Η μοίρα, του δεύτερου και του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου δεν υπήρξε διαφορετική από τη μοίρα του πρώτου τόμου. Ο Μαρξ έλπιζε ότι θα είταν σε θέση να τους εκδόσει σύντομα μετά την κυκλοφορία του πρώτου τόμου, πέρασαν όμως στην πραγματικότητα πολλά χρόνια και ούτε, τελικά, πέτυχε να τους προετοιμάσει ο ίδιος για εκτύπωση.
Οι αδιάκοπες πρόσθετες και βαθύτερες μελέτες του, η διαρκώς παρατεινόμενη ασθένειά του και τελικά ο θάνατος, τον εμπόδισαν να συμπληρώσει ολόκληρο το έργο και έλαχε στον Έγκελς ο κλήρος να προετοιμάσει το δεύτερο και τον τρίτο τόμο από τα ημιτελή χειρόγραφα που ο φίλος του άφησε πεθαίνοντας. Ο πλούτος του υλικού που βρήκε αποτελούνταν από πρόχειρα σχέδια, κακογραμμένες βραχυγραφίες και σύντομες σημειώσεις, που ένας μελετητής επιστήμονας, κρατούσε για απόλυτα ατομική του χρήση, μαζί με εδώ–κ’ εκεί μερικά μεγάλα και συναρμολογημένα μεταξύ τους αποσπάσματα. Συνολικά όλα αυτά αντιπροσώπευαν τ’ αποτελέσματα ενός καταπληκτικού πνευματικού μόχθου που χρονικά απλώνεται με σημαντικά διαλείμματα, από το 1861 έως το 1878.
Κάτω από τους όρους αυτούς δεν πρέπει να περιμένει κανείς ότι οι δύο τελευταίοι τόμοι του Κεφαλαίου θα μας παράσχουν μια τελική και ολοκληρωμένη λύση όλων των οικονομικών προβλημάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτά τα προβλήματα απλώς διατυπώνονται μαζί με κάποια υπόδειξη κάπου-κάπου, για την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να εργαστεί κανείς για να φτάσει σε κάποια λύση. Σύμφωνα με την όλη στάση του Μαρξ, το Κεφάλαιο του δεν είναι μια Βίβλος που περιέχει οριστικές και αναλλοίωτες αλήθειες, αλλά μάλλον μια ανεξάντλητη πηγή παρορμήσεων για πρόσθετες μελέτες, συμπληρωματικές επιστημονικές έρευνες και άλλους πρόσθετους αγώνες, για την κατάκτηση της αλήθειας.
Οι ίδιες συνθήκες εξηγούν επίσης γιατί ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος δεν είναι τόσο τέλειοι από άποψη μορφής όσο είναι ο πρώτος τόμος και γιατί η πνευματική ακτινοβολία τους δεν έχει ακριβώς την ίδια πνευματική λαμπρότητα. Οπωσδήποτε προσφέρουν μεγαλύτερη ίσως ευχαρίστηση σε μερικούς αναγνώστες, ακριβώς γιατί παρουσιάζουν ορισμένα πνευματικά προβλήματα αυτούσια χωρίς να πολυενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τον τρόπο της εμφάνισής τους. Το περιεχόμενο των δύο τόμων αντιπροσωπεύει ένα ουσιαστικό συμπλήρωμα του πρώτου τόμου και μια ανάπτυξή του, είναι δε απαραίτητο για την κατανόηση του μαρξικού συστήματος στο σύνολό του. Δυστυχώς οι δυο αυτοί τόμοι δεν απετέλεσαν αντικείμενο καμιάς εκλαϊκευτικής μελέτης μέχρι σήμερα και επομένως είναι άγνωστο το περιεχόμενό τους στις ευρύτερες μάζες ακόμη και των πιο φωτισμένων εργατών.
Στον πρώτο τόμο ο Μαρξ εξετάζει το πρωταρχικό πρόβλημα της πολιτικής οικονομίας: ποιά είναι η προέλευση του πλούτου; Ποιά είναι η πηγή του κέρδους ; Πριν από τις έρευνές του στα ερωτήματα αυτά δίνονταν δυο διαφορετικές απαντήσεις.
Οι «Επιστημονικοί» υπερασπιστές του καλύτερου των δυνατών κόσμων μέσα στον όποιο ζούμε, μερικοί από τους οποίους, όπως ο Σούλτσε Ντελίς, έχαιραν του σεβασμού και της εμπιστοσύνης ακόμα και των εργατών, εξηγούσαν τον καπιταλιστικό πλούτο με μια σειρά από περισσότερο ή λιγότερο ευλογοφανείς δικαιολογίες και επιδέξιους χειρισμούς στα επιχειρήματα τους: σαν αποτέλεσμα μιας συστηματικής προσαύξησης στις τιμές των εμπορευμάτων για ν’ «αποζημιωθεί» ο εργοδότης για τη γενναιοδωρία που δείχνει «παραχωρώντας» το κεφάλαιο του για παραγωγικούς σκοπούς, σαν αντιστάθμισμα για τον «κίνδυνο» που διατρέχει κάθε εργοδότης, σαν ανταμοιβή για την «πνευματική συνδρομή» στη διεύθυνση της επιχείρησης, και ούτω καθεξής με τον ίδιο τόνο. Όλες αυτές οι εξηγήσεις αποβλέπουν σ’ έναν κοινό σκοπό, να παρουσιάσουν τον πλούτο του ενός, κ’ επομένως τη φτώχεια του άλλου, σαν κάτι «δίκαιο» και συνεπώς μη επιδεχόμενο καμιά μεταβολή.
