Πηγή :Θέσεις ,τεύχος 71
του Στάθη Κουβελάκη
Θα ήθελα να σας παρουσιάσω ορισμένες σκέψεις για την πολιτική θεωρία του Μαρξ, με βάση μια νέα ανάγνωση του διάσημου κειμένου του για τον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία. Πρόκειται για μια κάπως ιδιαίτερη ανάγνωση, αφού προτίθεμαι να διαβάσω αυτές τις σελίδες «υπό το φως» των προγενέστερων κειμένων του Μαρξ, προγενέστερων κατά τριάντα χρόνια περίπου απ’ τον Εμφύλιο πόλεμο της Γαλλίας. Αναφέρομαι στα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στα Γαλλο-γερμανικά Χρονικά και στην κριτική των παραγράφων 261 έως 313 των Αρχών της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ, που συνήθως αποκαλείται «Χειρόγραφο του Κρόιτσναχ». Θα ήθελα αρχικά να διευκρινίσω ότι η ανάγνωση του κειμένου του 1871, στο οποίο ο Μαρξ αποτιμά την εμπειρία της παρισινής Κομμούνας, «υπό το φως» των κειμένων του 1843-44 δεν σημαίνει κατ’ εμέ ότι αυτά τα τελευταία παρέχουν κατά κάποιον τρόπο τα κλειδιά για την ανάγνωση του πρώτου, όπως εξάλλου δεν σημαίνει και το αντίθετο. Έχω όμως την εντύπωση ότι η ομοιότητα ορισμένων διατυπώσεων οι οποίες εμφανίζονται σε κείμενα που απέχουν μεταξύ τους αρκετές δεκαετίες δείχνει ότι ο Μαρξ έρχεται αντιμέτωπος μ’ ένα είδος συγκρίσιμων ερωτημάτων ή ενδεχομένως ότι επιστρέφει μ’ αυτήν την ευκαιρία, και σε νέες βάσεις, σε δρόμους που είχε ήδη σκιαγραφήσει και αφήσει σε εκκρεμότητα. Για να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος, θα προχωρήσω εδώ στην πρώτη υπόθεση της ανάγνωσής μου. Η μορφή της, με την πλέον γενική έννοια, είναι απλούστατη: η εμπειρία της παρισινής Κομμούνας επιτρέπει στον Μαρξ να «ξαναπαίξει» τις επαναστάσεις του 1848. Πιο συγκεκριμένα, επιτρέπει στον Μαρξ να ξαναπιάσει, δηλαδή να διορθώσει, ή καλύτερα να ξαναπιάσει την κίνηση με την οποία διόρθωνε ορισμένες επεξεργασίες του που είχαν λάβει χώρα γύρω απ’ το 1848, και λέω γύρω γιατί πρόκειται για επεξεργασίες που επικάλυπταν αμφίπλευρα τη στιγμή του 1848. Εκτείνονται απ’ τα προαναφερθέντα κείμενα του 1843-44 μέχρι τα κείμενα που προβαίνουν στην αποτίμηση της ήττας, δηλαδή τους Ταξικούς αγώνες στη Γαλλία και την 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, περνώντας ασφαλώς από εμβληματικά κείμενα της ίδιας της επαναστατικής στιγμής, απ’ το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, που συντάχθηκε στο κατώφλι της, μέχρι τα κείμενα της Νέας Εφημερίδας του Ρήνου, με αναλύσεις και παρεμβάσεις που έλαβαν χώρα «εν θερμώ», στην πορεία των γεγονότων.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο οφείλω να υπεισέλθω σε ορισμένες λεπτομέρειες. Ο Μαρξ, και φυσικά ο Ένγκελς -διότι ενδείκνυται να μην τους διαχωρίζουμε ούτε στο ελάχιστο απ’ αυτήν την άποψη-, ανήκουν στον θεμελιώδη ιστορικό τύπο ανθρώπων του 19ου αιώνα που αποκαλούνται «σαρανταοκτάρηδες», όπως ακριβώς, για να περιοριστούμε σε ορισμένους, ο Φλωμπέρ και ο Μπωντλαίρ τους οποίους δεν είχαν γνωρίσει, ή ο Βάγκνερ, ο Μπακούνιν και ο Λασσάλ, που τους είχαν γνωρίσει καλά και με τους οποίους είχαν διασταυρωθεί σε αρκετές περιπτώσεις. Δεν πρόκειται απλώς για το φαινόμενο μιας γενιάς, αλλά βαθύτερα για μια συγκεκριμένη κατηγορία ανδρών (διότι ελάχιστες γυναίκες εμφανίζονται στην πρώτη γραμμή, σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά του 1830), που η βιογραφική τους πορεία και εμπειρία φέρουν το ανεξίτηλο αποτύπωμα του συμβάντος που έκοψε στα