Μόνο πρόσφατα έγινε δυνατό να κατανοήσουμε με ποιόν τρόπο το περιεχόμενο και η χρήση της έννοιας «δικτατορία του προλεταριάτου» (ΔΠ) συνοψίζουν τα προβλήματα που θέτει ο μαρξισμός ως πολιτική θεωρία. Και αυτό διότι τώρα ολοκληρώνεται ένας κύκλος στον οποίο μπορούμε να διακρίνουμε διαδοχικά τη δημιουργία της έννοιας, την τυποποίηση της στη «μαρξιστική» θεωρία των κομμάτων της εργατικής τάξης, τη θεσμοποίησή της στη σοβιετική επανάσταση και το κομμουνιστικό κίνημα της τρίτης Διεθνούς και, τελικά, την αποδόμησή της μέσα στην κρίση του «σοσιαλιστικού συστήματος» και των κομμουνιστικών κομμάτων.
Κατά συνέπεια, μια απόπειρα ορισμού δεν μπορεί παρά να αποτελεί την ιστορία της έννοιας και των πρακτικών και θεωρητικών αντιφάσεων της. Για λόγους σαφήνειας θα διακρίνουμε τέσσερις στιγμές που διαδέχονται η μια την άλλη και στις οποίες αντιστοιχούν ουσιώδεις μεταβολές στον ορισμό της ΔΠ. Είναι ευνόητο ότι αυτή η διάκριση δεν εκφράζει παρά τάσεις. Μια νέα σημασία και χρήση υιοθετείται πάντοτε σε συσχετισμό με τις προηγούμενες και συχνά εμφανίζεται ως απόλυτα πιστή στην αρχική έννοια, ως «ανάπτυξη» ή «επιστροφή» στην κλασική θεωρία. Κάθε μεταβολή αποτελεί, συγκεκριμένα, «απάντηση» στις απαιτήσεις μιας ιστορικά απρόβλεπτης κατάστασης και, συγχρόνως, ξεδίπλωμα των αντιφάσεων που υπήρχαν, σε λανθάνουσα μορφή, στις προηγούμενες στιγμές.
Η πρώτη ιδιομορφία της έννοιας ΔΠ βρίσκεται στην αραιή και ασυνεχή χρήση του όρου στα κείμενα των Μαρξ και Ένγκελς παρ' ότι αναφέρεται σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα: την επαναστατική μετάβαση. Πολύ περισσότερο που η σημασία την οποία αποδίδουν οι κλασικοί του μαρξισμού στην ΔΠ κατευθύνει κυριολεκτικά την αντίληψη τους για το καπιταλιστικό κράτος, που θεωρείται σε όλες τις ιστορικές μορφές του ως «δικτατορία της αστικής τάξης» στα πλαίσια μιας προβληματικής που εκλαμβάνει κάθε κράτος ως θεσμό ή οργάνωση μιας συγκεκριμένης «ταξικής δικτατορίας». Η λειτουργία του όρου «δικτατορία» είναι λοιπόν καθοριστική. Πάντως ο όρος ΔΠ δεν χρησιμοποιείται πάνω από δέκα φορές, αν υπολογίσουμε και την αλληλογραφία, τα προσχέδια, και τα «κομματικά» κείμενα για εσωτερική χρήση (παράδειγμα η Κριτική τον Προγράμματος της Γκότα). Το μόνο κείμενο στο οποίο χρησιμοποιείται αρκετές φορές και συστηματικά, είναι η μπροσούρα για τους Ταξικούς Αγώνες στη Γαλλία (1850).
Πρέπει επιπλέον να επισημάνουμε ότι οι αναφορές του Μαρξ και του Ένγκελς αποτελούν, από ιστορική άποψη, δύο σύνολα εντελώς ξεχωριστά, ανάμεσα στα οποία μεσολαβεί μια μακρόχρονη έκλειψη της έννοιας.
ΔΠ Ι: Επαναστατική στρατηγική (Μαρξ)
Συναντάμε αυτή την πρώτη σημασία στο σύντομο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην κατάπνιξη των επαναστάσεων του 1848-1849 και την οριστική διάλυση της «Λίγκας των Κομμουνιστών» (1852). Η ΔΠ δηλώνει στην περίοδο αυτή. την αναγκαία στρατηγική του προλεταριάτου στη συγκυρία της επαναστατικής κρίσης. Είναι πιθανό ότι ο όρος αυτός είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στην περίοδο 1837-1840 από τον Μπλανκί. τον οποίο ο Μαρξ θα αποκαλέσει το 1848 «πραγματικό ηγέτη του γαλλικού προλεταριακού κόμματος». Το βέβαιο είναι ότι σ' αυτό το σύντομο διάστημα της σημαντικής σύγκλισης του Μαρξ και του μπλανκισμού. και οι δύο χρησιμοποιούν τον όρο με συγγενικές σημασίες που θα διαφοροποιούνται στη συνέχεια όλο και περισσότερο (πρβλ. το σημαντικό κείμενο του Ένγκελς Programm der blanquistischen
Kommune Flüchtlinge, 1874, MEW 18,528 επ.).
Οι αναλύσεις του Μαρξ στηρίζονται σε τρεις θεμελιώδεις θέσεις:
α. Οι ανταγωνισμοί που χαρακτηρίζουν την αστική κοινωνία, οδηγούν αναπόφευκτα σε μια ανοιχτή, παγκόσμια κρίση. Ο «εμφύλιος πόλεμος» που λανθάνει στην αστική κοινωνία, δεν μπορεί πια να αποτραπεί ή να μετατεθεί.
