Η λειτουργία του Traverso Rossa, μεταφέρεται σταδιακά στο νέο site,

# Marxism.

Ωστόσο, το υπάρχον blog και το υλικό που περιέχει, θα παραμείνουν προσβάσιμα.



14 Φεβρουαρίου 2012

Ρόζα Λούξεμπουργκ : Για το Κεφάλαιο του Κάρλ Μαρξ


Η μοίρα, του δεύτερου και του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου δεν υπήρξε διαφορετική από τη μοίρα του πρώτου τόμου. Ο Μαρξ έλπιζε ότι θα είταν σε θέση να τους εκδόσει σύντομα μετά την κυκλοφορία του πρώτου τόμου, πέρασαν όμως στην πραγματικότητα πολλά χρόνια και ούτε, τελικά, πέτυχε να τους προετοιμάσει ο ίδιος για εκτύπωση.

Οι αδιάκοπες πρόσθετες και βαθύτερες μελέτες του, η διαρκώς παρατεινόμενη ασθένειά του και τελικά ο θάνατος, τον εμπόδισαν να συμπληρώσει ολόκληρο το έργο και έλαχε στον Έγκελς ο κλήρος να προετοιμάσει το δεύτερο και τον τρίτο τόμο από τα ημι­τελή χειρόγραφα που ο φίλος του άφησε πεθαίνοντας. Ο πλούτος του υλικού που βρήκε αποτελούνταν από πρόχειρα σχέδια, κακογραμμένες βραχυγραφίες και σύντομες σημειώσεις, που ένας μελετητής επιστήμονας, κρα­τούσε για απόλυτα ατομική του χρήση, μαζί με εδώ–κ’ εκεί μερικά μεγάλα και συναρμολογημένα μεταξύ τους αποσπάσματα. Συνολικά όλα αυτά αντιπροσώπευαν τ’ αποτελέσματα ενός καταπληκτικού πνευματικού μόχθου που χρονικά απλώνεται με σημαντικά διαλείμματα, από το 1861 έως το 1878.
Κάτω από τους όρους αυτούς δεν πρέπει να περιμένει κανείς ότι οι δύο τελευταίοι τόμοι του Κεφαλαίου θα μας παράσχουν μια τελική και ολοκληρωμένη λύση όλων των οικονομικών προβλημάτων. Σε ορισμένες πε­ριπτώσεις αυτά τα προβλήματα απλώς δια­τυπώνονται μαζί με κάποια υπόδειξη κάπου-κάπου, για την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να εργαστεί κανείς για να φτάσει σε κάποια λύση. Σύμφωνα με την όλη στάση του Μαρξ, το Κεφάλαιο του δεν είναι μια Βίβλος που περιέχει οριστικές και αναλλοίω­τες αλήθειες, αλλά μάλλον μια ανεξάντλητη πηγή παρορμήσεων για πρόσθετες μελέτες, συμπληρωματικές επιστημονικές έρευνες και άλλους πρόσθετους αγώνες, για την κατά­κτηση της αλήθειας.

Οι ίδιες συνθήκες εξηγούν επίσης γιατί ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος δεν είναι τόσο τέλειοι από άποψη μορφής όσο είναι ο πρώτος τόμος και γιατί η πνευματική ακτινοβολία τους δεν έχει ακριβώς την ίδια πνευματική λαμπρότητα. Οπωσδήποτε προσφέρουν μεγαλύτερη ίσως ευχαρίστηση σε μερικούς αναγνώστες, ακριβώς γιατί παρουσιάζουν ορισμένα πνευματικά προβλήματα αυτούσια χωρίς να πολυενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τον τρόπο της εμφάνισής τους. Το περιεχόμενο των δύο τόμων αντιπροσωπεύει ένα ουσιαστικό συμπλήρωμα του πρώτου τόμου και μια ανάπτυξή του, είναι δε απαραίτητο για την κατανόηση του μαρξικού συστήματος στο σύνολό του. Δυστυχώς οι δυο αυτοί τόμοι δεν απετέλεσαν αντικείμενο καμιάς εκλαϊκευτικής μελέτης μέχρι σήμερα και επομένως είναι άγνωστο το περιεχόμενό τους στις ευρύτερες μάζες ακόμη και των πιο φωτισμένων εργατών.
Στον πρώτο τόμο ο Μαρξ εξετάζει το πρωταρχικό πρόβλημα της πολιτικής οικονο­μίας: ποιά είναι η προέλευση του πλούτου; Ποιά είναι η πηγή του κέρδους ; Πριν από τις έρευνές του στα ερωτήματα αυτά δίνον­ταν δυο διαφορετικές απαντήσεις.

Οι «Επιστημονικοί» υπερασπιστές του καλύτερου των δυνατών κόσμων μέσα στον όποιο ζούμε, μερικοί από τους οποίους, όπως ο Σούλτσε Ντελίς, έχαιραν του σεβασμού και της εμπιστοσύνης ακόμα και των εργατών, εξηγούσαν τον καπιταλιστικό πλούτο με μια σειρά από περισσότερο ή λιγότερο ευλογοφανείς δικαιολογίες και επιδέξιους χειρισμούς στα επιχειρήματα τους: σαν αποτέλεσμα μιας συστηματικής προσαύξησης στις τιμές των εμπορευμάτων για ν’ «αποζημιωθεί» ο εργο­δότης για τη γενναιοδωρία που δείχνει «παραχωρώντας» το κεφάλαιο του για παραγω­γικούς σκοπούς, σαν αντιστάθμισμα για τον «κίνδυνο» που διατρέχει κάθε εργοδότης, σαν ανταμοιβή για την «πνευματική συνδρομή» στη διεύθυνση της επιχείρησης, και ούτω καθε­ξής με τον ίδιο τόνο. Όλες αυτές οι εξηγή­σεις αποβλέπουν σ’ έναν κοινό σκοπό, να πα­ρουσιάσουν τον πλούτο του ενός, κ’ επομέ­νως τη φτώχεια του άλλου, σαν κάτι «δί­καιο» και συνεπώς μη επιδεχόμενο καμιά με­ταβολή.
Από το άλλο μέρος, οι κριτικοί της α­στικής κοινωνίας, δηλαδή όλες οι σοσιαλι­στικά σκεπτόμενες σχολές που προϋπήρξαν του Μαρξ, διακήρυσσαν ότι ο καπιταλιστι­κός πλούτος είναι απλώς αποτέλεσμα απά­της, κλοπής των εργατών που καθιστούσε δυνατές η παρεμβολή του χρήματος ή οι ελ­λείψεις στην οργάνωση της παραγωγικής δια­δικασίας. Ξεκινώντας από την άποψη αυτή, οι σοσιαλιστές αυτής της κατηγορίας ανέπτυξαν διάφορα ουτοπικά σχέδια για την κατάργηση της εκμετάλλευσης διαμέσου της κατάργησης του χρήματος, δια της «οργά­νωσης της εργασίας» και με αλλά παρόμοιο σχέδια.

