Η λειτουργία του Traverso Rossa, μεταφέρεται σταδιακά στο νέο site,

# Marxism.

Ωστόσο, το υπάρχον blog και το υλικό που περιέχει, θα παραμείνουν προσβάσιμα.



12 Απριλίου 2012

Οι απορίες του ''προφανούς'' χαρακτήρα του ορισμού του κράτους και του δίκαιου στο διεθνές δίκαιο. Σημείωση σχετικά με τον επαναπροσδιορισμό των παραδοσιακών κριτηρίων ορισμού του κράτους και του δικαίου.


Πηγή : Θέσεις, Τεύχος 52, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1995



του Δημήτρη Χριστόπουλου

 Μια επιστημολογική παρατήρηση

Το προσδιοριστικό πρόβλημα κάθε κοινωνικής επιστήμης είναι η κατασκευή του πραγματικού γνωστικού αντικειμένου της παρατήρησης και επεξεργασίας από αυτή την ίδια. Ας το εξετάσουμε. Οταν κάποιος θετικός επιστήμονας πειραματίζεται τις πιθανότητες εφαρμογής ενός νόμου πάνω σε μία δεδομένη φυσική κατάσταση, ουσιαστικά υπάγει το αντικείμενό του στη δική του εμπειρία - η οποία ενσωματώνει επιστημονικές εμπειρίες του παρελθόντος - προκειμένου να διαπιστώσει εάν η θεμελίωση του είναι συμβατή με την πραγματικότητα, όπως τούτη έχει ανεξάρτητα από την θέληση του επιστήμονα. Με αυτήν την έννοια μπορούμε σχηματικά και μάλλον λίγο απλοικά να πούμε ότι οι λεγόμενες θετικές επιστήμες  ανακαλύπτουν την πραγματικότητα από μία θέση ασφαλώς πιό αποστασιοποιημένη και εμπειρικά εντοπίσιμη έξω απο τις εσωτερικές αιτιότητες του αντικειμένου τους.1

Σε αντίθεση με τις φυσικές, οι κοινωνικές επιστήμες συναντούν μια πρώτη εγγενή στην κατασκευή του αντικειμένου τους δυσκολία: την κοινωνία. Γι' αυτό άλλωστε ένας γενικός ορισμός του είδους ''κάθε επιστήμη που επέξεργάζεται την κοινωνία ειναι κοινωνική'' είναι ουσιαστικά άχρηστος διότι δεν αναφέρεται στην έννοια της κοινωνίας υπό επεξεργασία. Και αυτό γιατί κοινωνία, ως τέτοια, δεν υπάρχει.  Οντολογικά, δεν μπορούμε να κάνουμε αντικείμενο της παρατήρησης μας την κοινωνία, παρά μόνο τα φαινόμενα μέσω των οποίων αυτή είναι παρούσα.  Κατά συνέπεια,  βασική προυπόθεση επεξεργασίας και παρατήρησης κοινωνικών φαινομένων, είναι να εκλάβουμε την κοινωνία σαν οντότητα υψηλότερης τάξης από τον άθροισμα του υλικού κόσμου ο οποίος την απαρτίζει. Να δημιουργήσουμε δηλαδή ένα  επιστημονικό λογο θεωρητικά αυτονομημένο από την πραγματικότητα, βάσει του οποίου η κοινωνία παύει να είναι καθεαυτή το αντικείμενο της έρευνας, αλλά καθίσταται θεωρητικό αντικείμενο προς κατασκευή, το οποίο εκδηλώνεται μέσω των εμπειρικά παρατηρήσιμων φαινομένων που την συνθέτουν.      
Εχοντας ως αφετηρία αυτήν την προβληματική, επάγουμε ότι η κοινωνική επιστήμη δεν έχει, ή τουλάχιστον δεν πρέπει να έχει, ως αντικείμενο μελέτης τα φαινόμενα - έτσι όπως αυτά γίνονται αντιληπτά μέσα στην κοινωνία - αλλά αντιθέτως την ίδια την κοινωνία, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή μέσω των φαινομένων.  Ετσι λοιπόν, μιa οποιαδήποτε κοινωνική επιστήμη, ας πούμε η γλωσσολογία, δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοια επειδή απλά εξετάζει ένα κοινωνικό φαινόμενο - τη γλώσσα - αλλά όταν και μόνο όταν αναλύει την κοινωνία που ενυπάρχει σε αυτό το φαινόμενο.
Σε αντίθεση όμως με τον θετικό επιστήμονα, εκείνος ο οποίος διαλέγει ως αντικείμενο μελέτης την κοινωνία, συναντά στην πορεία του την εύλογη δυσκολία που παρουσιάζεται εξ ορισμού από τη στιγμή που και αυτός ο ίδιος αποτελεί στη διαλεκτική του σχέση με τους αλλούς ανθρώπους, κοινωνικό φαινόμενο.2  Ας εξετάσουμε πώς αυτή η δυσκολία εμφανίζεται στο χώρο του δικαίου.
Ο νομικός καταρχήν οφείλει να ορίσει το πεδίο της ερευνάς του, το πραγματικό αντικείμενο της μελέτης του, και να το διακρίνει - εάν υπάρχει τέτοια διάκριση - από κάθε προηγούμενη (νομική) θεωρία σχετική με τα συστατικά του αντικειμένου του.  Ο νομικός πριν καν βάλει κάποια ερωτήματα σχετικά με τη θεωρία ενος γνωστικού αντικειμένου που ενδιαφέρεται να δημιουργήσει ( κυριαρχία, κράτος, έθνος, λαός, μειονότητα, κτλ.) προσκρούει στην αδυναμία να επεξεργαστεί ένα νοητικό επίπεδο μέσα στο οποίο θα εξετάσει το αντικείμενό του ανεξάρτητα απο τις αξιολογήσεις που τυχόν έχουν ήδη αποδοθεί σε αυτό το αντικείμενο απο τους άλλους νομικούς στο παρελθόν. Και τούτο, διότι είναι σίγουρο πως οι αξιολογήσεις αυτές, αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του τρόπου με τον οποίο η νομική επιστήμη ή θεωρία αντιλαμβάνεται το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο μέσα στα πλαίσια ενός νομικού δόγματος.
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα της νομικής γνώσης παρουσιάζεται τη στιγμή κατά την οποία ο νομικός κάνει την επιλογή του αντικειμένου του. Αυτή η επιλογή να επεξεργαστεί ένα ζήτημα - και όχι κάποιο άλλο - φέρει από μόνη της ήδη μια αξιολογική κρίση πάνω στο ίδιο το ζήτημα.  Το γνωστικό αντικείμενο είναι τελικά προσβάσιμο μόνο μέσω μιάς διανοητικής επεξεργασίας, μίας μεθόδου που ανοίγει τον δρόμο για την ιστορική κατανόησή του3. Αυτή η μέθοδος θέτει το κεφαλαιώδες ζήτημα της συμμετοχής της ανθρώπινης σκέψης στην επεξεργασία του θετικού δικαίου,  που ισοδυναμεί με την ακόλουθη παραδοχή: '' το αντικείμενο τίθεται κατ' ένα  τρόπο από την μέθοδο και ανακαλύπτεται από την λειτουργία αυτής της μεθόδου''.4   Έπιγραμματικά λοιπόν, στη νομική επιστήμη είναι η άποψη που δημιουργεί το αντικείμενο.

