έννοια μιας προέλευσης, η οποία σημαίνει ταυτόχρονα και τέλος. Η ταξική πάλη δεν είναι μια νέα, μια άλλη "απαρχή" της ιστορίας, αλλά το ακριβές αντίθετο μιας απαρχής. Είναι μια αιτία, η οποία υπάρχει μόνον στις συνέπειες της, δηλ. μόνον στις συγκεκριμένες μορφές της πραγμάτωσης της. Δεν αποτελεί κάποια γενική και ξεχωριστή αρχή, η οποία θα είχε αξία καθ' εαυτήν και συνεπώς οι επιμέρους πραγματικές μορφές εμφάνισης της θα μπορούσαν να μετρηθούν όπως σ' ένα κομποσκίνι. Η ταξική πάλη είναι ένας νόμος εξέλιξης της ιστορίας και συμπίπτει με την παραγωγή των υλικών διαμορφώσεων της πάλης, οι οποίες καθορίζουν την πραγματική εξέλιξη της. Η ιστορία είναι η ίδια η διαδικασία της και συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να αναζητήσουμε ένα ερμηνευτικό σχήμα, το οποίο να έρχεται απ' έξω. Η ταξική πάλη δεν είναι ούτε απαρχή ούτε τελικός σκοπός. Είναι ένας υλικός καθορισμός της ιστορίας, από τον οποίο η ιστορία γνέθει το λεπτό νήμα της, στο βαθμό που είναι ιστορία των ταξικών ανταγωνισμών. Δεν είναι δυνατόν να λεχθεί ότι η ταξική πάλη προηγείται χρονικά της δημιουργίας των τάξεων, ούτε ότι οι τάξεις προηγούνται της ταξικής πάλης. Εδώ πρόκειται για μια πρωταρχία, η οποία δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως σχέση χρονικής προτεραιότητας και συνεπώς δεν είναι δυνατό να τη διηγηθούμε στο πρότυπο ενός μύθου, ο οποίος προϋποθέτει πάντα ένα χρονολογικό πλαίσιο. Το ένα χωρίζεται στα δύο. Τι σημαίνει λοιπόν αυτό; Όλη η δυσχέρεια έγκειται στο ότι πρέπει ταυτόχρονα να έχουμε υπόψη μας δύο πράγματα. Αφενός ότι η διαδικασία διάσπασης, στην οποία αναφέρεται η φράση αυτή, δεν αποτελεί ένα είδος μηχανιστικού χωρισμού όπου το ένα προϋπάρχει του διαχωρισμού του ή των μερών, στα οποία διασπάται (ούτε όμως και το αντίθετο είναι ορθό). Αφετέρου ότι τα στοιχεία, τα οποία αποχωρίζονται με αυτό τον τρόπο δεν πρέπει να θεωρηθούν ξεχωριστά τμήματα, δηλ. ανεξάρτητες υπάρξεις. Αποτελούν τις αξεχώριστες όψεις, τα ακρότατα όρια μιας ιδιόμορφης διαδικασίας, κάτι που επ' ουδενί λόγω σημαίνει όμως ότι αλληλοσυμπληρώνονται, ότι όλα μαζί (λόγω της ενότητας τους) αποτελούν ένα καθ' εαυτό συνεκτικό και αυτοδύναμο Όλο στο πρότυπο ενός οργανισμού, οι λειτουργίες του οποίου αλληλοσυμπληρώνονται για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού. Το να αντιληφθούμε την ενότητα μιας αντίφασης δεν έχει καμιά σχέση με τη διανοητική εργασία της σύλληψης ενός Όλου. Τι είναι η Ολότητα; Είτε είναι ένα άθροισμα, του οποίου τα επιμέρους στοιχεία είναι δυνατό να προστεθούν και να δώσουν ένα θετικό αποτέλεσμα και στο οποίο οι διαφορές απλώς διαγράφονται: δεν "μετρούν". Είτε είναι ένας αρμονικός συνδυασμός τάσεων, οι οποίες εμφανίζονται αχνά ή είναι σαφώς διαμορφωμένες και έρχονται σε ανταγωνισμό λόγω της συγκρουσιακής τους σχέσης διαμορφώνοντας μια ευρύτερη οργάνωση, η οποία ενδεχομένως φτάνει στο τέρμα της επιτυγχάνοντας