Τo Βασικό Πρόβλημα της Φιλοσοφίας
Ας σκιαγραφήσουμε τώρα το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Πώς είναι η πραγματικότητα; Τί είναι η πραγματικότητα; Συνήθως λέγεται ότι στο πρώτο ερώτημα απαντά η επιστήμη, ενώ το δεύτερο ανήκει στη δικαιοδοσία της φιλοσοφίας. Ωστόσο, το ερώτημα για το πώς και το ερώτημα για το τί βρίσκονται σε ιστορική-αντιθετική σχέση. Η φιλοσοφία, κατά κανόνα, αναζήτησε τους δρόμους προς την ουσία του Είναι μέσα από τη γνώση των μορφών του, και στο βαθμό που αναπτύσσεται η επιστημονική γνώση κάθε άλλος δρόμος δεν είναι απλά θεωρησιακός: είναι και αναποτελεσματικός. Αλλά το ερώτημα για τη φύση και την ουσία της πραγματικότητας οδηγεί αναπόφευκτα στο ερώτημα για την ικανότητα της ανθρώπινης νόησης να γνωρίσει την πραγματικότητα. Έτσι, το οντολογικό ερώτημα οδηγεί αναπόφευκτα στο γνωσιολογικό. Τα δύο ερωτήματα είναι διαφορετικά: το ένα αφορά το Είναι και το άλλο αφορά τη δυνατότητα της νόησης να γνωρίσει το Είναι. Ωστόσο, τα δύο ερωτήματα είναι αλληλένδετα: το ένα αποτελεί προϋπόθεση για το άλλο· στην ουσία, τα δύο αποτελούν όψεις ενός και μοναδικού προβλήματος: του προβλήματος της σχέσης ανάμεσα στο Είναι και τη νόηση. Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας.Οι φιλόσοφοι αντιμετώπισαν πάντα το ένα ερώτημα σε συνάρτηση με το άλλο. Ωστόσο, ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες και τον χαρακτήρα της συγκεκριμένης φιλοσοφίας, κυριάρχησε η μια ή η άλλη όψη του βασικού προβλήματος. Η προσωκρατική φιλοσοφία, π.χ., ήταν βασικά οντολογική, ενώ η σωκρατική ήταν κυρίως γνωσιολογική και ανθρωπολογική. Ο γαλλικός υλισμός ήταν προπαντός οντολογικός. Η κριτική φιλοσοφία του Καντ ανέδειξε κυρίως το γνωσιολογικό ερώτημα κ.ο.κ. Στην εγελιανή φιλοσοφία, το οντολογικό και το γνωσιολογικό ερώτημα ουσιαστικά ταυτίζονται, εφόσον η Φύση δεν είναι άλλο από την αυτοανάπτυξη του απόλυτου πνεύματος. Τέλος, ο μαρξισμός αντιμετώπισε ιστορικά - διαλεκτικά τα δυο ερωτήματα, σαν πλευρές ενός και μοναδικού προβλήματος.
Είναι γνωστό ότι η ιστορία της φιλοσοφίας διαπερνιέται από μια βασική αντίθεση, που αφορά την απάντηση στο οντολογικό ερώτημα. Οι φιλόσοφοι που δέχονται την προτεραιότητα της ύλης σε σχέση με το πνεύμα, που δέχονται δηλαδή την οντολογική αυθυπαρξία της Φύσης, ανήκουν στο στρατόπεδο του υλισμού. Για τον υλισμό, το «πνεύμα», η νόηση, είναι το αποτέλεσμα της λειτουργίας του σκεπτόμενου σώματος –του εγκεφάλου–, που αναπτύχθηκε μέσα στις ιδιόμορφες συνθήκες της ανθρώπινης κοινωνίας. Συνεπώς, κατά τον υλισμό, η ύλη είναι το πρωτεύον, και το πνεύμα το «παράγωγο», το χρονικά ύστερο. Το πνεύμα δεν ανευρίσκεται στην αφετηρία, αλλά εμφανίζεται στην πορεία της αυτοανάπτυξης της Φύσης. Κατά τον ιδεαλισμό, αντίθετα, η Φύση –η ύλη– εξαρτάται γενετικά από κάποια προϋπάρχουσα εξωφυσική και πνευματική οντότητα: θεό, απόλυτο πνεύμα, ιδέα κλπ. Για τον υποκειμενικό ιδεαλισμό η πραγματικότητα θεωρείται δημιούργημα του Εγώ ή της ατομικής συνείδησης. Ωστόσο, μια συνεπής υποκειμενική-ιδεαλιστική φιλοσοφία καταλήγει λογικά στο σολιψισμό και μια τέτια θέση είναι αδύνατο να υποστηριχθεί. Γι’ αυτό, ο υποκειμενικός ιδεαλισμός αναγκάζεται να αναζητήσει κάποιο θεμέλιο έξω από την ατομική συνείδηση. Ο Μπέρκλεϊ, π.χ., θεωρούσε απαράδεκτη την αποδοχή μιας πραγματικότητας ανεξάρτητης από την υποκειμενική αίσθηση. Αλλά μέσα από τον υποκειμενικό ιδεαλισμό κατέφυγε στον αντικειμενικό ιδεαλισμό, δεχόμενος ότι η Φύση, έστω και όταν δεν γίνεται αισθητή από κάποιο υποκείμενο, υπάρχει στην άπειρη σκέψη του δημιουργού[18].
