Η λειτουργία του Traverso Rossa, μεταφέρεται σταδιακά στο νέο site,

# Marxism.

Ωστόσο, το υπάρχον blog και το υλικό που περιέχει, θα παραμείνουν προσβάσιμα.



11 Απριλίου 2012

Αριστερός Εγελιανισμός???


Πηγή : Τάξεις και Ηθική

Οι υπογραμμίσεις δικές μου.


Θα προσπαθήσω να δείξω μερικές πολιτικές επιπτώσεις μιας (παρ)ανάγνωσης του Χέγκελ, στον οποίο για πολλές δεκαετίες συμπεριφέρθηκαν σαν ''ψόφιο σκυλί'' (όπως έλεγε κάποτε ο Μάρξ για τον γερο-Σπινόζα).

PART 1

''Το Πράγμα αναδύεται από το θεμέλιο. Αυτό δεν θεμελιώνεται ή δεν τίθεται δια του θεμελίου με τρόπο που το τελευταίο να παρέμεινε κάτω [ως ένα υπόστρωμα]. Απεναντίας, το θέτειν είναι η κίνηση-εξόδου του θεμελίου προς τον ίδιο τον εαυτό του και ο απλός εξαφανισμός αυτού του ίδιου. Το θεμέλιο προσλαμβάνει, μέσω της ενοποίησης με τις συνθήκες, την εξωτερική αμεσότητα και το στοιχείο του Είναι. Αλλά δεν την προσλαμβάνει ως κάτι εξωτερικό, ούτε μέσω ενός εξωτερικού σχετισμού. Αντίθετα, ως θεμέλιο, αυτό γίνεται τεθειμένο-Είναι, η απλή του ουσιαστικότητα ενοποιείται, μέσα στο τεθειμένο-Είναι, με τον εαυτό του και είναι, μέσα σε τούτο το αναιρείν του ίδιου του εαυτού, η πράξη εξαφάνισης της διαφοράς του (σ.σ εννοεί του θεμελίου) από το τεθειμένο-Είναι του. Έτσι [είναι] απλή ουσιώδης αμεσότητα. Το θεμέλιο, λοιπόν, δεν μένει πίσω σαν κάτι διαφορετικό από το θεμελιωμένο, αλλά η αλήθεια του θεμελιώνειν είναι πως το θεμέλιο εδώ μέσα ενοποιείται με τον ίδιο του τον εαυτό, έτσι που η ανασκόπησή του εντός άλλου να είναι η ανασκόπηση εντός εαυτού. Το Πράγμα, με τον ίδιο τρόπο που είναι το Απόλυτο [=το μη υποκείμενο σε συνθήκες], εξίσου είναι επίσης αυτό που στερείται θεμελίου, και αναδύεται από το θεμέλιο μόνο στο μέτρο που αυτό [το θεμέλιο] έχει πέσει στο βάραθρο και έπαψε να είναι θεμέλιο. [Έτσι το Πράγμα αναδύεται] από αυτό που δεν έχει θεμέλιο, δηλ. από την ιδιαίτερη ουσιαστική αρνητικότητα ή την καθαρή μορφή.
Αυτή η διαμεσολαβημένη από το θεμέλιο και συνθήκη αμεσότητα και ταυτή με τον εαυτό της μέσα από την αναίρεση της διαμεσοάβησης είναι η ύπαρξη'' (1).