Από το άλλο μέρος, οι κριτικοί της αστικής κοινωνίας, δηλαδή όλες οι σοσιαλιστικά σκεπτόμενες σχολές που προϋπήρξαν του Μαρξ, διακήρυσσαν ότι ο καπιταλιστικός πλούτος είναι απλώς αποτέλεσμα απάτης, κλοπής των εργατών που καθιστούσε δυνατές η παρεμβολή του χρήματος ή οι ελλείψεις στην οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας. Ξεκινώντας από την άποψη αυτή, οι σοσιαλιστές αυτής της κατηγορίας ανέπτυξαν διάφορα ουτοπικά σχέδια για την κατάργηση της εκμετάλλευσης διαμέσου της κατάργησης του χρήματος, δια της «οργάνωσης της εργασίας» και με αλλά παρόμοιο σχέδια.
Η πραγματική πηγή του καπιταλιστικού πλούτου αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου που δεν χρονοτριβούσε ούτε στο να εφευρίσκει δικαιολογίες υπέρ των καπιταλιστών, ούτε και στο να τους κατηγορεί για τις αδικίες τους. Ο Μαρξ έδειξε για πρώτη φορά ποια είναι η προέλευση του κέρδους και πώς καταλήγει στις τσέπες των καπιταλιστών. Το επέτυχε αυτό στηριζόμενος σε δυο αποφασιστικά οικονομικά δεδομένα: πρώτον ότι η μεγάλη μάζα των εργαζομένων αποτελείται από προλετάριους που εξαναγκάζονται να πουλούν την εργατική τους δύναμη σαν εμπόρευμα για να μπορέσουν να διατηρηθούν στη ζωή· και δεύτερον ότι το εμπόρευμα αυτό της εργατικής δύναμης διαθέτει ένα τόσο υψηλό βαθμό παραγωγικότητας στο δικό μας καιρό, ώστε είναι σε θέση να παραγάγει μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα ένα πολύ μεγαλύτερο προϊόν από εκείνο που είναι αναγκαίο για τη διατήρησή του κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Τα δυο αυτά καθαρώς οικονομικά δεδομένα, που αντιπροσωπεύουν το αποτέλεσμα της αντικειμενικής ιστορικής εξέλιξης, συντελούν ώστε ο καρπός της εργατικής δύναμης του προλετάριου να πέφτει αυτόματα μέσα στην αγκαλιά του κεφαλαιούχου και να συσσωρεύεται με τη διατήρηση τού συστήματος της μισθωτής εργασίας σε διαρκώς αυξανόμενους όγκους κεφαλαίων.
Έτσι ο καπιταλιστικός πλούτος εξηγείται όχι σαν καμιά ανταμοιβή προς τους κεφαλαιούχους για φανταστικές θυσίες η παρασχεθείσες ευεργεσίες, ή σαν το αποτέλεσμα απάτης ή κλοπής με τη γενικά δεκτή σημασία των λέξεων αυτών, άλλα σαν μια ανταλλαγή μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη σαν μια δοσοληψία ανεπίληπτης νομικής ευθύτητας που απορρέει αυστηρώς σύμφωνα με τους νόμους εκείνους που κυβερνούν την πώληση και την αγορά όλων των άλλων εμπορευμάτων. Για να εξηγήσει πλήρως αυτή την άμεμπτη δοσοληψία που δίνει στον κεφαλαιούχο τους χρυσούς καρπούς της εργασίας, ο Μαρξ έπρεπε ν’ αναπτύξει το νόμο της αξίας που ανακάλυψαν οι μεγάλοι Άγγλοι κλασικοί οικονομολόγοι Αδάμ Σμιθ και Δαυίβ Ρικάρντο κατά τα τέλη του δέκατου ογδόου και τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, δηλαδή την εξήγηση των εσωτερικών νόμων της εμπορευματικής ανταλλαγής μέχρι του τελικού λογικού τους συμπεράσματος και να τον εφαρμόσει στο εμπόρευμα εργατική δύναμη. Ο πρώτος τόμος ασχολείται κυρίως με το νόμο της αξίας και τους μισθούς και την υπεραξία που απορρέουν απ’ αυτόν, δηλαδή εξηγεί πώς το προϊόν της μισθωτής εργασίας διαιρείται μόνο του, κατά ένα φυσικό τρόπο και χωρίς βία ή απάτη, σε μια μικρή μερίδα τροφής για το μισθωτό εργάτη και σε άκοπο πλούτο για τον καπιταλιστή. Εδώ δε ακριβώς έγκειται η μεγάλη ιστορική σπουδαιότητα του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Απέδειξε ότι η εκμετάλλευση μπορεί να καταργηθεί μόνο αν καταργηθεί η πώληση της εργατικής δύναμης, δηλαδή με την κατάργηση του συστήματος των ημερομισθίων.
Στον πρώτο τόμο βρισκόμαστε όλη την ώρα στην περιοχή της παραγωγής, σ’ ένα εργοστάσιο, σ’ ένα ορυχείο ή σε μια σύγχρονη γεωργική επιχείρηση, και ό,τι αναφέρεται γι’ αυτά ισχύει εξίσου για όλες τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Μας παρέχεται ένα ιδιαίτερο παράδειγμα σαν τυπικό παράδειγμα ολόκληρου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Όταν κλείνουμε τον τόμο είμαστε τελείως κατατοπισμένοι πώς δημιουργείται καθημερινά το κέρδος και πώς λειτουργεί ολόκληρος ο μηχανισμός της εκμετάλλευσης σε όλες τις λεπτομέρειές του. Μπροστά μας ευρίσκονται απλωμένοι σωροί από εμπορεύματα όλων των ειδών που είναι ακόμα νωπά, όπως βγαίνουν από τα εργοστάσια, με τον ιδρώτα των εργατών, και σε όλα τους μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά το μέρος εκείνο της αξίας τους που προέρχεται από την απλήρωτη εργασία των εργατών και που ανήκει ακριβώς τόσο νόμιμα στον κεφαλαιούχο όσο και ολόκληρο το εμπόρευμα. Η ρίζα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης αποκαλύπτεται γυμνή μπροστά στα μάτια μας.