ένα σκοπό και μέσω αυτού πληρώνεται: η υπόσχεση μιας ενότητας, η οποία είτε εκπληρώνεται (πραγματωμένη Ολότητα) είτε αναβάλλεται αδιάκοπα (ανοιχτή προοπτική κίνησης προς την ολοκλήρωση), αλλά πάντως είναι διαρκώς παρούσα, στη βάση μιας εσωτερικής έντασης που δεν επιτρέπει στην υπόσχεση να ξεφύγει από τις περιπλοκές της. Όπως και να την ερμηνεύσει κανείς, αυτή η κατηγορία Ολότητας συνδέεται με έναν υψηλό - καίτοι κυμαινόμενο - βαθμό απροσδιοριστίας, διότι παραπέμπει στην αναπαράσταση μιας - δυνητικής ή πραγματικής κατάστασης, στην οποία όλοι οι καθορισμοί θα μπορούσαν να εξαφανισθούν με την κατάργηση τους ή με την αλληλεξουδετέρωσή τους. Οι περιβόητοι "νόμοι" της διαλεκτικής φαίνεται ότι έχουν διατυπωθεί ακριβώς για να αναπαραστήσουν μια τέτοια Ολότητα. Τι είναι λοιπόν η ενότητα των αντιθέτων; Πρόκειται αρχικά για το ότι τα αντίθετα είναι αδιαχώριστα. Κατά δεύτερο λόγο για το ότι είναι προϊόν μιας ή περισσότερων αντιφάσεων. Και τελικά - αλλά μόνον τελικά - για το ότι είναι "ταυτόσημα". Η ταύτιση των αντιθέτων μπορεί να νοηθεί με συνεπή τρόπο μόνον στη βάση ενός ελέγχου και ενός περιορισμού, που να προέρχεται από τα δύο προηγούμενα στοιχεία. Στη μελέτη του για τη διαλεκτική ο Λένιν γράφει το 1915: "Ταυτότητα των αντιθέτων (ίσως ορθότερα: "ενότητα" τους; Πάντως η διάκριση των όρων ταυτότητα και ενότητα δεν είναι εδώ ιδιαίτερα σημαντική. Με μια έννοια είναι και οι δύο ορθοί)..."7. "Με μια έννοια" η ταυτότητα είναι το ίδιο με την ενότητα, αλλά όχι απόλυτα, διότι ο ένας όρος είναι "ίσως ορθότερος" από τον άλλο. Πού έγκειται η διαφορά ταυτότητας και ενότητας, όσο μικρή και αν είναι αυτή; Η απάντηση δίνεται προφανώς στη συνέχεια της φράσης: "Ταυτότητα των αντιθέτων (...) σημαίνει αναγνώριση (αποκάλυψη) αντικρουόμενων, αλληλοαποκλειόμενων, αντιθετικών τάσεων σε όλες τις εκφάνσεις και διαδικασίες της φύσης (μεταξύ αυτών και του πνεύματος και της κοινωνίας)"8. Ταυτότητα των αντίθετων σημαίνει και ότι αλληλοαποκλείονται: η ταυτότητα δεν δημιουργείται με την επανένωση ή τη συγχώνευση, αλλά με το χωρισμό. Δεν είναι λοιπόν η πρωταρχική ταυτότητα μιας ύπαρξης, η οποία εκ των προτέρων θα επιβεβαιωνόταν στη δική της κατεύθυνση. Πρόκειται για μια ιδιότυπη ενότητα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα ότι το ένα μέρος της αντίθεσης δεν υπάρχει ποτέ καθ' εαυτό, χωρίς η ύπαρξη του άλλου μέρους να βρίσκεται ήδη σ' αυτό και μάλιστα εσωτερικά. Μ' αυτή την έννοια πρέπει να αντιληφθούμε τη φράση για την "αυτοκίνηση" των διαλεκτικών διαδικασιών. Δεν έχουν αυτόνομη προέλευση, η οποία οφείλεται στην υπεροχή του Όλου απέναντι στα μέρη του ή στην προΰπαρξη των μερών απέναντι στο Όλο. Γι αυτό και μπορεί να λεχθεί ότι οι προαναφερθείσες διαδικασίες αναπτύσσονται καθ' εαυτές, χωρίς προσφυγή σε εξωτερικούς "παράγοντες", "επιδράσεις" ή "περιστάσεις". Αλλά η "εσωτερικότητα", η οποία δηλώνει απλώς την προτεραιότητα