''Η διαμεσολάβηση μέσω του θεμελίου αυτοαναιρείται, αλλά δεν αφήνει το θεμέλιο κάτω [=ως υπόστρωμα], έτσι που το εκπορευόμενο από αυτό να ήταν ένα τεθειμένο, το οποίο θα είχε την ουσία του άλλου, δηλ. μέσα στο θεμέλιο. Απεναντίας, το θεμέλιο τούτο είναι, καθότι άβυσσος, η διαμεσολάβηση που εξαφανίστηκε. Και αντίστροφα, είναι μόνο η εξαφανισθείσα διαμεσολάβηση που συγχρόνως είναι θεμέλιο, και είναι μόνο μέσω τούτης της άρνησης που είναι ίσο με τον εαυτό του και άμεσο.
Η ύπαρξη, λοιπόν, δεν πρέπει να λαμβάνεται εδώ ως ένα κατηγόρημα ή ως προσδιορισμός της ουσίας, μια πρόταση η οποία θα μπορούσε να διατυπωθεί [ως εξής]: η ουσία υπάρχει ή έχει ύπαρξη-αλλά η ουσία έχει μεταβεί μέσα στην ύπαρξη. Η ύπαρξη είναι η απόλυτη εξωτερίκευσή της, και τούτη [η ουσία] δεν έμεινε πίσω σε μια απώτερη πλευρά εκείνης. Η πρόταση, επομένως, θα μπορούσε να διατυπωθεί [έτσι]: η ουσία είναι η ύπαρξη. Αυτή δεν είναι διαφοροποιημένη από την ύπαρξή της-Η ουσία έχει μεταβεί μέσα στην ύπαρξη, κατά το μέτρο που η ουσία, ως θεμέλιο, δεν διαφοροποιείται πλέον από τον εαυτό της ως το θεμελιωμένο, ή [κατά το μέτρο που] εκείνο το θεμέλιο έχει αναιρεθεί. Αλλά τούτη η άρνηση είναι εξίσου ουσιαστικά η θέση της, ή απόλυτα θετική συνέχεια με τον εαυτό της...''(2).

''Ακριβώς επειδή η μορφή είναι τόσο ουσιώδης για την ουσία, όσο είναι και η τελευταία ως προς τον ίδιο τον εαυτό της, η [θεία] ουσία δεν πρέπει να νοείται και να εκφράζεται απλώς σαν ουσία, δηλαδή σαν άμεση υπόσταση ή σαν καθαρή αυτοεποπτεία του θείου, αλλά εξίσου σαν μορφή και μέσα σ'όλο τον πλούτο της ανεπτυγμένης μορφής. Έτσι μόνο συλλαμβάνεται και εκφράζεται ως πραγματικότητα''(3).

''Το Φαινόμενο είναι...κατεξοχήν η ουσία μέσα στην ύπαρξή της''(4).

Η ουσία μεταβαίνει στην ύπαρξη όταν αυτοαναιρείται απόλυτα, όταν βγαίνει απολύτως έξω από τον εαυτό της, βυθιζόμενη στην (χωροχρονική) αμεσότητα του Είναι. Η ύπαρξη για τον Χέγκελ είναι λογικά και οντολογικά ανώτερη κατηγορία από την ουσία-θεμέλιο. Η οξυμμένη έως τα άκρα της σχέση ουσίας/θεμελίου και συνθηκών οδηγεί στην αναίρεση και των δύο πόλων ως απολύτως αλληλοπρουποτιθέμενων και στην ανάδυση της Ύπαρξης. Αυτό που μένει από την ουσία δεν είναι ένα ''υπόστρωμα'', η ουσία σαν κατακάθι μέσα στην ύπαρξη. Ο Χέγκελ επιστρέφει από την ύπαρξη στην ουσία για να δει την τελευταία να εκδηλώνεται μέσα στην πρώτη, έτσι που η ύπαρξη είναι φαινόμενο της ουσίας. Όχι απλό φαινόμενο όμως ως απλό ψεύδος, έναντι μιας απολύτως αληθούς και αυτάρκους ουσίας (όπως έγραψαν τόσοι και τόσοι, μεταξύ άλλων και ο...κακός αναλυτής του Χέγκελ, Λουί Αλτουσέρ). Η ύπαρξη είναι το εμφαίνεσθαι της ουσίας μέσα στον εαυτό της σε ένα γίγνεσθαι που οδηγεί στην άβυσσο και από εκεί κατευθείαν στην ύπαρξη.
Η κίνηση ουσία->ύπαρξη, ύπαρξη->ουσία->ύπαρξη είναι μια κίνηση της ουσίας που αδιάκοπα, άπειρα τρεμοσβήνει μέσα στην ύπαρξη ή της ύπαρξης που αδιάκοπα, άπειρα βρίσκεται εμμενής, ριγμένη στο Είναι. Η ουσία διαρκώς αποσύρεται, είναι παρούσα-απούσα.

Η ιδέα αυτή προσφάτως επαναφέρεται στο προσκήνιο, κόντρα σε κάθε κριτική περί ουσιοκρατίας. Άλλωστε ο Μάρξ σε μια αποστροφή του λόγου του είπε πως θα δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης οι επιστήμες, αν τα φαινόμενα συνέπιπταν με την ουσία των όντων. Με την ουσία όμως να τρεμοσβήνει κάθε στιγμή μέσα στην ύπαρξη, τρεμοσβήνει και η διάκριση επιφάνειας-βάθους, και η καταβαράθρωση της ουσίας με ''την απόλυτη εξωτερίκευσή της στην ύπαρξη'' σημαίνει κάθε στιγμή την ίδια την καταβαράθρωση του βαράθρου.