Οπωσδήποτε όμως σ’ αυτό το στάδιο ο καπιταλιστής δεν έχει ακόμα καθόλου εξασφαλισμένη τη συγκομιδή του στην αποθήκη του. Ο καρπός της εκμετάλλευσης υπάρχει αλλά είναι ακόμα σε μια μορφή ακατάλληλη για ιδιοποίηση. Όσον καιρό το προϊόν τις εκμετάλλευσης διατηρεί τη μορφή επισωρευμένων εμπορευμάτων, ο κεφαλαιούχος δεν μπορεί ν’ αποκομίσει παρά μικρή ευχαρίστηση από την παραγωγική διαδικασία. Δεν είναι ο κάτοχος δούλων του κλασικού Ελληνορωμαϊκού κόσμου, ή ο φεουδάρχης άρχοντας του Μεσαίωνα, που καταπίεζαν τους εργαζόμενους απλώς για να ικανοποιήσουν τα γούστα τους για πολυτέλειες και να διατηρούν μια επιβλητική ακολουθία. Για να διατηρήσει τον εαυτό του και την οικογένειά του «μ’ έναν τρόπο που συμβιβάζεται με την κοινωνική του κατάσταση», ο κεφαλαιούχος πρέπει να έχει τα πλούτη του σε ρευστό χρήμα, κι αυτό του είναι απαραίτητο, επίσης αν πρόκειται ν’ αυξάνει αδιάκοπα το κεφάλαιό του. Προς τον σκοπό αυτόν λοιπόν πρέπει να πουλήσει τα εμπορεύματα που παρήγαγαν οι μισθωτοί εργάτες μαζί με την υπεραξία που περιέχεται σ’ αυτά. Τα εμπορεύματα πρέπει να εγκαταλείψουν το εργοστάσιο και την αποθήκη και να ριχθούν στην αγορά. Ο καπιταλιστής συνοδεύει τα εμπορεύματά του από την αποθήκη του κι από τo γραφείο του στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων και στα εμπορικά καταστήματα, στον δε δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου συνοδεύουμε κ’ εμείς τον καπιταλιστή.
Το δεύτερο στάδιο της ζωής του κεφαλαιούχου καταναλίσκεται μέσα στη σφαίρα της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, εδώ δε αυτός αντικρίζει ένα σωρό από δυσχέρειες. Στο εργοστάσιό του ο κεφαλαιούχος είναι ο αδιαμφισβήτητος άρχοντας, κ’ επικρατεί εκεί αυστηρή οργάνωση και πειθαρχία, στην αγορά όμως των εμπορευμάτων επικρατεί πλήρης αναρχία κάτω από το όνομα του ελεύθερου συναγωνισμού. Στην αγορά των εμπορευμάτων κανείς δεν ενδιαφέρεται για το γείτονά του και κανείς δεν σκοτίζεται για το σύνολο, παρ’ όλα όμως αυτά ακριβώς εδώ ο καπιταλιστής αισθάνεται την εξάρτησή του από τους άλλους κι από την κοινωνία σαν μια ολότητα.
Ο κεφαλαιούχος πρέπει να βρίσκεται επικεφαλής των συναγωνιστών του. Αν τυχόν ξοδεύει περισσότερο χρόνο από τον απόλυτα αναγκαίο στην πώληση των εμπορευμάτων του, αν δεν κατορθώσει να εφοδιαστεί με αρκετά χρήματα για ν’ αγοράσει τις πρώτες ύλες και όλα τα αλλά αντικείμενα που χρειάζεται για την κρίσιμη στιγμή για να μη σταματήσει το εργοστάσιο του από έλλειψη εφοδίων, αν αποτύχει να επενδύσει έγκαιρα και επικερδώς τα χρήματα που εισπράττει από την πούληση των εμπορευμάτων του, είναι καταδικασμένος να παραγκωνιστεί από τους άλλους. Κι αλίμονο σ’ εκείνον που θα μείνει τελευταίος: εκείνος δε ο καπιταλιστής που δεν θα κατορθώσει να εξασφαλίσει ότι η επιχείρησή του θα διευθύνεται όσον άφορα τη σταθερή ανταλλαγή μεταξύ του εργοστασίου και της αγοράς εμπορευμάτων εξίσου αποτελεσματικά όσο και μέσα στο ίδιο το εργοστάσιο, δεν θα επιτύχει ν’ αποκτήσει το κανονικό ποσοστό του κέρδους ανεξαρτήτως του ζήλου που θα έχει δείξει στην εκμετάλλευση των εργατών του. Ένα μέρος του «καλοκερδισμένου» κέρδους του θ’ απολεσθεί κάπου στο δρόμο αυτόν και δεν θα βρει το δρόμο που θα το φέρει στην τσέπη του.
