Με την ανεργία των νέων να αγγίζει το 50% στην Ισπανία και την Ελλάδα, μήπως πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι μια γενιά θυσιάζεται για τη σωτηρία ενός ενιαίου νομίσματος που περιλαμβάνει τόσο διαφορετικές χώρες ώστε να μην είναι βιώσιμο; Και να αναρωτηθούμε αν πράγματι εξυπηρετεί τον στόχο της μεγιστοποίησης της οικονομικής ολοκλήρωσης η συμμετοχή κι άλλων κρατών στο ευρώ, δίχως υποχρεωτικά να επιτυγχάνεται η πλήρης πολιτική ένωση;
Τα καλά νέα είναι πως η οικονομική έρευνα έχει να μας πει μερικά πράγματα περί το αν η Ευρώπη θα έπρεπε να έχει ενιαίο νόμισμα. Τα κακά νέα είναι πως γίνεται όλο και πιο σαφές ότι, τουλάχιστον για τις μεγάλες χώρες, οι νομισματικές ζώνες είναι άκρως ασταθείς αν δεν συμπίπτουν με τα εθνικά σύνορα. Μια νομισματική ένωση χρειάζεται κατ’ ελάχιστον μια συνομοσπονδία με πολύ πιο συγκεντρωτικές εξουσίες φορολόγησης και άλλων πολιτικών απ’ αυτή που έχουν ή οραματίζονται οι Ευρωπαίοι ηγέτες για την Ευρωζώνη.
Με ποια προϋπόθεση θεώρησε ο βραβευμένος με Νόμπελ Ρόμπερτ Μάντελ το 1961 ότι τα εθνικά και τα νομισματικά σύνορα δεν θα έπρεπε υποχρεωτικά να συμπίπτουν; Στο προκλητικό άρθρο του με την τίτλο ‘Μια θεωρία των βέλτιστων νομισματικών περιοχών’ που δημοσιεύτηκε τότε στο περιοδικό American Economic Review ο Μάντελ υποστήριξε ότι εφόσον οι εργαζόμενοι μπορούν να μετακινούνται μέσα σε μια νομισματική περιοχή για να βρίσκουν θέσεις εργασίας, η περιοχή θα μπορούσε να παραιτηθεί από τον εξισορροπιστικό μηχανισμό της προσαρμογής των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ο Μάντελ απέδωσε εύσημα στον Τζέιμς Μιντ – που κέρδισε επίσης το Νόμπελ πολλά χρόνια μετά – επειδή είχε αναγνωρίσει τη σημασία της κινητικότητας της εργασίας στις πρώιμες μελέτες του αλλά παράλληλα του άσκησε κριτική επειδή είχε εφαρμόσει την ιδέα αυτή πολύ αυστηρά, ιδίως στο πλαίσιο της εν τω γίγνεσθαι ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ο Μάντελ δεν απέδωσε καμία έμφαση στις χρηματοπιστωτικές κρίσεις αλλά προφανώς σήμερα η κινητικότητα της εργασίας είναι πιο σημαντική από ποτέ. Δεν πρέπει να μας κάνει έκπληξη πως οι εργαζόμενοι εγκαταλείπουν τα κράτη της Ευρωζώνης, να όμως που δεν μεταβαίνουν στον ισχυρότερο Βορρά. Αντιθέτως, οι Πορτογάλοι εργαζόμενοι κατευθύνονται προς τις αναπτυσσόμενες πρώην αποικίες τους όπως η Βραζιλία και το Μακάο. Οι Ιρλανδοί εργαζόμενοι φεύγουν σε κύματα για τον Καναδά, την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ισπανοί μεταναστεύουν στη Νότια Αμερική αλλά και τη Ρουμανία από όπου μέχρι πρότινος πήγαιναν πολλοί για δουλειά στον αγροτικό τομέα της Ισπανίας.
Η κυρίαρχη τάση επομένως είναι η μετανάστευση σε ζώνες κοινής γλώσσας. Παρά ταύτα, αν η κινητικότητα στην Ευρωζώνη πλησίαζε έστω και λίγο στο ιδεώδες του Μάντελ, δεν θα είχαμε σήμερα 25% ανεργία στην Ισπανία και την Ελλάδα και 7% στη Γερμανία.
Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς αναγνώρισαν ότι υπάρχουν κι άλλα θεμελιώδη κριτήρια για μια επιτυχή νομισματική ένωση που είναι δύσκολο να επιτευχθούν δίχως βαθύτερη πολιτική ενοποίηση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Πίτερ Κένεν υποστήριξε ότι δίχως τον μηχανισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών που λειτουργεί απορροφώντας τα σοκ, μια νομισματική ένωση χρειάζεται δημοσιονομικές μεταβιβάσεις ως τρόπο που θα μοιράζονται οι κίνδυνοι.