Ο νομικός αναλαμβάνει να λύσει τους όρους αυτής της αντίφασης. Από τη μία πλευρά, αναζητά  τις συνθήκες επεξεργασίας ενός νομικού μετα-λόγου που θα αξιοποιήσει προκειμένου να λύσει τα αξιολογικά παράδοξα του θετικού δικαίου. Προσπαθεί δηλαδή να συνάγει τους όρους ύπαρξης μίας θεωρίας πάνω στο θετικό νομικό λόγο. Από την άλλη πλευρά,  η ίδια αυτή διαδικασία προσκρούει πάνω στην εξ ορισμού αδυναμία διαμόρφωσης μιάς επεξηγηματικής θεωρίας του νομικού είναι - όπως αυτό έχει -  ακριβώς γιατί η ίδια η πρόταση του νομικού επιστήμονα συνεισφέρει στη κατασκευή του υπαρκτού νομικού αντικειμένου.
Κατά την άποψή μας, δεν υπάρχει άλλος κλάδος του δικαίου που να προσφέρεται αρτιότερα για την επαλήθευση αυτής της αντιφατικής σχηματοποίησης, απ'ότι το διεθνές δίκαιο, λόγω των πολλαπλών αντιθέσεων που αυτό εγκλείει5. Η αντίφαση αυτή εκδηλώνει τους όρους της στο εννοιολογικό πλαίσιο του διεθνούς δικαίου κατα τον ακόλουθο τρόπο: σε ένα πρώτο στάδιο, πρόκειται για την καταγραφή του τρόπου με τον οποίο μία θεωρία αντιλαμβάνεται το διεθνές δίκαιο σαν αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, καταγραφή που με τη σειρά της προσδιορίζει ακριβώς το θεωρητικό νομικό πλαίσιο της παρέμβασης. Σε ένα δεύτερο στάδιο, πρόκειται για την ανίχνευση του τρόπου με τον οποίο η προηγούμενη καταγραφή επηρεάζει το ίδιο το νομικό αντικείμενο, δηλαδή το διεθνές δίκαιο: τη θεωρητική του ανάπτυξη, τις πρακτικές τις επιπτώσεις, καθώς και τον τρόπο κατά τον οποίο το διεθνές δίκαιο γίνεται αντιληπτό από τις οντότητες που υπόκεινται σε αυτό.      
Στα πλαίσια αυτής της μελέτης θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι στον κλάδο που μας ενδιαφέρει, η συγχύση ανάμεσα  σε υποκείμενο(α) και υπαρκτό αντικείμενο επιστημονικής ανάλυσης, είναι σταθερή πηγή μόνιμων παρεξηγήσεων, ή καλύτερα μη-εξηγήσεων όσον αφορά τον προσδιορισμό δύο εννοιών που βρίσκονται στη βάση κάθε προσπάθειας ανάλυσης της διεθνούς έννομης τάξης: του δικαίου - αυτού του ίδιου του διεθνούς δικαίου - και του κράτους.

Το ζήτημα του ορισμού του διεθνούς δικαίου από το διεθνές δίκαιο

Ας αρχίσουμε από ένα προφανή όσο και ευρέως διαδεδομένο ορισμό του διεθνούς δικαίου, παρόμοιοι του οποίου απαντούνται στα περισσότερα εγχειρίδια του κλάδου στην πλειοψηφία των ευρωπακών κρατών και στις Η.Π.Α.: ''Το δημόσιο διεθνές δίκαιο είναι το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπει τις διεθνείς σχέσεις''.6

Αφήνουμε για λίγο τον ορισμό  μας για μία γενικότερη παρατήρηση που θα φανεί χρήσιμη.  Το πρώτο και βασικότερο εμπόδιο στη διαμόρφωση επιστημονικής σκέψης και έρευνας στα επίπεδα όλων των επιστημών, είναι η πρώτη εντύπωση που συνάγουμε από το αντικείμενο, αυτή που γίνεται αντιληπτή ως τέτοια μέσω του πρόδηλου χαρακτήρα της για τον ''κοινό νού''.  Πιό απλά, ''τα φαινόμενα απατούν'' ή σύμφωνα  με ρήση του 19ου αιώνα, ''κάθε επιστήμη θα ήταν περριτή εάν η μορφή και η ουσία των πραγμάτων συμπίπταν άμεσα''.7   

Ο φαινομενικά προφανής χαρακτήρας του προηγούμενου ορισμού εκδηλώνεται με τον ακόλουθο τρόπο:

- το διεθνές δίκαιο είναι ένα σύνολο κανόνων,

- που έχει ως σκοπό την κανονικοποίηση των διεθνών σχέσεων.

