Ο Πάνεκουκ εκδηλώθηκε ενάντια στον Κάουτσκι, σαν ένας από τους εκπροσώπους του «αριστερού ριζοσπαστικού» ρεύματος, που περιλάβαινε στις γραμμές του τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Καρλ Ράντεκ και άλλους· το ρεύμα αυτό, που υπεράσπιζε την επαναστατική ταχτική, το συνένωνε η πεποίθηση ότι ο Κάουτσκι περνάει στη θέση του «κέντρου», που ταλαντεύεται δίχως αρχές ανάμεσα στο μαρξισμό και στον οπορτουνισμό. Πόσο σωστή ήταν αυτή η άποψη, το απέδειξε πέρα για πέρα ο πόλεμος, όταν το ρεύμα του «κέντρου» (που λαθεμένα λέγεται μαρξιστικό) ή του «καουτσκισμού» έδειξε πέρα για πέρα το πρόσωπό του σ’ όλη του την αποκρουστική αθλιότητα.
Στο άρθρο του «Μαζική Δράση και Επανάσταση» («Neue Zeit», 1912, XXX, 2), που έθιξε το ζήτημα του κράτους, ο Πάνεκουκ χαραχτήρισε τη θέση του Κάουτσκι σαν θέση του «παθητικού ριζοσπαστισμού», σαν «θεωρία της αδρανούς αναμονής». «Ο Κάουτσκι δεν βλέπει την πορεία της επανάστασης» (σελ. 616). Τοποθετώντας μ’ αυτό τον τρόπο το ζήτημα, ο Πάνεκουκ έφτασε στο θέμα που μας ενδιαφέρει, στο θέμα των καθηκόντων της προλεταριακής επανάστασης σχετικά με το κράτος.
«Ο αγώνος του προλεταριάτου –έγραφε– δεν είναι απλά αγώνας ενάντια στην αστική τάξη για την κρατική εξουσία σαν αντικείμενο, αλλά αγώνας ενάντια στην κρατική εξουσία... Το περιεχόμενο της προλεταριακής επανάστασης είναι η εκμηδένιση και η εξάλειψη (επιλέξει: διάλυση, Auflösung) των μεσών βίας του κράτους από τα μέσα βίας του προλεταριάτου... Ο αγώνας σταματά τότε μόνον, όταν σαν τελικό αποτέλεσμα θάχει συντελεστεί η ολοκληρωτική καταστροφή της κρατικής οργάνωσης. Η οργάνωση της πλειοψηφίας θάχει τότε δείξει την υπεροχή της, καταστρέφοντας την οργάνωση της κυρίαρχης μειοψηφίας», (548).
Η διατύπωση, με την οποία ο Πάνεκουκ περιέβαλε τις σκέψεις του, πάσχει από πολύ μεγάλες ελλείψεις. Ωστόσο όμως η σκέψη του είναι καθαρή και ενδιαφέρει να δούμε πώς την αντέκρουσε ο Κάουτσκι.
«Ως τώρα –έγραφε– η αντίθεση ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες και στους αναρχικούς βρισκόταν στο ότι οι πρώτοι θέλαν να καταχτήσουν την κρατική εξουσία, ενώ οι δεύτεροι θέλαν να την καταστρέψουν. Ο Πάνεκουκ θέλει και τα δυο» (σελ. 724).
Αν η έκθεση του Πάνεκουκ πάσχει από ασάφεια και δεν είναι αρκετά συγκεκριμένη (δεν μιλάμε εδώ για τις άλλες ελλείψεις του άρθρου του, που είναι άσχετες με το θέμα που εξετάζουμε), ο Κάουτσκι πήρε ακριβώς την αρχιακή ουσία του ζητήματος, που τη σημείωνε ο Πάνεκουκ, και σ’ ένα θεμελιακό ζήτημα αρχής ο Κάουτσκι εγκατάλειψε πέρα για πέρα τη θέση του μαρξισμού και πέρασε ολοκληρωτικά στον οπορτουνισμό. Ο Κάουτσκι καθορίζει τελείως λαθεμένα τη διαφορά ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες και στους αναρχικούς, διαστρεβλώνει το μαρξισμό και τον εκχυδαΐζει οριστικά.
Η διαφορά ανάμεσα στους μαρξιστές και στους αναρχικούς βρίσκεται στο ότι (1) οι μαρξιστές, βάζοντας για σκοπό τους την ολοκληρωτική κατάργηση του κράτους, παραδέχονται πως ο σκοπός αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά την κατάργηση των τάξεων από τη σοσιαλιστική επανάσταση, σαν αποτέλεσμα της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού, που οδηγεί στην απονέκρωση του κράτους. Οι αναρχικοί θέλουν την ολοκληρωτική κατάργηση του κράτους από τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς να καταλαβαίνουν τους όρους κάτω από τους οποίους μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή η κατάργηση. (2) Οι μαρξιστές παραδέχονται πως το προλεταριάτο, αφού καταχτήσει την πολιτική εξουσία, είναι ανάγκη να καταστρέψει ολότελα την παλιά κρατική μηχανή και να την αντικαταστήσει με μια νέα, που ν’ αποτελείται από την οργάνωση των ένοπλων εργατών, σύμφωνα με το πρότυπο της Κομμούνας. Οι αναρχικοί, που τάσσονται υπέρ της καταστροφής της κρατικής μηχανής, έχουν πολύ θολή αντίληψη για το ζήτημα: με τι θα την αντικαταστήσει το προλεταριάτο και πώς θα χρησιμοποιήσει την επαναστατική εξουσία. Οι αναρχικοί αρνούνται ακόμα και τη χρησιμοποίηση της κρατικής εξουσίας από το επαναστατικό προλεταριάτο, αρνούνται την επαναστατική διχτατορία του. (3) Οι μαρξιστές ζητάνε να προετοιμάζεται το προλεταριάτο για την επανάσταση με τη χρησιμοποίηση του σημερινού κράτους. Οι αναρχικοί το αρνούνται.
Σ’ αυτή τη διαμάχη ακριβώς ο Πάνεκουκ αντιπροσωπεύει το, μαρξισμό ενάντια στον Κάουτσκι, γιατί ίσα - ίσα ο Μαρξ μας δίδαξε πως το προλεταριάτο δεν μπορεί απλά να καταχτήσει την κρατική εξουσία με την έννοια να περάσει σε νέα χέρια ο παλιός κρατικός μηχανισμός, αλλά πως πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει αυτόν το μηχανισμό, να τον αντικαταστήσει με έναν καινούριο.
Ο Κάουτσκι φεύγει από το μαρξισμό και περνάει στους οπορτουνιστές, γιατί από το έργο του εξαφανίζεται ολότελα ίσα-ίσα αυτή η καταστροφή της κρατικής μηχανής, πράγμα εντελώς απαράδεχτο για τους οπορτουνιστές, και αφήνεται σ’ αυτούς ένα παραθυράκι, που τους επιτρέπει να ερμηνεύουν την «κατάχτηση» σαν απλή απόχτηση της πλειοψηφίας.