Η πραγματική πηγή του καπιταλιστικού πλούτου αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου που δεν χρο­νοτριβούσε ούτε στο να εφευρίσκει δικαιολογίες υπέρ των καπιταλιστών, ούτε και στο να τους κατηγορεί για τις αδικίες τους. Ο Μαρξ έδειξε για πρώτη φορά ποια είναι η προέλευση του κέρδους και πώς καταλήγει στις τσέπες των καπιταλιστών. Το επέτυχε αυτό στηριζόμενος σε δυο αποφασιστικά οι­κονομικά δεδομένα: πρώτον ότι η μεγάλη μάζα των εργαζομένων αποτελείται από προ­λετάριους που εξαναγκάζονται να πουλούν την εργατική τους δύναμη σαν εμπόρευμα για να μπορέσουν να διατηρηθούν στη ζωή· και δεύτερον ότι το εμπόρευμα αυτό της εργατικής δύναμης διαθέτει ένα τόσο υψηλό βαθμό παραγωγικότητας στο δικό μας καιρό, ώστε είναι σε θέση να παραγάγει μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα ένα πολύ μεγα­λύτερο προϊόν από εκείνο που είναι αναγκαίο για τη διατήρησή του κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Τα δυο αυτά καθαρώς οι­κονομικά δεδομένα, που αντιπροσωπεύουν το αποτέλεσμα της αντικειμενικής ιστορικής ε­ξέλιξης, συντελούν ώστε ο καρπός της εργα­τικής δύναμης του προλετάριου να πέφτει αυτόματα μέσα στην αγκαλιά του κεφαλαιούχου και να συσσωρεύεται με τη διατήρηση τού συστήματος της μισθωτής εργασίας σε διαρκώς αυξανόμενους όγκους κεφαλαίων.

Έτσι ο καπιταλιστικός πλούτος εξηγεί­ται όχι σαν καμιά ανταμοιβή προς τους κεφαλαιούχους για φανταστικές θυσίες η παρασχεθείσες ευεργεσίες, ή σαν το αποτέλε­σμα απάτης ή κλοπής με τη γενικά δεκτή σημασία των λέξεων αυτών, άλλα σαν μια ανταλλαγή μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη σαν μια δοσοληψία ανεπίληπτης νομικής ευ­θύτητας που απορρέει αυστηρώς σύμφωνα με τους νόμους εκείνους που κυβερνούν την πώληση και την αγορά όλων των άλλων εμπο­ρευμάτων. Για να εξηγήσει πλήρως αυτή την άμεμπτη δοσοληψία που δίνει στον κεφα­λαιούχο τους χρυσούς καρπούς της εργασίας, ο Μαρξ έπρεπε ν’ αναπτύξει το νόμο της α­ξίας που ανακάλυψαν οι μεγάλοι Άγγλοι κλασικοί οικονομολόγοι Αδάμ Σμιθ και Δαυίβ Ρικάρντο κατά τα τέλη του δέκατου ογδό­ου και τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, δηλαδή την εξήγηση των εσωτερικών νόμων της εμπορευματικής ανταλλαγής μέχρι του τελικού λογικού τους συμπεράσματος και να τον εφαρμόσει στο εμπόρευμα εργατική δύναμη. Ο πρώτος τόμος ασχολείται κυρίως με το νόμο της αξίας και τους μισθούς και την υπεραξία που απορρέουν απ’ αυτόν, δηλαδή εξηγεί πώς το προϊόν της μισθωτής εργασίας διαιρείται μόνο του, κατά ένα φυσικό τρόπο και χωρίς βία ή απάτη, σε μια μικρή μερίδα τροφής για το μισθωτό εργάτη και σε άκοπο πλούτο για τον καπιταλιστή. Εδώ δε ακριβώς έγκειται η μεγάλη ιστορική σπουδαιότητα του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Απέδειξε ότι η εκμετάλλευση μπορεί να καταργηθεί μόνο αν καταργηθεί η πώληση της εργατι­κής δύναμης, δηλαδή με την κατάργηση του συστήματος των ημερομισθίων.

Στον πρώτο τόμο βρισκόμαστε όλη την ώρα στην περιοχή της παραγωγής, σ’ ένα ερ­γοστάσιο, σ’ ένα ορυχείο ή σε μια σύγχρονη γεωργική επιχείρηση, και ό,τι αναφέρεται γι’ αυτά ισχύει εξίσου για όλες τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Μας παρέχεται ένα ιδι­αίτερο παράδειγμα σαν τυπικό παράδειγμα ολόκληρου του καπιταλιστικού τρόπου παρα­γωγής. Όταν κλείνουμε τον τόμο είμαστε τελείως κατατοπισμένοι πώς δημιουργείται καθημερινά το κέρδος και πώς λειτουργεί ολόκληρος ο μηχανισμός της εκμετάλλευσης σε όλες τις λεπτομέρειές του. Μπροστά μας ευρίσκονται απλωμένοι σωροί από εμπορεύ­ματα όλων των ειδών που είναι ακόμα νωπά, όπως βγαίνουν από τα εργοστά­σια, με τον ιδρώτα των εργατών, και σε όλα τους μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά το μέρος εκείνο της αξίας τους που προέρ­χεται από την απλήρωτη εργασία των εργα­τών και που ανήκει ακριβώς τόσο νόμιμα στον κεφαλαιούχο όσο και ολόκληρο το εμπόρευ­μα. Η ρίζα της καπιταλιστικής εκμετάλλευ­σης αποκαλύπτεται γυμνή μπροστά στα μά­τια μας.