Δύο προτάσεις καθ'όλα ορθολογικές και αυταπόδεικτες: το διεθνές δίκαιο ορίζεται από τη φύση και τη λειτουργία του. (α) Από τη φύση του, με την έννοια οτι είναι σύνολο ή σύστημα κανόνων, οι οποίοι βρίσκονται στη βάση κάθε νομικής υποχρέωσης. (β) Από τη λειτουργία του,  με την έννοια ότι υπάρχει προκειμένου να διευθετεί τις σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων του.
Ο ορισμός που παραθέσαμε επικυρώνεται βάσει του υπαρκτού χαρακτήρα του αντικειμένου του. Η πεποίθηση σύμφωνα με την οποία το πεδίο γνώσης του νομικού είναι το ισχύον δίκαιο, οδηγεί λογικά στον εντοπισμό του γνωστικού αντικειμένου του μέσα από κριτήρια εξωτερικώς παρατηρήσιμα.  Οπως όμως λίγο πριν είδαμε, η πρώτη εντύπωση που συχνά λαμβάνουμε από το αντικείμενο της μελέτης είναι μάλλον αποπροσανατολιστική και, ως τέτοια, εμπόδιο στην επιστημονική κατανόησή του.  Ετσι λοιπόν, η οριοθέτηση του διεθνούς δικαίου σαν ''σύνολο κανόνων'' κρύβει πίσω από μιά επίφαση απλότητας και προφάνειας, κεφαλαιώδεις θεωρητικές δυσκολίες, αξεπέραστες γι'αυτούς που την υιοθετούν.
Αν προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα κριτήρια που προσδίδουν σε ένα κανόνα την ιδιότητα του ''διεθνούς'', δύο προοπτικές είναι πιθανές: είτε δίνοντας βαρύτητα στο πρώτο στοιχείο (το σύνολο κανόνων), εξετάζουμε την ιδιαιτερότητα τους, η οποία πηγάζει απο την τυπική διαδικασία υιοθέτησής τους, είτε δίνοντας βαρύτητα στη λειτουργία τους, χρησιμοποιούμε ένα κριτήριο που συνδέεται άμεσα με την σχέση ανάμεσα στο διεθνή νομοθέτη και τα υποκείμενά του. 
Ας ακολουθήσουμε την (α) λύση, την οριοθέτηση του διεθνούς δικαίου σύμφωνα με μία προυπάρχουσα τυπική διαδίκασια λήψης της απόφασης και υιοθέτησης των κανόνων του.  Σε αυτή την περίπτωση, το πρώτο καθήκον του νομικού θα ήταν να προσδιορίσει τον δημιουργό του δίκαιου, με άλλα λόγια τη νόμιμη πηγή του δικαίου. Ετσι λοιπόν, είναι απολύτως λογικό ότι ένα σημαντικό μέρος των παραδοσιακών αλλά και σύγχρονων θεωριών του διεθνούς δικαίου θεωρεί ότι ''δεν μπορούμε να οριοθετήσουμε την έννοια του κανόνα δικαίου παρά και μόνο σε σχέση με ένα όργανο εξουσιοδοτημένο να λέει το νόμο''.8  Σε ένα δεύτερο στάδιο, πρέπει να προσδιοριστεί ένα νομικό κείμενο από το οποίο συναγέται η ύπαρξη του κανόνα.  Με νομικούς όρους δηλαδή, αναφερόμαστε στην έρευνα της τυπικής εγκυρότητας του δικαίου.  Μία πρόταση γίνεται κανόνας (διεθνούς) δικαίου από τη στιγμή που πληρούνται οι δύο αυτές προυποθέσεις.  Παράδειγμα: μία απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. είναι κανόνας δικαίου επειδή είναι απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, δηλαδή ενός οργάνου που είναι εξουσιοδοτημένο να παράγει κείμενα με αυτή τη τυπική ισχύ.
Το ερώτημα που μπαίνει σε αυτό το σημείο είναι το εξής: από πού προέρχεται η νομιμοποίηση οργάνων ή κειμένων να παράγουν κανόνες, από πού πηγάζουν οι όροι δημιουργίας του δικαίου. Η απάντηση που υποχρεούμαστε να δώσουμε ακολουθώντας την προηγούμενη συλλογιστική της τυπικής εγκυρότητας, είναι τόσο ''προφανής'' όσο και παραπλανητική. Οφείλουμε πάλι να ανατρέξουμε στο ίδιο το διεθνές δίκαιο, το οποίο κατ'ένα τρόπο παράγει αυτούς τους κανόνες. Αυτή η λογική κατάληξη μας οδηγεί ουσιαστικά  εκ νέου στο σημείο εκκίνησης της όλης προβληματικής που ακολουθήσαμε, κάτι που αναπόφευκτα  προδίδει την αδυναμία της να βρεί μία λύση στο πρόβλημα που μας απασχολεί:   τον ορισμό του διεθνούς δικαίου.
Ας ακολουθήσουμε τώρα τη  δεύτερη προβληματική που πηγάζει από τον λειτουργικό ορισμό  (β) του διεθνούς δίκαιου.  Βάσει αυτής, το διεθνές δίκαιο ορίζεται από τα κατ'αρχήν υποκείμενα του, δηλαδή τα κράτη.  Αυτή η αντίληψη κυριάρχησε ολοκληρωτικά στις παραδοσιακές θεωρίες του διεθνούς δικαίου και τροφοδότησε ανάμεσα σε άλλα την διαμάχη ανάμεσα στα δύο βασικά θεωρητικά ρεύματα, του νομικού θετικισμού και του φυσικού δικαίου. Μολαταύτα, αυτές οι ίδιες θεωρίες αναγκάστηκαν να τροποποιήσουν τη θέση τους σε αυτό το ζήτημα και να παραδεχθούν σταδιακά ότι μια σειρά από άλλες οντότητες μπορούν να θεωρηθούν υποκείμενα δικαιωμάτων στη διεθνή έννομη τάξη. Ετσι σήμερα είναι γενικά δεκτό, ότι εκτός των κρατών, νομικά πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν και οι διεθνείς οργανισμοί, οι πολυεθνικές εταιρίες και τα άτομα.
Αυτή η στατική αντίληψη της απόδοσης της έννοιας του νομικού προσώπου, εκδήλώνεται μέσω της χαρακτηριστικής αδυναμίας9  των παραδοσιακών θεωριών του διεθνούς δικαίου να  αντιληφθούν και άλλες συλλογικότητες ως νομικά πρόσωπα της διεθνούς τάξης. Παρολ'αυτά στις μέρες μας είναι κοινά αναγνωρίσιμη ανάγκη να επεκταθεί το πλαίσιο αυτής της έννοιας του δικαιούχου. Μία τέτοια διαδικασία έχει ήδη αρχίσει να λαμβάνει χώρα στα  πλαίσια των οικουμενικών και περιφερειακών διεθνών οργανισμών, μέσω της σταδιακής αναγνώρισης των λεγόμενων δικαιωμάτων της ''τρίτης γενιάς'': δικαίωμα στην ανάπτυξη, δικαίωμα στο περιβάλλον, ή και συλλογικών δικαιωμάτων: δίκαιο των μειονοτήτων κτλ...  Η αντίληψη που εξετάσαμε, μόνο ως εξαίρεση μπορεί να αντιληφθεί τούτα τα δικαιώματα, παρόλο που τα περισσότερα από αυτά  αποτελούν πλέον ζητήματα  μέγιστης στρατηγικής σημασίας για τη διεθνή έννομη τάξη.
Αυτή η σύντομη ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι παραδοσιακές θεωρίες  αντιλαμβάνονται το διεθνές δίκαιο σαν δίκαιο κανόνων, προδίδει και την χαρακτηριστική ανεπάρκεια που σηματοδοτεί στη συνέχεια κάθε προσπάθεια κατασκευής της έννοιας της διεθνούς έννομης τάξης.10   Αυτή η ίδια αδυναμία οδήγησε εξάλλου ένα επιφανή νομικό να μιλήσει γιά ένα ''διεθνές δίκαιο  άρρωστο από τους κανόνες του'',  ακριβώς επειδή αποδέχθηκε αυτόν τον ταυτολογικό ορισμό ως αφετηρία της ανάλυσής του.11
Η σύσταση του επιστημονικού αντικειμένου (του δικαίου) απαιτεί μία αυτόνομηση της θεωρίας, μία μεταθεωρία και όχι μία αυτονόμηση του πραγματικού. Ο μόνος τρόπος προκειμένου να επεξεργαστόυμε ένα ουσιαστικά επεξηγηματικό ορισμό του διεθνούς δικαίου περνά αναγκαστικά μέσα από την άρνηση της θεώρησής του ως ένα  ''σύνολο κανόνων''.  Είδαμε ότι και οι δύο προοπτικές που προσφέρονται απο μία τέτοια εκκίνηση είναι ανεπαρκείς, δίοτι η στατική περιγραφή που δίνουν στο ερώτημα ''τι είναι διεθνές δίκαιο'' οδηγεί ξανά στο ίδιο αυτό δίκαιο το οποίο ορίζει τον εαυτό του, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο νομικής ανάλυσης έξω από στοιχειώδεις κοινωνικές αναφορές και γεωστρατηγικά δεδομένα.
Κατά συνέπεια, κρίνουμε αναγκαίο να τεθεί ένα ερώτημα που πραγματικά μπορεί να στοιχειοθετήσει ένα ορισμό του διεθνούς δικαίου απαλλαγμένο από τις προηγούμενες εννοιολογικές απορίες και να αποτελέσει σημείο αναφοράς της κριτικής που ασκήθηκε. Αυτό που πραγματικά είναι το ουσιώδες να κατανοήθει  είναι η διεργασία που οδηγεί στη δημιουργία ενός κανόνα διεθνούς δικαίου, ο λόγος για τον οποίο μία συγκεκριμένη πρόταση αποκτά αυτήν την τυπική ισχύ. Η λυδία λίθος του κάθε κανόνα δικαίου δε βρίσκεται μέσα στον ίδιο, αλλά  στη ρυθμιστική δύναμη που τον εκτελεί και ταυτοχρόνως ''πραγματώνεται'' σε επίπεδο δικαίου μέσω αυτού του κανόνα.  Αυτή η ίδια δύναμη, ανάλογα με την βαρύτητα της καθιστά κάποιους κανόνες λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματικούς. Ετσι λοιπόν το ίδιο το διεθνές δίκαιο κάνει λόγο γιά hard law ή soft law, ή ακόμη περισσότερο αναγκάζεται να παραδεχθεί την ύπαρξη αναγκαστικών κανόνων που είναι, μέσω της εφαρμογής τους, πιό ''αναγκαστικοί'' από κάποιους άλλους.12    