Για να σκεπάσει τη διαστρέβλωση που κάνει στο μαρξισμό, ο Κάουτσκι ενεργεί σαν σχολαστικός: ξεφούρνισε μια «περικοπή» από τον ίδιο τον Μαρξ. Ο Μαρξ έγραφε το 1850 για την ανάγκη της «αποφασιστικής συγκέντρωσης της δύναμης στα χέρια της κρατικής εξουσίας». Κι ο Κάουτσκι ρωτάει θριαμβευτικά: Μήπως θέλει ο Πάνεκουκ να καταστρέψει το «συγκεντρωτισμό»;
Μα αυτό πια είναι καθαρή ταχυδαχτυλουργία, που μοιάζει με την μπερνσταϊνική συνταύτιση του μαρξισμού και του προυντονισμού στις απόψεις του για την ομοσπονδία αντί του συγκεντρωτισμού.
Η «περικοπή» που πήρε ο Κάουτσκι έχει τόση σχέση με την υπόθεση, όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο. Ο συγκεντρωτισμός είναι δυνατός και με την παλιά και με τη νέα κρατική μηχανή. Όταν οι εργάτες συνενώσουν εθελοντικά τις ένοπλες δυνάμεις τους, αυτό θά ’ναι συγκεντρωτισμός, θα. στηρίζεται όμως στην «ολοκληρωτική καταστροφή» του κρατικού συγκεντρωτικού μηχανισμού, του μόνιμου στρατού, της αστυνομίας, της γραφειοκρατίας. Ο Κάουτσκι φέρεται ολωσδιόλου κατεργάρικα όταν παρακάμπτει τις πολύ γνωστές απόψεις του Μαρξ και του Έγκελς για την Κομμούνα και ξεφουρνίζει μια περικοπή, που δεν έχει σχέση με το θέμα.
...«Μήπως θέλει (ο Πάνεκουκ) να καταργήσει τις κρατικές λειτουργίες των υπαλλήλων; –συνεχίζει ο Κάουτσκι– Μα δεν τα βγάζουμε πέρα χωρίς υπαλλήλους ούτε στο κόμμα, ούτε στα συνδικάτα, πόσο μάλλον στην κρατική διοίκηση. Γι’ αυτό, το πρόγραμμα μας απαιτεί όχι την κατάργηση των κρατικών υπαλλήλων, αλλά την εκλογή των άρχων από το λαό»... «Στην τωρινή μας συζήτηση δεν πρόκειται για το πώς θα διαμορφωθεί ο διοικητικός μηχανισμός του “μελλοντικού κράτους”, αλλά για το αν ο πολιτικός μας αγώνας καταργεί (επιλέξει: διαλύει, auflöst) την κρατική εξουσία προτού ακόμα την καταχτήσουμε (η υπογράμμιση είναι του Κάουτσκι). Ποιό υπουργείο θα μπορούσε να καταργηθεί μαζί με τους υπαλλήλους του;». Εδώ απαριθμούνται τα υπουργεία Παιδείας, Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Στρατιωτικών. «Όχι, κανένα από τα σημερινά υπουργεία δεν θα καταργηθεί με τον πολιτικό μας αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση... το επαναλαβαίνω για να προλάβω κάθε παρανόηση: εδώ δεν πρόκειται για τη διαμόρφωση του “μελλοντικού κράτους” από τη νικηφόρα σοσιαλδημοκρατία, αλλά για τη διαμόρφωση του σημερινού κράτους από την αντιπολίτευσή μας», (σελ. 725).
Εδώ πρόκειται για φανερή απάτη. Ο Πάνεκουκ έθετε ακριβώς το ζήτημα της επανάστασης. Αυτό λέγεται καθαρά και στον τίτλο του άρθρου του και στις περικοπές που αναφέρθηκαν. Πηδώντας στο ζήτημα της «αντιπολίτευσης», ο Κάουτσκι αντικατασταίνει ακριβώς την επαναστατική άποψη με την οπορτουνιστική. Από το συλλογισμό του βγαίνει τούτο: σήμερα αντιπολίτευση και υστέρα από την κατάχτηση της εξουσίας θα δούμε τι θα γίνει. Η επανάσταση εξαφανίζεται! Αυτό είναι ίσα - ίσα που ζητούσαν οι οπορτουνιστές.
Δεν πρόκειται ούτε για την αντιπολίτευση, ούτε και για τον πολιτικό αγώνα γενικά, αλλά ακριβώς για την επανάσταση. Η επανάσταση συνίσταται στο ότι το προλεταριάτο καταστρέφει το «μηχανισμό διοίκησης» και ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό και τον αντικατασταίνει με έναν καινούριο, που αποτελείται από ένοπλους εργάτες. Ο Κάουτσκι φανερώνει έναν «δεισιδαιμονικό σεβασμό» προς τα «υπουργεία». Μα γιατί να μην μπορούμε να τα αντικαταστήσουμε λογουχάρη με επιτροπές ειδικών δίπλα στα κυρίαρχα και παντοδύναμα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών;
Η ουσία του ζητήματος δεν είναι καθόλου αν θα μείνουν ή όχι τα «υπουργεία», αν θα υπάρχουν «επιτροπές ειδικών» ή κάποια άλλα ιδρύματα, αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Η ουσία του ζητήματος είναι αν θα διατηρηθεί η παλιά κρατική μηχανή (που χιλιάδες νήματα τη συνδέουν με την αστική τάξη και που είναι πέρα για πέρα διαποτισμένη από τη ρουτίνα και το συντηρητισμό) ή αν θα καταστραφεί και θ’ αντικατασταθεί με μια καινούρια. Η επανάσταση δεν πρέπει να συνίσταται στο ότι η καινούρια τάξη θα διοικεί, θα κυβερνά με τη βοήθεια της παλιάς κρατικής μηχανής, αλλά στο ότι πρέπει να συντρίψει αυτήν τη μηχανή και να διοικεί, να κυβερνά με την βοήθεια μιας καινούριας μηχανής, –αυτή τη βασική σκέψη του μαρξισμού ο Κάουτσκι την καταχωνιάζει ή δεν την κατάλαβε καθόλου.
Το ζήτημα που βάζει σχετικά με τους δημόσιους υπαλλήλους δείχνει παραστατικά πως δεν κατάλαβε τα διδάγματα της Κομμούνας και τη διδασκαλία του Μαρξ. «Δεν τα βγάζουμε πέρα χωρίς υπαλλήλους ούτε στο κόμμα, ούτε στα συνδικάτα»...
Δεν τα βγάζουμε πέρα χωρίς υπαλλήλους στον καπιταλισμό, κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης. Το προλεταριάτο καταπιέζεται, οι εργαζόμενες μάζες είναι υποδουλωμένες στον καπιταλισμό. Στον καπιταλισμό ο δημοκρατισμός είναι στενός, συμπιεσμένος, κουτσουρεμένος, κολοβωμένος απ’ όλες τις συνθήκες της μισθωτής δουλείας, της ανέχειας και της αθλιότητας των μαζών. Γι’ αυτόν το λόγο και μόνο γι’ αυτόν οι υπάλληλοι των πολιτικών και επαγγελματικών οργανώσεων μας διαφθείρονται (ή για να μιλήσουμε με περισσότερη ακρίβεια, έχουν την τάση να διαφθαρούν) από τις συνθήκες του καπιταλισμού και παρουσιάζουν την τάση να μετατραπούν σε γραφειοκράτες, δηλαδή σε προνομιούχα πρόσωπα, ξεκομμένα από τις μάζες, που στέκουν πάνω από τις μάζες.