Οπωσδήποτε όμως σ’ αυτό το στάδιο ο καπιταλιστής δεν έχει ακόμα καθόλου εξασφαλισμένη τη συγκομιδή του στην αποθήκη του. Ο καρπός της εκμετάλλευσης υπάρ­χει αλλά είναι ακόμα σε μια μορφή ακατάλ­ληλη για ιδιοποίηση. Όσον καιρό το προϊόν τις εκμετάλλευσης διατηρεί τη μορφή επισωρευμένων εμπορευμάτων, ο κεφαλαιούχος δεν μπορεί ν’ αποκομίσει παρά μικρή ευχαρίστηση από την παραγωγική διαδικασία. Δεν είναι ο κάτοχος δούλων του κλασικού Ελληνορωμαϊκού κόσμου, ή ο φεουδάρχης άρχοντας του Μεσαίωνα, που καταπίεζαν τους εργαζόμενους απλώς για να ικανοποιήσουν τα γούστα τους για πολυτέλειες και να διατηρούν μια επιβλητική ακολουθία. Για να διατηρήσει τον εαυτό του και την οικογένειά του «μ’ έναν τρόπο που συμβιβάζεται με την κοινωνική του κατάσταση», ο κεφαλαιούχος πρέπει να έχει τα πλούτη του σε ρευστό χρήμα, κι αυτό του είναι απαραίτητο, επίσης αν πρόκειται ν’ αυξάνει αδιάκοπα το κεφάλαιό του. Προς τον σκοπό αυτόν λοιπόν πρέπει να πουλήσει τα εμπορεύματα που παρήγαγαν οι μισθωτοί εργάτες μαζί με την υπεραξία που περιέχεται σ’ αυτά. Τα εμπορεύματα πρέπει να εγκαταλείψουν το εργοστάσιο και την αποθήκη και να ριχθούν στην αγορά. Ο καπιταλιστής συνοδεύει τα εμπορεύματά του από την αποθήκη του κι από τo γραφείο του στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων και στα εμπορικά καταστήματα, στον δε δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου συνοδεύουμε κ’ εμείς τον καπιταλιστή.

Το δεύτερο στάδιο της ζωής του κεφα­λαιούχου καταναλίσκεται μέσα στη σφαίρα της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, εδώ δε αυτός αντικρίζει ένα σωρό από δυσχέρειες. Στο εργοστάσιό του ο κεφαλαιούχος είναι ο αδιαμφισβήτητος άρχοντας, κ’ επικρατεί εκεί αυστηρή οργάνωση και πειθαρχία, στην α­γορά όμως των εμπορευμάτων επικρατεί πλήρης αναρχία κάτω από το όνομα του ελεύθερου συναγωνισμού. Στην αγορά των εμπορευμάτων κανείς δεν ενδιαφέρεται για το γείτονά του και κανείς δεν σκοτίζεται για το σύνολο, παρ’ όλα όμως αυτά ακριβώς εδώ ο καπιταλιστής αισθάνεται την εξάρτησή του από τους άλλους κι από την κοινωνία σαν μια ολότητα.

Ο κεφαλαιούχος πρέπει να βρίσκεται επικεφαλής των συναγωνιστών του. Αν τυ­χόν ξοδεύει περισσότερο χρόνο από τον α­πόλυτα αναγκαίο στην πώληση των εμπορευ­μάτων του, αν δεν κατορθώσει να εφοδια­στεί με αρκετά χρήματα για ν’ αγοράσει τις πρώτες ύλες και όλα τα αλλά αντικείμενα που χρειάζεται για την κρίσιμη στιγμή για να μη σταματήσει το εργοστάσιο του από έλλειψη εφοδίων, αν αποτύχει να επενδύσει έγκαιρα και επικερδώς τα χρήματα που εισ­πράττει από την πούληση των εμπορευμάτων του, είναι καταδικασμένος να παραγκωνιστεί από τους άλλους. Κι αλίμονο σ’ εκείνον που θα μείνει τελευταίος: εκείνος δε ο καπιταλιστής που δεν θα κατορθώσει να εξα­σφαλίσει ότι η επιχείρησή του θα διευθύνε­ται όσον άφορα τη σταθερή ανταλλαγή μετα­ξύ του εργοστασίου και της αγοράς εμπορευ­μάτων εξίσου αποτελεσματικά όσο και μέσα στο ίδιο το εργοστάσιο, δεν θα επιτύχει ν’ αποκτήσει το κανονικό ποσοστό του κέρδους ανεξαρτήτως του ζήλου που θα έχει δείξει στην εκμετάλλευση των εργατών του. Ένα μέρος του «καλοκερδισμένου» κέρδους του θ’ απολεσθεί κάπου στο δρόμο αυτόν και δεν θα βρει το δρόμο που θα το φέρει στην τσέ­πη του.