Πριν κλείσουμε αυτό το μέρος της μελέτης, θα παραθέσουμε έναν ορισμό τού διεθνούς δικαίου που η σύγχρονη  θεωρία έχει ήδη επεξεργαστεί και που κρίνουμε ότι μπορεί να δώσει τις ορθές απαντήσεις στους προβληματισμούς που προηγήθηκαν, ακριβώς επειδή βάζει τα σωστά ερωτήματα: ''Το διεθνές δίκαιο είναι μία συνεχής προσπάθεια μεταφοράς (στη νομική σφαίρα, στΣ) υπαρκτών αντιθέσεων και εκπληρώνει το διπλό στόχο να ''μεταφράζει'' αυτές τις αντιθέσεις ταυτόχρονα ξεπερνώντας τες.''13 

Το ζήτημα του ορισμού του κράτους από το διεθνές δίκαιο


Το ζήτημα του ορισμού του κράτους από το διεθνές δίκαιο συνδέεται άμεσα με την όλη προβληματική που εκθέσαμε στα παραπάνω, δεδομένου ότι το κράτος είναι το καταρχήν αναγνωρίσιμο νομικό πρόσωπο στη διεθνή σκηνή και ο βασικός δικαιούχος έννομων σχέσεων.
Η συνθήκη του Μοντεβίδεο για τα δικαιώματα και καθήκοντα των Κρατών, υιοθετήθηκε από την 7η Διεθνή Συνδιάσκεψη των Αμερικανικών κρατών το 1933. Το άρθρο  3 αυτής της Συνθήκης στοιχειοθετεί πλέον εθιμικό δίκαιο όσον αφορά τα κριτήρια εντοπισμού του κράτους από το θετικό διεθνές δίκαιο και αναφέρει τα εξής: '' Το Κράτος γιά να θεωρηθεί πρόσωπο διεθνούς δικαίου πρέπει να καλύπτει τα ακόλουθα κριτήρια.. (α) ένα μόνιμο πληθυσμό, (β) ένα ορισμένο έδαφος, (γ) μία κυβέρνηση, και (δ) τη δυνατότητα να διατηρεί σχέσεις με τα άλλα κράτη''. Αυτό το τελευταίο κριτήριο παραπέμπει στην αναγνώριση της έννοιας της ανεξαρτησίας, που πρακτικά ουσιώθηκε στη διεθνή σκηνή με την διαδικασία της αποαποικιοποίησης που έλαβε χώρα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.14  Τα τρία πρώτα κριτήρια που έγιναν αποδεκτά και από τις ευρωπαικές δυνάμεις και γι'αυτό έθιμο, ανταποκρίνονται στη λεγόμενη ''θεωρία των τριών στοιχείων''.  Παλαιά θεωρητική κατασκευή, η εγκυρότητα της επιβεβαιώθηκε πρόσφατα απο την 1η Γνωμοδότηση της Επιτροπής Διαιτησίας της Συνδιάσκεψης για την Ειρήνη στη Γιουγκοσλαβία, που θυμίζει ότι ''το Κράτος ορίζεται σαν μια συλλογικότητα η οποία αποτελείται από ένα έδαφος και ένα πληθυσμό που υπόκειται σε μία οργανωμένη πολιτική εξουσία''.15 
Η έννοια ''κράτος'' προσδιορίζεται από την απαρίθμηση των στοιχείων που συνθέτουν το υπαρκτό αντικείμενο (κυβέρνηση, έδαφος, πληθυσμός). Εκείνα τα οποία το θετικό διεθνές δίκαιο αποκαλεί ''συστατικά στοιχεία''  του κράτους δεν είναι παρά υπαρκτά αντικείμενα εντοπίσιμα το καθένα σαν τέτοιο μέσω μιάς απλής εμπειρικής αντανάκλασής του στο επίπεδο της νομικής ανάλυσης.  Ομως, μέσα από τη διαδικασία της απλής γλωσσικής παράθεσης δεδομένων αμέσως εντοπίσιμων, ουσιαστικά δεν εξετάζεται η πραγματική  ουσία στην οποία αυτά ανήκουν. Ακολουθώντας μιά τέτοια μέθοδο, ο ''ορισμός'' που παραθέσαμε - χρησιμοποιούμε τα εισαγωγικά γιατί πρόκειται περισσότερο για περιγραφή, παρά για ορισμό - προσκρούει πάνω στο ανίκητο γι'αυτόν εμπόδιο του προσδιορισμού του απλού στοιχείου. Διότι ''το εμπειρικά υπαρκτό, όντας μοναδικό δεν μπορεί να ταυτιστεί με τίποτε άλλο, και όσο περισσότερο υπαρκτό είναι, τόσο λιγότερο εντοπίσιμο γίνεται, διότι δεν υπάρχει κάτι που να του είναι απολύτως όμοιο''.16 
Τα τρία ξεχωριστά στοιχεία που συνθέτουν την έννοια του κράτους γιά το θετικό διεθνές δίκαιο δεν είναι παρά τρεις ''προφανείς'' πραγματικότητες, που πηγάζουν απο την τμηματοποίηση του υπαρκτού γνωστικού αντικειμένου που η νομική γνώση ενδιαφέρεται να επεξεργαστεί. Αυτή η απλοποίηση της πραγματικότητας προσκρούει σε ένα διπλό αδιέξοδο: την κατ'αρχήν ανεπάρκεια να εντοπίσει τις προσδιοριστικές ιδιότητες του συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου πίσω από το αφηρημένο ορισμό του, και σ'ένα δεύτερο επίπεδο στην καθολική αδυναμία να αντιληφθεί τους λόγους και τους τρόπους μέσω των οποίων τα τρία αυτά ξεχωριστά στοιχεία διαρθρώνονται προκειμένου να αναδυθεί το κράτος σαν νομική οντότητα. Ας τα πάρουμε ένα προς ένα.