δύο ολόκληρο τον αιώνα και την ίδια τους την ύπαρξη. Έτσι, ο ίδιος ο Μαρξ ακόμη και προς το τέλος τη ζωής του, και παρά τον υποτιμητικό χαρακτήρα που συνόδευε τους «γεροξεκούτηδες του ‘48», συστηνόταν ως «σαρανταοκτάρης» στους συνομιλητές του, όταν δεν τους θεωρούσε επαρκώς κοντινούς ή άξιους εμπιστοσύνης. Με τρόπο λιγότερο ανεκδοτολογικό, αλλά εξίσου αποκαλυπτικό, διαπιστώνουμε ότι μέχρι το τέλος της ζωής τους στοχάζονταν τα πολιτικά ζητήματα πάντοτε σε σχέση με την εμπειρία του 1848, όπως το μαρτυρά επί παραδείγματι ο γερο-Ένγκελς, που είχε μεν ξεκόψει απ’ τα οδοφράγματα και τις εξεγέρσεις, αλλά όταν ήρθε αντιμέτωπος με μια καθεστωτική κρίση (της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας που αντιμετώπιζε το σκάνδαλο του Παναμά εν προκειμένω) και με τη συνακόλουθη δυνατότητα μιας βραχυχρόνιας επαναστατικής διεξόδου, κατά τη δική του εκτίμηση, αναφωνεί «είμαστε στο 1847».
Η στιγμή του 1848: η επανάσταση διαρκείας
Απ’ τη σκοπιά της θεωρίας του Μαρξ, και ιδιαιτέρως της πολιτικής στρατηγικής, η στιγμή του 1848 συνδέεται με μια σαφή αντίληψη την οποία συνοψίζει ο όρος της «διαρκούς επανάστασης» ή πιο συγκεκριμένα της «επανάστασης διαρκείας». Θα μπορούσαμε εν συντομία να πούμε ότι πρόκειται για ένα σχήμα επαναφοράς και ριζοσπαστικοποίησης -σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο- της επαναστατικής διαδικασίας που ξεκίνησε με την γαλλική επανάσταση, και συνεχίστηκε με την επανάσταση του 1830, αρκεί να είναι σαφές ότι η εν λόγω ριζοσπαστικοποίηση είναι όρος για την επαναφορά, και όχι προαιρετική προσθήκη. Εν ολίγοις, η γαλλική επανάσταση δεν είναι δυνατόν να επαναληφθεί: μπορεί μόνο να «ξαναπαιχθεί» αν υπερβεί τα όριά της, δηλαδή αν στραφεί εναντίον των ίδιων των θεμελίων της αστικής κοινωνίας, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής. Μετατρέπεται τότε σε νέα επανάσταση, την οποία προωθεί ένας νέος ιστορικός παράγοντας, το προλεταριάτο, η χειραφέτηση του οποίου επανορίζει ριζικά το διακύβευμα της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας. Αυτή η προβληματική διατυπώνεται στο κείμενο των Γαλλο-Γερμανικών Χρονικών με τίτλο «Συμβολή στην κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ», και αποδίδει στη Γερμανία τον πολιτικό ορίζοντα της «ριζικής επανάστασης». Ο εξαιρετικά καθυστερημένος χαρακτήρας της γερμανικής κατάστασης, με έναν απολυταρχισμό σε αποσύνθεση, δεν αφήνει καμιά άλλη επιλογή πέραν της επανάστασης. Αποδεικνύεται ωστόσο ότι δεν μπορεί κανείς να περιμένει ότι η γερμανική αστική τάξη θα παίξει τον καθοδηγητικό ρόλο σε μια τέτοια επανάσταση: η επανάληψη του γαλλικού σχήματος είναι αδύνατη («προβληματική») στη Γερμανία, διότι το προλεταριάτο έχει ήδη κατέλθει στον στίβο. Η Γερμανία βρίσκεται όντως στις παραμονές του δικού της 1789, αλλά η επανάστασή της δεν μπορεί να μείνει στα μισά του δρόμου, αφήνοντας όπως η γαλλική επανάσταση, «όρθιους τους στύλους του οικοδομήματος», δηλαδή τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας. Δεν μπορεί παρά να είναι «ριζική», υπό την καθοδήγηση του προλεταριάτου που αν και είχε μόλις εμφανισθεί καλείται να αποτελέσει την πολιτική δύναμη που θα καθοδηγήσει το σύνολο της κοινωνίας. Η γερμανική καθυστέρηση αντιστρέφεται έτσι σε προβάδισμα, αρκεί η γερμανική επανάσταση να ενταχθεί σε μια ευρωπαϊκή συνέχεια που μόνον η Γαλλία («το λάλημα του γαλατικού κόκορα») μπορούσε να εγκαινιάσει.
Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο θα επανέλθει σ’ αυτήν την παράδοξη κεντρική σημασία της Γερμανίας επιβεβαιώνοντας «ότι η προσοχή των κομμουνιστών στρέφεται πρωτίστως προς τη Γερμανία», μόνο που έχουν αλλάξει οι όροι της εξίσωσης: η Γερμανία δεν βρίσκεται στις παραμονές μιας «ριζικής επανάστασης», αλλά μιας «αστικής επανάστασης». Ωστόσο, καθώς αυτή η αστική επανάσταση θα εκπληρωθεί «σε πιο προχωρημένες […] συνθήκες», και κυρίως με «ένα προλεταριάτο απείρως πιο αναπτυγμένο», σε σχέση με την αγγλική και τη γαλλική επανάσταση, «δεν θα μπορούσε να είναι παρά άμεσο πρελούδιο μιας προλεταριακής επανάστασης», που πρέπει και η ίδια να νοηθεί σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Με άλλα λόγια, αυτό που υποστηρίζεται εν προκειμένω είναι η ιδέα μιας αδιάκοπης επαναστατικής συνέχειας που θα περιέχει διακριτές στιγμές αλλά όχι στάδια τα οποία θα χωρίζονταν από περιόδους σταθεροποίησης. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αυτής της συνέχειας το προλεταριάτο καταλαμβάνει την καθοδήγηση της επαναστατικής διαδικασίας και την οδηγεί πέρα απ’ τα όρια της αστικής επανάστασης. Προτείνεται έτσι μια σειρά από θέσεις στρατηγικού χαρακτήρα, που σχετίζονται με το ζήτημα των συμμαχιών (ιδίως με την αστική τάξη), με τις σχέσεις με τα άλλα ρεύματα του εργατικού και επαναστατικού κινήματος (δύο πράγματα που δεν ταυτίζονται μεταξύ τους), και με την ίδια τη μορφή αυτού του «κομμουνιστικού κόμματος» το οποίο, όπως γνωρίζουμε, δεν αποτελεί κατά τους Μαρξ και Ένγκελς ένα διακριτό κόμμα αλλά μια τάση στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος θεωρούμενου ως όλου (του «κόμματος-τάξης»). Μπορούμε να αντιληφθούμε σε ποιο βαθμό η θεωρία του Μαρξ για την επανάσταση είναι θεμελιωδώς πολιτική, αν την συγκρίνουμε με τον οικονομισμό που θεωρούσε αντιθέτως ότι μόνον οι πλέον «εκβιομηχανισμένες» χώρες είναι «ώριμες» για μια προλεταριακή επανάσταση. Γι’ αυτό ακριβώς η συγκεκριμένη θεωρία δεν έγινε ποτέ αποδεκτή απ’ τα ηγετικά μυαλά της Δεύτερης Διεθνούς, από τον «αναθεωρητή» Μπερνστάιν εν πρώτοις, που την ταυτίζει με τον «μπλανκισμό» και τον βολονταρισμό των δυναμικών μειονοτήτων, αλλά και απ’ τον πολύ ορθόδοξο Κάουτσκυ, που δεν μπορεί καν να διανοηθεί ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς ισχυρίζονται πως μπορεί κανείς να υπερβεί τις «αντικειμενικές συνθήκες» και διάφορους άλλους «νόμους ιστορικής ανάπτυξης». Εδώ και πάνω από έναν αιώνα, ολόκληρη η σοσιαλδημοκρατική σοφία αρκείται να επαναλαμβάνει τέτοιου είδους επιχειρήματα.