Ωστόσο, στη φιλοσοφία υπάρχει και ο λεγόμενος τρίτος δρόμος: οι διάφορες μορφές του εμπειρισμού. Ο Καντ, π.χ., δέχεται την ύπαρξη του «πράγματος καθεαυτού», δηλαδή μιας αντικειμενικής πραγματικότητας ανεξάρτητης από το υποκείμενο, την οποία ωστόσο θεωρεί απρόσιτη στη γνώση. Ο εμπειρισμός - αγνωστικισμός του Χιουμ, όσο κι αν από μερικές απόψεις ήταν προοδευτικός για την εποχή του, υπήρξε ο πρόδρομος του νεότερου εμπειρισμού και του θετικισμού. Ο τελευταίος «απορρίπτει» το οντολογικό ερώτημα, θεωρεί τα αισθητηριακά δεδομένα μόνη νόμιμη πραγματικότητα και πιστεύει ότι μ’ αυτό τον τρόπο ξεπερνά την αντίθεση του υλισμού και του ιδεαλισμού. Ωστόσο ο τρίτος δρόμος είναι δύσβατος: Ο νεότερος εμπειρισμός ταλαντεύεται ανάμεσα στον υλισμό (όταν δέχεται ότι τα «στοιχεία» του κόσμου έχουν φυσική υπόσταση) και τον υποκειμενικό ιδεαλισμό (όταν θεωρεί τα υποκειμενικά αισθήματα σαν τη μόνη πραγματικότητα);[19]. Η αποσάθρωση του νεότερου θετικισμού στις μέρες μας αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη του αδιέξοδου του «τρίτου δρόμου», που θέλει να υψωθεί «πάνω από τη μάχη του υλισμού και του ιδεαλισμού». Οι βασικές τάσεις στη φιλοσοφία είναι δύο (υλισμός - ιδεαλισμός), και κάθε «τρίτη» ή «ουδέτερη» μορφή καταλήγει αναπόφευκτα στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο.
Οι απαντήσεις στο γνωσιολογικό ερώτημα είναι περισσότερο διαφοροποιημένες. Ο υλισμός, η λογοκρατική φιλοσοφία (τύπου Καρτέσιου ή Χέγκελ) δέχονται τη γνωσιμότητα του κόσμου. Η χριστιανική θρησκεία, ενώ δέχεται την εγκυρότητα της επιστημονικής γνώσης, θέτει ένα όριο, πέρα από το οποίο εκτείνεται το μυστήριο και το ανέκφραστο. Οι αγνωστικιστικές φιλοσοφίες, αντίστοιχα, μπορεί να είναι βασικά υλιστικές (Χιουμ), να κυμαίνονται ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό (Καντ) ή να αξιώνουν μια ουδετερότητα, που δεν αναιρεί το γεγονός ότι το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ο υποκειμενισμός (νεότερος θετικισμός). Τέλος, η χριστιανική γνωσιολογία είναι, από μια άποψη, αγνωστικιστική, εφόσον ανάγει το μυστήριο σε οντολογική και ταυτόχρονα σε γνωσιολογική αρχή.
Στην πραγματικότητα, η σχέση ανάμεσα στο Είναι και στη νόηση είναι ιστορική και αντιθετική. Ιστορική, γιατί η νόηση εμφανίζεται σε μια ορισμένη φάση της εξέλιξης της Φύσης και προϋποθέτει υλικές δομές και σχέσεις που μπορούν –κατ’ αρχήν– να εμφανιστούν σε διάφορα μέρη και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές στο σύμπαν. Η σχέση Είναι και νόησης είναι ταυτόχρονα αντιθετική, γιατί η νόηση αντανακλά την υλική πραγματικότητα;. Η αντίθεση ωστόσο αναπτύσσεται ιστορικά, χάρη στην οντική ενότητα της ύλης και της νόησης: χάρη στο ότι η νόηση είναι ιδιότητα της «σκεπτόμενης ύλης».