β. Οι συνθήκες για την προλεταριακή επανάσταση, όμως δεν είναι παντού το ίδιο ώριμες. Η Αγγλία είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία έχουν πλήρως αναπτυχθεί: αυτό αποκλείει, παραδόξως, την Αγγλία από το πεδίο εφαρμογής της ΔΠ. Οι συνθήκες αυτές υπάρχουν σε ανεπαρκή βαθμό ανάπτυξης στην Γαλλία και την Γερμανία: τις συνέπειες αυτής της άνισης ανάπτυξης αποτυπώνει ο Μαρξ στο στρατηγικό μοντέλο της «επανάστασης με διάρκεια» που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πως συναρθρώνεται η, ανολοκλήρωτη ακόμη, αστική επανάσταση με την, αναπότρεπτη πλέον, προλεταριακή επανάσταση.
γ. Η τρίτη παραδοχή συνίσταται στη διαλεκτική σχέση επανάστασης και αντεπανάστασης που δεν επιτρέπει ουσιαστικά τις ειρηνικές διαδικασίες ή τις στάσεις σε ενδιάμεσα σημεία. Πρέπει υποχρεωτικά να επιλέξουμε ανάμεσα στην πρόοδο και την οπισθοδρόμηση αλλά και στις δυο περιπτώσεις ο συσχετισμός δυνάμεων θα είναι ιστορικά ασταθής.
Τι είναι λοιπόν η ΔΠ; Είναι το σύνολο των μεταβατικών πολιτικών μέσων που πρέπει να χρησιμοποιήσει το προλεταριάτο για να κυριαρχήσει και, μ' αυτόν τον τρόπο, να θέσει τέρμα στην επαναστατική κρίση. Τα μέσα αυτά συνδέονται με μια κατάσταση ανάγκης και εξυπηρετούν καθαρά πρακτικούς σκοπούς: να δώσουν οριστική απάντηση σε ένα στρατηγικό δίλημμα του οποίου οι όροι έχουν ήδη τεθεί από την ιστορία «με την επιτακτικότητα των φυσικών διαδικασιών» και συγχρόνως να «ξεγεννήσουν» την αναγκαία εξέλιξη της. Μ' αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνεύσουμε το πασίγνωστο απόσπασμα από το γράμμα στον Weydemeyer (5.3.1852): «Η συνεισφορά μου βρίσκεται στο ότι έδειξα (...) 2. ότι η ταξική πάλη οδηγεί κατ' ανάγκη στη δικτατορία του προλεταριάτου· 3. ότι αυτή η δικτατορία αποτελεί τη μετάβαση προς την εξάλειψη όλων των τάξεων και την κοινωνία χωρίς τάξεις». (MEW, 28, 508).
Στην επαναστατική συγκυρία η λογική των άκρων επιβάλλεται στις όνο ανταγωνιστικές τάξεις: ή «δικτατορία της αστικής τάξης» ή «δικτατορία του προλεταριάτου». Δεν υπάρχει μέση λύση. Καθοριστικό πρόβλημα στρατηγικής αποτελεί, συνεπώς, η ανατροπή των συμμαχιών. Ο Μαρξ μιλά για το «πένθιμο σόλο» μιας προλεταριακής επανάστασης που θα είχε εναντίον της την μάζα των μικροϊδιοκτητών αγροτών. Από αυτή την άποψη, βασικό ζήτημα στην ΔΠ είναι η προσπάθεια να βρεθούν τρόποι να αντικατασταθεί, για τον αγρότη, η «δικτατορία των εκμεταλλευτών του» από τη «δικτατορία των συμμάχων του». Σε αυτό κυρίως το σημείο ο Μαρξ διαφοροποιείται από τον Μπλανκί: απέναντι στην αστική (αντεπαναστατική) στρατηγική, το προλεταριάτο εγκαθιδρύει την δική του δικτατορία σε δύο φάσεις: στην αρχή επιβάλλεται από μια οργανωμένη μειοψηφία προσωρινό καθεστώς ανάγκης· στη συνέχεια, αφού επιτευχθεί η ανατροπή των συμμάχων και περάσουν οι αγρότες στο προλεταριακό στρατόπεδο, δημιουργείται μια δικτατορία της πλειοψηφίας που εκλέγει τους αντιπροσώπους της με καθολική ψηφοφορία («δικτατορία του νομοθετικού» σε αντίθεση με την, βοναπαρτικού τύπου, «δικτατορία του εκτελεστικού»). Πρόκειται, συνεπώς, για δικτατορία με τη μορφή της λαϊκής δημοκρατίας, η οποία είναι πια ασυμβίβαστη με την αστική κυριαρχία. Εδώ ο Μαρξ αναφέρεται καθαρά στο παράδειγμα της Convention των Ορεινών (γιακωβίνων).