Μολαταύτα αυτό μόνο δεν αρκεί. Ο κεφαλαιούχος μπορεί να συσσωρεύει πλούτη μόνο αν παράγει εμπορεύματα, δηλαδή αντικείμενα χρησιμοποιήσιμα. Επιπλέον πρέπει να παράγει ακριβώς εκείνα τα είδη και τις ποικιλίες των εμπορευμάτων που χρειάζεται η κοινωνία και πρέπει να τα παράγει ακριβώς στις απαιτούμενες ποσότητες, αλλιώς τα εμπορεύματά του θα μείνουν απούλητα και θα χαθεί η υπεραξία που περιέχεται σ’ αυτά. Πώς μπορεί ο κάθε κεφαλαιούχος χωριστά να ελέγξει όλους αυτούς τους παράγοντες; Δεν υπάρχει κανείς για να του πει τί εμπορεύματα χρειάζεται η κοινωνία και πόσα απ’ αυτά χρειάζεται, για τον απλούστατο λόγο ότι κανένας δεν το ξέρει. Ζούμε σε μια απρογραμμάτιστη, αναρχούμενη κοινωνία και καθένας κεφαλαιούχος ιδιαίτερα βρίσκεται στην ίδια θέση. Μολαταύτα μέσα από το χάος αυτό, μέσα από τη σύγχυση αυτή, πρέπει να προέλθει το σύνολο που θα επιτρέψει στην ιδιαίτερη επιχείρηση του κεφαλαιούχου να ευημερήσει και συγχρόνως να ικανοποιήσει τις ανάγκες τις κοινωνίας και να καταστήσει δυνατή την εξακολούθηση της ζωής της σαν κοινωνικού οργανισμού.
Για να είμεθα πιο ακριβείς, μέσα από την αναρχία και τη σύγχυση της εμπορευματικής αγοράς πρέπει να αναπτυχθεί η δυνατότητα της αδιάκοπης κυκλικής κίνησης του κάθε ιδιαίτερου κεφαλαίου, η δυνατότητα της παραγωγής, πώλησης, αγοράς των πρώτων υλών κλπ. και της αναπαραγωγής, διάμεσου δε όλων αυτών το κεφάλαιο συνεχώς θα αλλάζει κι από τη χρηματική του μορφή θα περνά στην εμπορευματική μορφή και αντίστροφα. Αυτά τα στάδια πρέπει να ταιριάζουν με ακρίβεια: το χρήμα πρέπει να διατηρείται σε εφεδρεία για να εκμεταλλευθεί κάθε ευνοϊκή ευκαιρία της αγοράς για την προμήθεια των πρώτων υλών κλπ. και να αντιμετωπισθούν τα τρέχοντα έξοδα της παραγωγής, στο δε χρήμα πάλιν που επιστρέφει συνεχώς μαζί με την πραγματοποίηση της πώλησης των εμπορευμάτων πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα να ξαναχρησιμοποιηθεί αμέσως. Οι χωριστοί κεφαλαιούχοι, που φαινομενικά είναι εντελώς ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο, τώρα πραγματικά συνενώνονται όλοι κι αποτελούν μια μεγάλη αδελφότητα, χάρη δε στο πιστωτικό σύστημα και τις τράπεζες συνεχώς προκαταβάλλουν ο ένας στον άλλο τα χρήματα που χρειάζονται παίρνοντας πάλι πίσω τα διαθέσιμα χρήματα, έτσι που η αδιάκοπη προοδευτική εξέλιξη της παραγωγής και η πώληση των εμπορευμάτων, εξασφαλίζεται τόσο για τον κάθε κεφαλαιούχο χωριστά όσο και για ολόκληρη την κοινωνία.
Οι αστοί οικονομολόγοι ποτέ δεν βρήκαν καμιά εξήγηση για το πιστωτικό σύστημα και αρκέστηκαν να το ονομάσουν έξυπνο θεσμό, για τη «διευκόλυνση της ανταλλαγής των εμπορευμάτων», στο δεύτερο όμως τόμο του Κεφαλαίου ο Μαρξ αποδεικνύει, εντελώς παρεμπιπτόντως, ότι το πιστωτικό σύστημα αποτελεί αναγκαίο τμήμα, της καπιταλιστικής ζωής, το συνεκτικό κρίκο μεταξύ δύο φάσεων του κεφαλαίου, στην παραγωγή και στην αγορά όπου πωλούνται τα εμπορεύματα και ανάμεσα στις φαινομενικά αυθαίρετες κινήσεις των ατομικών κεφαλαίων.
Κ’ έπειτα η μόνιμη κυκλοφορία της παραγωγής και κατανάλωσης μέσα στην κοινωνία συνολικά πρέπει να διατηρείται σε κίνηση παρά τη σύγχυση των ατομικών κεφαλαίων, κι αυτό πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται οι αναγκαίοι όροι της καπιταλιστικής παραγωγής: η παραγωγή των παραγωγικών μέσων, η συντήρηση της εργατικής τάξης και ο προοδευτικός πλουτισμός της καπιταλιστικής τάξης, δηλαδή η αυξανόμενη συσσώρευση και δραστηριότητα ολόκληρου του κοινωνικού κεφαλαίου. Ο δεύτερος τόμος του Κεφαλαίου ερευνά πώς πραγματοποιείται ένα ολοκληρωμένο σύνολο από τις αναρίθμητες παρεκκλίνουσες κινήσεις των ατομικών κεφαλαίων, πώς η κίνηση αυτή του συνόλου ταλαντεύεται μεταξύ του πλεονάσματος στα χρόνια της ευημερίας και της κατάρρευσης στα χρόνια της κρίσης, αλλά εξαναγκάζεται να ξαναγυρίσει πάλι επανειλημμένα στις σωστές αναλογίες μόνο για να ξεφύγει πάλι απ’ αυτές αμέσως υστερότερα, και πώς μέσα από όλα αυτά αναπτύσσεται, σε συνεχώς, επιβλητικότερες διαστάσεις, ό,τι αποτελεί απλώς ένα μέσο για τη σημερινή κοινωνία, δηλαδή η συντήρηση και η οικονομική της πρόοδος και ό,τι αποτελεί το σκοπό της, δηλαδή η προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Ο Μαρξ δεν μας προσφέρει καμιά τελική λύση αλλά για πρώτη φορά μέσα σε εκατό χρόνια από την εποχή του Αδάμ Σμιθ προβάλλει μια συνολική εικόνα πάνω στα σταθερά θεμέλια καθορισμένων νόμων.