Είναι όμως αναγκαίο να επισημάνουμε ότι εάν το Μανιφέστο προσδίδει έναν λιγότερο θεωρητικό και περισσότερο «στρατηγικό» χαρακτήρα στο σχήμα της «ριζικής επανάστασης», το στρέφει επίσης σε μια κατεύθυνση που εισάγει ουκ ολίγες ασάφειες. Προς το παρόν, αυτό που τονίζεται με έμφαση είναι ο επαναστατικός ρόλος της αστικής τάξης. Γι’ αυτό και η πρώτη στιγμή της επαναστατικής διαδικασίας ορίζεται ως στιγμή της «αστικής επανάστασης». Το Μανιφέστο διευκρινίζει επιπροσθέτως ότι «στη Γερμανία, το κομμουνιστικό κόμμα παλεύει μαζί με την αστική τάξη, κάθε φορά που αυτή υιοθετεί μια επαναστατική στάση, ενάντια στην απόλυτη μοναρχία, την φεουδαρχική γαιοκτησία» και επίσης «ενάντια… στην μικροαστική τάξη». Σε γενικές γραμμές, ο τρόπος με τον οποίο το Μανιφέστο περιγράφει τη γέννηση και την πρωτάκουστη ανάπτυξη της «αστικής κοινωνίας» (υπενθυμίζω, με την ευκαιρία, ότι ο όρος «καπιταλισμός» και a fortiori ο «καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής», απουσιάζουν εντελώς από το Μανιφέστο), δίνει έμφαση στον «εξαιρετικά επαναστατικό ρόλο» της αστικής τάξης, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Σε οικονομικό επίπεδο, η αστική τάξη συνιστά προϊόν μιας «σειράς επαναστάσεων του τρόπου παραγωγής και ανταλλαγής» και με τη σειρά της, «δεν μπορεί να υπάρχει δίχως να επαναστατικοποιεί ατελεύτητα τα εργαλεία της παραγωγής, και συνεπώς τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων», με αποτέλεσμα να δημιουργεί έναν κόσμο «κατ’ εικόνα της». Σε πολιτικό επίπεδο, τσακίζει τον φεουδαρχικό δεσποτισμό και τον μοναρχικό απολυταρχισμό και «κατακτά την αποκλειστική πολιτική κυριαρχία στο σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος». Το «αντιπροσωπευτικό κράτος», το σύγχρονο φιλελεύθερο κράτος το οποίο αντιπαραβάλλει ο Μαρξ, όπως θα δούμε αμέσως μετά, στη δημοκρατία, εμφανίζεται έτσι ως η μόνη μορφή που αρμόζει σ’ αυτήν την Herrschaft, πολιτική «κυριαρχία» ή «εξουσία» της αστικής τάξης, που βρίσκεται και η ίδια σε σχέση αναγκαίας αντιστοιχίας με την οικονομική υπεροχή της. Το εν λόγω κράτος, που είναι αντιπροσωπευτικό ως προς τη μορφή του, δεν αποτελεί, κατ’ ουσίαν, παρά «μια επιτροπή που διαχειρίζεται τις κοινές υποθέσεις της αστικής τάξης στο σύνολό της». Δεν διαφέρει, με μια έννοια, απ’ την ίδια την αστική τάξη, παρά ως οργανωτική βαθμίδα και καταναγκαστικό εργαλείο, που της επιτρέπει να ενοποιείται ως τάξη (ιδιαιτέρως ως εθνική τάξη) και να κυριαρχεί στις υπό εκμετάλλευση τάξεις.