Όταν στις αρχές της δεκαετίας του '50 ο Μαρξ διαπιστώνει πως είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί προλεταριακή επανάσταση στις συγκεκριμένες συνθήκες (έναρξη μιας νέας περιόδου ανάπτυξης της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς) και ασκεί κριτική στο «βολονταρισμό» των Μπλανκί και Βίλλιχ, το στρατηγικό μοντέλο της «επανάστασης με διάρκεια» διορθώνεται με «υλιστικό» τρόπο με σκοπό να περιλάβει τις αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες των επαναστατικών κρίσεων και να τις συνθέσει με την ιστορική ανάπτυξη του προλεταριάτου. Το 1848, το προλεταριάτο δεν ήταν «ώριμο» να διευθύνει και να επιβάλλει την επανάσταση. Αλλά στο διάστημα της προετοιμασίας, η διαδικασία προλεταριοποίησης εξακολουθεί σε όλες τις χώρες, μέσω της βιομηχανικής επανάστασης, γεγονός που θα οδηγήσει τελικά στην εξάλειψη των αποστάσεων, της άνισης ανάπτυξης. Σ' αυτές τις συνθήκες, η ΔΠ εξακολουθεί να είναι απαραίτητη; Περισσότερο από ποτέ, όπως φαίνεται, προκειμένου να υπερασπίσει εκ των υστέρων την επανάσταση της πλειοψηφίας απέναντι στην «αντίσταση των εκμεταλλευτών». Αυτή όμως η (από θεωρητική άποψη αδύναμη) ερμηνεία είναι, βασικά μεταγενέστερο εφεύρημα. Στην πραγματικότητα, η απάντηση του Μαρξ ήταν όχι και γι' αυτό το λόγο δεν αναφέρεται μετά το 1852 στην ΔΠ.
ΔΠ ΙΙ: Κράτος μη - Κράτος (Μαρξ, Ένγκελς)
Ορθότερο είναι ότι η απάντηση θα ήταν «όχι» εάν τότε δεν άλλαζε περιεχόμενο για να μετασχηματισθεί, δυνάμει σε μια δεύτερη έννοια. Γι αυτό το λόγο επανεμφανίζεται το 1871-72, μετά είκοσι έτη αφάνειας. Η δεύτερη σειρά διατυπώσεων των Μαρξ και Ένγκελς ανήκουν στην περίοδο μετά την Κομμούνα του Παρισιού και αναφέρονται πάντοτε, έμμεσα ή άμεσα σ' αυτή (βλ. Ένγκελς, Πρόλογος στην επανέκδοση του Εμφύλιου Πολέμου στη Γαλλία (ΕΠΓ, 1981.MEW17, 615 επ.).
Η ΔΠ II δεν προορίζεται για την επεξεργασία ενός μοντέλου επαναστατικής στρατηγικής αλλά μιας πρωτότυπης πολιτικής μορφής, ειδικά «προλεταριακής» και κατάλληλης για τη διπλή λειτουργία που πρέπει να επιτελεσθεί σε κάθε περίπτωση, οποιοσδήποτε και αν είναι ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση, το προλεταριάτο και την αστική τάξη, οποιεσδήποτε και αν είναι οι συνθήκες«βίαιες» (εξέγερση) ή «ειρηνικές» (εκλογική νίκη) - κατάληψης της εξουσίας: να οργανώσει το προλεταριάτο και. γενικότερα, τους εργαζόμενους σε κυρίαρχη τάξη. Κατά συνέπεια, η θέση για την αναγκαιότητα της ΔΠ αποκτά, για πρώτη φορά. γενική ισχύ στη μαρξιστική θεωρία: «Ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία παρεμβάλλεται η περίοδος επαναστατικού μετασχηματισμού της πρώτης στη δεύτερη, στην οποία αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος όπου το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά ; επαναστατική δικτατορία τον προλεταριάτου» (Μαρξ. Κριτική του Προγράμματος της Γκότα). Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναφέρονται ρητά στα θεσμικά χαρακτηριστικά και τα επαναστατικά μέτρα που πήρε η Κομμούνα, προκειμένου να προσδιορίσουν το περιεχόμενο της ΔΠ. Υπάρχουν τέσσερις σημαντικές πλευρές που συνδέονται στενά μεταξύ τους (MEW 19, σελ. 28).
α. Ο ένοπλος λαός (ή λαϊκός στρατός)
- αναγκαίος όρος και εγγύηση όλων των άλλων μέτρων - παρέχει στο προλεταριάτο τα υλικά μέσα άσκησης της εξουσίας.
β. «Η Κομμούνα δεν έπρεπε να είναι ένας κοινοβουλευτικός οργανισμός αλλά ένα δρων σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό συγχρόνως». Πρόκειται για τη μετάβαση από τους πολιτικούς αντιπροσωπευτικούς μηχανισμούς σε μια άμεση δημοκρατία με σκοπό να δημιουργηθεί μια ιδιαίτερη εξουσία που να την ασκεί άμεσα ο εργαζόμενος λαός. Το ουσιώδες δεν είναι η «συνταγματική» αρχή αλλά η πραγματική κατάσταση που αποτελεί θεμέλιο της: η ύπαρξη μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης. Πρέπει να σημειώσουμε την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στο ρόλο του επαναστατικού κόμματος στη διάρκεια της ΔΠ, την στιγμή που η αποδοχή ή μη της έννοιας αποτελεί, κατά τους Μαρξ και Ένγκελς, κριτήριο για την ορθότητα της θεωρητικής γραμμής των εργατικών κομμάτων (ΕΠΓ. MEW 17. 339).