Ακόμα όμως κ’ έπειτα απ’ αυτό ο κεφαλαιούχος δεν έχει περάσει ολόκληρο τον ακανθώδη δρόμο που απλώνεται μπροστά του, γιατί μολονότι το κέρδος έχει μετατραπεί και μετατρέπεται ολοένα σε αυξημένο βαθμό σε χρήμα, αναφαίνεται τώρα το πρόβλημα του τρόπου με τον όποιο θα γίνει η κατανομή της λείας. Πολλές διαφορετικές ομάδες καπιταλιστών προβάλλουν τις αξιώσεις τους. Έκτος από τον εργοδότη των εργατών, υπάρχει ο έμπορος, ο κεφαλαιούχος των δανείων και ο γαιοκτήμονας. Καθένας απ’ αυτούς έχει συμβάλει σε ορισμένη αναλογία ώστε να γίνει δυνατή η εκμετάλλευση του μισθωτού εργάτη, και η πώληση των εμπορευμάτων που παρήγαγε αυτός ο τελευταίος και καθένας τους τώρα διεκδικεί το μερίδιό του από το κέρδος. Αυτή η κατανομή του κέρδους είναι μια πολύ περιπλοκότερη υπόθεση από ό,τι θα μπορούσε να φαίνεται εκ πρώτης όψεως, γιατί ακόμη κι ανάμεσα στους ίδιους τους εργοδότες υπάρχουν μεγάλες διαφορές, ανάλογα με τον τύπο της επιχείρησης, στα κέρδη που έχουν πραγματοποιηθεί μόλις πριν από λίγο στο εργοστάσιο και είναι σαν να λέμε ακόμα νωπά.
Στον ένα παραγωγικό κλάδο τα εμπορεύματα παράγονται και πωλούνται γρήγορα, το δε κεφάλαιο μαζί με τις κανονικές προσαυξήσεις επιστρέφει στην επιχείρηση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, τόσο οι εργασίες της επιχείρηση όσο και τα κέρδη πραγματοποιούνται γρήγορα. Σε άλλους παραγωγικούς κλάδους το κεφάλαιο διατηρείται στενά συνδεδεμένο με την παραγωγή επί πολλά χρόνια και αποφέρει κέρδη μόνον υστέρα από μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε μερικούς κλάδους της παραγωγής ο εργοδότης πρέπει να επενδύει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου του σε νεκρά παραγωγικά μέσα, οικοδομές, δαπανηρά μηχανήματα κλπ., δηλαδή σε αντικείμενα που μόνα τους δεν αποφέρουν κανένα κέρδος, ανεξάρτητα του πόσο αναγκαία μπορεί να είναι για την πραγματοποίηση κερδών. Σε άλλους παραγωγικούς κλάδους ο επιχειρηματίας δεν χρειάζεται να επενδύει παρά ένα πολύ μικρό μέρος του κεφαλαίου του σε τέτοια αντικείμενα και μπορεί να χρησιμοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος του για την πρόσληψη εργατών που καθένας τους αντιπροσωπεύει τη χήνα που ακούραστα γεννά τα χρυσά αυγά για τον κεφαλαιούχο.
Έτσι κατά τη διαδικασία της δημιουργίας των κερδών παρουσιάζονται μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους διάφορους ατομικούς κεφαλαιούχους, στα μάτια δε της αστικής κοινωνίας αυτές οι διαφορές αντιπροσωπεύουν μια πολύ εντονότερη «αδικία» από την ιδιότυπη «ανταλλαγή» που διενεργείται μεταξύ του κεφαλαιούχου και του εργάτη. Το πρόβλημα είναι πώς θα επέλθει κάποια τακτοποίηση που θα επιτρέψει μια «δίκαιη» κατανομή της λείας, ώστε ο κάθε καπιταλιστής να πάρει το «μερίδιό του», αλλά προστίθεται και κάτι άλλο ακόμη, ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί χωρίς κανένα συνειδητό ή συστηματικό σχέδιο, γιατί η κατανομή στη σημερινή κοινωνία είναι εξίσου αναρχική όσο και η παραγωγή. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά «κατανομή» σαν κοινωνικό μέτρο, εκείνο δε όπου εφαρμόζεται στην πράξη, είναι αποκλειστικά η ανταλλαγή, η κυκλοφορία των εμπορευμάτων, η αγορά και η πώληση. Πώς επομένως η ακανόνιστη ανταλλαγή εμπορευμάτων επιτρέπει στον κάθε ξεχωριστό εκμεταλλευτή και στην κάθε μια από τις κατηγορίες των εκμεταλλευτών ν’ αποκτούν το μερίδιο εκείνο από το δημιουργούμενο από την εργατική δύναμη του προλεταριάτου πλούτο, που αποτελεί το «δικαίωμα» του ενός ή της μιας ιδιαίτερης κατηγορίας εκμεταλλευτών στα μάτια της καπιταλιστικής κοινωνίας;
Ο Μαρξ απαντά στο ερώτημα αυτό στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου. Στον πρώτο τόμο πραγματεύεται το θέμα της παραγωγής του κεφαλαίου και ξεσκεπάζει το μυστικό της δημιουργίας του κέρδους. Στο δεύτερο τόμο περιγράφει την κίνηση του κεφαλαίου, μεταξύ του εργοστάσιου και της αγοράς, μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης της κοινωνίας. Και στον τρίτο εξετάζει την κατανομή του κέρδους μεταξύ της καπιταλιστικής τάξης στο σύνολο της. Όλο δε αυτόν τον καιρό προχωρεί, έχοντας σαν βάση τις τρεις θεμελιώδεις αρχές της καπιταλιστικής κοινωνίας: Πρώτον, ότι καθετί που συμβαίνει στην καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι αποτέλεσμα αυθαίρετων δυνάμεων, αλλά συνέπεια καθορισμένων και κανονικά λειτουργούντων νόμων, μολονότι οι νόμοι αυτοί είναι άγνωστοι και στους ίδιους τους κεφαλαιούχους· δεύτερον, ότι οι οικονομικές σχέσεις μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία δεν βασίζονται πάνω στη βία, την κλοπή και την απάτη· και τρίτον, ότι δεν υπάρχει εν δράσει καμιά κοινωνική λογική που ελέγχει τις κινήσεις της κοινωνίας στο σύνολο τους. Αναλύει και ξεσκεπάζει συστηματικά το ένα κατόπιν του άλλου, όλα τα φαινόμενα και όλες τις σχέσεις του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος έχοντας αποκλειστικά σαν βάση τον μηχανισμό των ανταλλαγών της καπιταλιστικής κοινωνίας, δηλαδή το νόμο της αξίας και της υπεραξίας που προέρχεται απ’ αυτόν.