Ο πληθυσμός.
Είτε η έννοια του πληθυσμού παραπέμπει στο σύνολο των ομοεθνών, είτε σε αυτό των υπηκόων πού κατοικούν το έδαφος ενός κράτους,17  ένας τέτοιος ορισμός αντιλαμβάνεται τον πληθυσμό σαν ένα απλό άθροισμα ανθρώπων, δηλαδή σαν μιά ενότητα διαιρετή σε πολλά υπαρκτά αντικείμενα. Παρολαυτά, όπως αναφέρει και ο γάλλος διεθνολόγος C. CHAUMONT, '' το άτομο μόνο του δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι είναι ενσωματωμένοι σε κοινότητες: στην προφανή διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν κοινότητες δίχως ανθρώπους, αντηχεί η διαπίστωση (ίσως λιγότερο εμφανής αλλά το ίδιο σίγουρη) ότι δεν υπάρχουν άτομα χωρίς συλλογικότητες''18. Ετσι λοιπόν, ακολουθώντας  αυτή την αθροιστική αντίληψη γιά τον πληθυσμό, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μέσα στα πλαίσια των παραδοσιακών θεωριών του διεθνούς δικαίου, η έννοια του λαού είναι τόσο αμφιλεγόμενη19.

Το πέρασμα από την κατηγορία του πληθυσμού σε αυτή του λαού, από το οποίο πήγασε εξάλλου κάθε διεκδίκηση εθνικής απελευθέρωσης στον αιώνα μας, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από τον ορισμό που μόλις εκθέσαμε. Πιό απλά, το υπαρκτό στις μέρες μας ερώτημα γιατί και πώς ένας πληθυσμός γίνεται λαός και ζητά την ανεξαρτησία του για να γίνει κράτος, αποσιωπάται από την εθιμική οριοθέτηση του πληθυσμού στο διεθνές δίκαιο.
Ακόμη περισσότερο, η φορμαλιστική διατύπωση που αρκείται σε ένα πληθυσμό-άθροισμα, προσκρούει σε μία ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία καθώς  προυποθέτει ότι τα άτομα που τον απαρτίζουν συνδέονται με το κράτος μέσω του νομικού δεσμού της ιθαγένειας, της υπηκοότητας ή της εθνικότητας. Για τις παραδοσιακές θεωρίες του διεθνούς δικαίου, κράτος υπάρχει από τη στιγή που υπάρχουν υπήκοοι ή ομοεθνείς. Αλλά αυτοί οι τελευταίοι ορίζονται ως τέτοιοι μέσω του νομικού τους δεσμού με το κράτος, κάτι που προυποθέτει πως το κράτος υφίσταται ήδη. Ασφαλώς πρόκειται γιά μία διατύπωση που αυτοαναιρείται από τους ίδιους τους όρους. Πώς μπορεί η εθνικότητα, η ιθαγένεια ή η υπηκόοτητα να θεωρείται συστατικό στοιχείο του ορισμού του πληθυσμού και κατ'επέκταση του ορισμού του κράτους, από τη στιγμή που αυτό το τελευταίο ανήκει στα συστατικά στοιχεία του ίδιου του ορισμού του? Είναι προφανές πως βρισκόμαστε πάλι σ'ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο ο ορισμός που εξετάζουμε δε μπορεί να δραπετεύσει.