Η μετατόπιση της λογικής ανάλυσης του Χέγκελ από την ουσία στην ύπαρξη, και πάλι πίσω στην ουσία, και πάλι στην ύπαρξη, είναι μια πραγματική μετατόπιση, εντόπιση, ή δημιουργία άλλου τόπου. Υπάρχει σίγουρα εδώ ένα ζήτημα χώρου, αλλά πρώτιστα χρόνου. Η Ουσία (Wesen), και ως γραμματολογικός τύπος, επισημαίνει ο Χέγκελ, σχετίζεται με το παρελθόν. Όταν η ουσία καταβαραθρώνεται και μεταβαίνει στην ύπαρξη απολύτως εξωτερικευόμενη από τον εαυτό της, τί είναι για την ύπαρξη? Μια ιστορία, μια ανάμνηση. Ακριβώς το ίδιο είναι η ουσία και για τον αναγνώστη του κειμένου, όταν φτάνει στην κατηγορία της ύπαρξης. Μοιάζει δηλαδή να συμπίπτει η πορεία της ανάγνωσης και της παρουσίασης των λογικών κατηγοριών με μια πραγματική κίνηση. Από την ουσία προς την ύπαρξη δημιουργείται χρόνος, η μετάβαση στην ύπαρξη αφήνει ένα παρελθόν πίσω της, που είναι η ουσία. Και η ουσία μέσα στην ύπαρξη είναι ένα ίχνος του παρελθόντος μέσα στο παρόν της ανάγνωσης. Αλλά το μέλλον της ουσίας ήταν αυτή η απόλυτη αυτοαναίρεσή της. Και κάθε στιγμή που την βλέπουμε να λάμπει μέσα στην ύπαρξη, το άμεσο μέλλον της είναι ένα απότομο σβήσιμο, και μετά ξανά αναλαμπή, και μετά ξανά σβήσιμο.

Τελικά μέσα στην ύπαρξη έχουμε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η ύπαρξη αυτή είναι ιστορική ύπαρξη, ανοιχτή προς το παρελθόν της και προς το μέλλον της. Ακόμα και ως λογική κατηγορία, η ύπαρξη έχει μια ιστορία της οποίας είναι το επιστέγασμα, το στιγμιαίο σταμάτημα της ροής, και η ροή θα συνεχιστεί. ''Ανοιχτή'' ενότητα συνέχειας και ασυνέχειας, ισορρόπηση ''...απόχρωση (''στιγμή'') ιδιαιτερότητας. Διακοπή του βαθμιαίου. Στιγμή εξομάλυνσης των αντιφάσεων. Διακοπή του συνεχούς-άτομο, μονάδα...Η μονάδα και η συνέχεια είναι αντιθέσεις''.(5)

Ας κρατήσουμε λοιπόν από όλα αυτά ότι ήδη, με μια ορισμένη ανάγνωση του Χέγκελ (την κατάλληλη, κατά την ταπεινή μου γνώμη), προκύπτει ότι η μορφή-ύπαρξη είναι ''τόσο ουσιώδης για την ουσία όσο είναι η ίδια για τον εαυτό της'', και ότι η ύπαρξη είναι ένα ον ανοιχτό στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.



PART 2

Aς δούμε τώρα μερικά θέματα στα οποία μπορούν να ''εφαρμοστούν'' (παλιά παραδοσιακή φράση) τα παραπάνω:

1) Καπιταλιστική κρίση.

2) Βάση και Εποικοδόμημα

3) Μαρξική θεωρία της αξίας και φετιχισμός του εμπορεύματος


1) Είχαμε κάνει παλιά μια κουβέντα εδώ και μετά στο ''sequel''. Το πρώτο σχόλιο του Γ.Κακαρίνου με εκφράζει απόλυτα. Το θέμα, πέρα από την συγκεκριμένη ''πολεμική'' που ασκήθηκε, είναι αν σε κάθε κρίση του καπιταλισμού το ουσιώδες γνώρισμα είναι πχ ότι πάντα πρόκειται για ''κρίση υπερσυσσώρευσης'' του κεφαλαίου. Αρκεί μια αμετακίνητη αλήθεια να αποδώσει πραγματικά την ουσία της κρίσης (κάνοντας μια σαφή διάκριση ανάμεσα στην παντοτινή ουσία των καπιταλιστικών κρίσεων και στην μορφή της τοπικής και συγκυριακής τους εκδήλωσης) ?