της αντίφασης απέναντι στα αντίθετα, επ' ουδενί λόγω ανταποκρίνεται στην ανεξάρτητη ανάπτυξη μιας απομονωμένης αντίφασης, η οποία θα αποτελούσε καθ' εαυτή μια ιδιαίτερη οντότητα και άρα θα είχε απόλυτο χαρακτήρα. Η "εσωτερικότητα" ενέχει τη σύνδεση περισσότερων αντιφάσεων, μια εγγενή αναφορά, η οποία "επικαθορίζει" κάθε συγκεκριμένη κατάσταση. Μια διαλεκτική που γίνεται αντιληπτή μ' αυτή την έννοια επιτρέπει να σκεφθούμε με έναν ιδιαίτερο τρόπο τη σύνδεση του γενικού και του ειδικού. Η αρχή της ενότητας των αντιθέτων ισχύει για όλα τα φαινόμενα, γράφει ο Λένιν στο κείμενο που παραθέσαμε. Αυτή η αρχή δρα ως καθολική αρχή, που προσδιορίζει την εξέλιξη της υλικής πραγματικότητας στο σύνολο της. Γιατί αυτή η αρχή "επιδέχεται" εφαρμογής στο σύνολο της πραγματικότητας; Το ορθό είναι ότι με την αυστηρή έννοια του όρου - και εδώ δεν πρέπει να δημιουργηθούν εσφαλμένες εντυπώσεις για το status της αρχής - η αρχή αυτή δεν επιδέχεται "εφαρμογής", θα έπρεπε να πει κανείς ότι "συμπίπτει": συμπίπτει με την ιδιαίτερη πολλαπλότητα εκείνων των υλικών διαδικασιών, των οποίων αποτελεί το μόνο κοινό χαρακτηριστικό. Με αυτή την έννοια η αντίφαση (όπως και η υλικότητα) αποτελεί καθολική μορφή ύπαρξης της πραγματικότητας μόνον στο μέτρο, στο οποίο επιδρά στον ίδιο τον εαυτό της και καθορίζει την πραγματικότητα. Αυτή η έννοια του καθορισμού είναι καίρια. Ο καθορισμός δεν συγχέει, δεν απορροφά και δεν "ενώνει" τις διαδικασίες - η κίνηση των οποίων συγκροτεί την πραγματικότητα - μέσω της αναφοράς τους προς το Όλο, το οποίο δήθεν καθορίζεται μέσω της ιδιόμορφης ιδιότητας, ότι όλες οι διαδικασίες υπόκεινται στο νόμο της αντίφασης. Αντιθέτως μέσω του καθορισμού οι διαδικασίες εξειδικεύονται καθώς τους αποδίδεται διαρκώς ο ξεχωριστός και ιδιόμορφος χαρακτήρας τους. Αν θέλει κανείς πάση θυσία να εκφράσει αυτή την αρχή με μια γενική φράση μπορεί να πει: Η αντίφαση αναπτύσσεται σε μορφές κατ' ανάγκην άνισες. Έτσι ο Λένιν γράφει στο προαναφερθέν κείμενο προεκτείνοντας τη θέση της ενότητας των αντιθέτων στη σχέση του επιμέρους με το γενικό: "Με τον τρόπο αυτόν τα αντίθετα (το επιμέρους αντιπαρατίθεται στο γενικό) είναι ταυτόσημα: το επιμέρους δεν υπάρχει παρά μόνον στη συνάφεια που οδηγεί στο γενικό. Το γενικό υπάρχει μόνον στο επιμέρους, μέσω του επιμέρους. Κάθε επιμέρους είναι (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) γενικό. Κάθε γενικό είναι (ένα μέρος ή μια πλευρά ή η ουσία) του επιμέρους"9. Με αυτή ακριβώς την έννοια ο Μάο ερευνά στο δοκίμιο του "Για την αντίφαση" διαδοχικά τη "Γενικότητα της αντίφασης" (δεύτερο μέρος) και την "Ειδικότητα της αντίφασης" (τρίτο μέρος)10. Η αντίφαση είναι γενική μόνον διότι είναι συγχρόνως ιδιόμορφη. Αποκαλύπτει σε κάθε διαδικασία ταυτόχρονα και σε σχέση αλληλοκαθορισμού τη γενικότητα και την ειδικότητα της. Για τη διαλεκτική, δηλ. και για τον υλισμό, η καθολικότητα δεν είναι ποτέ μια