Εξετάζοντας το μεγάλο του έργο στο σύνολο του, μπορούμε να πούμε ότι ο πρώτος τόμος που αναπτύσσει το νόμο της αξίας, των ημερομισθίων, και της υπεραξίας, μας αποκαλύπτει τα θεμέλια της σημερινής κοινωνίας, ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος μας δείχνουν την οικοδομή που στηρίζεται πάνω στα θεμέλια αυτά. Ή για να κάνουμε μια διαφορετική σύγκριση, μπορούμε να πούμε ότι ο πρώτος τόμος μας δείχνει την καρδιά του κοινωνικού οργανισμού που δημιουργεί το ζωντανό χυμό, ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος μας δείχνουν την κυκλοφορία του αίματος και πώς γίνεται η θρέψη του σώματος από το κέντρο προς τους δερματικούς ιστούς.
Το περιεχόμενο του δεύτερου και του τρίτου τόμου μας μεταφέρει σ’ άλλο επίπεδο. Στον πρώτο τόμο βρισκόμαστε στο εργοστάσιο, μέσα στο βαθύ κοινωνικό πηγάδι της εργασίας, όπου μπορούμε ν’ ανακαλύψουμε την πηγή του καπιταλιστικού πλούτου. Στο δεύτερο και τρίτο τόμο είμεθα στην επιφάνεια, στην επίσημη σκηνή της κοινωνίας. Μεγάλα εμπορικά καταστήματα, τράπεζες, χρηματιστήρια αξιών, πιστωτικά προβλήματα και οι ανησυχίες των «φτωχών» καλλιεργητών κατέχουν το προσκήνιο. Ο εργάτης δεν παίζει κανένα ρόλο στη σκηνή αυτή και πράγματι δείχνει πολύ λίγο ενδιαφέρον στα πράγματα που συμβαίνουν πίσω από τη ράχη του έπειτα από τη λήστευση που υπέστη. Τους εργάτες δεν τους διακρίνουμε μέσα στο θορυβώδες πλήθος του κόσμου, των επιχειρήσεων παρά μόνον όταν βαδίζουν βιαστικά προς τα εργοστάσια μέσα στο γκριζωπό φως, πολύ νωρίς τα ξημερώματα, ή πάλιν όταν βιαστικά φεύγουν για τα σπίτια τους με το σούρουπο οπότε ξεχύνονται κατά κοπάδια από τα εργοστάσια έπειτα από τη δουλειά της ημέρας.
Εκ πρώτης όψεως, επομένως, ίσως να μη φαίνεται καθαρά γιατί οι εργάτες θα ενδιαφέρονταν οι ίδιοι για τις ιδιαίτερες σκοτούρες των κεφαλαιούχων και για τους διαπληκτισμούς που δημιουργούνται πάνω στο μοίρασμα της λείας. Μολαταύτα τόσο ο δεύτερος όσο και ο τρίτος τόμος είναι εξ ίσου απαραίτητοι για την πλήρη κατανόηση του σημερινού οικονομικού μηχανισμού όσο και ο πρώτος τόμος. Είναι αλήθεια ότι δεν παίζουν τον ίδιο αποφασιστικό και βασικό ιστορικό ρόλο για το σύγχρονο κίνημα της εργατικής τάξης όπως ο πρώτος τόμος, ωστόσο όμως προσφέρουν έναν πλούτο από βαθυστόχαστες παρατηρήσεις πάνω στον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού που είναι ανεκτίμητες για τον πνευματικό εξοπλισμό του προλεταριάτου στον πραχτικό αγώνα για την απελευθέρωσή του.
Δυο παραδείγματα θα είναι αρκετά.