Εδώ βρίσκεται η ουσία του γραφειοκρατισμού και όσο δεν θάχουν απαλλοτριωθεί οι κεφαλαιοκράτες, όσο δεν θάχει γκρεμιστεί η αστική τάξη, θα είναι αναπότρεπτη μια ορισμένη «γραφειοκρατικοποίηση» ακόμα και των προλετάριων υπαλλήλων.
Κατά τον Κάουτσκι βγαίνει τούτο: μια και θα μείνουν τα αιρετά πρόσωπα σε δημόσιες θέσεις, σημαίνει πως θα μείνουν και οι υπάλληλοι στο σοσιαλισμό, θα μείνει η γραφειοκρατία! Μα αυτό ίσα - ίσα δεν είναι σωστό. Ίσα - ίσα στο παράδειγμα της Κομμούνας ο Μαρξ έδειξε πως στο σοσιαλιστικό καθεστώς τα πρόσωπα με δημόσιες θέσεις παύουν να είναι «γραφειοκράτες», να είναι «δημόσιοι υπάλληλοι», παύουν στο μέτρο που εκτός από την αιρετότητά τους εισάγεται ακόμα και η ανακλητότητά τους σ’ οποιαδήποτε στιγμή, και ακόμα και ο περιορισμός του μισθού στο μέσο εργατικό επίπεδο μισθού, και ακόμα η αντικατάσταση των κοινοβουλευτικών οργάνων με όργανα «εργαζόμενα, εκτελεστικά και νομοθετικά ταυτόχρονα».
Στην ουσία όλη η επιχειρηματολογία του Κάουτσκι ενάντια στον Πάνεκουκ και προπάντων το μεγαλεπήβολο επιχείρημα του Κάουτσκι, πως και στις συνδικαλιστικές και στις κομματικές οργανώσεις δεν τα βγάζουμε πέρα χωρίς υπαλλήλους, δεν είναι παρά επανάληψη απόμερους του Κάουτσκι των παλιών «επιχειρημάτων» του Μπέρνσταϊν ενάντια στο μαρξισμό γενικά. Στο βιβλίο της αποστασίας του Οι Προϋποθέσεις του Σοσιαλισμού ο Μπέρνσταϊν καταπολεμάει την ιδέα της «πρωτόγονης» δημοκρατίας, καταπολεμάει αυτό που το ονομάζει «δογματικό δημοκρατισμό» –τις κατηγορηματικές εντολές, τις άμισθες δημόσιες θέσεις, την ανίσχυρη κεντρική αντιπροσώπευση κτλ. Για ν’ αποδείξει το αβάσιμο αυτού του «πρωτόγονου» δημοκρατισμού ο Μπέρνσταϊν επικαλείται την πείρα των αγγλικών Τρέιντ - Γιούνιονς, όπως την ερμηνεύει το ζεύγος Ουέμπ. Στα εβδομήντα χρόνια της εξέλιξης τους τα Τρέιντ - Γιούνιονς, που αναπτύσσονταν τάχα μέσα σε συνθήκες «πλέριας ελευθερίας» (σελ. 137 της γερμ. έκδ.), πείστηκαν ίσα - ίσα για την ακαταλληλότητα του πρωτόγονου δημοκρατισμού και τον αντικατάστησαν με το συνηθισμένο δημοκρατισμό: με τον κοινοβουλευτισμό, συνδυασμένο με τη γραφειοκρατία.
Στην πραγματικότητα τα Τρέιντ - Γιούνιονς δεν αναπτύσσονταν μέσα σε συνθήκες «πλέριας ελευθερίας», αλλά μέσα σε συνθήκες πλέριας κεφαλαιοκρατικής δουλείας, όπου φυσικά «δεν τα βγάζεις πέρα» χωρίς μια σειρά παραχωρήσεις στο κακό που βασιλεύει, στη βία, στην ψευτιά, στον αποκλεισμό της φτωχολογιάς από τις υποθέσεις της «ανώτερης» διοίκησης. Στο σοσιαλισμό πολλά από την «πρωτόγονη» δημοκρατία θα ξαναζωντανέψουν αναπόφευχτα, επειδή για πρώτη φορά στην ιστορία των πολιτισμένων κοινωνιών η μάζα του πληθυσμού θα υψωθεί ως την αυτοτελή συμμετοχή όχι μόνο στις ψηφοφορίες και στις εκλογές, μα και στην καθημερινή διακυβέρνηση. Στο σοσιαλισμό θα κυβερνούν όλοι με τη σειρά και θα συνηθίσουν γρήγορα στο να μην κυβερνά κανένας.
Ο Μαρξ με το μεγαλοφυή κριτικό του νου είδε στα πραχτικά μέτρα της Κομμούνας τη στροφή εκείνη, που τη φοβούνται και δεν θέλουν να την παραδεχτούν από δειλία οι οπορτουνιστές, γιατί δεν θέλουν να ξεκόψουν οριστικά από την αστική τάξη, και που δεν θέλουν να τη δουν οι αναρχικοί είτε από βιασύνη, είτε γιατί δεν καταλαβαίνουν τους όρους των μαζικών κοινωνικών μεταβολών γενικά. «Δεν πρέπει ούτε και να σκεφτόμαστε για καταστροφή της παλιάς κρατικές μηχανής, γιατί πώς θα τα βγάζουμε πέρα χωρίς υπουργεία και χωρίς υπαλλήλους» –έτσι σκέφτεται ο οπορτουνιστής που είναι διαποτισμένος πέρα για πέρα από το φιλισταϊσμό και που στην ουσία όχι μόνο δεν πιστεύει στην επανάσταση, στη δημιουργική δύναμη της επανάστασης, αλλά και τη φοβάται θανάσιμα (όπως την φοβούνται οι δικοί μας μενσεβίκοι και εσέροι).
«Πρέπει να σκεφτόμαστε μόνο την καταστροφή της παλιάς κρατικής μηχανής, δεν υπάρχει λόγος να βαθαίνουμε στα συγκεκριμένα διδάγματα των προηγούμενων προλεταριακών επαναστάσεων και ν’ αναλύουμε με τί και πώς θ’ αντικαταστήσουμε αυτό που καταστρέφεται» –έτσι σκέφτεται ο αναρχικός (φυσικά ο καλύτερος από τους αναρχικούς και όχι εκείνος που, ακολουθώντας τους κ. κ. Κροπότκιν και Σία, σέρνεται πίσω από την αστική τάξη). Γι’ αυτό και ο αναρχικός καταλήγει στην ταχτική της απόγνωσης κι όχι στην αμείλιχτα-τολμηρή επαναστατική δουλιά πάνω σε συγκεκριμένα προβλήματα, δουλιά που ταυτόχρονα υπολογίζει τους πραχτικούς όρους του κινήματος των μαζών.