Το ίδιο θέμα ανακύπτει όταν πχ ισχυρίζεται κανείς ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι το πραγματικό ζήτημα, γιατί ο ''πραγματικός πλούτος'' παράγεται στην ''πραγματική οικονομία''. Πράγματι, η παραγωγή ''απτών'' εμπορευμάτων, καταναλωτικών αγαθών πρώτης ανάγκης, παραγωγή μέσων παραγωγής κ.α, είναι με βάση την μαρξιστική ανάλυση πυλώνας κάθε εθνικής οικονομίας (και η αποβιομηχάνιση της Ελλάδας μέσα στην Ε.Ε συνέβαλε στο ξερίζωμα μιας κάποτε αξιοπρεπούς παραγωγικής βάσης). Όμως το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ουσιώδες, και αυτό αποδεικνύεται πολλαπλώς. Είναι τουλάχιστον απαραίτητος όρος, συνθήκη της γονιμοποίησης της παραγωγικής βάσης-θεμελίου σε ύπαρξη. Και αυτό, όπως είδαμε, σημαίνει αλληλοουσίωση του θεμελίου και της συνθήκης μέχρι την αναίρεσή τους και ανάδυση της ενιαίας ύπαρξης.
Αυτό δεν σημαίνει πως η ''ουσία'' και το ''θεμέλιο'' στον Χέγκελ δεν διατηρούν κάποια ''παραπάνω'' δυναμική. Η ουσία ασκεί έλξεις και απωθήσεις, και αυτή είναι που εξωτερικεύεται απόλυτα εσωτερικεύοντας απόλυτα τις συνθήκες-όρους της. Εφόσον διατηρήσουμε μια ιδέα βάσης και εποικοδομήματος (εν προκειμένου, εντός της σφαίρας της οικονομίας), μπορούμε να θεωρήσουμε την ορμή της διαμεσολάβησης προερχόμενη από την ''βάση'', με έναν ασύμμετρο σε σχέση με το ''εποικοδόμημα'' τρόπο. Δεν είναι λίγοι από τους μαρξιστές που περιγράφουν την σημερινή δομή του οικονομικού συστήματος ως πυραμιδωτή: βάση (''πραγματική'' οικονομία με πολλά εισαγωγικά), στην μεσαία στοιβάδα το (χρηματο)πιστωτικό σύστημα, στην ανώτερη η ''χρηματιστικοποιημένη'' οικονομία (''εικονική'' οικονομία, η πλέον επιθετική μορφή του κεφαλαίου). Αλλά αυτή η στρωματοποίηση δοκιμάζει τα όρια της ίδιας της διάκρισης ''πραγματικού''-''εικονικού'', που γενικά, ειδικά όσον αφορά την οικονομία, σωστά επισημαίνεται από κάποιους ότι είναι λανθασμένη.