γ. Η καταστροφή του κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους: κατάργηση των πολιτικών λειτουργιών της αστυνομίας και της «φενακιστικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης», γενική και ευθεία εξάρτηση (δυνατότητα άμεσης ανάκλησης) των δουλευτών, των δικαστούν και των υπαλλήλων που επανέρχονται στο επίπεδο του λαού (εν όψει και του «εργατικού μισθού» τους) ώστε να καταργηθεί κάθε «ιεραρχικό χρίσμα» και να γίνει το εξειδικευμένο προσωπικό του κρατικού μηχανισμού ένα σύνολο «υπεύθυνων υπηρετών της κοινωνίας» που προέρχονται από την ίδια και τοποθετούνται «έξω από αυτή». Η τάση που περιγράφεται μ1 αυτό τον τρόπο, χαρακτηρίζει μια πολιτική εξουσία που, για πρώτη φορά στην ιστορία, θα είχε ως σκοπό την εξασθένιση του κρατικού μηχανισμού ή, ορθότερα, την πάλη ενάντια στην ίδια την ύπαρξη τον (ΕΠΓ, όπ. π. σελ. 339340).
δ. Πρόκειται, τέλος, για μια μορφή οργάνωσης της εθνικής παραγωγής - και σ' αυτό το σημείο οι Μαρξ και Ένγκελς ασκούν πολεμική στους αναρχικούς - σύμφωνη με τις ανάγκες που προκύπτουν από την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Συνίσταται αφ' ενός στη σχεδιοποίηση και τη συγκέντρωση των «γενικών λειτουργιών» της κοινωνίας και, αφ' ετέρου, στην επίτευξη της εθνικής ενότητας με την «πνευματική καθοδήγηση» των εργατών των πόλεων.
Αποβλέποντας στην εκπλήρωση μιας συγκεκριμένης ιστορικής λειτουργίας (την κατάργηση των τάξεων και της εκμετάλλευσης) αυτές οι πλευρές αποτελούν, ουσιαστικά, μια πρόωρη εμφάνιση τον κομμουνισμού από την αρχή της διαδικασίας επαναστατικής μεταβολής και αυτό ανεξάρτητα από τη διάρκεια και την πολυπλοκότητα της (που ο Μαρξ ελαχιστοποιούσε). Η πρωτοτυπία της νέας αντίληψης που πρότεινε ο Μαρξ έγκειται στο ότι θεωρεί πως αυτή η νέα λειτουργία αποκτά μια ειδική πολιτική μορφή την οποία ορίζει όχι με νομικό αλλά με διαλεκτικό τρόπο, με βάση την εσωτερική ικανότητα αυτομετασχηματισμού της: «μια πολιτική μορφή απόλυτα δεκτική επέκτασης ενώ οι μέχρι τώρα μορφές διακυβέρνησης βασίζονταν στην καταστολή. Ιδού το πραγματικό μυστικό της: ήταν μια πραγματική κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα της ταξικής πάλης των παραγωγών ενάντια στην τάξη αυτών που ιδιοποιούνται την εργασία τους, μια πολιτική μορφή που θα καθιστούσε επί τέλους δυνατή την οικονομική χειραφέτηση της εργασίας» (Για την Κομμούνα, ΕΠΓ, MEW 17, 342). Είναι αυτό που ο Λένιν θα περιγράψει στο Κράτος και Επανάσταση ως αντίφαση ενός «κράτους που είναι συγχρόνως μη - κράτος», οργανωτής του μαρασμού του. Ο Γκράμσι θα μεταφράσει τη «μορφή που είναι δεκτική επέκτασης» (Ausdehnung) ως «μορφή ανάπτυξης» (espansivita) για να συγκεκριμενοποιήσει την ιδέα του αυτομετασχηματισμού. Είναι φανερό ότι σε αυτό το σημείο ανακύπτουν οι θεωρητικές δυσκολίες που δημιουργεί η αντίληψη του Μαρξ, η οποία αποτέλεσε απαραβίαστο δόγμα για την «ορθοδοξία» της Β' και της Γ' Διεθνούς. Οι ιδεολογικές παραλλαγές του μαρξισμού της σοσιαλδημοκρατίας (από τον Κάουτσκυ ως τον αυστρομαρξισμό περνώντας από τον Μπερνστάιν και το γερμανικό, ολλανδικό και ιταλικό «κίνημα στων Συμβουλίων»), αποτελούν διαφορετικές ερμηνείες της έννοιας «κυβέρνηση των παραγωγών».
ΔΠ III: περίοδος της μετάβασης (Λένιν)
Τα πράγματα είναι εντελούς διαφορετικά με τον Λένιν παρ' ότι και αυτός διεκδικεί την απόλυτη μαρξιστική ορθοδοξία. Το 1905 ο Λένιν αντιμετώπιζε τα προβλήματα των «δύο επαναστάσεων σε μια» (της αστικής και της προλεταριακής) στην «καθυστερημένη» Ρωσία και της συμμαχίας ανάμεσα στο προλεταριάτο και τους αγρότες. Δεν θέλησε να αναφερθεί στην Δ Π (σε αντίθεση με τους μενσεβίκους που την θεωρούσαν ωστόσο απραγματοποίητη) και διαμόρφωσε την έννοια μωσαϊκό «δημοκρατική επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου και των αγροτών» για να δηλώσει την ειδικά μπολσεβίκικη «τακτική» (που αντιστοιχεί σε αυτό, που αποκαλέσαμε πιο πάνω στρατηγικό πρόβλημα). Ο Τρότσκι θα βασιστεί σε αυτό για να επαναφέρει την έννοια της «διαρκούς επανάστασης». Στη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης και της περιόδου 19181923, ο Λένιν επανέρχεται στην Δ Π για να της αποδώσει όμως μια δυνάμει νέα σημασία, την τρίτη κατά σειρά: η ΔΠ αποτελεί μια ιστορική περίοδο μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό (και όχι απλώς μια πολιτική μορφή ή μια «κυβερνητική μορφή» της μετάβασης). Αυτή την ιδέα είχε σκιαγραφήσει ο Μαρξ στην Κριτική του
Προγράμματος της Γκότα διακρίνοντας τις «δύο φάσεις της κομμουνιστικής κοινωνίας». Στην αντίληψη του Λένιν ενυπάρχουν τα βασικά στοιχεία που συναντάμε στον Μαρξ αλλά έχει μεταβληθεί ριζικά η σημασία τους.