Ο Μαρξ μας διδάσκει ν’ αποφεύγουμε και τα δυο αυτά λάθη, μας μαθαίνει να δείχνουμε απεριόριστη τόλμη στην καταστροφή όλης της παλιάς κρατικής μηχανής και ταυτόχρονα μας μαθαίνει να θέτουμε το ζήτημα συγκεκριμένα: η Κομμούνα μπόρεσε μέσα σε λίγες εβδομάδες να αρχίσει να οργανώνει την καινούρια προλεταριακή, κρατική μηχανή, εφαρμόζοντας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα μέτρα που αναφέραμε για ένα μεγαλύτερο δημοκρατισμό και για το ξερίζωμα της γραφειοκρατίας. Ας διδασκόμαστε από τους κομμουνάρους την επαναστατική τόλμη, ας βλέπουμε στα πραχτικά τους μέτρα το προσχέδιο των πραχτικά επίκαιρων και άμεσα-εφαρμόσιμων μέτρων και τότε, βαδίζοντας σ’ αυτό το δρόμο, θα. φτάσουμε στην ολοκληρωτική καταστροφή του γραφειοκρατισμού.
Η δυνατότητα μιας τέτιας καταστροφής είναι εξασφαλισμένη, γιατί ο σοσιαλισμός θα ελαττώσει την εργάσιμη ήμερα, θ’ ανεβάσει τις μάζες σε μια νέα ζωή, θα δημιουργήσει για την πλειοψηφία του πληθυσμού όρους που θα επιτρέπουν σ’ όλους δίχως εξαίρεση να εκπληρώνουν τις «κρατικές λειτουργίες», και τούτο θα οδηγεί στην ολοκληρωτική απονέκρωση κάθε κράτους γενικά.
«...Το καθήκον της μαζικής απεργίας –συνεχίζει ο Κάουτσκι– δεν μπορεί ποτέ να είναι να καταστρέψει την κρατική εξουσία, αλλά μονάχα να κάνει την κυβέρνηση να υποχωρήσει σ’ ένα συγκεκριμένο ζήτημα, ή ν’ αντικαταστήσει την κυβέρνηση που είναι εχθρική προς το προλεταριάτο με μια κυβέρνηση ευμενή (entgegenkommende) προς το προλεταριάτο... Μα ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί αυτό» (δηλ. η νίκη του προλεταριάτου ενάντια στην εχθρική κυβέρνηση) «να οδηγήσει στην καταστροφή της κρατικής εξουσίας, αλλά σε μια μετατόπιση (Verschiebung) του συσχετισμού των δυνάμεων μέσα στην κρατική εξουσία... Και ο σκοπός του πολιτικού μας αγώνα παραμένει στην περίπτωση αυτή ο ίδιος που ήταν ως τώρα: κατάχτηση της κρατικής εξουσίας με την κατάχτηση της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο και ανύψωση του κοινοβουλίου σε αφέντη της κυβέρνησης», (σελ. 726, 727, 732).
Αυτό πια είναι ο πιο καθαρός και πρόστυχος οπορτουνισμός, απάρνηση της επανάστασης στην πράξη με αναγνώριση της στα λόγια. Η σκέψη του Κάουτσκι δεν προχωρεί πιο πέρα από την «ευμενή προς το προλεταριάτο κυβέρνηση» –πράγμα που αποτελεί ένα βήμα πίσω, προς το φιλισταϊσμό, σε σύγκριση με το 1847, όταν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο διακήρυξε την «οργάνωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη».
Στον Κάουτσκι δεν μένει άλλο, παρά να κάνει την αγαπημένη του «ενότητα» με τους Σάιντεμαν, τους Πλεχάνοφ, τους Βαντερβέλντε, που όλοι τους είναι σύμφωνοι ν’ αγωνιστούν για μια κυβέρνηση «ευμενή προς το προλεταριάτο».
Εμείς όμως θα ξεκόψουμε απ’ αυτούς τους προδότες του σοσιαλισμού και θα παλεύουμε για την καταστροφή όλης της παλιάς κρατικής μηχανής, έτσι που το ίδιο το ένοπλο προλεταριάτο να είναι η κυβέρνηση. Εδώ πρόκειται για «δυο μεγάλες διαφορές».
Στον Κάουτσκι δεν μένει άλλο, παρά η ευχάριστη παρέα με τους Λέγκιεν και Ντάβιντ, τους Πλεχάνοφ, Ποτρέσοφ, Τσερετέλι και Τσερνόφ, που είναι απόλυτα σύμφωνοι να παλαίψουν για τη «μετατόπιση του συσχετισμού των δυνάμεων μέσα στην κρατική εξουσία», για την «κατάχτηση της πλειοψηφίας μέσα στο κοινοβούλιο και για την παντοδυναμία της βουλής πάνω στην κυβέρνηση» –ευγενικότατος σκοπός, όπου όλα είναι δεχτά για τους οπορτουνιστές, όλα μένουν μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Εμείς όμως θα ξεκόψουμε από τους οπορτουνιστές· και όλο το συνειδητό προλεταριάτο θα είναι μαζί μας στον αγώνα όχι για τη «μετατόπιση του συσχετισμού των δυνάμεων», αλλά για το γκρέμισμα της αστικής τάξης, για την καταστροφή του αστικού κοινοβουλευτισμού, για τη λαοκρατική δημοκρατία τύπου Κομμούνας ή για τη δημοκρατία των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών, για την επαναστατική διχτατορία τού προλεταριάτου.
* * * Δεξιότερα από τον Κάουτσκι στο διεθνή σοσιαλισμό βρίσκονται τέτια ρεύματα, όπως είναι το ρεύμα του περιοδικού «Σοσιαλιστική Μηνιάτικη Επιθεώρηση» στη Γερμανία (Λέγκιεν, Ντάβιντ, Κολμπ και πολλοί άλλοι, μαζί και οι σκανδιναβοί Στάουνιγκ και Μπράντιγκ), των ζωρεσιστών και του Βαντερβέλντε στη Γαλλία και στο Βέλγιο, των Τουράτι, Τρέβες και άλλων εκπροσώπων της δεξιάς πτέρυγας του ιταλικού κόμματος, των φαβιανών και των «ανεξάρτητων» («ανεξάρτητο εργατικό κόμμα», που στην πραγματικότητα ήταν πάντα εξαρτημένο από τους φιλελεύθερους) στην Αγγλία κλπ. Όλοι αυτοί οι κύριοι, που παίζουν τεράστιο, πολύ συχνά κυρίαρχο ρόλο στην κοινοβουλευτική δουλιά και στη δημοσιογραφία του κόμματος, αρνούνται ανοιχτά τη διχτατορία του προλεταριάτου, εφαρμόζουν έναν απροκάλυπτο οπορτουνισμό. Για τους κυρίους αυτούς η «διχτατορία» του προλεταριάτου «αντιφάσκει» προς τη δημοκρατία!! Αυτοί στην ουσία δεν διαφέρουν σοβαρά σε τίποτα από τους μικροαστούς δημοκράτες.
Παίρνοντας υπόψη αυτό το γεγονός, έχουμε το δικαίωμα να συμπεράνουμε ότι η Δεύτερη Διεθνής στην καταπληκτική πλειοψηφία των επίσημων εκπροσώπων της κατρακύλησε ολοκληρωτικά στον οπορτουνισμό. Η πείρα της Κομμούνας όχι μόνο ξεχάστηκε, μα και διαστρεβλώθηκε. Όχι μόνο δεν ενσταλάχτηκε στις εργατικές μάζες η ιδέα ότι ζυγώνει ο καιρός που θα πρέπει να εξορμήσουν και να συντρίψουν την παλιά κρατική μηχανή, αντικαθιστώντας την με μια καινούρια και μετατρέποντας έτσι την πολιτική τους κυριαρχία σε θεμέλιο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, μα καλλιεργούνταν στις μάζες ακριβώς το αντίθετο, και η «κατάχτηση της εξουσίας» παρουσιαζόταν με τέτιον τρόπο, που έμεναν χιλιάδες παραθυράκια στον οπορτουνισμό.