Όταν έρευνα τη διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται η κανονική διατήρηση της κοινωνίας μέσα στις χαώδεις μετακινήσεις των ατομικών κεφαλαίων στο δεύτερο τόμο, ο Μαρξ είταν φυσικό να θίξει και το πρόβλημα των κρίσεων. Κανείς δεν θα πρέπει βέβαια να περιμένει μια συστηματική και διδακτική πραγματεία πάνω στο φαινόμενο αυτό. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν παρά μόνον μερικές παρεμπίπτουσες παρατηρήσεις, η χρησιμοποίηση όμως των παρατηρήσεων αυτών θα έχει εξαιρετικά μεγάλη αξία για όλόυς τους φωτισμένους και στοχαστικούς εργάτες. Παραδείγματος χάριν, ένα από τα καιριότερα συνθήματα στην προπαγανδιστική εκστρατεία των σοσιαλδημοκρατών και προπαντός των συνδικαλιστών ηγετών είναι ότι οι οικονομικές κρίσεις συμβαίνουν κυρίως γιατί οι καπιταλιστές είναι κοντόφθαλμοι και δεν αντιλαμβάνονται το απλό γεγονός ότι οι μάζες των εργατών είναι οι καλύτεροι πελάτες τους και ότι εκείνο που χρειάζεται να κάνουν είναι να δόσουν στους εργάτες αυτούς υψηλότερα ημερομίσθια για να εξασφαλίσουν τη διατήρηση μιας σταθερής αγοραστικής δύναμης για τα αγαθά τους κ’ έτσι ν’ αποφύγουν κάθε κίνδυνο κρίσης.
Αυτό το επιχείρημα είναι πολύ αρεστό στον κόσμο αλλά είναι συγχρόνως κι ολότελα απατηλό, ο δε Μαρξ το αποκρούει με τα παρακάτω λόγια : «Είναι καθαρή ταυτολογία να λέμε ότι οι κρίσεις δημιουργούνται από την έλλειψη ικανοποιητικής κατανάλωσης ή ικανοποιητικού αριθμού καταναλωτών. Το καπιταλιστικό σύστημα δεν αναγνωρίζει παρά μόνο καταναλωτές που διαθέτουν αγοραστική δύναμη, αφαιρώντας εκείνους που παίρνουν βοήθεια σύμφωνα με τον νόμο προστασίας των φτωχών ή των “αλητών”. Το ότι υπάρχουν εμπορεύματα που δεν μπορούν να πουληθούν δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά το ότι δεν υπάρχουν αγοραστές ή καταναλωτές γι’ αυτά. Αν δε ο κόσμος έχει την τάση να δόσει στην ταυτολογία αυτή κάποιο φαινομενικά βαθύτερο νόημα λέγοντας ότι η εργατική τάξη δεν παίρνει αρκετά από το ίδιο το προϊόν της εργασίας της και ότι το κακό θα εξαφανιζόταν αμέσως μόλις θα ελάμβανε ένα μεγαλύτερο μερίδιο, δηλαδή αν τα ημερομίσθια της αύξαναν, το μόνο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι οι κρίσεις ακολουθούν πάντοτε περιόδους κατά τις όποιες τα ημερομίσθια γενικώς ανέρχονται, η δε εργατική τάξη παίρνει ένα μεγαλύτερο σχετικώς μερίδιο από το ετήσιο προϊόν που προορίζεται για κατανάλωση. Από την άποψη των γενναίων αυτών υποστηρικτών του “απλού κοινού νου” τέτοιες περίοδοι θα έπρεπε να προλαμβάνουν την εμφάνιση των κρίσεων. Θα έπρεπε λοιπόν να συμπεράνει κανείς ότι η καπιταλιστική παραγωγή περιλαμβάνει συνθήκες που είναι ανεξάρτητες από κάθε καλή ή κακή θέληση και που επιτρέπουν τέτοιες περιόδους σχετικής ευημερίας για την εργατική τάξη μόνο προσωρινά και πάντοτε σαν προάγγελους της επερχόμενης κρίσης».
Οι έρευνες τις όποιες ο Μαρξ συνεχίζει στο δεύτερο και τρίτο τόμο του Κεφαλαίου μας προσφέρουν μιαν ολοκληρωτική εμβάθυνση στη φύση των κρίσεων που αντικρίζονται σαν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των κινήσεων του κεφαλαίου που στην ορμητική και ακόρεστη επιδίωξη της συσσώρευσης και του μεγαλώματός του πολύ γρήγορα βυθίζεται πιο πέρα από τα όρια της κατανάλωσης, οσοδήποτε φαρδιά κι αν έχουν τοποθετηθεί αυτά τα όρια κατόπιν της αυξημένης αγοραστικής δύναμης ενός τμήματος της κοινωνίας ή με το άνοιγμα νέων αγορών. Έτσι αντικρούεται η ιδέα μιας αρμονίας συμφερόντων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας που κρύβεται πίσω από τη λαϊκή κίνηση των συνδικαλιστικών ενώσεων, μιας αρμονίας που εμποδίζεται μόνο από την έλλειψη διορατικότητας των καπιταλιστών, και πρέπει να εγκαταλειφθεί κάθε ελπίδα ότι μπορεί να υπάρχουν μέτρα θαυματουργά για την αντιμετώπιση της οικονομικής αναρχίας του καπιταλισμού. Ο αγώνας για τη βελτίωση των υλικών βιοτικών συνθηκών του προλεταριάτου έχει χιλιάδες άλλα λαμπρά επιχειρήματα υπέρ αυτού στην πνευματική πανοπλία της σύγχρονης εργατικής τάξης και δεν χρειάζεται ασφαλώς τη βοήθεια ενός επιχειρήματος θεωρητικά αστήρικτου και πρακτικά διφορούμενου όπως το επιχείρημα που εξετάσαμε παραπάνω.