Αρχικά, η έννοια της ταξικής πάλης για την εξουσία αποκτά νέες ιδεολογικές και πολιτιστικές διαστάσεις. (Τον Λένιν απασχολεί, κατά κύριο λόγο, μετά τον Οκτώβρη η αναγκαιότητα της" «πολιτιστικής επανάστασης»: «η δικτατορία του προλεταριάτου είναι μια επίμονη πάλη αιματηρή και αναίμακτη, βίαιη και ειρηνική, στρατιωτική και οικονομική, παιδαγωγική και διοικητική ενάντια στις δυνάμεις και τις παραδόσεις της παλιάς κοινωνίας. Η δύναμη της συνήθειας που υπάρχει σε εκατομμύρια, δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους, είναι, η φοβερότερη δύναμη» - Ο αριστερισμός, παιδική αρρώστια τον κομμουνισμού, 1920)
Κατά δεύτερο λόγο, τα στοιχεία που συμπληρώθηκαν όπως είδαμε, εμφανίζονται πια ως όψεις μιας μακρόχρονης περιόδου μετάβασης που συμπίπτει, δυνάμει, με αυτό που ο Μαρξ αποκάλεσε «πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας» ή «σοσιαλισμό». Έτσι, ο κομμουνισμός, αν και δημιουργείται από τις τάσεις του καπιταλισμού, δεν μπορεί πια να θεωρηθεί προσχηματισμένος. Δεν είναι μόνον το αποτέλεσμα μιας ορισμένης πολιτικής αλλά και μιας ειδικής οικονομικής διαδικασίας, οι αντιφάσεις της οποίας πρέπει να αναδυθούν κάτω από τις διαφορετικές ιστορικές και εθνικές μορφές με τις οποίες είναι δυνατό να εμφανισθούν. θα πρόκειται, θεωρητικά, για τις αντιφάσεις ενός νέου κοινωνικού σχηματισμού (που έχει δική του βάση και εποικοδόμημα) και όπου συνυπάρχουν, αντιφατικά, στοιχεία κρατικού καπιταλισμού και (κομμουνιστικά) στοιχεία οργάνωσης και ελέγχου της παραγωγής από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Το σημαντικό νέο στοιχείο σε σχέση με τον Μαρξ είναι ότι ο Λένιν ορίζει την ΔΠ ως περίοδο νέων ταξικών ανταγωνισμών που παίρνουν, μάλιστα, νέα μορφή: «Οι τάξεις υπάρχουν και θα εξακολουθούν να υπάρχουν στη διάρκεια της δικτατορίας του προλεταριάτου (...) αλλάζουν όμως όλες μορφή και οι μεταξύ τους σχέσεις μεταβάλλονται εξίσου. Η ταξική πάλη δεν εμφανίζεται στη δικτατορία του προλεταριάτου, απλώς υπάρχει σε διαφορετικές μορφές «(Η οικονομία και η πολιτική στην περίοδο της δικτατορίας τον προλεταριάτου, 1919).
Από τις θεωρητικές συνέπειες αυτής της αλλαγής, δύο πρέπει να μας απασχολήσουν ειδικότερα:
α. Η πρώτη είναι η εμφάνιση μιας σειράς έργων «οικονομικής θεωρίας» της ΔΠ, η οποία αντιμετωπίζεται ως νέος τύπος κοινωνικού σχηματισμού, και πρώτο από τα οποία είναι η «Οικονομία της περιόδου της μετάβασης» τον Μπουχάριν (1920). Η συζήτηση διακόπηκε βίαια στη σταλινική περίοδο και ξανάρχισε επί Χρουτσώφ, μετά ttjv αποτυχία του προγράμματος «περάσματος στον κομμουνισμό» που διαμόρφωσε το 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961) και την αντικατάσταση του από το πρόγραμμα οικοδόμησης της «προωθημένης σοσιαλιστική κοινωνίας». Δεν αναφερόμαστε τόσο στους, εξαιρετικά πραγματιστές, υπέρμαχους της «αποκαταστάσεως του κέρδους» (Λίμπερμαν, Τραπέζνικωφ) όσο στη συζήτηση που ακολούθησε τη δημοσίευση των θεωρητικών θέσεων του Ja. A. Kronrod, (1971) οι οποίες θεωρήθηκαν πολύ περισσότερο «σκανδαλώδεις»: υποστηριζόταν ότι υπάρχουν περισσότεροι τρόποι παραγωγής στη μετάβαση στον κομμουνισμό και ταξικές σχέσεις στον σοσιαλισμό'. Πολύ γρήγορα, η συζήτηση διακόπηκε για δεύτερη φορά βίαια.