Η διαστρέβλωση και η αποσιώπηση του ζητήματος της σχέσης της προλεταριακής επανάστασης προς το κράτος δεν μπορούσε να μην παίξει τεράστιο ρόλο τον καιρό που τα κράτη, με ενισχυμένο, εξαιτίας του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, το στρατιωτικό τους μηχανισμό, μετατράπηκαν σε πολεμικά τέρατα, που εξοντώνουν εκατομμύρια ανθρώπους για να δόσουν μια λύση στον καυγά ποιος απ’ τους δυο, η Αγγλία ή η Γερμανία, τούτο ή εκείνο το χρηματιστικό κεφάλαιο πρέπει να κυριαρχεί στον κόσμο[1].
Πηγή : Μαρξιστική Βιβλιοθήκη
Στο άρθρο του «Μαζική Δράση και Επανάσταση» («Neue Zeit», 1912, XXX, 2), που έθιξε το ζήτημα του κράτους, ο Πάνεκουκ χαραχτήρισε τη θέση του Κάουτσκι σαν θέση του «παθητικού ριζοσπαστισμού», σαν «θεωρία της αδρανούς αναμονής». «Ο Κάουτσκι δεν βλέπει την πορεία της επανάστασης» (σελ. 616). Τοποθετώντας μ’ αυτό τον τρόπο το ζήτημα, ο Πάνεκουκ έφτασε στο θέμα που μας ενδιαφέρει, στο θέμα των καθηκόντων της προλεταριακής επανάστασης σχετικά με το κράτος.
«Ο αγώνος του προλεταριάτου –έγραφε– δεν είναι απλά αγώνας ενάντια στην αστική τάξη για την κρατική εξουσία σαν αντικείμενο, αλλά αγώνας ενάντια στην κρατική εξουσία... Το περιεχόμενο της προλεταριακής επανάστασης είναι η εκμηδένιση και η εξάλειψη (επιλέξει: διάλυση, Auflösung) των μεσών βίας του κράτους από τα μέσα βίας του προλεταριάτου... Ο αγώνας σταματά τότε μόνον, όταν σαν τελικό αποτέλεσμα θάχει συντελεστεί η ολοκληρωτική καταστροφή της κρατικής οργάνωσης. Η οργάνωση της πλειοψηφίας θάχει τότε δείξει την υπεροχή της, καταστρέφοντας την οργάνωση της κυρίαρχης μειοψηφίας», (548).
Η διατύπωση, με την οποία ο Πάνεκουκ περιέβαλε τις σκέψεις του, πάσχει από πολύ μεγάλες ελλείψεις. Ωστόσο όμως η σκέψη του είναι καθαρή και ενδιαφέρει να δούμε πώς την αντέκρουσε ο Κάουτσκι.
«Ως τώρα –έγραφε– η αντίθεση ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες και στους αναρχικούς βρισκόταν στο ότι οι πρώτοι θέλαν να καταχτήσουν την κρατική εξουσία, ενώ οι δεύτεροι θέλαν να την καταστρέψουν. Ο Πάνεκουκ θέλει και τα δυο» (σελ. 724).
Αν η έκθεση του Πάνεκουκ πάσχει από ασάφεια και δεν είναι αρκετά συγκεκριμένη (δεν μιλάμε εδώ για τις άλλες ελλείψεις του άρθρου του, που είναι άσχετες με το θέμα που εξετάζουμε), ο Κάουτσκι πήρε ακριβώς την αρχιακή ουσία του ζητήματος, που τη σημείωνε ο Πάνεκουκ, και σ’ ένα θεμελιακό ζήτημα αρχής ο Κάουτσκι εγκατάλειψε πέρα για πέρα τη θέση του μαρξισμού και πέρασε ολοκληρωτικά στον οπορτουνισμό. Ο Κάουτσκι καθορίζει τελείως λαθεμένα τη διαφορά ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες και στους αναρχικούς, διαστρεβλώνει το μαρξισμό και τον εκχυδαΐζει οριστικά.
Η διαφορά ανάμεσα στους μαρξιστές και στους αναρχικούς βρίσκεται στο ότι (1) οι μαρξιστές, βάζοντας για σκοπό τους την ολοκληρωτική κατάργηση του κράτους, παραδέχονται πως ο σκοπός αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά την κατάργηση των τάξεων από τη σοσιαλιστική επανάσταση, σαν αποτέλεσμα της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού, που οδηγεί στην απονέκρωση του κράτους. Οι αναρχικοί θέλουν την ολοκληρωτική κατάργηση του κράτους από τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς να καταλαβαίνουν τους όρους κάτω από τους οποίους μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή η κατάργηση. (2) Οι μαρξιστές παραδέχονται πως το προλεταριάτο, αφού καταχτήσει την πολιτική εξουσία, είναι ανάγκη να καταστρέψει ολότελα την παλιά κρατική μηχανή και να την αντικαταστήσει με μια νέα, που ν’ αποτελείται από την οργάνωση των ένοπλων εργατών, σύμφωνα με το πρότυπο της Κομμούνας. Οι αναρχικοί, που τάσσονται υπέρ της καταστροφής της κρατικής μηχανής, έχουν πολύ θολή αντίληψη για το ζήτημα: με τι θα την αντικαταστήσει το προλεταριάτο και πώς θα χρησιμοποιήσει την επαναστατική εξουσία. Οι αναρχικοί αρνούνται ακόμα και τη χρησιμοποίηση της κρατικής εξουσίας από το επαναστατικό προλεταριάτο, αρνούνται την επαναστατική διχτατορία του. (3) Οι μαρξιστές ζητάνε να προετοιμάζεται το προλεταριάτο για την επανάσταση με τη χρησιμοποίηση του σημερινού κράτους. Οι αναρχικοί το αρνούνται.
Σ’ αυτή τη διαμάχη ακριβώς ο Πάνεκουκ αντιπροσωπεύει το, μαρξισμό ενάντια στον Κάουτσκι, γιατί ίσα - ίσα ο Μαρξ μας δίδαξε πως το προλεταριάτο δεν μπορεί απλά να καταχτήσει την κρατική εξουσία με την έννοια να περάσει σε νέα χέρια ο παλιός κρατικός μηχανισμός, αλλά πως πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει αυτόν το μηχανισμό, να τον αντικαταστήσει με έναν καινούριο.
Ο Κάουτσκι φεύγει από το μαρξισμό και περνάει στους οπορτουνιστές, γιατί από το έργο του εξαφανίζεται ολότελα ίσα-ίσα αυτή η καταστροφή της κρατικής μηχανής, πράγμα εντελώς απαράδεχτο για τους οπορτουνιστές, και αφήνεται σ’ αυτούς ένα παραθυράκι, που τους επιτρέπει να ερμηνεύουν την «κατάχτηση» σαν απλή απόχτηση της πλειοψηφίας.