Μολαταύτα αυτό μόνο δεν αρκεί. Ο κε­φαλαιούχος μπορεί να συσσωρεύει πλούτη μόνο αν παράγει εμπορεύματα, δηλαδή αντι­κείμενα χρησιμοποιήσιμα. Επιπλέον πρέπει να παράγει ακριβώς εκείνα τα είδη και τις ποικιλίες των εμπορευμάτων που χρειάζεται η κοινωνία και πρέπει να τα παράγει ακρι­βώς στις απαιτούμενες ποσότητες, αλλιώς τα εμπορεύματά του θα μείνουν απούλητα και θα χαθεί η υπεραξία που περιέχεται σ’ αυτά. Πώς μπορεί ο κάθε κεφαλαιούχος χωριστά να ελέγξει όλους αυτούς τους παράγοντες; Δεν υπάρχει κανείς για να του πει τί εμπο­ρεύματα χρειάζεται η κοινωνία και πόσα απ’ αυτά χρειάζεται, για τον απλούστατο λόγο ότι κανένας δεν το ξέρει. Ζούμε σε μια α­προγραμμάτιστη, αναρχούμενη κοινωνία και καθένας κεφαλαιούχος ιδιαίτερα βρίσκεται στην ίδια θέση. Μολαταύτα μέσα από το χάος αυτό, μέσα από τη σύγχυση αυτή, πρέ­πει να προέλθει το σύνολο που θα επιτρέψει στην ιδιαίτερη επιχείρηση του κεφαλαιούχου να ευημερήσει και συγχρόνως να ικανοποιή­σει τις ανάγκες τις κοινωνίας και να κατα­στήσει δυνατή την εξακολούθηση της ζωής της σαν κοινωνικού οργανισμού.

Για να είμεθα πιο ακριβείς, μέσα από την αναρχία και τη σύγχυση της εμπορευ­ματικής αγοράς πρέπει να αναπτυχθεί η δυ­νατότητα της αδιάκοπης κυκλικής κίνησης του κάθε ιδιαίτερου κεφαλαίου, η δυνατότη­τα της παραγωγής, πώλησης, αγοράς των πρώτων υλών κλπ. και της αναπαραγωγής, διάμεσου δε όλων αυτών το κεφάλαιο συνε­χώς θα αλλάζει κι από τη χρηματική του μορφή θα περνά στην εμπορευματική μορφή και αντίστροφα. Αυτά τα στάδια πρέπει να ταιριάζουν με ακρίβεια: το χρήμα πρέπει να διατηρείται σε εφεδρεία για να εκμεταλλευ­θεί κάθε ευνοϊκή ευκαιρία της αγοράς για την προμήθεια των πρώτων υλών κλπ. και να αντιμετωπισθούν τα τρέχοντα έξοδα της παραγωγής, στο δε χρήμα πάλιν που επι­στρέφει συνεχώς μαζί με την πραγματοποίη­ση της πώλησης των εμπορευμάτων πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα να ξαναχρησιμοποιηθεί αμέσως. Οι χωριστοί κεφαλαιούχοι, που φαινομενικά είναι εντελώς ανεξάρτητοι ο έ­νας από τον άλλο, τώρα πραγματικά συνε­νώνονται όλοι κι αποτελούν μια μεγάλη α­δελφότητα, χάρη δε στο πιστωτικό σύστημα και τις τράπεζες συνεχώς προκαταβάλλουν ο ένας στον άλλο τα χρήματα που χρειάζονται παίρνοντας πάλι πίσω τα διαθέσιμα χρήμα­τα, έτσι που η αδιάκοπη προοδευτική εξέλι­ξη της παραγωγής και η πώληση των εμπο­ρευμάτων, εξασφαλίζεται τόσο για τον κάθε κεφαλαιούχο χωριστά όσο και για ολόκληρη την κοινωνία.
Οι αστοί οικονομολόγοι ποτέ δεν βρήκαν καμιά εξήγηση για το πιστωτικό σύστημα και αρκέστηκαν να το ονομάσουν έξυπνο θε­σμό, για τη «διευκόλυνση της ανταλλαγής των εμπορευμάτων», στο δεύτερο όμως τόμο του Κεφαλαίου ο Μαρξ αποδεικνύει, εν­τελώς παρεμπιπτόντως, ότι το πιστωτικό σύστημα αποτελεί αναγκαίο τμήμα, της καπι­ταλιστικής ζωής, το συνεκτικό κρίκο μεταξύ δύο φάσεων του κεφαλαίου, στην παραγωγή και στην αγορά όπου πωλούνται τα εμπο­ρεύματα και ανάμεσα στις φαινομενικά αυ­θαίρετες κινήσεις των ατομικών κεφαλαίων.

Κ’ έπειτα η μόνιμη κυκλοφορία της πα­ραγωγής και κατανάλωσης μέσα στην κοινω­νία συνολικά πρέπει να διατηρείται σε κί­νηση παρά τη σύγχυση των ατομικών κεφα­λαίων, κι αυτό πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται οι αναγκαίοι όροι της καπιταλιστικής παραγωγής: η πα­ραγωγή των παραγωγικών μέσων, η συντήρηση της εργατικής τάξης και ο προοδευτι­κός πλουτισμός της καπιταλιστικής τάξης, δηλαδή η αυξανόμενη συσσώρευση και δρα­στηριότητα ολόκληρου του κοινωνικού κεφα­λαίου. Ο δεύτερος τόμος του Κεφαλαίου ερευνά πώς πραγματοποιείται ένα ολοκληρωμένο σύνολο από τις αναρίθμητες παρεκκλί­νουσες κινήσεις των ατομικών κεφαλαίων, πώς η κίνηση αυτή του συνόλου ταλαντεύε­ται μεταξύ του πλεονάσματος στα χρόνια της ευημερίας και της κατάρρευσης στα χρόνια της κρίσης, αλλά εξαναγκάζεται να ξαναγυρίσει πάλι επανειλημμένα στις σωστές αναλογίες μόνο για να ξεφύγει πάλι απ’ αυτές αμέσως υστερότερα, και πώς μέσα από όλα αυτά α­ναπτύσσεται, σε συνεχώς, επιβλητικότερες διαστάσεις, ό,τι αποτελεί απλώς ένα μέσο για τη σημερινή κοινωνία, δηλαδή η συντήρηση και η οικονομική της πρόοδος και ό,τι απο­τελεί το σκοπό της, δηλαδή η προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Ο Μαρξ δεν μας προσφέρει καμιά τελική λύση αλλά για πρώ­τη φορά μέσα σε εκατό χρόνια από την ε­ποχή του Αδάμ Σμιθ προβάλλει μια συνο­λική εικόνα πάνω στα σταθερά θεμέλια κα­θορισμένων νόμων.