β. Δεύτερη συνέπεια είναι η μαοϊκή αντίληψη της ΔΠ που κυριάρχησε στην «προλεταριακή πολιτιστική επανάσταση» μετά το 1966 αλλά που είχε εμφανιστεί ήδη στο προγενέστερο έργο του Μάο Τσε Τούνγκ. Σύμφωνα με τον Μάο, η ΔΠ είναι μια «αδιάκοπη επανάσταση» και η διάρκεια της δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί. Περιλαμβάνει κατ' ανάγκην την ανάπτυξη νέων αντιθέσεων και, δυνητικά, νέων ταξικών ανταγωνισμών - πάντα στη βάση της ιστορικής αντίθεσης καπιταλισμού κομμουνισμού. Η κατάσταση μεταβάλλεται άρδην: η ΔΠ δεν αποτελεί πλέον τη μεταδοτική μορφή που διαδέχεται μια συγκεκριμένη (στιγμιαία) επανάσταση (κατάληψη της εξουσίας) αλλά γίνεται, δυνητικά, μια ακολουθία από περισσότερες λαϊκές επαναστάσεις που πρέπει να πραγματοποιηθούν πριν τον οικονομικό, πολιτικό, και ιδεολογικό μετασχηματισμό που θα οδηγήσει στην αταξική κοινωνία (και ιδίως στην κατάργηση του χωρισμού χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας που θεωρείται ως ο βαθύτερος πυρήνας των ταξικών ανταγωνισμό).
Σ' αυτό το ακριβώς το σημείο επικεντρώνεται η διαφορά με το μαρξισμό σοβιετικού τύπου, διαφορά που παίρνει οξεία μορφή διότι από τη μαοϊκή προοπτική αμφισβητείται ο ρόλος του (κομμουνιστικού) Κόμματος στην ΔΠ. Μέχρι τον Λένιν, και παρά την έντονη πρακτική επεξεργασία του προβλήματος από τον ίδιο, το Κόμμα δεν είχε συνδεθεί ποτέ οργανικά με τη θεωρία της ΔΠ. θα δούμε ότι αυτό έγινε στην τέταρτη προσπάθεια καθορισμού (ΔΠ IV) με την οποία συνδέονται αντιθετικά, με ένα τρόπο φαινομενικά μόνο παράδοξο, τα ονόματα των Στάλιν και Γκράμσι.
ΔΠ IV: Κόμμα - Κράτος
(Στάλιν, Γκράμσι)
Μπορούμε να αποδώσουμε στον Στάλιν και γενικότερα στο σταλινικό μαρξισμό μια πρωτότυπη αντίληψη για την ΔΠ; Το θεωρούμε αναμφισβήτητο. Κι αυτό γιατί ο Στάλιν όχι μόνο ασχολήθηκε πρακτικά, σε αντίθεση με τους προηγούμενους, με τη δημιουργία ενός κράτους αλλά και γιατί έθεσε καθαρά το θεωρητικό πρόβλημα που δεν είχε σαφή μορφή σ' εκείνους.
Ο Στάλιν ξεκινά από τις αναλύσεις του Λένιν για τη συγκυρία τη: ΝΕΠ και το ρόλο που αναλαμβάνουν στη διάρκεια της το σοβιετικό Κράτος, το κομμουνιστικό Κόμμα, τα συνδικάτα (μετά τη μεγάλη σύγκρουση του 1921 με τον Μπουχάριν, τον Τρότσκι και την «εργατική αντιπολίτευση») και οι μαζικές οργανώσεις (πρόβλημα της Προλετκούλτ). Από αυτές τις αναλύσεις ο Στάλιν συνάγει τον ορισμό ενός συστήματος της ΔΠ ή της ΔΠ ως κοινωνικού και θεσμικού «συστήματος». Το κόμμα γίνεται ο βασικός άξονας του όλου «συστήματος», η «ανώτερη μορφή οργάνωσης της προλεταριακής τάξης» και, κατά συνέπεια, η «ηγετική δύναμη του κράτους» γιατί το τελευταίο στη ΔΠ μπορεί να θεωρηθεί ως το σύνολο των «μορφών οργάνωσης της προλεταριακής τάξης». Το συνδικάτο αναλαμβάνει (θεωρητικά) την υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης και την οργάνωση της παραγωγικής άμιλλας κάτω από τον έλεγχο του Κόμματος, για το οποίο αποτελεί τον κύριο «ιμάντα μεταβίβασης». Με αυτόν τον τρόπο επιλύεται, τυπικά τουλάχιστον, το πρόβλημα της κινητήριας δύναμης των ιστορικών μετασχηματισμών που ο Μαρξ είχε συμπεριλάβει στη «δεκτική επέκτασης μορφή» της ΔΠ και ο Λένιν στην «περίοδο μετάβασης» οι οποίες θα έπρεπε να οδηγήσουν στην αταξική κοινωνία: στην πραγματικότητα, ' το κόμμα αποτελεί την κατ' εξοχήν επαναστατική δύναμη που δημιουργείται και αναπαράγεται διαρκώς με βάση τα πιο προωθημένα στοιχεία του προλεταριάτου (και η οποία, αν χρειαστεί, «εκκαθαρίζεται» περιοδικά) και αυτή η ανατρεπτική δύναμη φωλιάζει στην καρδιά των δομών του κράτους ! Η θεωρία της ΔΠ συγχωνεύεται λοιπόν με την έννοια της («μονολιθικής») ενότητας του κόμματος την οποία είχε επίσης θεωρητικοποιήσει ο Στάλιν με βάση τις συγκυριακές αναλύσεις του Λένιν (στο Τι να κάνουμε; και στα πρακτικά του 10ου συνεδρίου του ΚΚ(μπ).). Αυτή η συλλογιστική οδηγεί, αναγκαστικά, τον Στάλιν στο να «διορθώσει» τους προηγούμενους ορισμούς σε ένα βασικό σημείο: ο μαρασμός τον κράτους δεν είναι εξ ορισμού αναγκαίος (ως τάση) στην ΔΠ αλλά αναβάλλεται επ' αόριστον. «Το κράτος της ΔΠ» δεν είναι ένα «ημίκράτος» αλλά ένα «νέο» κράτος που τείνει να ενισχυθεί.