Αλλά, για να απαντήσουμε στο ερώτημα για την ουσία του Είναι, πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα για την αντικειμενικότητα της Φύσης. Η απάντηση των υποκειμενικών φιλοσοφιών και ειδικά του θετικισμού, είναι αρνητική. Ο αντικειμενικός ιδεαλισμός, αντίθετα, δέχεται την αντικειμενικότητα της Φύσης, αλλά την εξαρτά γενετικά από κάποια πνευματική αρχή: Ιδέα, Θεό, Απόλυτο Πνεύμα. Αλλά με την κατάργηση της αυθυπαρξίας της, η Φύση υποβαθμίζεται: γίνεται ωχρή αντανάκλαση του κόσμου των Ιδεών που συνιστούν το «όντως όν», προκύπτει από την αλλοτρίωση του πνεύματος κ.ο.κ. Έτσι η Φύση προκύπτει από ένα ον ξένο ως προς την ουσία της.
Ο υλισμός, αντίθετα, θέτει σαν ενιαία αρχή την αντικειμενικότητα, την οντολογική ενότητα και την αυθυπαρξία της Φύσης. Αυτό το είχαν ήδη συλλάβει οι προσωκρατικοί: «Οι μέν πυρ, οι δέ γην, οι δέ αέρα φασίν, οί δέ ύδωρ, οί δ’ ένια τούτων, οι δέ πάντα ταύτα φύσιν είναι την των όντων»[20]. Αντίστοιχα, ο Αριστοτέλης ειρωνευόταν εκείνους που έθεταν σε αμφισβήτηση την αντικειμενικότητα της Φύσης: «Ώς δ’ έστιν ή φύσις, πειράσθαι δεικνύναι γελοΐον φανερόν γάρ ότι τοιαύτα των όντων εστί πολλά. Τό δέ δεικνύναι τά φανερά διά των αφανών ού δυνάμενον κρίνειν εστί τό δΓ αυτό και μη δι* αυτό γνώριμον»[21]. Η λέξη Ον μπορεί, κατά τον Αριστοτέλη, να έχει πολλές έννοιες, που όλες ωστόσο αναφέρονται σε μια ενότητα, σε μια φυσική πραγματικότητα.
Την υλιστική παράδοση ανέπτυξε στα νεότερα χρόνια ο διαλεκτικός υλισμός. Ο Μαρξ στα Χειρόγραφα του 1844 θεωρούσε παράλογο και το να τεθεί καν θέμα χρονικής αρχής της Φύσης. Ο Λένιν, αργότερα, θα όριζε επιγραμματικά τον υλισμό: «Η Φύση, ο ουρανός, το πνεύμα. Ας απορρίψουμε τον ουρανό: υλισμός». Η αποδοχή ενός εξωφυσικού όντος σημαίνει, κατά τον Μαρξ, τη μη ουσιαστικότητα της Φύσης και του ανθρώπου: «Το πρόβλημα ενός όντος ξένου, ενός όντος που τοποθετείται πάνω από τη Φύση και τον άνθρωπο, έγινε πρακτικά αδύνατο –γιατί αυτό το πρόβλημα συνεπάγεται τη μη ουσιαστικότητα της Φύσης και του ανθρώπου»[22]. Για τον υλισμό η αντικειμενικότητα του κόσμου είναι αχώριστη από την αυθυπαρξία και την υλικότητά του.
Εντέλει, παρά τις ακρότητες ορισμένων θετικιστών, που πιστεύουν ότι μπορούν να απορρίψουν το οντολογικό ερώτημα, και ιδιαίτερα το πρόβλημα της οντολογικής αυθυπαρξίας, το βασικό πρόβλημα δεν είναι η αντικειμενικότητα αλλά η αυθυπαρξία της Φύσης. Πράγματι, είναι δύσκολο για ένα φιλόσοφο, όπως και για τον «κοινό» άνθρωπο, να αρνηθεί σοβαρά την αντικειμενικότητα του κόσμου. Το λαϊκό κοινό, γράφει ο Γκράμσι, δεν πιστεύει καν ότι μπορεί να τεθεί σοβαρά το πρόβλημα, δηλαδή να αμφισβητηθεί η αντικειμενικότητα του εξωτερικού κόσμου. «Το κοινό “πιστεύει” ότι ο εξωτερικός κόσμος είναι αντικειμενικά πραγματικός, και ακριβώς εκεί ανακύπτει το πρόβλημα: ποια είναι η προέλευση αυτής της “πίστης” και ποια κριτική αξία έχει “αντικειμενικά” Στην πραγματικότητα η πίστη αυτή έχει θρησκευτική προέλευση, έστω κι αν αυτοί που τη συμμερίζονται είναι αδιάφοροι από θρησκευτική άποψη»[23].