Ακόμα όμως κ’ έπειτα απ’ αυτό ο κε­φαλαιούχος δεν έχει περάσει ολόκληρο τον α­κανθώδη δρόμο που απλώνεται μπροστά του, γιατί μολονότι το κέρδος έχει μετατραπεί και μετατρέπεται ολοένα σε αυξημένο βαθμό σε χρήμα, αναφαίνεται τώρα το πρόβλημα του τρόπου με τον όποιο θα γίνει η κατανομή της λείας. Πολλές διαφορετικές ομάδες καπιταλιστών προβάλλουν τις αξιώσεις τους. Έκτος από τον εργοδότη των εργατών, υ­πάρχει ο έμπορος, ο κεφαλαιούχος των δανείων και ο γαιοκτήμονας. Καθένας απ’ αυτούς έχει συμβάλει σε ορισμένη αναλογία ώστε να γίνει δυνατή η εκμετάλλευση του μισθωτού εργάτη, και η πώληση των εμπορευμάτων που παρήγαγε αυτός ο τελευταίος και καθένας τους τώρα διεκδικεί το μερίδιό του από το κέρδος. Αυτή η κατανομή του κέρδους είναι μια πολύ περιπλοκότερη υπόθεση από ό,τι θα μπορούσε να φαίνεται εκ πρώτης όψεως, γιατί ακόμη κι ανάμεσα στους ίδιους τους εργοδότες υπάρχουν μεγάλες διαφορές, ανάλογα με τον τύπο της επιχείρησης, στα κέρδη που έχουν πραγματοποιηθεί μόλις πριν από λίγο στο εργοστάσιο και είναι σαν να λέμε ακόμα νωπά.

Στον ένα παραγωγικό κλάδο τα εμπορεύματα παράγονται και πωλούνται γρήγορα, το δε κεφάλαιο μαζί με τις κανονικές προσαυξήσεις επιστρέφει στην επιχείρηση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, τόσο οι εργασίες της επιχείρηση όσο και τα κέρδη πραγματοποιούνται γρήγορα. Σε άλλους παραγωγικούς κλάδους το κεφάλαιο διατηρείται στενά συνδεδεμένο με την παραγωγή επί πολλά χρόνια και αποφέρει κέρδη μόνον υστέρα από μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε μερικούς κλάδους της παραγωγής ο εργοδότης πρέπει να επενδύει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου του σε νεκρά παραγωγικά μέσα, οικοδομές, δαπανηρά μηχανήματα κλπ., δηλαδή σε αντικείμενα που μόνα τους δεν αποφέρουν κανένα κέρδος, ανεξάρτητα του πόσο αναγκαία μπορεί να είναι για την πραγματοποίηση κερδών. Σε άλλους παραγωγικούς κλάδους ο επιχειρηματίας δεν χρειάζεται να επενδύει παρά ένα πολύ μικρό μέρος του κεφαλαίου του σε τέτοια αντικείμενα και μπορεί να χρησιμο­ποιήσει το μεγαλύτερο μέρος του για την πρόσληψη εργατών που καθένας τους αντι­προσωπεύει τη χήνα που ακούραστα γεννά τα χρυσά αυγά για τον κεφαλαιούχο.

Έτσι κατά τη διαδικασία της δημιουργίας των κερδών παρουσιάζονται μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους διάφορους ατομικούς κεφαλαιούχους, στα μάτια δε της αστικής κοινωνίας αυτές οι διαφορές αντιπροσωπεύουν μια πολύ εντονότερη «αδικία» από την ιδιότυπη «ανταλλαγή» που διενεργείται μεταξύ του κεφαλαιούχου και του εργάτη. Το πρόβλημα είναι πώς θα επέλθει κάποια τακτοποίηση που θα επιτρέψει μια «δίκαιη» κατανομή της λείας, ώστε ο κάθε καπιταλι­στής να πάρει το «μερίδιό του», αλλά προσ­τίθεται και κάτι άλλο ακόμη, ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί χωρίς κανένα συνειδητό ή συστηματικό σχέδιο, γιατί η κατανομή στη σημερινή κοινωνία εί­ναι εξίσου αναρχική όσο και η παραγωγή. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά «κα­τανομή» σαν κοινωνικό μέτρο, εκείνο δε όπου εφαρμόζεται στην πράξη, είναι αποκλει­στικά η ανταλλαγή, η κυκλοφορία των εμ­πορευμάτων, η αγορά και η πώληση. Πώς επομένως η ακανόνιστη ανταλλαγή εμπορευμάτων επιτρέπει στον κάθε ξεχωριστό εκμε­ταλλευτή και στην κάθε μια από τις κατη­γορίες των εκμεταλλευτών ν’ αποκτούν το μερίδιο εκείνο από το δημιουργούμενο από την εργατική δύναμη του προλεταριάτου πλούτο, που αποτελεί το «δικαίωμα» του ενός ή της μιας ιδιαίτερης κατηγορίας εκμε­ταλλευτών στα μάτια της καπιταλιστικής κοινωνίας;