Μετά τον Στάλιν, ο μαρξισμός των σοσιαλιστικών χωρών δεν διαφοροποιείται σε αυτό το σημείο. Στην ανάγκη, διατηρεί τη βάση της σταλινικής αντίληψης, εγκαταλείποντας τον όρο (γίνεται λόγος για «λαϊκή δημοκρατία», «Κράτος ολόκληρου του λαού» ή «των εργαζομένων»). Αυτές οι ταλαντεύσεις υπήρχαν εν σπέρματι και στον Στάλιν που ερμήνευε τη λενινιστική θέση για «συνέχιση της ταξικής πάλης» στην ΔΠ είτε ως «όξυνση της ταξικής πάλης» στο σοσιαλισμό είτε ως «εξαφάνιση των ταξικών ανταγωνισμών» (η εισήγηση για το Σύνταγμα του 1936 εξαγγέλλει το τέλος της ΔΠ στην ΕΣΣΔ). Το ουσιώδες είναι βέβαια ο θεσμοποιημένος ηγετικός ρόλος του κόμματος, η ταύτιση του με το κράτος.
Για μια ακόμη φορά βρίσκουμε στον Μάο τις σημαντικότερες αναλύσεις των αντιφάσεων αυτής της αντίληψης. Η πολιτιστική επανάσταση - που αποτελεί με αυτή την έννοια τη μόνη αυθεντική προσπάθεια, κριτικής του σταλινισμού εκ των έσω - βασίζεται στο ότι η συνεχιζόμενη πάλη των τάξεων διαπερνά το ίδιο το κόμμα: δεν πρόκειται απλώς για «εκκαθαρίσεις» προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντα του. αλλά για την αναγνώριση του ότι προεκτείνονται στο εσωτερικό του Κόμματος οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί που διαιρούν ολόκληρη την κοινωνία. Πάντως ο Μάο δεν κατορθώνει να αποφύγει την παλινδρόμηση ανάμεσα σε όνο εντελώς διαφορετικές αναλύσεις της θέσης αυτής που επικρατούν διαδοχικά στη διάρκεια της «πολιτιστικής επανάστασης»: πρώτον, την ιδέα ότι το Κόμμα πρέπει σε δεδομένες συνθήκες να τεθεί σε αμφισβήτηση εκ μέρους άλλων τύπων επαναστατικής οργάνωσης των μαζών, οι οποίες θα του αμφισβητήσουν το μονοπώλιο της πολιτικής διεύθυνσης και, δεύτερον, την ιδέα ότι οι ταξικοί ανταγωνισμοί «συγκεντρώνονται» στο εσωτερικό τον και εκεί πρέπει τελικά να δοθεί η λύση. Έτσι, διαφυλάσσεται το μονοπώλιο της πολιτικής διεύθυνσης με αντάλλαγμα την εγκατάλειψη του μύθου της «μονολιθικής» ενότητας.
Αγγίζουμε πλέον τα ιστορικά και θεωρητικά όρια της έννοιας. Πάντως είναι δυνατόν να διευκρινισθούν περισσότερο σε μια νέα κατεύθυνση που μας προσφέρει το έργο του Γκράμσι.
Ο Γκράμσι ασχολείται με το πρόβλημα της ΔΠ όταν θεωρητικοποιεί την ηγεμονία, την οποία και αντιμετωπίζει ως πρόβλημα που εμπεριέχει το «πριν» και το «μετά» της επανάστασης ή της κατάληψης της εξουσίας. Η ΔΠ δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει απλή αντικατάσταση μιας τάξης από μια άλλη (ή των αντιπροσώπων μιας τάξης από τους αντιπροσώπους μιας άλλης) σε μια μορφή κυριαρχίας (ή στη θέση του «κυβερνώντος») η οποία παραμένει αμετάβλητη.