ενότητα που δηλώνει την ουσία μιας ανεξάρτητης Ολότητας. Ανταποκρίνεται στο θεμελιώδη χαρακτήρα της υλικής πραγματικότητας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα, ότι τα αίτια και οι καθορισμοί της βρίσκονται μόνον μέσα σ' αυτή την ίδια - και αυτό με την έννοια της ιδιόμορφης ιδιαιτερότητας της. Το ένα χωρίζεται στα δύο. Αυτή η διατύπωση εκφράζει λοιπόν ταυτόχρονα την πάλη και την ενότητα των αντιθέτων. Η ενότητα των αντιθέτων είναι δεδομένη αποκλειστικά και μόνον στην πάλη τους. Σημαίνει αυτό ότι η πάλη είναι κάτι Πρώτο και Πρωταρχικό; Αν υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο θα ξαναπέσουμε στη μεταφυσική της αντίφασης. Σημαίνει αυτό ότι η επίλυση των αντιφάσεων είναι αδιανόητη και αδύνατη διότι η πάλη δεν παύει ποτέ, επειδή αναδημιουργείται διαρκώς αφ' εαυτής; Αν η διαλεκτική των αντιθέτων συναντάται παντού, αυτό σημαίνει και ότι δεν λαμβάνει ποτέ τις ίδιες μορφές. Έτσι η επίλυση των αντιφάσεων είναι δυνατή μόνον υπό εκείνους τους υλικούς όρους, οι οποίοι καθόρισαν τη δημιουργία τους. Γι αυτό μπορεί να λεχθεί ότι είναι πάντα προσωρινή. Η καθολικότητα της αντίφασης δεν σημαίνει επανένωση και τελειωτική συγχώνευση των αντιθέτων σε μια εσωτερικά συνεκτική Ολότητα. Ας παραθέσουμε ξανά το κείμενο του Λένιν: "Η ενότητα (συμβατότητα, ταυτότητα, ισοδυναμία) των αντιθέτων είναι καθορισμένη, προσωρινή, παροδική, σχετική. Η πάλη των αλληλοαποκλειόμενων αντιθέτων είναι απόλυτη, όπως είναι απόλυτη η εξέλιξη, η κίνηση"'1. Το ένα χωρίζεται στα δύο. Αυτό σημαίνει τελικά ότι τα πάντα είναι μια διαδικασία και τίποτε άλλο12. 1.. Το κείμενο είναι αδημοσίευτο στα γαλλικά και αποδόθηκε από τη γερμανική μετάφραση του Sebastian Isele (Eins teilt sich in zwei, KultuRRevolution. Nr. 20, Dezember 1988, σ. 1922). Προσθέσαμε τον υπότιτλο, τους τίτλους το>ν κεφαλαίων και ορισμένες σημειώσεις (ΣτΜ). 2.. Βλ. σε: Τζ. Λιούις, Κριτική τον έργον του Λ.Αλτουσέρ Λ.Αλτουσέρ, Απάντηση στον Τζ. Λιούις, Αθήνα 1977, σ. 65, σημ. 12 (ΣτΜ). 3. Στο ίδιο, σ. 6466 (ΣτΜ). 4.. Η λέξη sujet δηλώνει το υποκείμενο (le sujet du verbe) και το αντικείμενο (sujet de discussion, αλλά και: etre sujet a des pressions - είμαι δεκτικός πιέσεων, υφίσταμαι πιέσεις). Στα πλαίσια της αλτουσεριανής προσέγγισης - στην οποία εντάσσεται και το παρόν κείμενο - η έννοια sujet είναι καθοριστική για την κριτική ανάλυση της ιδεολογίας, όπου το υποκείμενο είναι ταυτόχρονα ο κύριος (sujet de droit) και ο υπήκοος (sujet du roi), ο "υποκείμενος" σε ένα ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ, το "αντικείμενο" που υφίσταται τις επιδράσεις και τους καθορισμούς κοινωνικών διαδικασιών (ΣτΜ). 5. Έμμεση αναφορά στο έργο του Max Stirner (ψευό. του J.C. Schmidt), Der Einzige und sein Eigentum (Ο Μοναδικός και η Ιδιοκτησία του), Leipzig 1845, επανεκδ. Stuttgart 1972. Στο έργο αυτό άσκησαν δριμεία κριτική οι Μαρξ Ένγκελς (Die Deutsche Ideologie, 1845 46). Η ατομικιστική φιλοσοφία του Stirner αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλούς θεωρητικούς του αναρχισμού (ΣτΜ). 