Για να σκεπάσει τη διαστρέβλωση που κάνει στο μαρξισμό, ο Κάουτσκι ενεργεί σαν σχολαστικός: ξεφούρνισε μια «περικοπή» από τον ίδιο τον Μαρξ. Ο Μαρξ έγραφε το 1850 για την ανάγκη της «αποφασιστικής συγκέντρωσης της δύναμης στα χέρια της κρατικής εξουσίας». Κι ο Κάουτσκι ρωτάει θριαμβευτικά: Μήπως θέλει ο Πάνεκουκ να καταστρέψει το «συγκεντρωτισμό»;
Μα αυτό πια είναι καθαρή ταχυδαχτυλουργία, που μοιάζει με την μπερνσταϊνική συνταύτιση του μαρξισμού και του προυντονισμού στις απόψεις του για την ομοσπονδία αντί του συγκεντρωτισμού.
Η «περικοπή» που πήρε ο Κάουτσκι έχει τόση σχέση με την υπόθεση, όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο. Ο συγκεντρωτισμός είναι δυνατός και με την παλιά και με τη νέα κρατική μηχανή. Όταν οι εργάτες συνενώσουν εθελοντικά τις ένοπλες δυνάμεις τους, αυτό θά ’ναι συγκεντρωτισμός, θα. στηρίζεται όμως στην «ολοκληρωτική καταστροφή» του κρατικού συγκεντρωτικού μηχανισμού, του μόνιμου στρατού, της αστυνομίας, της γραφειοκρατίας. Ο Κάουτσκι φέρεται ολωσδιόλου κατεργάρικα όταν παρακάμπτει τις πολύ γνωστές απόψεις του Μαρξ και του Έγκελς για την Κομμούνα και ξεφουρνίζει μια περικοπή, που δεν έχει σχέση με το θέμα.
...«Μήπως θέλει (ο Πάνεκουκ) να καταργήσει τις κρατικές λειτουργίες των υπαλλήλων; –συνεχίζει ο Κάουτσκι– Μα δεν τα βγάζουμε πέρα χωρίς υπαλλήλους ούτε στο κόμμα, ούτε στα συνδικάτα, πόσο μάλλον στην κρατική διοίκηση. Γι’ αυτό, το πρόγραμμα μας απαιτεί όχι την κατάργηση των κρατικών υπαλλήλων, αλλά την εκλογή των άρχων από το λαό»... «Στην τωρινή μας συζήτηση δεν πρόκειται για το πώς θα διαμορφωθεί ο διοικητικός μηχανισμός του “μελλοντικού κράτους”, αλλά για το αν ο πολιτικός μας αγώνας καταργεί (επιλέξει: διαλύει, auflöst) την κρατική εξουσία προτού ακόμα την καταχτήσουμε (η υπογράμμιση είναι του Κάουτσκι). Ποιό υπουργείο θα μπορούσε να καταργηθεί μαζί με τους υπαλλήλους του;». Εδώ απαριθμούνται τα υπουργεία Παιδείας, Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Στρατιωτικών. «Όχι, κανένα από τα σημερινά υπουργεία δεν θα καταργηθεί με τον πολιτικό μας αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση... το επαναλαβαίνω για να προλάβω κάθε παρανόηση: εδώ δεν πρόκειται για τη διαμόρφωση του “μελλοντικού κράτους” από τη νικηφόρα σοσιαλδημοκρατία, αλλά για τη διαμόρφωση του σημερινού κράτους από την αντιπολίτευσή μας», (σελ. 725).
Εδώ πρόκειται για φανερή απάτη. Ο Πάνεκουκ έθετε ακριβώς το ζήτημα της επανάστασης. Αυτό λέγεται καθαρά και στον τίτλο του άρθρου του και στις περικοπές που αναφέρθηκαν. Πηδώντας στο ζήτημα της «αντιπολίτευσης», ο Κάουτσκι αντικατασταίνει ακριβώς την επαναστατική άποψη με την οπορτουνιστική. Από το συλλογισμό του βγαίνει τούτο: σήμερα αντιπολίτευση και υστέρα από την κατάχτηση της εξουσίας θα δούμε τι θα γίνει. Η επανάσταση εξαφανίζεται! Αυτό είναι ίσα - ίσα που ζητούσαν οι οπορτουνιστές.
Δεν πρόκειται ούτε για την αντιπολίτευση, ούτε και για τον πολιτικό αγώνα γενικά, αλλά ακριβώς για την επανάσταση. Η επανάσταση συνίσταται στο ότι το προλεταριάτο καταστρέφει το «μηχανισμό διοίκησης» και ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό και τον αντικατασταίνει με έναν καινούριο, που αποτελείται από ένοπλους εργάτες. Ο Κάουτσκι φανερώνει έναν «δεισιδαιμονικό σεβασμό» προς τα «υπουργεία». Μα γιατί να μην μπορούμε να τα αντικαταστήσουμε λογουχάρη με επιτροπές ειδικών δίπλα στα κυρίαρχα και παντοδύναμα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών;
Η ουσία του ζητήματος δεν είναι καθόλου αν θα μείνουν ή όχι τα «υπουργεία», αν θα υπάρχουν «επιτροπές ειδικών» ή κάποια άλλα ιδρύματα, αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Η ουσία του ζητήματος είναι αν θα διατηρηθεί η παλιά κρατική μηχανή (που χιλιάδες νήματα τη συνδέουν με την αστική τάξη και που είναι πέρα για πέρα διαποτισμένη από τη ρουτίνα και το συντηρητισμό) ή αν θα καταστραφεί και θ’ αντικατασταθεί με μια καινούρια. Η επανάσταση δεν πρέπει να συνίσταται στο ότι η καινούρια τάξη θα διοικεί, θα κυβερνά με τη βοήθεια της παλιάς κρατικής μηχανής, αλλά στο ότι πρέπει να συντρίψει αυτήν τη μηχανή και να διοικεί, να κυβερνά με την βοήθεια μιας καινούριας μηχανής, –αυτή τη βασική σκέψη του μαρξισμού ο Κάουτσκι την καταχωνιάζει ή δεν την κατάλαβε καθόλου.
Το ζήτημα που βάζει σχετικά με τους δημόσιους υπαλλήλους δείχνει παραστατικά πως δεν κατάλαβε τα διδάγματα της Κομμούνας και τη διδασκαλία του Μαρξ. «Δεν τα βγάζουμε πέρα χωρίς υπαλλήλους ούτε στο κόμμα, ούτε στα συνδικάτα»...
Δεν τα βγάζουμε πέρα χωρίς υπαλλήλους στον καπιταλισμό, κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης. Το προλεταριάτο καταπιέζεται, οι εργαζόμενες μάζες είναι υποδουλωμένες στον καπιταλισμό. Στον καπιταλισμό ο δημοκρατισμός είναι στενός, συμπιεσμένος, κουτσουρεμένος, κολοβωμένος απ’ όλες τις συνθήκες της μισθωτής δουλείας, της ανέχειας και της αθλιότητας των μαζών. Γι’ αυτόν το λόγο και μόνο γι’ αυτόν οι υπάλληλοι των πολιτικών και επαγγελματικών οργανώσεων μας διαφθείρονται (ή για να μιλήσουμε με περισσότερη ακρίβεια, έχουν την τάση να διαφθαρούν) από τις συνθήκες του καπιταλισμού και παρουσιάζουν την τάση να μετατραπούν σε γραφειοκράτες, δηλαδή σε προνομιούχα πρόσωπα, ξεκομμένα από τις μάζες, που στέκουν πάνω από τις μάζες.