Το έδαφος.
Την ίδια συλλογιστική μπορούμε να αναπτύξουμε για το δεύτερο συστατικό στοιχείο του κράτους, το έδαφος. Σύμφωνα με την κυρίαρχη θεωρία του εδάφους-τίτλου, το έδαφος είναι ο χώρος στον οποίο επεκτείνονται οι αρμοδιότητες του κράτους.20  Σύμφωνα με τη σχεδόν αντίστροφή της, θεωρία του εδάφους-ορίου, το έδαφος αρκείται να στοιχειοθετεί τα φυσικά όρια της άσκησης της κρατικής δικαιοδοσίας.  Οι δύο προσεγγίσεις, κατ'ένα τρόπο συμπληρωματικές, θεμελιώνονται από κοινού στην απλή παρατήρηση του υπαρκτού προφανούς δεδομένου: κράτος υπάρχει, όταν και μόνο όταν υπάρχει έδαφος. Ακολουθώντας την προηγούμενη κριτική μας, θέτουμε το ερώτημα: από τη στιγμή που ο νομικός ορισμός του εδάφους προυποθέτει την ύπαρξη ένος κράτους, το οποίο εκεί ασκεί τη δικαιοδοσία του, πώς μπορεί αυτό το έδαφος να αποτελεί συστατικό στοιχείο του κράτους?
Θα μπορούσαμε να δεχθούμε την ορθότητα του προηγούμενου κριτηρίου μόνο στην περίπτωση που το λεγόμενο δόγμα της terra nullius 21, που ανακαλύφθηκε και ευρέως χρησιμοποίηθηκε απο τον 15ο αιώνα και μετά προκειμένου να νομιμοποιήσει τις αποικιακές κτήσεις,  ήταν ακόμη έγκυρο.  Το δόγμα αυτό όμως εγκαταλείφθηκε, όπως ήταν λογικό άλλωστε, εφόσον οι ευρωπαίοι δεν άφησαν διαθέσιμη terra nullius, έτσι ώστε να θεωρήσουμε ότι το έδαφος μπορεί να προυπάρξει του κράτους.


Η κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση είναι το τρίτο συστατικό στοιχείο του κράτους και, σαν έννοια άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή της κυριαρχίας, παραπέμπει στο ''αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα κάθε κράτους να διαλέγει το πολιτικό του σύστημα χωρίς καμία μορφή επέμβασης.''22  Η ''κυβέρνηση'' που απαιτείται από το διεθνές δίκαιο είναι το σύνολο των οργάνων που έχει ανάγκη το κράτος προκειμένου να αντιπροσώπευεται και να εκφράζει τη βούλησή του.23   Επιπλέον αυτή η κυβέρνηση επιβάλλεται να είναι αποτελεσματική, με την έννοια που προυποθέτει την ουσιαστική ικανότητα του κράτους να ασκήσει τις λειτουργίες του μέσα και έξω από το έδαφός του.
Ο ορισμός που παραθέσαμε παρουσιάζει την εξής εννοιολογική ανεπάρκεια: πώς το διεθνές δίκαιο έχει την αρμοδιότητα να αποφαίνεται την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη μίας αποτελεσματικής κυβέρνησης, από τη στιγμή που η απρόσκοπτη λειτουργία  αυτής της τελευταίας οριοθετείται από το ίδιο το διεθνές δίκαιο σαν το αναφαίρετο δικαίωμα της άσκησής της χωρίς την επέμβαση τρίτων κρατών ή της διεθνούς κοινότητας στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους.24  Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιό δύσκολα όταν το διεθνές δίκαιο καταπιάνεται με τον εντοπισμό τού όρου της αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό το κριτήριο θεωρείται  εξακριβωμένο, καθώς εννοείται ότι κάθε κράτος ασκεί αποτελεσματικά την εξουσία του. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση και η πράξη της πλασματικής εξακρίβωσης είναι αντίθετη στην αρχή της μη επέμβασης.
Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που το διεθνές δίκαιο μέσω ενός διεθνούς οργανισμού για παράδειγμα πρέπει πραγματικά να αποφανθεί πάνω στην ύπαρξη ή όχι μίας εξουσίας? Δεδομένου ότι μιά τέτοια εξακρίβωση στερείται αντικειμένου στην περίπτωση κατα την οποία μία κυβέρνηση υπάρχει, θεωρούμε πως αυτή η πράξη αποκτά κάποιο νόημα όταν η η ύπαρξη της κυβέρνησης αμφισβητείται, ή ακόμη όταν αυτή δεν υπάρχει. ''Είναι ακόμη περισσότερο εντυπωσιακό να διαπιστωθεί ότι αυτή η ίδια σεμνή επιφύλαξη ασκείται σε περιπτώσεις (κρατών) διαμελισμένων απ'ένα εμφύλιο πόλεμο.25 '' Είναι επίσης πασιφανές ότι αυτό το κριτήριο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα σε περιπτώσεις όπου ένα κράτος χάνει την δική του κυβέρνηση όταν υφίσταται επίθεση από τρίτο κράτος. Είτε λοιπόν μιλάμε γιά εμφύλιο πόλεμο  είτε για καθεστώς κατοχής, είναι αυτονόητο ότι κυβέρνηση δεν υπάρχει, τουλάχιστο όπως την νοεί το διεθνές δίκαιο. Και όμως η πρακτική της διεθνούς κοινότητας και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, δεν συνίσταται στο να αρνηθεί την ιδιότητα του κράτους στις χώρες που μας αφορούν. Και ορθώς βέβαια. Θα ήταν έξω από κάθε λογική δράσης της διεθνούς κοινότητας να θεωρηθεί ότι στερούνται την ιδιότητα του κράτους γιά το διεθνές δίκαιο το Κουβέιτ, η Ρουάντα, η Σομαλία, η Βοσνία - για να κρατήσουμε μόνο τα πιο πρόσφατα παραδείγματα  - ακόμη και αν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις  είναι εμφανές ότι τα προαπαιτούμενα κριτήρια δεν πληρούνται.
Τελικά, αυτό που γίνεται ήδη παραδεκτό από τη κυρίαρχη θεωρία του διεθνούς δικαίου ως μια ''διαστροφή της πρακτικής''26, δεν σηματοδοτεί παρα μόνο την αδυναμία της ίδιας της μεθόδου27.
Προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε τις εννοιολογικές καθώς και πρακτικές ανεπάρκειες και αντιφάσεις στις οποίες προσκρούει η ''θεωρία των τριών στοιχείων'' και συνολικότερα τα παραδοσιακά κριτήρια συγκρότησης του κράτους απο το διεθνές δικαίο. Είναι αλήθεια παρολ'αυτά, ότι η έννοια του κράτους είναι ασύλληπτη για τη διεθνή έννομη τάξη χωρίς τη σωρρευτική συνδρομή των τριών  κριτήριων. Ομως, η απλή γλωσσική παράθεση τους από τις παραδοσιακές θεωρίες του διεθνούς δικαίου δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να ανακατασκευάζει τα τρία ξεχωριστά εμπειρικά δεδομένα πάνω στη βάση της αυτονόμησης της δικής τους πραγματικότητας, ουσιαστικά αναπαράγοντάς τα ως τέτοια, έξω από κάθε επιστημονική επεξεργασία, στη σφαίρα της νομικής ανάλυσης.
Αλλά, όπως είπαμε και προηγουμένως, τα φαινόμενα απατούν. Ξεκινώντας από τέτοιες εννοιολογικές αφετηρίες, η θεωρία του διεθνούς δικαίου αδυνατεί να απαντήσει στο γιατί μία συλλογικοτητα γίνεται τελικά κράτος,  ακόμη και εάν δεν είναι κάτοχος ούτε ενός από τα τρία στοιχεία. Απο την άλλη πλευρά, αποδεικνύεται επίσης ανεπαρκής να αντιληφθεί γιατί κάποιες άλλες συλλογικότητες, διαθέτοντας έδαφος, πληθυσμό και δική τους κυβέρνηση δεν σχηματίζουν κράτη στη διεθνή σκηνή.  Σε δεύτερο στάδιο, αυτή η προσέγγιση αδυνατεί να καταλάβει γιατί το κράτος αποτελεί δημιουργό του διεθνούς δικαίου. Ακόμη περισσότερο δεν μπαίνει καν στην επεξεργασία αυτού του ερωτήματος. Αρκείται στην παράθεση ενός περιγραφικού αξιώματος, το οποίο πίσω από τον πρόδηλο χαρακτήρα των στοιχείων που το συνθέτουν, κρύβει το κεφαλαιώδες ζήτημα: τη γέννηση του κράτους και μέσω αυτού τη γέννηση του διεθνούς δικαίου.           