6. Αυτή η τελεολογική θεώρηση - που αποτελεί βάση της χριστιανικής θεολογίας - διατυπώνεται με πληρότητα στον Hegel: "To Αληθινό είναι το Γίγνεσθαι του εαυτού του, είναι ο κύκλος που προϋποθέτει το τέρμα του ως σκοπό του και έχει το τέρμα του ως αρχή και ο οποίος μόνον μέσω της πραγμάτωσης και του τέλους του γίνεται ενεργός πραγματικός" (Phaenomenologie des Geistes, VorredeWerke 3, Frankfurt M., 1993, σ. 23) (ΣτΜ). 7. W.I. Lenin, Zur Frage der Dialektik, in: Werke, t. 38, Berlin (Ost) 1964, σ. 338 9. 8. Στο ίδιο, σ. 339. 9. Στο ίδιο, σ. 340. 10. MaoTseToung, De la contradiction (1937), in: Oeuvres choisies, t.I, Pekin 1967, 0. 352356 και 356369 (ΣτΜ). 11. Werke, τ. 38, ο.π., σ. 339. 12.. Σημείωση του μεταφραστή. Για το παρόν κείμενο είναι σκόπιμες δύο διευκρινίσεις: Πρώτον, ο Macherey δεν εξαντλεί την αντιπαράθεση των μαρξιστών για την έννοια της διαλεκτικής. Επικεντρώνεται στην έκθεση κριτική της εξελικτιστικής αντίληψης για τη διαλεκτική, η οποία οδηγεί στην τελεολογία και συνήθως στον οικονομισμό. Πρόκειται για την "αντικειμενική" διαλεκτική της Β' Διεθνούς με την πρόβλεψη σταδίων της κοινωνικής εξέλιξης και με βάση την προτεραιότητα των παραγωγικών δυνάμεων. Το κείμενο δεν αναφέρεται αντίθετα στην υποκεψενική ιστορικιστική θεώρηση για τη διαλεκτική που συνδέεται με τους Λούκατς και Γκράμσι ούτε σε πιο πρόσφατες αναλύσεις, οι οποίες - τυπικό τουλάχιστον - συνδέονται με το μαρξισμό, όπως η αρνητική διαλεκτική του Adorno. Από τη μεγάλη βιβλιογραφία βλ. A. Tosel, Dialectique και P. Macherey, Materialisme dialectique, in: G. Labica G. Bensussan, Dictionnaire critique du marxisme, Paris 1985, σ. 312 επ., 723 επ., Β. Heidtmann et al., Ueber materialistische Dialektik und Philosophie, Dialektik Nr. l (1980) σ. 17 επ. Για την επιστημολογική λειτουργία της διαλεκτικής βλ. Τ. Κυπριανίδη, Επιστημολογικές προεκτάσεις της "Διαλεκτικής της Φύσης" στον Ένγκελς, θέσεις, τ. 40 (1992), ιδίως σ. 88 επ. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι εκτός από την εδώ σχολιαζόμενη αντίληψη του Λένιν για τη διαλεκτική, στο έργο του υπάρχουν σημεία που στηρίζουν τόσο μια τελεολογική διαλεκτική - κατεύθυνση που ακολούθησε ο σοβιετικός μαρξισμός - όσο και το αντίθετο της, δηλ. μια σχετικιστική ανοιχτή διαλεκτική (η ύλη και οι ανθρώπινες κοινωνίες εξελίσσονται συνεχώς, η ανθρώπινη γνώση είναι σχετική, αντανακλά την εξέλιξη και διορθώνεται με βάση αυτή). Μια αντιφατική σύνδεση των δύο αντιλήψεων βρίσκεται σε: Drei Quellen und drei Bestandteile des Marxismus (1913), Werke, τ. 19, Berlin (Ost) 1962, σ. 45. |
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.
2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια
3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.