Εδώ βρίσκεται η ουσία του γραφειοκρατισμού και όσο δεν θάχουν απαλλοτριωθεί οι κεφαλαιοκράτες, όσο δεν θάχει γκρεμιστεί η αστική τάξη, θα είναι αναπότρεπτη μια ορισμένη «γραφειοκρατικοποίηση» ακόμα και των προλετάριων υπαλλήλων.
Κατά τον Κάουτσκι βγαίνει τούτο: μια και θα μείνουν τα αιρετά πρόσωπα σε δημόσιες θέσεις, σημαίνει πως θα μείνουν και οι υπάλληλοι στο σοσιαλισμό, θα μείνει η γραφειοκρατία! Μα αυτό ίσα - ίσα δεν είναι σωστό. Ίσα - ίσα στο παράδειγμα της Κομμούνας ο Μαρξ έδειξε πως στο σοσιαλιστικό καθεστώς τα πρόσωπα με δημόσιες θέσεις παύουν να είναι «γραφειοκράτες», να είναι «δημόσιοι υπάλληλοι», παύουν στο μέτρο που εκτός από την αιρετότητά τους εισάγεται ακόμα και η ανακλητότητά τους σ’ οποιαδήποτε στιγμή, και ακόμα και ο περιορισμός του μισθού στο μέσο εργατικό επίπεδο μισθού, και ακόμα η αντικατάσταση των κοινοβουλευτικών οργάνων με όργανα «εργαζόμενα, εκτελεστικά και νομοθετικά ταυτόχρονα».
Στην ουσία όλη η επιχειρηματολογία του Κάουτσκι ενάντια στον Πάνεκουκ και προπάντων το μεγαλεπήβολο επιχείρημα του Κάουτσκι, πως και στις συνδικαλιστικές και στις κομματικές οργανώσεις δεν τα βγάζουμε πέρα χωρίς υπαλλήλους, δεν είναι παρά επανάληψη απόμερους του Κάουτσκι των παλιών «επιχειρημάτων» του Μπέρνσταϊν ενάντια στο μαρξισμό γενικά. Στο βιβλίο της αποστασίας του Οι Προϋποθέσεις του Σοσιαλισμού ο Μπέρνσταϊν καταπολεμάει την ιδέα της «πρωτόγονης» δημοκρατίας, καταπολεμάει αυτό που το ονομάζει «δογματικό δημοκρατισμό» –τις κατηγορηματικές εντολές, τις άμισθες δημόσιες θέσεις, την ανίσχυρη κεντρική αντιπροσώπευση κτλ. Για ν’ αποδείξει το αβάσιμο αυτού του «πρωτόγονου» δημοκρατισμού ο Μπέρνσταϊν επικαλείται την πείρα των αγγλικών Τρέιντ - Γιούνιονς, όπως την ερμηνεύει το ζεύγος Ουέμπ. Στα εβδομήντα χρόνια της εξέλιξης τους τα Τρέιντ - Γιούνιονς, που αναπτύσσονταν τάχα μέσα σε συνθήκες «πλέριας ελευθερίας» (σελ. 137 της γερμ. έκδ.), πείστηκαν ίσα - ίσα για την ακαταλληλότητα του πρωτόγονου δημοκρατισμού και τον αντικατάστησαν με το συνηθισμένο δημοκρατισμό: με τον κοινοβουλευτισμό, συνδυασμένο με τη γραφειοκρατία.
Στην πραγματικότητα τα Τρέιντ - Γιούνιονς δεν αναπτύσσονταν μέσα σε συνθήκες «πλέριας ελευθερίας», αλλά μέσα σε συνθήκες πλέριας κεφαλαιοκρατικής δουλείας, όπου φυσικά «δεν τα βγάζεις πέρα» χωρίς μια σειρά παραχωρήσεις στο κακό που βασιλεύει, στη βία, στην ψευτιά, στον αποκλεισμό της φτωχολογιάς από τις υποθέσεις της «ανώτερης» διοίκησης. Στο σοσιαλισμό πολλά από την «πρωτόγονη» δημοκρατία θα ξαναζωντανέψουν αναπόφευχτα, επειδή για πρώτη φορά στην ιστορία των πολιτισμένων κοινωνιών η μάζα του πληθυσμού θα υψωθεί ως την αυτοτελή συμμετοχή όχι μόνο στις ψηφοφορίες και στις εκλογές, μα και στην καθημερινή διακυβέρνηση. Στο σοσιαλισμό θα κυβερνούν όλοι με τη σειρά και θα συνηθίσουν γρήγορα στο να μην κυβερνά κανένας.
Ο Μαρξ με το μεγαλοφυή κριτικό του νου είδε στα πραχτικά μέτρα της Κομμούνας τη στροφή εκείνη, που τη φοβούνται και δεν θέλουν να την παραδεχτούν από δειλία οι οπορτουνιστές, γιατί δεν θέλουν να ξεκόψουν οριστικά από την αστική τάξη, και που δεν θέλουν να τη δουν οι αναρχικοί είτε από βιασύνη, είτε γιατί δεν καταλαβαίνουν τους όρους των μαζικών κοινωνικών μεταβολών γενικά. «Δεν πρέπει ούτε και να σκεφτόμαστε για καταστροφή της παλιάς κρατικές μηχανής, γιατί πώς θα τα βγάζουμε πέρα χωρίς υπουργεία και χωρίς υπαλλήλους» –έτσι σκέφτεται ο οπορτουνιστής που είναι διαποτισμένος πέρα για πέρα από το φιλισταϊσμό και που στην ουσία όχι μόνο δεν πιστεύει στην επανάσταση, στη δημιουργική δύναμη της επανάστασης, αλλά και τη φοβάται θανάσιμα (όπως την φοβούνται οι δικοί μας μενσεβίκοι και εσέροι).
«Πρέπει να σκεφτόμαστε μόνο την καταστροφή της παλιάς κρατικής μηχανής, δεν υπάρχει λόγος να βαθαίνουμε στα συγκεκριμένα διδάγματα των προηγούμενων προλεταριακών επαναστάσεων και ν’ αναλύουμε με τί και πώς θ’ αντικαταστήσουμε αυτό που καταστρέφεται» –έτσι σκέφτεται ο αναρχικός (φυσικά ο καλύτερος από τους αναρχικούς και όχι εκείνος που, ακολουθώντας τους κ. κ. Κροπότκιν και Σία, σέρνεται πίσω από την αστική τάξη). Γι’ αυτό και ο αναρχικός καταλήγει στην ταχτική της απόγνωσης κι όχι στην αμείλιχτα-τολμηρή επαναστατική δουλιά πάνω σε συγκεκριμένα προβλήματα, δουλιά που ταυτόχρονα υπολογίζει τους πραχτικούς όρους του κινήματος των μαζών.