Ο επαναστατικός ρόλος της αστικής τάξης είναι κομβικός για την αντίληψη της προλεταριακής επανάστασης που περιγράφεται στο Μανιφέστο. Εάν πράγματι, μια νέα επανάσταση, που αυτή τη φορά θα στρέφεται εναντίον της αστικής τάξης, βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, τούτο οφείλεται στη σύζευξη δύο τάσεων. Αφενός, σε οικονομικό επίπεδο, η αστική κοινωνία βαδίζει προς μια κρίση που θα πρέπει να χαρακτηριστεί τελική, ή τελευταία, δεδομένου ότι η ανταρσία των παραγωγικών δυνάμεων εναντίον των παραγωγικών σχέσεων επιφέρει την απόλυτη αποπτώχευση του προλεταριάτου, και καθιστά την αστική τάξη εντελώς ανίκανη να διασφαλίσει τις προϋποθέσεις ύπαρξης της τάξης που υφίσταται την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Αφετέρου, σε πολιτικό επίπεδο, καθώς η προλεταριακή ταξική πάλη έχει ήδη διέλθει (και μάλιστα με ολοένα και αυξανόμενη ταχύτητα) απ’ τα αναγκαία προπαρασκευαστικά στάδια, το προλεταριάτο μπορεί να πάρει τη σκυτάλη απ’ την αστική τάξη και να διεκδικήσει με τη σειρά του την πολιτική καθοδήγηση της διαδικασίας που θα σφραγίσει τη μοίρα της εκμεταλλεύτριας τάξης. Αν αυτή η διαδικασία προωθείται (όπως περιγράφεται απ’ τον ορισμό της, τον οποίο υπενθυμίζω) από «την τεράστια πλειοψηφία προς το συμφέρον της τεράστιας πλειοψηφίας», και διαφέρει έτσι από όλες τις προηγούμενες επαναστάσεις που αντικατέστησαν μια εκμεταλλεύτρια τάξη με μια άλλη, παραμένει εντούτοις καθ’ ολοκληρίαν «ανάλογη» ή συμμετρική με την αστική επανάσταση που προηγήθηκε. Η επερχόμενη προλεταριακή επανάσταση στηρίζεται έτσι στο πρότυπο των αστικών επαναστάσεων τόσο οικονομικά (απελευθερώνει τις νέες παραγωγικές δυνάμεις απ’ τα δεσμά των παλαιών παραγωγικών σχέσεων) όσο και πολιτικά αφού μετατρέπει το προλεταριάτο σε «κυρίαρχη τάξη», γεγονός που ισοδυναμεί με «κατάκτηση της δημοκρατίας». Το προλεταριάτο θα «χρησιμοποιήσει» την «πολιτική κυριαρχία» που θα έχει αποκτήσει για να «συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου που θα έχει οργανωθεί σε κυρίαρχη τάξη», πράγμα που τελικώς ισοδυναμεί με την «επιτροπή που διαχειρίζεται τις κοινές υποθέσεις της αστικής τάξης στο σύνολό της», δηλαδή με το αστικό κράτος.
Και στις δύο περιπτώσεις, το κράτος χρησιμεύει τόσο ως εύχρηστο εργαλείο, όσο και ως οργανωτική βαθμίδα που ενοποιεί τα διάφορα μέρη ή τμήματα της κυρίαρχης τάξης. Ο πρωτότυπος χαρακτήρας της διαδικασίας αναδύεται βέβαια στη συνέχεια, αφού αυτή η «ανάπτυξη» υποτίθεται ότι οδηγεί στην εξαφάνιση των τάξεων προς όφελος των «συνεταιρισμένων ατόμων». Αλλά ετούτος ο ορίζοντας τίθεται ρητά ως μεταπολιτικός στο βαθμό που η «δημόσια εξουσία» (με την έννοια της Gewalt, die öffentliche Gewalt) δεν είναι πλέον η «οργανωμένη εξουσία (die organisierte Gewalt) μιας τάξης πάνω σε μια άλλη». Καταλαβαίνουμε καλύτερα με βάση αυτή τη διπλή ισομορφία για ποιο λόγο η προλεταριακή επανάσταση και η πτώση της αστικής τάξης, είτε ευθέως όπως στη Γαλλία, είτε μέσω της σύντομης παράκαμψης ενός «άμεσου προοιμίου» όπως στη Γερμανία, είναι «εξίσου αναπόφευκτες»: η νέα επανάσταση είναι επικείμενη και αναγκαία, όπως ακριβώς το παλαιό γαλλικό καθεστώς και η αριστοκρατία καλούνταν αναγκαστικά και άμεσα, την παραμονή της σύγκλησης των Γενικών Τάξεων, να παραχωρήσουν τη θέση τους στους νεκροθάφτες τους, στη ανερχόμενη νέα αστική τάξη. Για να συμπεράνουμε προς το παρόν, μπορούμε να πούμε ότι το Μανιφέστο σφραγίζεται από μια προβληματική συρραφή, πλούσια σε ασάφειες και ταλαντεύσεις, ανάμεσα σε μια αφήγηση ιστορικο-φιλοσοφικού τύπου με (εξ ορισμού) έντονα τελεολογικό χαρακτήρα, η οποία παρέχει ένα a priori κριτήριο στην έκβαση της επικείμενης μάχης, και σε μια πολιτική υπόθεση, την υπόθεση της διαρκούς επανάστασης, η οποία βασίζεται στην ανάλυση ενός πεδίου αλληλοεξαρτώμενων δυνάμεων, δηλαδή στην ανάλυση μιας κατάστασης ή μιας ειδικής συγκυρίας.