Φαίνεται πόντιος ότι ο Γκράμσι ασχολείται με την ΔΠ ξεκινώντας από μια «παρανόηση» της σημασίας που είχε στο έργο του Μαρξ και κυρίως του Λένιν όπου εμπεριείχε ήδη όπως είδαμε - την ιδέα της δημοκρατίας των μαζών, του συστήματος οργανικής συμμαχίας των λαϊκών τάξεων αλλά και της επαναστατική; μορφωτικής ή «παιδαγωγικής» διαδικασία;. Όπιο; εξ άλλου σημειώνει ο Β. Τζερρατάνα «στα Τετράδια της φυλακής κάθε φορά που γίνεται αναφορά στην ΔΠ, ο όρος ερμηνεύεται ως "θεωρία του Κράτους ως δύναμης", κάτι που επισημαίνει αποκλειστικά και μόνο το κοινό στοιχείο που υπάρχει σε κάθε κράτος». Αυτό πρέπει να μας εκπλήσσει, αν είναι αλήθεια ότι η γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας δεν αποτελούσε παρά την επαναφορά και υπεράσπιση της πλήρους σημασίας της λενινιστικής ΔΠ σε αντιπαράθεση με τις θέσεις του Τρότσκι και του Μπορντίγκα. Όπως και να έχουν τα πράγματα, αυτός ο μεταγενέστερος περιορισμός δείχνει ότι, ακόμη και με αυτή την έννοια, η λενινιστική ΔΠ αφήνει για τον Γκράμσι άλυτο ένα θεμελιώδες πρόβλημα. Πρέπει να διαστείλουμε το φαινόμενο «διεύθυνση ηγεμονία» από τη «δικτατορία κυριαρχία» και να το αναλύσουμε ειδικά με βάση την αντίληψη του Γκράμσι.
Πρέπει κυρίως να συναγάγουμε τις λειτουργίες και τα ηγεμονικά χαρακτηριστικά του κόμματος, που στον Λένιν παραμένουν ακαθόριστα. Από αυτό προκύπτει, τελικά μια τριπλή εννοιολογική μεταβολή: η αρχική σχέση ηγεμονίας και ΔΠ, αντιστρέφεται. Η ΔΠ γίνεται μια από τις πλευρές της ιστορικής ηγεμονίας, η «ευρύτερη» σύλληψη της οποίας περιλαμβάνει την ιδεολογική διεύθυνση που δεν προκύπτει από μια σχέση εξουσίας αλλά από τη σταδιακή ζύμωση των μαζών η οικοδόμηση του προλεταριακού κόμματος δεν περιορίζεται στην ανάδειξη μιας «πρωτοπορίας» («συνειδητής και οργανωμένης» κατά το κλισέ της Γ' Διεθνούς): είναι μια μακροχρόνια διαδικασία που πριν και μετά την κατάληψη της εξουσίας ενοποιεί το προλεταριάτο και τις μάζες κάτω από μια δεδομένη «κοσμοαντίληψη» που επενδύεται στην καθημερινή πρακτική και αντιπαρατίθεται στην αντίστοιχη των εκμεταλλευτριών τάξεων: η έννοια του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» (ή. αλλιώς, «οργανικού» - σε αντίθεση με τον «γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό») μεταφέρεται από το κόμμα στο ίδιο το κράτος.
Το παράδοξο είναι πως, αν και αυτή η τροποποίηση έχει το πλεονέκτημα ότι ανοίγει ένα πεδίο ευρύτατων κριτικών αναλύσεων εντελώς διαφορετικό από το σταλινικό «σύστημα», προσκρούει στα ίδια ακριβώς θεωρητικά αδιέξοδα. Για τον Στάλιν, οι λειτουργίες του κόμματος απορροφώνται από τον κρατικό του ρόλο (ακριβώς όπως η ηγεμονία περιορίζεται στον έλεγχο που έχει το κόμμα στα συνδικάτα και τις μαζικές οργανώσεις). Το κόμμα είναι συνεπώς ο θεσμός που τείνει διαρκώς στο να ακυρώνει στην πράξη τη διεύθυνση ηγεμονία προς όφελος της δικτατορίας καταναγκασμού. Η προσπάθεια του Γκράμσι να αποτρέψει αυτή την αντιστροφή, αφήνει ανοιχτό το ζήτημα του «μαρασμού του κράτους». Για τον Γκράμσι υπάρχει, μάλλον, η προοδευτική δόμηση ενός κράτους νέου τύπου, ενός κράτους «ηθικού», για την υπέρβαση κάθε «οικονομικού κορπορατιστικού» (που θεμελιώνεται στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων, το χωρισμό πολιτικής και οικονομίας) και την υπέρβαση της διάκρισης κυβερνώντων κυβερνωμένων. Ένα τέτοιο «κράτος», ακόμη και αν δεν θεωρηθεί ως επάνοδος στην ουτοπία της κλασικής εξισωτικής δημοκρατίας, δεν αποτελεί, πάντως, μια μη έννοια. που δεν υφίσταται και δεν είναι δυνατόν να συγκροτηθεί στα πλαίσια της μαρξιστικής προβληματικής;
Αν είναι έτσι τα πράγματα, κατανοούμε ακριβέστερα γιατί στο τέρμα μιας διαδικασίας διεύρυνσης που ανέσυρε προοδευτικά την ΔΠ από την κατάσταση μιας περιφερειακής, αν όχι περιθωριακής, έννοιας στη θεωρία, για να την συνδέσει τελικά με όλα τα κρίσιμα ζητήματα του μαρξισμού, η «κρίση» της έννοιας που σοβεί στη σημερινή πρακτική μπορεί να ταυτιστεί με την υπαρκτή «κρίση του μαρξισμού». Από αυτό το σημείο και πέρα είναι εντελώς μάταιο να προσπαθούμε να την αντιμετωπίσουμε ξεχωριστά, διατηρώντας το μύθο ενός ζωντανού και με εσωτερική συνοχή μαρξισμού... χωρίς αναφορά στην ΔΠ! Εκτός κι αν πρόκειται για πυροτεχνήματα καιροσκοπικής πολιτικής (βλέπε 22ο Συνέδριο του ΚΚΓ. 1976).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.
2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια
3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.