Ο Μαρξ απαντά στο ερώτημα αυτό στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου. Στον πρώτο τόμο πραγματεύεται το θέμα της παραγωγής του κεφαλαίου και ξεσκεπάζει το μυστικό της δημιουργίας του κέρδους. Στο δεύτερο τόμο περιγράφει την κίνηση του κεφαλαίου, μεταξύ του εργοστάσιου και της αγοράς, με­ταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης της κοινωνίας. Και στον τρίτο εξετάζει την κατανομή του κέρδους μεταξύ της καπιταλι­στικής τάξης στο σύνολο της. Όλο δε αυ­τόν τον καιρό προχωρεί, έχοντας σαν βάση τις τρεις θεμελιώδεις αρχές της καπιταλιστι­κής κοινωνίας: Πρώτον, ότι καθετί που συμβαίνει στην καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι αποτέλεσμα αυθαίρετων δυνάμεων, αλ­λά συνέπεια καθορισμένων και κανονικά λει­τουργούντων νόμων, μολονότι οι νόμοι αυτοί είναι άγνωστοι και στους ίδιους τους κεφαλαιούχους· δεύτερον, ότι οι οικονομικές σχέσεις μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία δεν βασίζονται πάνω στη βία, την κλοπή και την απάτη· και τρίτον, ότι δεν υπάρχει εν δράσει καμιά κοινωνική λογική που ελέγχει τις κινήσεις της κοινωνίας στο σύνολο τους. Αναλύει και ξεσκεπάζει συστηματικά το ένα κατόπιν του άλλου, όλα τα φαινόμενα και όλες τις σχέσεις του κεφαλαιοκρατικού οικο­νομικού συστήματος έχοντας αποκλειστικά σαν βάση τον μηχανισμό των ανταλλαγών της καπιταλιστικής κοινωνίας, δηλαδή το νόμο της αξίας και της υπεραξίας που προέρχεται απ’ αυτόν.
Εξετάζοντας το μεγάλο του έργο στο σύνολο του, μπορούμε να πούμε ότι ο πρώ­τος τόμος που αναπτύσσει το νόμο της α­ξίας, των ημερομισθίων, και της υπεραξίας, μας αποκαλύπτει τα θεμέλια της σημερινής κοινωνίας, ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος μας δείχνουν την οικοδομή που στηρίζεται πάνω στα θεμέλια αυτά. Ή για να κάνου­με μια διαφορετική σύγκριση, μπορούμε να πούμε ότι ο πρώτος τόμος μας δείχνει την καρδιά του κοινωνικού οργανισμού που δη­μιουργεί το ζωντανό χυμό, ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος μας δείχνουν την κυκλοφο­ρία του αίματος και πώς γίνεται η θρέψη του σώματος από το κέντρο προς τους δερ­ματικούς ιστούς.

Το περιεχόμενο του δεύτερου και του τρίτου τόμου μας μεταφέρει σ’ άλλο επίπεδο. Στον πρώτο τόμο βρισκόμαστε στο εργοστάσιο, μέ­σα στο βαθύ κοινωνικό πηγάδι της εργα­σίας, όπου μπορούμε ν’ ανακαλύψουμε την πηγή του καπιταλιστικού πλούτου. Στο δεύτερο και τρίτο τόμο είμεθα στην επιφάνεια, στην επίσημη σκηνή της κοινωνίας. Μεγάλα εμπορικά καταστήματα, τράπεζες, χρηματιστήρια αξιών, πιστωτικά προβλήματα και οι ανησυχίες των «φτωχών» καλλιεργητών κα­τέχουν το προσκήνιο. Ο εργάτης δεν παίζει κανένα ρόλο στη σκηνή αυτή και πράγματι δείχνει πολύ λίγο ενδιαφέρον στα πράγματα που συμβαίνουν πίσω από τη ράχη του έπει­τα από τη λήστευση που υπέστη. Τους ερ­γάτες δεν τους διακρίνουμε μέσα στο θορυ­βώδες πλήθος του κόσμου, των επιχειρήσεων παρά μόνον όταν βαδίζουν βιαστικά προς τα εργοστάσια μέσα στο γκριζωπό φως, πολύ νωρίς τα ξημερώματα, ή πάλιν όταν βιαστι­κά φεύγουν για τα σπίτια τους με το σού­ρουπο οπότε ξεχύνονται κατά κοπάδια από τα εργοστάσια έπειτα από τη δουλειά της η­μέρας.

Εκ πρώτης όψεως, επομένως, ίσως να μη φαίνεται καθαρά γιατί οι εργάτες θα ενδια­φέρονταν οι ίδιοι για τις ιδιαίτερες σκοτού­ρες των κεφαλαιούχων και για τους διαπλη­κτισμούς που δημιουργούνται πάνω στο μοίρασμα της λείας. Μολαταύτα τόσο ο δεύτερος όσο και ο τρίτος τόμος είναι εξ ίσου α­παραίτητοι για την πλήρη κατανόηση του σημερινού οικονομικού μηχανισμού όσο και ο πρώτος τόμος. Είναι αλήθεια ότι δεν παίζουν τον ίδιο αποφασιστικό και βασικό ιστορικό ρόλο για το σύγχρονο κίνημα της εργατικής τάξης όπως ο πρώτος τόμος, ωστόσο όμως προσφέρουν έναν πλούτο από βαθυστόχαστες παρατηρήσεις πάνω στον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού που είναι ανεκτίμητες για τον πνευματικό εξοπλισμό του προλεταριάτου στον πραχτικό αγώνα για την απελευθέρωσή του.

Δυο παραδείγματα θα είναι αρκετά.