Από την επανάσταση στην ήττα: πρώτη σειρά διορθώσεων (1849-1850)
Αυτές ακριβώς τις ασάφειες θα αποκαλύψει η «εν θερμώ» εμπειρία των επαναστάσεων του 1848, οι οποίες θα οδηγήσουν σε μια πρώτη σειρά διορθώσεων, που άπτονται των ίδιων των θεμελίων του σχήματος της διαρκούς επανάστασης. Για μια ακόμη φορά, είμαι αναγκασμένος να σχηματοποιήσω και να εστιάσω σε τρία βασικά σημεία.
Από μια πολιτική ή κοινωνικο-πολιτική σκοπιά, πρώτα και κύρια, ο Μαρξ κατανοεί σταδιακά (στα άρθρα του στη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου, και κυρίως στο διάσημο άρθρο με τίτλο «Αστική τάξη και αντεπανάσταση»), ύστερα απ’ την αιμοσταγή καταστολή της εργατικής εξέγερσης του Ιούνη του ’48 στο Παρίσι και απ’ το αδιέξοδό της σε ευρωπαϊκή κλίμακα, ότι η αστική τάξη, και κυρίως η γερμανική αστική τάξη, δεν θα παίξει επαναστατικό ρόλο, ακόμη κι εκεί όπου αναγκάζεται να βρεθεί αντιμέτωπη με τον απολυταρχισμό και την εξουσία της αριστοκρατίας. Η ιδέα του «κοινού μετώπου», έστω κι αν έχει μίνιμουμ και μεταβατικό χαρακτήρα, με την αστική τάξη στα πλαίσια της πάλης κατά του δεσποτισμού και της αριστοκρατίας, πρέπει να εγκαταλειφθεί. Με άλλα λόγια, δεν θα υπάρχει η στιγμή της «αστικής επανάστασης» στους κόλπους της «διαρκούς» επαναστατικής διαδικασίας. Εάν η μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στη γαλλική αστική τάξη και το προλεταριάτο, μες στους παρισινούς δρόμους, φαίνεται απολύτως λογική στους συγγραφείς του Μανιφέστου -μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς είναι (μαζί με τον Μπλανκί) απ’ τους ελάχιστους επαναστάτες που δεν εκπλήσσονται με τη διάλυση του συνασπισμού του Φεβρουαρίου- από την άλλη, η άρνηση της γερμανικής αστικής τάξης να αντιπαρατεθεί με το παλαιό καθεστώς και να στηριχτεί στη λαϊκή κινητοποίηση καθοδηγώντας ολόκληρη την κοινωνία, τους αιφνιδιάζει ή μάλλον τους διαψεύδει.