Για μια φυσιολογική χώρα, το σύστημα φορολόγησης των εθνικών εισοδημάτων συνιστά έναν μεγάλο αυτόματο σταθεροποιητή ανάμεσα στις περιοχές της. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, όταν αυξάνονται οι τιμές του πετρελαίου ανεβαίνουν τα έσοδα στο Τέξας και τη Μοντάνα κι αυτό σημαίνει πως αυτές οι Πολιτείες συμβάλλουν τότε περισσότερα φορολογικά έσοδα στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, βοηθώντας με τον τρόπο αυτό την υπόλοιπη χώρα. Η Ευρώπη όμως δεν έχει κάποια σημαντική συγκεντρωτική φορολογική αρχή, έτσι αυτός ο βασικός αυτόματος σταθεροποιητής κατά βάση απουσιάζει.
Ορισμένοι Ευρωπαίοι ακαδημαϊκοί προσπάθησαν να υποστηρίξουν ότι δεν υπάρχει ανάγκη για δημοσιονομικές μεταβιβάσεις στο πρότυπο των ΗΠΑ, επειδή κάθε επιθυμητός βαθμός μοιράσματος των κινδύνων μπορεί θεωρητικά να επιτευχθεί μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών. Αυτός ο ισχυρισμός όμως απολύτως παραπλανητικός. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί να είναι εύθραυστες και δεν έχουν τη δυνατότητα να μοιράζουν τα ρίσκα που συνδέονται με το εισόδημα της εργασίας το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο μέγεθος του εισοδήματος σε μια αναπτυγμένη οικονομία.
Ο Κένεν ενδιαφερόταν κυρίως για τις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις που στόχο έχουν να μετριάσουν τις αρνητικές φάσεις ενός οικονομικού κύκλου. Αλλά σε μια νομισματική ένωση με μεγάλες διαφορές στα επίπεδα εισοδημάτων και ανάπτυξης, το βραχυπρόθεσμο μπορεί εύκολα να γίνει μακροπρόθεσμο. Πολλοί Γερμανοί σήμερα νιώθουν σωστά ότι κάθε σύστημα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων θα εξελιχθεί σε ένα μόνιμο σωλήνα τροφοδοσίας, κατά τον τρόπο που η Βόρεια Ιταλία στηρίζει τη Νότια εδώ και 10 χρόνια. Πράγματι εδώ και 20 χρόνια οι πρώην Δυτικογερμανοί δεν βλέπουν τέλος στο λογαριασμό που πρέπει να πληρώσουν για τη γερμανική ενοποίηση.
Αργότερα, ο Μορίς Όμπστφελντ υποστήριξε ότι, επιπλέον των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, μια νομισματική ένωση χρειάζεται ορισμένους καθαρούς κανόνες για το δανειστή εσχάτου καταφυγίου. Διαφορετικά μπορεί να έχουμε ‘επιθέσεις’ σε τράπεζες και ‘πανικούς χρέους’ που θα αποδειχτούν συντριπτικοί. Ο Όμπστφελντ είχε κατά νου ένα μηχανισμό διάσωσης για τις τράπεζες αλλά έχει γίνει πλέον απολύτως ξεκάθαρο ότι δανειστή εσχάτου καταφυγίου και μηχανισμό χρεοκοπίας χρειαζόμαστε επίσης και για τα κράτη και τις περιφέρειες.
Ένα λογικό επακόλουθο των κριτηρίων που έθεσαν οι Κένεν και Όμπστφελντ αλλά ακόμη και του κριτηρίου κινητικότητας της εργασίας του Μάντελ είναι πως μια νομισματική ένωση δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς πολιτική νομιμότητα ,που το πιθανότερο είναι ότι προϋποθέτει γενικές εκλογές σε ολόκληρη την ένωση. Οι ηγέτες της Ευρώπης δεν είναι δυνατό να προχωρήσουν σε μεγάλες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις ανάμεσα στις χώρες δίχως ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό πολιτικό πλαίσιο.
Οι Ευρωπαίοι σχεδιαστές πολιτικής συχνά παραπονούνται σήμερα ότι αν δεν είχε υπάρξει η αμερικανική χρηματοπιστωτική κρίση, η Ευρωζώνη θα ήταν μια χαρά. Ίσως να έχουν δίκιο. Αλλά κάθε χρηματοπιστωτικό σύστημα πρέπει να μπορεί να αντέχει στα σοκ, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων.
Η Ευρώπη μπορεί να μην γίνει ποτέ μια βέλτιστη νομισματική ζώνη, με βάση τα ως άνω πρότυπα. Αλλά δίχως περαιτέρω βαθιά πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση – που στο τέλος μπορεί να μη συμπεριλαμβάνει όλα τα σημερινά μέλη της Ευρωζώνης – το ευρώ δεν θα φτάσει μέχρι το τέλος της παρούσας δεκαετίας.
Ο Κένεθ Ρογκόφ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
Πηγή : Sofokleus 10
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.
2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια
3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.