Βρυξέλλες, Φεβρουάριος 1995



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

- Ago R., Science juridique et droit international, Recueil de Cours de l'Academie de la Haye, 1956 II, Vol. 90.

- Αpostolidis C. Chemillier-Gendrau M., "L'apport de la dialectique a la contruction de l' objet juridique", Revue du Droit Public, 3-1993.

- Attar F., Le droit international entre ordre et chaos, Editions Hachette, Paris 1994. 

- Chaumont C., Cours General de Droit International Public, Recueil de Cours de l'Academie de la Haye, vol. 1, 1970.

- Dinh N., Daillier P., Pellet A., Droit International Public, 4e Edition, L.G.D.J., Paris, 1992.

- Guggenheim D. "Traite de droit international public", Geneve, Georg, t. I, 1967

- Perelmann C. "A propos de la rθgle du droit, Rιflexion de mιthode," La rθgle du droit. Centre du droit; Bruxelles, Centre National de recherche logique.

- Rosset C., L'objet singulier, Paris 1992.

- Visscher C. de, "Methode et systeme en droit international", Recueil de Cours de l'Academie de la Haye, vol. I, 1973.

- Weil P., " Vers une normativite relative en droit international" Revue Generale de Droit International, 1982.
1.   Γνωρίζουμε οτι μέσα στην απλοικότητά της, μία τέτοια προσέγγιση εγκυμονεί μία σχετική ανεπάρκεια όσον αφορά την κατανόηση της εξέλιξης των φυσικών επιστημών. Μολαταύτα, την υιοθετούμε εισαγωγικά προκειμένου να καταστήσουμε πιό σαφή στην συνέχεια την εννοιολογική διάκριση που μας ενδιαφέρει να κάνουμε, ανάμεσα σε δίκαιο και φυσικές - ή άλλες- επιστήμες. 
2.  Η δυσκολία αυτή γίνεται προφανώς αντιληπτή μόνο στο βαθμό που ο ίδιος ο επιστήμονας καταλάβει την ιστορικότητα της παρέμβασης του και κατ'επέκταση την σχετικότητητα της στο χώρο και τον χρόνο. Κάνουμε αυτή την παρατήρηση διότι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπαρχει μια εγγενής τάση στους νομικούς,να μην μπαίνουν καν στον κόπο να βάλουν αυτό το ερώτημα. Το αντικείμενο τους - το δικαίο - από τη στιγμή που παίρνει κανονιστική  μορφή οφείλει να εμφάνίζεται ως διαιτητής κοινωνικών φαινομένων που βρίσκονται σε αντίθεση, παρά ως κοινωνικό φαινόμενο καθεαυτό, αποτέλεσμα μιάς πολιτικής που επέτυχε, ώστε να γίνει νόμος.   
3.   Παραπέμπουμε στον ορισμό που έδωσε στην έννοια '' μέθοδο'', ο βέλγος διεθνολόγος Charles de VISSCHER: ''Αντιλαμβάνομαι ως μέθοδο στο (διεθνές) δίκαιο, εκείνη την πλευρά της ειδικότητάς μας που καταπιάνεται με τη επεξεργασία, μέσω υπομονετικής και πλέον ακριβούς έρευνας, των ιστορικών και κοινωνικών δεδομένων που διαμορφώνουν το ζωντανό περιεχόμενο και την ύλη του κανόνα δικαίου. Στη βάση κάθε μεθόδου βρίσκεται η παρατήρηση, η υποταγή στο αντικείμενο'', Methode et systeme en droit international, in Recueil de Cours de l'Academie de la Haye, vol. I,1973 σελ. 75.   
4.  APOSTOLIDIS C., CHEMILLIER-GENDRAU M., "L'apport de la dialectique a la construction de l'objet juridique, in Revue du Droit Public, 3-1993, σελ. 316.

5.  Ενώ τα κάθε είδους άλλα δίκαια εκφράζουν και προσπαθούν να υπερπηδήσουν εσωτερικές αντιθέσεις μέσα στα πλαίσια μίας συγκεκριμένης κρατικής έννομης τάξης, το διεθνές δίκαιο χρεώνεται επιπλέον πολυδιάστατους διακρατικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των ίδιων των δυτικών κρατών που το δημιουργήσαν, και ακόμη περισσότερο εννοιολογικές και στρατηγικές αντίθέσεις ανάμεσα στους δυτικούς και τον Τρίτο κόσμο. Η μέχρι πρότινος ύπαρξη του λεγόμενου ''σοσιαλιστικού'' στρατοπέδου καθιστούσε ακόμα πιό πολύπλοκες τις νομικές μορφές αυτών των αντιθέσεων.  
 6 GUGGENHEIM, Traite de droit international public, Geneve, Georg, t.1, 2e ed. 1967.
 