2) Μίλησα προηγουμένως και παράπλευρα για βάση και εποικοδόμημα. Κάποιες παλιές σκέψεις υπάρχουν εδώ. Η αλήθεια είναι ότι καταλαβαίνω το τοπολογικό αυτό σχήμα του Μάρξ με όρους θεμελίου-θεμελιωμένου και συνθηκών-όρων. Για την οικονομική βάση ο Μάρξ χρησιμοποιεί στον περίφημο πρόλογο της ''Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας'' τρεις όρους εναλλακτικά: Basis, Grundlage, Struktur. Ο καθένας ανάλογα με την θεωρητική του σκοπιμότητα διάλεξε έναν και τον μονιμοποίησε στην δική του ανάγνωση του μαρξικού έργου. Το Basis προσφέρθηκε για τις λιγότερες δυνατές παρανοήσεις. To Struktur έγινε ''υποδομή'' και εν πολλοίς επικράτησε. Ως όρος ευνόησε και το πάντρεμα μαρξισμού και ''σπινοζικού δομισμού'' που επιχείρησε ο Λ.Αλτουσέρ. Το Grundlage σημαίνει ''βάση'' ή ''θεμελίωση'' και αντιδιαστέλλεται με τον Grund με την έννοια ότι το τελευταίο σημαίνει τον λόγο, την αιτία (στην ελληνική μετάφραση του Χέγκελ από τον Δ.Τζωρτζόπουλο μεταφράζεται ως θεμέλιο, και μου φαίνεται καλύτερη αυτή η εκδοχή για διάφορους λόγους).
Αυτό που ήθελα να γίνει φανερό είναι πως το part 1 του παρόντος ασχολήθηκε με ένα θέμα το οποίο σχετίζεται άμεσα και με το ζήτημα της ''βάσης'' και του ''εποικοδομήματος''. Κλείνω λέγοντας πως η ''απούσα δομή'' ή ''απούσα δομική αιτιότητα'' του Λ.Αλτουσέρ δεν βλέπω να έχει κανένα πλεονέκτημα έναντι μιας παρούσας-απούσας/αποσυρόμενης ουσίας. Αντίθετα θεωρώ πως ο δρόμος του δομισμού δημιουργεί πολλά προβλήματα. Φυσικά η εγελιανή ''ουσία'' δεν είναι απλώς αυτό που περιέγραψα, σημαδεύεται και από έναν διπολισμό που έχει προηγηθεί (διαλεκτική αντίθεση), αλλά αυτό δεν θα με απασχολήσει εδώ.


3) Δεδομένου ότι η σχέση ουσίας/θεμελίου και συνθηκών-Είναι αφορά την θεμελιώδη αντίθεση εσωτερικού-εξωτερικού, πιστεύω ότι βάσει των παραπάνω αποσπασμάτων του Χέγκελ, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα ή ευκολότερα τις μεγάλες που έχουν παιχτεί και παίζονται ακόμα πάνω στα σύνορα του εσωτερικού-εξωτερικού, κυριολεκτικά στα χαρακώματα. Το θέμα αυτό όμως ίσως αποτελέσει αντικείμενο επόμενης ανάρτησης.
Όσον αφορά το ζήτημα της αξίας, και δεδομένου ότι ρητά και διακηρυγμένα η σχέση αξίας-χρηματικής τιμής είναι μια σχέση ουσίας-μορφής (και μάλιστα, ολικής ή ανεπτυγμένης μορφής, η τέταρτη μορφή της αξίας στο ''Κεφάλαιο''στον πρώτο τόμο), νομίζω πως τα αποσπάσματα του Χέγκελ, με την διαλεκτική στα καλύτερά της, είναι αποκαλυπτικά. Είναι ξεκάθαρο πως η ουσία δεν διατηρείται σαν υπόστρωμα αποκρυσταλλώματος μιας ποσότητας-χρόνου εργασίας, που σαν κατακάθι θα καθόταν κάπου ''μέσα'' στην χρηματική τιμή/μορφή και ''ύπαρξη'' της ''αξίας''. Η ουσία ''πέφτει στο βάραθρο'' όταν μεταβαίνει στην ύπαρξη, αλλιώς δεν υπάρχει διαλεκτική. Και αμέσως μετά επιστρέφει, καθώς εκφαίνεται μέσα στον εαυτό της δηλαδή φαίνεται, υπάρχει. Και μετά ξανά πίσω στην άβυσσο. Αυτό κατά την γνώμη μου σημαίνει ότι η μόνη δυνατή υπεράσπιση της έννοιας της αξίας που πρέπει να ακολουθούμε όσοι αναφερόμαστε σε αυτήν, είναι εκείνη που προσπαθεί να αποτινάξει κάθε έννοια δυνητικά μετρήσιμης δια του χρόνου ποσότητας εργασίας, έναντι μιας έννοιας της ''αφηρημένης ανθρώπινης κοινωνικής εργασίας''. Για αυτό ο φετιχισμός του εμπορεύματος καθίσταται μια σύλληψη καθοριστικής σημασίας, πράγμα που δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει ο Λ.Αλτουσέρ, αλλά το κατάλαβε καλά ο Ζάκ Ρανσιέρ. Ο φετιχισμός του εμπορεύματος είναι η αναλαμπή της ουσίας-αξίας ως κοινωνικής διάστασης του εμπορεύματος (και όχι άμεσα αριθμήσιμης) στον πραγματικό-υπαρκτό κόσμο. Ο φετιχισμός και η πραγμοποίηση όμως είναι οριακά μια κοινωνική πραγματικότητα, και εδώ το οριακά πρέπει να εκληφθεί με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Όπως οριακά η ουσία-αξία εκδηλώνεται με κάποια ορισμένη προσδιοριστικότητα και ύστερα αποσύρεται στον σκοτεινό άπειρο μη-τόπο του Είναι, έτσι και ο νόμος της αξίας ως κοινωνική υλική και συμβολική, πρακτική διαμεσολάβηση των ατομικών εργασιών από την κοινωνική τους συνισταμένη, δεν είναι ένας Νόμος ακατάλυτος (αλλιώς δεν θα είχε νόημα να συζητάμε τίποτα).
Αυτό δεν σημαίνει πως η κατηγορία της ποσότητας/μεγέθους της αξίας ως χρόνου αφηρημένης εργασίας είναι χωρίς νόημα. Μακριά από μια λογιστική της μεταχείριση, σημαίνει και αυτή πολλά.