Όταν έρευνα τη διαδικασία με την ο­ποία επιτυγχάνεται η κανονική διατήρηση της κοινωνίας μέσα στις χαώδεις μετακινήσεις των ατομικών κεφαλαίων στο δεύτερο τόμο, ο Μαρξ είταν φυσικό να θίξει και το πρόβλημα των κρίσεων. Κανείς δεν θα πρέπει βέβαια να περιμένει μια συστηματική και διδακτική πραγματεία πάνω στο φαινόμενο αυτό. Στην πραγματικότητα δεν υπάρ­χουν παρά μόνον μερικές παρεμπίπτουσες παρατηρήσεις, η χρησιμοποίηση όμως των παρατηρήσεων αυτών θα έχει εξαιρετικά μεγάλη αξία για όλόυς τους φωτισμένους και στοχαστικούς εργάτες. Παραδείγματος χάριν, ένα από τα καιριότερα συνθήματα στην προπαγανδιστική εκστρατεία των σοσιαλδημοκρατών και προπαντός των συνδικαλιστών ηγετών είναι ότι οι οικονομικές κρίσεις συμβαίνουν κυρίως γιατί οι καπιταλιστές είναι κοντόφθαλμοι και δεν αντιλαμβάνονται το απλό γεγονός ότι οι μάζες των εργατών εί­ναι οι καλύτεροι πελάτες τους και ότι εκεί­νο που χρειάζεται να κάνουν είναι να δόσουν στους εργάτες αυτούς υψηλότερα ημε­ρομίσθια για να εξασφαλίσουν τη διατήρηση μιας σταθερής αγοραστικής δύναμης για τα αγαθά τους κ’ έτσι ν’ αποφύγουν κάθε κίν­δυνο κρίσης.

Αυτό το επιχείρημα είναι πολύ αρεστό στον κόσμο αλλά είναι συγχρόνως κι ολότελα απατηλό, ο δε Μαρξ το αποκρούει με τα παρακάτω λόγια : «Είναι καθαρή ταυτολογία να λέμε ότι οι κρίσεις δημιουργούνται από την έλλειψη ικανοποιητικής κατανάλωσης ή ικανοποιητικού αριθμού καταναλωτών. Το καπιταλιστικό σύστημα δεν αναγνωρίζει πα­ρά μόνο καταναλωτές που διαθέτουν αγοραστική δύναμη, αφαιρώντας εκείνους που παίρ­νουν βοήθεια σύμφωνα με τον νόμο προστα­σίας των φτωχών ή των “αλητών”. Το ότι υπάρχουν εμπορεύματα που δεν μπορούν να πουληθούν δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά το ότι δεν υπάρχουν αγοραστές ή κατανα­λωτές γι’ αυτά. Αν δε ο κόσμος έχει την τάση να δόσει στην ταυτολογία αυτή κάποιο φαινομενικά βαθύτερο νόημα λέγοντας ότι η εργατική τάξη δεν παίρνει αρκετά από το ίδιο το προϊόν της εργασίας της και ότι το κακό θα εξαφανιζόταν αμέσως μόλις θα ε­λάμβανε ένα μεγαλύτερο μερίδιο, δηλαδή αν τα ημερομίσθια της αύξαναν, το μόνο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι οι κρίσεις ακολουθούν πάντοτε περιόδους κατά τις ό­ποιες τα ημερομίσθια γενικώς ανέρχονται, η δε εργατική τάξη παίρνει ένα μεγαλύτερο σχετικώς μερίδιο από το ετήσιο προϊόν που προορίζεται για κατανάλωση. Από την άπο­ψη των γενναίων αυτών υποστηρικτών του “απλού κοινού νου” τέτοιες περίοδοι θα έ­πρεπε να προλαμβάνουν την εμφάνιση των κρίσεων. Θα έπρεπε λοιπόν να συμπεράνει κανείς ότι η καπιταλιστική παραγωγή περι­λαμβάνει συνθήκες που είναι ανεξάρτητες α­πό κάθε καλή ή κακή θέληση και που επι­τρέπουν τέτοιες περιόδους σχετικής ευημε­ρίας για την εργατική τάξη μόνο προσωρινά και πάντοτε σαν προάγγελους της επερχόμε­νης κρίσης».

Οι έρευνες τις όποιες ο Μαρξ συνεχίζει στο δεύτερο και τρίτο τόμο του Κεφαλαίου μας προσφέρουν μιαν ολοκληρωτική εμβά­θυνση στη φύση των κρίσεων που αντικρίζονται σαν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των κινήσεων του κεφαλαίου που στην ορμητική και ακόρεστη επιδίωξη της συσσώρευσης και του μεγαλώματός του πολύ γρήγορα βυθίζε­ται πιο πέρα από τα όρια της κατανάλωσης, οσοδήποτε φαρδιά κι αν έχουν τοποθετηθεί αυτά τα όρια κατόπιν της αυξημένης αγορα­στικής δύναμης ενός τμήματος της κοινω­νίας ή με το άνοιγμα νέων αγορών. Έτσι αντικρούεται η ιδέα μιας αρμονίας συμφε­ρόντων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας που κρύβεται πίσω από τη λαϊκή κίνηση των συν­δικαλιστικών ενώσεων, μιας αρμονίας που εμποδίζεται μόνο από την έλλειψη διορατι­κότητας των καπιταλιστών, και πρέπει να εγκαταλειφθεί κάθε ελπίδα ότι μπορεί να υ­πάρχουν μέτρα θαυματουργά για την αντιμε­τώπιση της οικονομικής αναρχίας του καπιταλισμού. Ο αγώνας για τη βελτίωση των υλικών βιοτικών συνθηκών του προλεταριά­του έχει χιλιάδες άλλα λαμπρά επιχειρήματα υπέρ αυτού στην πνευματική πανοπλία της σύγχρονης εργατικής τάξης και δεν χρειάζε­ται ασφαλώς τη βοήθεια ενός επιχειρήματος θεωρητικά αστήρικτου και πρακτικά διφο­ρούμενου όπως το επιχείρημα που εξετάσαμε παραπάνω.