Από το προηγούμενο χωρίο του Γκράμσι προκύπτουν μια σειρά διαπιστώσεις. Πρώτο, ότι, τουλάχιστον για τον χριστιανικό κόσμο, η έννοια της αντικειμενικότητας της Φύσης έχει θρησκευτική προέλευση. Δεύτερο, ότι το βασικό φιλοσοφικό πρόβλημα δεν είναι η αντικειμενικότητα αλλά η αυθυπαρξία της Φύσης. Τρίτο, ότι η ανάπτυξη του θετικισμού έχει συχνά παρασύρει πολλούς μαρξιστές σε ατέλειωτες σχολαστικές συζητήσεις για την αντικειμενικότητα της Φύσης, που, σε τελευταία ανάλυση, κανείς δεν τολμά να την αμφισβητήσει απευθείας. (Ο Χάιζεμπεργκ, π.χ., αρνείται την αντικειμενικότητα των μικροσωματίων, όχι όμως και του μακρόκοσμου). Τελικά, το πάγιο και θεμελιακό πρόβλημα είναι: προτεραιότητα της ύλης ή του πνεύματος;
Στα νεότερα χρόνια, η φιλοσοφία προσπάθησε να ελευθερωθεί από τη δεσποτεία της θεολογίας. Ο νομιναλισμός του όψιμου Μεσαίωνα ήταν μια πρώτη αντίδραση στη μεσαιωνική σχολαστική. Ο πανθεϊσμός, με τη σειρά του, θα ταύτιζε τη Φύση με το θεό, καταργώντας την πράξη της δημιουργίας. Η ουσία, έγραφε ο Σπινόζα, είναι απόλυτα άπειρη και αδιαίρετη. Αντίστοιχα, ο θεός είναι ένα ον απόλυτα άπειρο –δηλαδή μια ουσία που αποτελείται από μια απειρία κατηγορημάτων, που το καθένα τους εκφράζει κάποια αιώνια και άπειρη ουσιαστικότητα[24]. Έτσι, η ουσία ταυτίζεται με το θεό και η πράξη της δημιουργίας δεν έχει νόημα. Με τον Καρτέσιο, η Φιλοσοφία χωρίζεται καταστατικά από τη θεολογία.
Ωστόσο, η θρησκευτική αντίληψη του κόσμου συνέχισε να επηρεάζει τη νεογέννητη αστική φιλοσοφία. Ο Καρτέσιος, π.χ., όπως γράφει ο Μαρξ, προίκισε την ύλη με αυθόρμητη δημιουργική δύναμη και στο εσωτερικό της φυσικής του η ύλη είναι η μόνη ουσία[25].
Ωστόσο, κατά τον Καρτέσιο, τόσο η ύλη όσο και η κίνηση προκύψαν από την πράξη της δημιουργίας. Επίσης, στο Λόγο περί της μεθόδου, ο Καρτέσιος διατύπωσε οντολογικά επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης του θεού. Τέλος, ο γάλλος σοφός θεωρεί βέβαια και τον άνθρωπο μηχανή, όπως και τα άλλα ζώα, έγραψε όμως ότι «ο θεός δημιούργησε μια έλλογη ψυχή και την συνένωσε με το σώμα», και πίστευε πως το ανθρώπινο σώμα είναι ασύγκριτα τελειότερο από οποιαδήποτε μηχανή φτιαγμένη από τον άνθρωπο, επειδή έχει δημιουργηθεί από το θεόΑντίστοιχα ούτε ο Καντ ούτε ο Χέγκελ μπόρεσαν να απαλλαγούν από την υπέρβαση ή από το θεό, που ταυτίζεται με τη Φύση. Έτσι, μετά τη ρήξη θεολογίας - φιλοσοφίας, η τελευταία προσπάθησε συχνά να θεμελιώσει τη θρησκευτική πίστη (Καρτέσιος, Καντ, Χέγκελ κλπ.).