  7Κ. ΜΑΡΞ,  Το Κεφάλαιο, Τόμος 3, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 1004.
 8 Η εν λόγω αντίληψη συστηματοποιήθηκε στη γαλλόφωνη  θεωρία του δικαίου - ανάμεσα σε άλλους - και  από τον βέλγο V.C. PERELMANN, από τον οποίο και το απόσπασμα που παραθέσαμε: "A propos de la regle de droit. Reflexions de methode; in La regle du droit. Centre National de recherche Logique, Bruxelles, 1971, σελ. 315.  
 9  Μπορούμε  αρκέτα εύκολα να μεταφράσουμε σε πολιτική ορολογία, αυτή την νομική αδυναμία σε έλλειψη βούλησης. Πιο συχνά στο χώρο του διεθνούς δικαίου απ'ότι στα άλλα δίκαια, η θεωρητική δυσκολία συγκρότησης μιάς αντίληψης είναι προιόν όχι τόσο επιστημονικής ανεπάρκειας αλλά υποταγής σε συγκεκριμένους πολιτικούς προσανατολισμούς. Ετσι λοιπόν αυτό που στο προηγούμενο παραδείγμα μας εκλάβαμε ως θεωρητική αδυναμία των θετικιστικών - φορμαλιστικών θέσεων να αντιληφθούν από που πηγάζει η νομιμοποίηση του Συμβουλίου Ασφαλείας να παράγει κανόνες δικαίου,  πρέπει επίσης να εκληφθεί στην πολιτική σφαίρα ανάλυσης σαν την προσπάθεια κάθε πολιτικά οργανωμένης εξουσίας (στην περίπτωση μας των μονίμων μέλων του Σ.Α.) να εκλαμβάνει το δίκαιο που η ίδια δημιούργησε ως αυταπόδεικτο.
 10 Για μία συνολική και εμπεριστατωμένη παρουσίαση τού ζητήματος της αδυναμίας θεμελίωσης διεθνούς δικαίου απο τις θετικιστικές και φυσικοδικαιικές θεωρίες, παραπέμπουμε στον επιφανή ιταλό θεωρητικό R. AGO, "Science Juridique et droit international", Recueil de Cours de l'Academie de la Haye; 1956 II, vol. 90, σελ, 857-954.
 11 P. WEIL, " Vers une normativite relative en droit international", in Revue Generale de Droit International, 1982,  σελ. 6-47.
 
12.  Η εφαρμογή των διατάξεων του 7ου κεφαλαίου του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, γιά ''Δράση σε περίπτωση απειλής ή ρήξης της ειρήνης και πράξη επίθεσης'', γίνεται διακριτικά ανάλογα με το κράτος που υπέστη ή αυτό που άσκησε την επίθεση (βλ. Κουβειτ - Ιράκ,  κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη - Ισραήλ, κτλ).
13.  C.CHAUMONT, Cours General de Droit International Public, Recueil des Cours de l'Academie de la Haye, 1970, vol. I, σελ. 363.
14.   Το γεγονός ότι τα αμερικάνικα κράτη δεν είχαν ουσιαστικά παραδοσιακές αποικιακές κτήσεις, τους επέτρεψε να συμπεριλάβουν σε αυτά τα κριτήρια και  τη συγκεκριμένη ρήτρα.
15.   Τα γαλλικά κείμενα των Γνωμοδοτήσεων της Επιτροπής Διαιτησίας παρατίθενται στη Revue Generale du Droit International Public, 1992, σελ.264.
16.   Για μία τέτοια ανάλυση της έννοιας του αντικειμένου, βλέπε C. ROSSET, L'objet singulier; Paris, Editions le Minuit, 1979.
17.  Το πλέον διαδεδομένο γαλλόφωνο εγχειρίδιο Διεθνούς Δικαίου παραθέτει τον ακόλουθο ορισμό. . '' Ο πληθυσμός είναι αντιληπτός σαν το σύνολο των ατόμων που συνδέεται με το κράτος, με ένα νομικό δεσμό, το δεσμό της εθνικότητας''. N.DINH, P. DAILLIER, A. PELLET, Droit International Public, 4e Edition, L.G.D.J., Paris 1992, σελ. 397.
18.  "Mort et transfiguration du jus cogens", in Melanges P.F. GONIDEC, Paris, LGDJ, 1985, σελ. 489.
19.  Υπενθυμίζουμε ότι η κυρίαρχη αντιλήψη του διεθνούς δίκαιου θεωρεί ότι μόνο ο λαός μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και τελικά η άσκηση αυτού του δικαιώματος τον προσδιορίζει ως τέτοιο.
20.  Αυτή η θεωρία είναι αποδεκτή από τους περισσότερους σύγχρονους αλλά και παλαιότερους διεθνολόγους και θεωρητικούς  (Kelsen, Verdross, Scelle, ανάμεσα σε άλλους). Για μιά εκτενής αναφορά στο ζήτημα βλέπε W. SCHOENBORN, La nature juridique du territoire, in Recueil des Cours de l'Academie de la Haye, 1929, vol.II, σελ. 85-189.
21.  Βάσει αυτής της θεωρίας της απάτητης γης, ή της ''γης που δεν ανήκει σε κανένα'' οι Ευρωπαίοι θαλασσοπόροι καθώς και οι αμερικάνοι απόγονοι τους επικύρωσαν νομικο-θρησκευτικά την κατάκτηση των νέων αποικιακών εδαφών.   
22.   Βλέπε το Ψήφισμα 2625 (ΧV) της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε.
23.  Βλέπε N.Q. DINH, σελ. 402-404.
24.  Η αρχή της μη επέμβασης είναι από τις κεφαλαιώδεις της οργάνωσης της διεθνούς έννομης τάξης και κατοχυρώνεται από την 7η παράγραφο του 2ου άρθρου του Χάρτη τωνΗνωμένων Εθνών.  
25.  Βλέπε N.Q. DINH, σελ. 403.
26.  ibid.
27.  Θα παραθέσουμε μία άλλη κριτική των προηγούμενων αντιλήψεων: '' Οσο ενδιαφέρουσες και να είναι κάποιες από αυτές τις προτάσεις (εννοεί τη θεωρία των τριών στοιχείων, στΣ), δεν είναι ομόφωνα δεκτές. Είναι όμως αποκαλυπτικές μιάς ανεπάρκειας του διεθνούς δικαίου: η πολύ γενική προσέγγιση του στον ορισμό του κράτους αφήνει μεγάλο χώρο σε ερμηνεία κατά περίπτωση. Οπως γράφει ο Joe Verhoeven, ο προσδιορισμός ενός κράτους ξεφεύγει από κάθε προ-ορισμένο κριτήριο και δεν υπακούει σε κανένα κανόνα: εκτελείται με τρόπο καθαρά εμπειρικό στη βάση των συμφερόντων και των ιδεολογιών των Κρατών.'' F. ATTAR, Le droit international entre ordre et chaos, Editions Hachette, Paris 1994, σελ. 28.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.

2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια

3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.