Ο Μαρξ μας διδάσκει ν’ αποφεύγουμε και τα δυο αυτά λάθη, μας μαθαίνει να δείχνουμε απεριόριστη τόλμη στην καταστροφή όλης της παλιάς κρατικής μηχανής και ταυτόχρονα μας μαθαίνει να θέτουμε το ζήτημα συγκεκριμένα: η Κομμούνα μπόρεσε μέσα σε λίγες εβδομάδες να αρχίσει να οργανώνει την καινούρια προλεταριακή, κρατική μηχανή, εφαρμόζοντας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα μέτρα που αναφέραμε για ένα μεγαλύτερο δημοκρατισμό και για το ξερίζωμα της γραφειοκρατίας. Ας διδασκόμαστε από τους κομμουνάρους την επαναστατική τόλμη, ας βλέπουμε στα πραχτικά τους μέτρα το προσχέδιο των πραχτικά επίκαιρων και άμεσα-εφαρμόσιμων μέτρων και τότε, βαδίζοντας σ’ αυτό το δρόμο, θα. φτάσουμε στην ολοκληρωτική καταστροφή του γραφειοκρατισμού.
Η δυνατότητα μιας τέτιας καταστροφής είναι εξασφαλισμένη, γιατί ο σοσιαλισμός θα ελαττώσει την εργάσιμη ήμερα, θ’ ανεβάσει τις μάζες σε μια νέα ζωή, θα δημιουργήσει για την πλειοψηφία του πληθυσμού όρους που θα επιτρέπουν σ’ όλους δίχως εξαίρεση να εκπληρώνουν τις «κρατικές λειτουργίες», και τούτο θα οδηγεί στην ολοκληρωτική απονέκρωση κάθε κράτους γενικά.
«...Το καθήκον της μαζικής απεργίας –συνεχίζει ο Κάουτσκι– δεν μπορεί ποτέ να είναι να καταστρέψει την κρατική εξουσία, αλλά μονάχα να κάνει την κυβέρνηση να υποχωρήσει σ’ ένα συγκεκριμένο ζήτημα, ή ν’ αντικαταστήσει την κυβέρνηση που είναι εχθρική προς το προλεταριάτο με μια κυβέρνηση ευμενή (entgegenkommende) προς το προλεταριάτο... Μα ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί αυτό» (δηλ. η νίκη του προλεταριάτου ενάντια στην εχθρική κυβέρνηση) «να οδηγήσει στην καταστροφή της κρατικής εξουσίας, αλλά σε μια μετατόπιση (Verschiebung) του συσχετισμού των δυνάμεων μέσα στην κρατική εξουσία... Και ο σκοπός του πολιτικού μας αγώνα παραμένει στην περίπτωση αυτή ο ίδιος που ήταν ως τώρα: κατάχτηση της κρατικής εξουσίας με την κατάχτηση της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο και ανύψωση του κοινοβουλίου σε αφέντη της κυβέρνησης», (σελ. 726, 727, 732).
Αυτό πια είναι ο πιο καθαρός και πρόστυχος οπορτουνισμός, απάρνηση της επανάστασης στην πράξη με αναγνώριση της στα λόγια. Η σκέψη του Κάουτσκι δεν προχωρεί πιο πέρα από την «ευμενή προς το προλεταριάτο κυβέρνηση» –πράγμα που αποτελεί ένα βήμα πίσω, προς το φιλισταϊσμό, σε σύγκριση με το 1847, όταν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο διακήρυξε την «οργάνωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη».
Στον Κάουτσκι δεν μένει άλλο, παρά να κάνει την αγαπημένη του «ενότητα» με τους Σάιντεμαν, τους Πλεχάνοφ, τους Βαντερβέλντε, που όλοι τους είναι σύμφωνοι ν’ αγωνιστούν για μια κυβέρνηση «ευμενή προς το προλεταριάτο».
Εμείς όμως θα ξεκόψουμε απ’ αυτούς τους προδότες του σοσιαλισμού και θα παλεύουμε για την καταστροφή όλης της παλιάς κρατικής μηχανής, έτσι που το ίδιο το ένοπλο προλεταριάτο να είναι η κυβέρνηση. Εδώ πρόκειται για «δυο μεγάλες διαφορές».
Στον Κάουτσκι δεν μένει άλλο, παρά η ευχάριστη παρέα με τους Λέγκιεν και Ντάβιντ, τους Πλεχάνοφ, Ποτρέσοφ, Τσερετέλι και Τσερνόφ, που είναι απόλυτα σύμφωνοι να παλαίψουν για τη «μετατόπιση του συσχετισμού των δυνάμεων μέσα στην κρατική εξουσία», για την «κατάχτηση της πλειοψηφίας μέσα στο κοινοβούλιο και για την παντοδυναμία της βουλής πάνω στην κυβέρνηση» –ευγενικότατος σκοπός, όπου όλα είναι δεχτά για τους οπορτουνιστές, όλα μένουν μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Εμείς όμως θα ξεκόψουμε από τους οπορτουνιστές· και όλο το συνειδητό προλεταριάτο θα είναι μαζί μας στον αγώνα όχι για τη «μετατόπιση του συσχετισμού των δυνάμεων», αλλά για το γκρέμισμα της αστικής τάξης, για την καταστροφή του αστικού κοινοβουλευτισμού, για τη λαοκρατική δημοκρατία τύπου Κομμούνας ή για τη δημοκρατία των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών, για την επαναστατική διχτατορία τού προλεταριάτου.
Παίρνοντας υπόψη αυτό το γεγονός, έχουμε το δικαίωμα να συμπεράνουμε ότι η Δεύτερη Διεθνής στην καταπληκτική πλειοψηφία των επίσημων εκπροσώπων της κατρακύλησε ολοκληρωτικά στον οπορτουνισμό. Η πείρα της Κομμούνας όχι μόνο ξεχάστηκε, μα και διαστρεβλώθηκε. Όχι μόνο δεν ενσταλάχτηκε στις εργατικές μάζες η ιδέα ότι ζυγώνει ο καιρός που θα πρέπει να εξορμήσουν και να συντρίψουν την παλιά κρατική μηχανή, αντικαθιστώντας την με μια καινούρια και μετατρέποντας έτσι την πολιτική τους κυριαρχία σε θεμέλιο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, μα καλλιεργούνταν στις μάζες ακριβώς το αντίθετο, και η «κατάχτηση της εξουσίας» παρουσιαζόταν με τέτιον τρόπο, που έμεναν χιλιάδες παραθυράκια στον οπορτουνισμό.
Η διαστρέβλωση και η αποσιώπηση του ζητήματος της σχέσης της προλεταριακής επανάστασης προς το κράτος δεν μπορούσε να μην παίξει τεράστιο ρόλο τον καιρό που τα κράτη, με ενισχυμένο, εξαιτίας του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, το στρατιωτικό τους μηχανισμό, μετατράπηκαν σε πολεμικά τέρατα, που εξοντώνουν εκατομμύρια ανθρώπους για να δόσουν μια λύση στον καυγά ποιος απ’ τους δυο, η Αγγλία ή η Γερμανία, τούτο ή εκείνο το χρηματιστικό κεφάλαιο πρέπει να κυριαρχεί στον κόσμο[1].
Πηγή : Μαρξιστική Βιβλιοθήκη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.
2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια
3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.