Για να συνοψίζω λοιπόν, την βασική θέση του κειμένου, αν ο άνθρωπος είναι το συμπύκνωμα των κοινωνικών του σχέσεων (Κ.Μάρξ), δηλαδή η ουσία της ύπαρξής του είναι οι κοινωνικές του σχέσεις, αυτό σημαίνει ότι το κοινωνικο-Ιστορικό Είναι, το οποίο σε μια διαλεκτικής κοπής εξέταση θα ήταν αρχική εξωτερικό με την ουσία-θεμέλιο του ανθρώπου (και αυτή θα υπήρχε υπεριστορικά, ως κάτι Απόλυτο δηλαδή ανεξάρτητο από τις συνθήκες), αυτό το κοινωνικο-Ιστορικό (χωροχρονικό) Είναι έρχεται σε διαλεκτική σχέση με την ουσία, και τελικά, με την απόλυτη αλληλοπρουπόθεση και αλληλοείσδυσή τους, η ουσία εξωτερικεύεται απόλυτα εσωτερικεύοντας απόλυτα το κοινωνικο-ιστορικό Είναι. Έτσι, η ανθρώπινη ύπαρξη, εν-σωματώνει τις κοινωνικο-ιστορικές σχέσεις μέσα στις οποίες συγκροτείται ο άνθρωπος.
Η ''κοινωνική ουσία'' αστράφτει μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη ως μνήμη και βιωμένη κοινωνική ύπαρξη μέσα στο κοινωνικοιστορικό πεδίο. Έτσι ο άνθρωπος καθορίζεται από τις ιστορικές συνθήκες, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να τις υπερβεί ''φτιάχνοντας ο ίδιος την ιστορία του'', αφού η ύπαρξη δεν είναι ένα απλό φαινόμενο της ουσίας, αλλά μια διαρκής κίνηση εμφάνειας όσο και απόσυρσής της, κίνηση παλινδρομική και απεριόριστη. Αυτή η ενσωματωμένη δομή, μέσα στον άνθρωπο, του κοινωνικού κόσμου, έχει κάποια σχέση με το habitus του Μπουρντιέ, το έργο του οποίο διαπερνάται από την ένταση ανάμεσα στον απόλυτο και τον σχετικό καθορισμό των πρακτόρων (agents) από αυτό, αλλά και με την αλτουσεριανή ιδεολογία ως μη συνειδητοποιημένη, φαντασιακή, πρακτική σχέση του ανθρώπου με τις πραγματικές-υλικές συνθήκες ύπαρξής του.
Η άποψη αυτή προυποθέτει όμως ένα αναλυτικό ξεκίνημα από τον άνθρωπο ως άτομο, πράγμα πολύ αμφίβολο, ακόμη και αν ο ίδιος ο Μάρξ είχε την ιδέα αυτή, ότι ουσία του ανθρώπου είναι οι κοινωνικές του σχέσεις.
Κατά έναν ''παρόμοιο'' τρόπο το εμπορό-σωμα (όρος του Μάρξ) ενσωματώνει, ως παρηγμένη κοινωνικο-ιστορική διάστασή του, την κοινωνικά αναγκαία, αφηρημένη ανθρώπινη εργασία σαν ''αξία'' του, που ενέχεται ως ''μνήμη'', ''παρελθόν'' και πληροφορία στην ανταλλακτική ύπαρξή του.