Ένα δεύτερο παράδειγμα: Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου ο Μαρξ παρέχει για πρώτη φορά την επιστημονική εξήγηση ενός φαινομένου που περιέπλεκε την αστική οι­κονομική επιστήμη από τότε που πρωτοεμφα­νίστηκε ακόμα, δηλαδή ότι, μολονότι επεν­δύεται κάτω από διαφορετικούς όρους, το κεφάλαιο σε όλους τους κλάδους της παρα­γωγής αποδίδει γενικά μόνο το λεγόμενο «συνηθισμένο ποσοστό του κέρδους». Εκ πρώτης όψεως το φαινόμενο αυτό φαίνεται σαν να διαψεύδει μια διαπίστωση που ο ί­διος ο Μαρξ κάνει, δηλαδή ότι ο καπιτα­λιστικός πλούτος προέρχεται αποκλειστικά α­πό απλήρωτη εργασία των μισθωτών εργα­τών. Πώς μπορεί ο κεφαλαιούχος, που εξα­ναγκάζεται να επενδύει σχετικά μεγάλες α­ναλογίες του κεφαλαίου του σε νεκρά παρα­γωγικά μέσα, να εξασφαλίζει το αυτό κέρδος με το συνάδελφο του που δεν χρειάστηκε να επενδύσει παρά ένα πολύ μικρότερο μέρος του κεφαλαίου του σε τέτοια πράγματα κ’ ε­πομένως μπορεί να χρησιμοποιήσει κατ’ αναλογία μεγαλύτερες ποσότητες ζωντανής ερ­γατικής δύναμης;

Ο Μαρξ λύνει το αίνιγμα αυτό εξαιρε­τικά άπλα, αποδείχνοντας ότι με την πώλη­ση άλλου είδους εμπορεύματος πάνω από την αξία του και άλλων ειδών εμπορευμάτων κά­τω από την αξία τους, οι διαφορές του κέρ­δους ισοπεδώνονται και επακολουθεί ένα «μέσο ποσοστό κέρδους» για όλους τους κλά­δους της παραγωγής. Εντελώς ασυνείδητα και χωρίς καμιά μεταξύ τους συμφωνία οι κεφαλαιούχοι ανταλλάσσουν τα εμπορεύματά τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε κάθε καπιταλι­στής συνεισφέρει την υπεραξία που απέσπα­σε από τους εργάτες του σε μια γενική δε­ξαμενή, το δε τελικό αποτέλεσμα της συνδυα­σμένης τους εκμετάλλευσης διαμοιράζεται έ­πειτα αδελφικά μεταξύ των κεφαλαιούχων, ο καθένας από τους οποίους λαμβάνει ένα με­ρίδιο σύμφωνα με το μέγεθος του κεφαλαίου του. Ο κάθε κεφαλαιούχος επομένως χωρι­στά δεν λαμβάνει το κέρδος που ο ίδιος α­ποσπά κατ’ ευθείαν από τους εργάτες του, αλλά μόνο το μερίδιό του από το συνολικό αυτό κέρδος που αυτός και οι συνάδελφοί του κεφαλαιούχοι όλοι μαζί απέσπασαν από τους εργάτες. «Όσον άφορα το κέρδος, οι διάφοροι κεφαλαιούχοι παίζουν τον ρόλο α­πλών μετόχων μιας ανώνυμης μετοχικής ε­ταιρίας, διαμοιράζοντας τα κέρδη της σε ίσα εκατοστιαία ποσοστά ώστε οι μετοχές των διαφόρων κεφαλαιούχων διαφέρουν μόνον α­νάλογα με το ποσό του επενδυμένου από τον καθένα κεφαλαίου στην κοινή μετοχική έπιχείριση, σύμφωνα με την αναλογική συμ­μετοχή του καθενός στη συλλογική επιχείρη­ση».

Τί διεισδυτική εμβάθυνση μέσα στην αν­τικειμενική και υλική βάση της καπιταλιστικής ταξικής αλληλεγγύης δεν μας προσφέρει αυτός ο φαινομενικά κατάξερος νόμος του «μέσου ποσοστού του κέρδους»! Βλέπουμε πώς οι κεφαλαιούχοι, ενώ είναι αντίπαλοι αδελφοί στις καθημερινές τους ενέργειες, ωστόσο σε ό,τι άφορα την εργατική τάξη αν­τιπροσωπεύουν ένα είδος Μασονίας που εν­διαφέρεται έντονα και προσωπικά στο τελικό αποτέλεσμα ολόκληρης της επιχείρησης που την διευθύνουν από κοινού όλα τα μέλη της. Μολονότι οι κεφαλαιούχοι δεν έχουν φυσικά ούτε την ελάχιστη ιδέα για τους αντικειμε­νικούς αυτούς οικονομικούς νόμους, το αλάν­θαστο τους ένστικτο σαν μελών μιας κυβερ­νώσας τάξης, εκδηλώνεται με την ακριβή εκ­τίμηση των ίδιων τους ταξικών συμφερόντων και του ανταγωνισμού τους προς το προλετα­ριάτο, και δυστυχώς αυτό διατηρήθηκε πολύ σταθερότερα ανάμεσα από τις θύελλες της ιστορίας παρόσο διατηρήθηκε η ταξική συ­νείδηση των εργατών της οποίας την επιστημονική βάση μας αποκαλύπτουν με τα έργα τους ο Μαρξ και ο Έγκελς.

Αυτά τα δυο σύντομα κ’ εκλεγμένα στην τύχη παραδείγματα, πρέπει ν’ αρκέσουν για να πάρει ο αναγνώστης κάποια ιδέα για τους θησαυρούς που παραμένουν ακόμα ανεκμετάλλευτοι στον δεύτερο και τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου αναμένοντας την εκλαΐκευσή τους, και τί πλούτο για πνευματικές παρορ­μήσεις και βαθυστόχαστες πνευματικές παρατηρήσεις προσφέρουν στους φωτισμένους εργάτες. Ασυμπλήρωτοι όπως είναι, οι δυο τόμοι προσφέρουν περισσότερα από όσο θα προσέφερε οποιαδήποτε τελική αλήθεια: την προτροπή σε σκέψεις, σε κριτική και αυτοκριτική, κι αυτή είναι άλλωστε η ουσία των μαθημάτων που έδοσε ο Μαρξ στην εργατική τάξη.

Πηγή : Μαρξιστική Βιβλιοθήκη

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.

2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια

3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.