Τέλος, στην εποχή μας, εκτός από την παραδοσιακή θεολογία, ο θρησκευόμενος υπαρξισμός και ο περσοναλισμός συνέχισαν την παράδοση της πνευματοκρατίας, εξαρτώντας γενετικά τον κόσμο και τον άνθρωπο από το θεό. Ο Γιάσπερς, π.χ., δέχεται την ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας, απ’ όπου, σαν από την πιο βαθιά πηγή, τρέφεται η επιστήμη. Ωστόσο, η πραγματικότητα, τέτοια που την βρίσκουμε στον κόσμο, έχει μια φευγαλέα παρουσία ανάμεσα στο θεό και την ύπαρξη. Εντέλει, το Είναι του κόσμου δεν είναι «καθεαυτό». Το αιώνιο εκδηλώνεται μέσα στο πρόσκαιρο[27]. Αντίστοιχα, ο Τεγιάρ ντε Σαρντέν είδε την εξελικτική πορεία της Φύσης την ανάδειξη ψυχών και την πορεία προς το σημείο Ωμέγα, που θα είναι η ένωση του θεού με την ολότητα των ψυχών, που αποτελούν την ουσία του κόσμου[28].
Η νεότερη σκέψη, όπως γράφει ο Σαρτρ, κατήργησε ορισμένες μορφές δυϊσμού και τις αντικατέστησε με τον μονισμό του φαινομένου. Ο δυϊσμός τού Είναι και του φαίνεσθαι δεν μπορεί πια να υπάρξει στη Φιλοσοφία. Ωστόσο, διερωτάται ο Σαρτρ, το Είναι, το οποίο προσεγγίζουμε μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι ταυτόσημο με το Είναι των φαινομένων; Το Είναι δεν βρίσκεται, κατά το γάλλο φιλόσοφο, κρυμμένο πίσω από τα φαινόμενα. Το Είναι του φαινομένου οφείλει να διαφεύγει από τη συνθήκη του φαινομενικού. Αντίστοιχα, η συνείδηση γεννιέται φερόμενη επί ενός Είναι το οποίο δεν ταυτίζεται μ’ αυτήν. Η καθαρή υποκειμενικότητα αποτυγχάνει να υπερβεί τον εαυτό της και να θέσει το αντικειμενικό[29].
Πράγματι, οι επιστήμες δεν αναζητούν την ουσία πέρα απ’ τα φαινόμενα. Η πρόοδος των φυσικών επιστημών έχει τεκμηριώσει τη φιλοσοφική θέση, ότι το φαινόμενο είναι έκφραση και ταυτόχρονα επικάλυψη της ουσίας: ότι είναι η εκδήλωση δομών και σχέσεων απρόσιτων στην άμεση εποπτεία, αλλά δεν είναι η εκδήλωση κάποιας υπερβατικής ουσίας, που θα βρισκόταν εκείθεν των φαινομένων. Το φαινόμενο αναδύεται από το βάθος του Είναι και αποτελεί την εξωτερίκευση της ουσίας του. Οι νεότερες επιστήμες αποτελούν, συνεπώς, θεμέλιο για μια συνεπή μονιστική αντίληψη του Είναι.
Ωστόσο, ο φιλοσοφικός δυϊσμός και ειδικά η θρησκευτική αντίληψη της Φύσης έχει βαθιές ιστορικές και γνωσιολογικές ρίζες και επίσης τρέφεται από τις αντιθέσεις των σύγχρονων κοινωνιών. Η φενακισμένη, απατηλή συνείδηση είναι το ανεστραμμένο είδωλο του κόσμου της εμπορευματικής παραγωγής: της πραγμοποίησης των κοινωνικών σχέσεων και του φετιχισμού του εμπορεύματος.
Όπως γράφει ο Μαρξ: «Γενικά, η θρησκευτική αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου δεν θα μπορέσει να εξαφανιστεί, παρά μόνο όταν οι συνθήκες της εργασίας και της πρακτικής ζωής θα παρουσιάσουν στον άνθρωπο διαυγείς και ορθολογικές σχέσεις με τους ομοίους του και με τη Φύση. Η κοινωνική ζωή, που τη βάση της αποτελούν η υλική παραγωγή και οι σχέσεις τις οποίες αυτή συνεπάγεται, δεν θα απαλλαγεί από το μυστικό σύννεφο που της κρύβει την όψη, παρά την ημέρα που θα εκδηλωθεί εκεί το έργο ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, που ενεργούν συνειδητά και είναι κύριοι του κοινωνικού τους κινήματος. Αλλά αυτό απαιτεί ένα σύνολο κοινωνικών όρων υλικής ύπαρξης, που δεν μπορούν να είναι παρά το προϊόν μιας μακράς και επίπονης ανάπτυξης»[30]. Η ιστορία επιβεβαίωσε αυτή τη θέση του Μαρξ.
Πηγή : Μαρξιστική Βιβλιοθήκη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.
2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια
3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.