Η παραπάνω εκδοχή είναι μια καθαρά ιδιοσυγκρασιακή ανάγνωση, αν και πιστεύω πως αποτελεί μια δυνατή μη ''ιδεαλιστική'' ανάγνωση της ''ουσίας'' του Χέγκελ. Από άλλον δρόμο, βλ. ενδεικτικά εδώ και εδώ εδώ.

Η αυτοκίνηση της ουσίας είναι μια διαρκής διαδικασία, ένα γίγνεσθαι μέσα στο οποίο η ουσία αυτο-τίθεται για να αρνηθεί τον εαυτό τους, αυτοπροσδιορίζεται δηλαδή μορφικά για να αρνηθεί τον προσδιορισμό της. Αυτή η κίνηση μας οδηγεί σε ένα βάθεμα της διαμεσολάβησης της διαμεσολάβησης μέχρι τα έσχατα όριά της, όπου η αρνητική διαμεσολάβηση θέτει τον εαυτό της ως θετικότητα για να τον αρνηθεί. Η κίνηση αυτή ολοκληρώνεται με την απόλυτη αναίρεση της διαμεσολάβησης και την ανάδυση μιας αμεσότητας, της άμεσης ύπαρξης, ως σύμπτωμα της υπερδιαμεσολάβησης-αυτοαφανισμού της διαμεσολάβησης (βλ και εδώ).

Δεν τέθηκαν ένα σωρό σημαντικά ζητήματα, για τα οποία θα πω κάποια γνώμη σε καμιά επόμενη ανάρτηση.


Ευχαριστώ τους άμεσους υποστηρικτές για την στήριξη και τα ερεθίσματα που μου δίνουν.

Χαιρετίζω όλους τους συντρόφους, και ελπίζω πρωτοβουλίες σαν αυτές των συντρόφων του Praxis να πληθύνουν σύντομα.


Υ.Ρ: Όχι όχι, δεν ξεχνάω την καθημερινότητα. Αυτήν σκέφτομαι.



(1) Γκέοργκ Χέγκελ, ''Η διδασκαλία περί της Ουσίας'', σελ 225-226. Από ''Επιστήμη της Λογικής [Η Μεγάλη Λογική]-Πρώτος Τόμος, Δεύτερο Βιβλίο''. Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημήτρη Τζωρτζόπουλου, εκδόσεις Δωδώνη.
(2) Οπ.π., σελ 234-235.
(3) Γκέοργκ Χέγκελ, ''Φαινομενολογία του Πνεύματος'', Πρόλογος, παρ. 19, σελ 140, Τόμος Πρώτος. Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημήτρη Τζωρτζόπουλου, εκδόσεις Δωδώνη.
(4) Β.Ι.Λένιν, ''Φιλοσοφικά Τετράδια'', Άπαντα, τόμος 29, σελ 135. Εδώ ο Λένιν παραθέτει το συγκεκριμένο απόσπασμα από την ''Επιστημή της Λογικής-Διδασκαλία περί της Ουσίας'' του Χέγκελ.
(5) Οπ.π., σελ 238.
(6) ''...Αυτή η ανταλλαγή ισοδυνάμων γίνεται στην επιφάνεια, δεν αποτελεί παρά την επιφάνεια μιας παραγωγής που βασίζεται στην ιδιοποίηση ξένης εργασίας χωρίς ανταλλαγή, αλλά με την επίφαση της ανταλλαγής. Αυτό το σύστημα ανταλλαγής (σ.σ η κυκλοφορία των εμπορευμάτων), έχει σαν βάση του το κεφάλαιο. Κι αν εξεταστεί-όπως παρουσιάζεται επιφανειακά το ίδιο-σαν αυτοτελές σύστημα, χωριστά από το κεφάλαιο, τότε δεν είναι παρά επίφαση, επίφαση όμως αναγκαία'', Κ.Μάρξ, ''Grundrisse'', τόμος 2, σελ 384-385, εκδόσεις Στοχαστής. Ο όρος ''επίφαση'' πρέπει να εννοεί την ''Εμφάνεια'' (Schein), σημειώνεται και από τον Λένιν στα ''Φιλοσοφικά Τετράδια'' μια παράθεση του Χέγκελ, ότι ''Το Φαινόμενο είναι..η ενότητα της επίφασης και της ύπαρξης'' (Άπαντα, τόμος 29,σελ 135).

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.

2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια

3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.