Ένα δεύτερο παράδειγμα: Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου ο Μαρξ παρέχει για πρώτη φορά την επιστημονική εξήγηση ενός φαινομένου που περιέπλεκε την αστική οικονομική επιστήμη από τότε που πρωτοεμφανίστηκε ακόμα, δηλαδή ότι, μολονότι επενδύεται κάτω από διαφορετικούς όρους, το κεφάλαιο σε όλους τους κλάδους της παραγωγής αποδίδει γενικά μόνο το λεγόμενο «συνηθισμένο ποσοστό του κέρδους». Εκ πρώτης όψεως το φαινόμενο αυτό φαίνεται σαν να διαψεύδει μια διαπίστωση που ο ίδιος ο Μαρξ κάνει, δηλαδή ότι ο καπιταλιστικός πλούτος προέρχεται αποκλειστικά από απλήρωτη εργασία των μισθωτών εργατών. Πώς μπορεί ο κεφαλαιούχος, που εξαναγκάζεται να επενδύει σχετικά μεγάλες αναλογίες του κεφαλαίου του σε νεκρά παραγωγικά μέσα, να εξασφαλίζει το αυτό κέρδος με το συνάδελφο του που δεν χρειάστηκε να επενδύσει παρά ένα πολύ μικρότερο μέρος του κεφαλαίου του σε τέτοια πράγματα κ’ επομένως μπορεί να χρησιμοποιήσει κατ’ αναλογία μεγαλύτερες ποσότητες ζωντανής εργατικής δύναμης;
Ο Μαρξ λύνει το αίνιγμα αυτό εξαιρετικά άπλα, αποδείχνοντας ότι με την πώληση άλλου είδους εμπορεύματος πάνω από την αξία του και άλλων ειδών εμπορευμάτων κάτω από την αξία τους, οι διαφορές του κέρδους ισοπεδώνονται και επακολουθεί ένα «μέσο ποσοστό κέρδους» για όλους τους κλάδους της παραγωγής. Εντελώς ασυνείδητα και χωρίς καμιά μεταξύ τους συμφωνία οι κεφαλαιούχοι ανταλλάσσουν τα εμπορεύματά τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε κάθε καπιταλιστής συνεισφέρει την υπεραξία που απέσπασε από τους εργάτες του σε μια γενική δεξαμενή, το δε τελικό αποτέλεσμα της συνδυασμένης τους εκμετάλλευσης διαμοιράζεται έπειτα αδελφικά μεταξύ των κεφαλαιούχων, ο καθένας από τους οποίους λαμβάνει ένα μερίδιο σύμφωνα με το μέγεθος του κεφαλαίου του. Ο κάθε κεφαλαιούχος επομένως χωριστά δεν λαμβάνει το κέρδος που ο ίδιος αποσπά κατ’ ευθείαν από τους εργάτες του, αλλά μόνο το μερίδιό του από το συνολικό αυτό κέρδος που αυτός και οι συνάδελφοί του κεφαλαιούχοι όλοι μαζί απέσπασαν από τους εργάτες. «Όσον άφορα το κέρδος, οι διάφοροι κεφαλαιούχοι παίζουν τον ρόλο απλών μετόχων μιας ανώνυμης μετοχικής εταιρίας, διαμοιράζοντας τα κέρδη της σε ίσα εκατοστιαία ποσοστά ώστε οι μετοχές των διαφόρων κεφαλαιούχων διαφέρουν μόνον ανάλογα με το ποσό του επενδυμένου από τον καθένα κεφαλαίου στην κοινή μετοχική έπιχείριση, σύμφωνα με την αναλογική συμμετοχή του καθενός στη συλλογική επιχείρηση».
Τί διεισδυτική εμβάθυνση μέσα στην αντικειμενική και υλική βάση της καπιταλιστικής ταξικής αλληλεγγύης δεν μας προσφέρει αυτός ο φαινομενικά κατάξερος νόμος του «μέσου ποσοστού του κέρδους»! Βλέπουμε πώς οι κεφαλαιούχοι, ενώ είναι αντίπαλοι αδελφοί στις καθημερινές τους ενέργειες, ωστόσο σε ό,τι άφορα την εργατική τάξη αντιπροσωπεύουν ένα είδος Μασονίας που ενδιαφέρεται έντονα και προσωπικά στο τελικό αποτέλεσμα ολόκληρης της επιχείρησης που την διευθύνουν από κοινού όλα τα μέλη της. Μολονότι οι κεφαλαιούχοι δεν έχουν φυσικά ούτε την ελάχιστη ιδέα για τους αντικειμενικούς αυτούς οικονομικούς νόμους, το αλάνθαστο τους ένστικτο σαν μελών μιας κυβερνώσας τάξης, εκδηλώνεται με την ακριβή εκτίμηση των ίδιων τους ταξικών συμφερόντων και του ανταγωνισμού τους προς το προλεταριάτο, και δυστυχώς αυτό διατηρήθηκε πολύ σταθερότερα ανάμεσα από τις θύελλες της ιστορίας παρόσο διατηρήθηκε η ταξική συνείδηση των εργατών της οποίας την επιστημονική βάση μας αποκαλύπτουν με τα έργα τους ο Μαρξ και ο Έγκελς.
Αυτά τα δυο σύντομα κ’ εκλεγμένα στην τύχη παραδείγματα, πρέπει ν’ αρκέσουν για να πάρει ο αναγνώστης κάποια ιδέα για τους θησαυρούς που παραμένουν ακόμα ανεκμετάλλευτοι στον δεύτερο και τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου αναμένοντας την εκλαΐκευσή τους, και τί πλούτο για πνευματικές παρορμήσεις και βαθυστόχαστες πνευματικές παρατηρήσεις προσφέρουν στους φωτισμένους εργάτες. Ασυμπλήρωτοι όπως είναι, οι δυο τόμοι προσφέρουν περισσότερα από όσο θα προσέφερε οποιαδήποτε τελική αλήθεια: την προτροπή σε σκέψεις, σε κριτική και αυτοκριτική, κι αυτή είναι άλλωστε η ουσία των μαθημάτων που έδοσε ο Μαρξ στην εργατική τάξη.
Πηγή : Μαρξιστική Βιβλιοθήκη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.
2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια
3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.