Αλλά υπάρχει και συνέχεια: η έκβαση των γεγονότων του 1848-49 δείχνει ότι η κατάσταση δεν θα λυθεί αναγκαστικά με δυαδικούς όρους, ως επανάσταση ή ως παλινόρθωση. Καθώς η αστική τάξη αισθάνεται πως απειλείται απ’ την λαϊκή πίεση και το ειδικό βάρος του προλεταριάτου, προσανατολίζεται προς έναν συμβιβασμό με το παλαιό καθεστώς, ο οποίος θα εξουδετερώσει μεν την πολιτική της ικανότητα αλλά θα της λύσει τα χέρια στο επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης. Με παρόμοιο κατά βάθος τρόπο, η γαλλική αστική τάξη, ανίκανη καθώς είναι να ξεπεράσει τις εσωτερικές διαιρέσεις της και υπό τη διαρκή πίεση της λαϊκής κινητοποίησης (που έχει βέβαια υποστεί σημαντικές ήττες, αλλά δεν έχει εξαλειφθεί κατά κανένα τρόπο), προτιμά να αναθέσει την κρατική εξουσία σ’ έναν Βοναπάρτη. Στη θέση της αναπόφευκτης νίκης της διαρκούς επανάστασης, λαμβάνει χώρα η άνοδος μιας νέου τύπου αντεπανάστασης, που βασίζεται σ’ έναν συμβιβασμό ανάμεσα στην αστική τάξη και τις παλαιές κυρίαρχες τάξεις, ή ανάμεσα σε κομμάτια της αστικής τάξης και σε αντιδραστικά λαϊκιστικά ρεύματα. Αρχίζει η εποχή «των επαναστάσεων απ’ τα πάνω», των βοναπαρτισμών και των βισμαρκισμών, που θα γκρεμίσει τελικώς την αντίληψη σύμφωνα με την οποία το «σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος» αποτελεί, όπως υποστήριζε το Μανιφέστο, την ολοκληρωμένη μορφή της αστικής κοινωνίας. Δεν υπάρχει μονοσήμαντη αντιστοιχία ανάμεσα στην μορφή του κράτους και στην ταξική κοινωνικο-οικονομική κυριαρχία. Παρεμβάλλεται ανάμεσά τους ολόκληρη η πυκνότητα των ταξικών αγώνων, όπως θα αποδείξουν με εκπληκτική μαεστρία οι Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία και η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Εν ολίγοις, το πεδίο δυνάμεων του κράτους και του πολιτικού καθεστώτος έχει ιδιάζοντα χαρακτήρα, και δεν συνάγεται απ’ την οικονομική ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας. Γεγονός που θέτει με ακόμη μεγαλύτερη ένταση το ζήτημα των πολιτικών μορφών «κατάκτησης της δημοκρατίας», το οποίο είναι συνώνυμο με την «συγκρότηση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη», σε σχέση με την οποία το Μανιφέστο είναι εξαιρετικά λακωνικό.
Χρειάζεται όμως να προεκτείνουμε ακόμη περισσότερο τον συλλογισμό μας. Πράγματι, πέρα απ’ τις συνεχείς, ενδεχομενικές και απότομες ανατροπές των διαφόρων κρατικών καθεστώτων και μορφών, η διαλεκτική της επανάστασης και της αντεπανάστασης φέρνει στην επιφάνεια μια άλλη ιστορία, η οποία είναι πολύ περισσότερο σταθερή και «οργανική»: την ιστορία του σχηματισμού του σύγχρονου κράτους. Αυτήν ακριβώς την πορεία του κράτους σκιαγραφεί ο Μαρξ στο τελευταίο μέρος της 18ης Μπρυμαίρ, πορεία η οποία ξεκινά με το αντιφεουδαρχικό συγκεντρωτικό έργο της απόλυτης μοναρχίας, συνεχίζεται με τη γαλλική επανάσταση και φτάνει στο αποκορύφωμά της με τον Ναπολέοντα και όλα τα καθεστώτα που ακολούθησαν, συμπεριλαμβανομένου του δημοκρατικού καθεστώτος που προέκυψε απ’ την επανάσταση του Φλεβάρη του 1848. Έχει γίνει πολύς λόγος, και δικαίως, για την τοκβιλιανή θεώρηση που αναπτύσσει αυτή η αφήγηση, τουλάχιστον καθόσον θεωρεί ότι η γαλλική επανάσταση συνεχίζει το συγκεντρωτικό έργο της γαλλικής μοναρχίας. Θα δούμε όμως ότι ο Μαρξ εγκαταλείπει αυτό το τελευταίο σημείο όταν συντάσσει τον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία. Κατά τη γνώμη μου, αυτό προκύπτει ως αποτέλεσμα της συνέχισης των αναλύσεων για τη γραφειοκρατία και την υπεροχή της εκτελεστικής εξουσίας επί της νομοθετικής, οι οποίες αναπτύχθηκαν στο χειρόγραφο του Κρόιτσναχ. Αυτή η υπόθεση αναιρεί την ιδέα, που διαδόθηκε κυρίως απ’ τις αλτουσεριανές αναγνώσεις και την ξαναβρίσκουμε παραδόξως στον Φρ. Φυρέ, σύμφωνα με την οποία ο νεαρός Μαρξ ήταν ανίκανος να συλλάβει τον ειδικό χαρακτήρα του σύγχρονου κράτους ως κάτι διαφορετικό από μια καθαρή αυταπάτη, από φαντασιακή (αλλοτριωμένη) προβολή της αστικής κοινωνίας των ιδιωτών, που μόνον αυτή θεωρείται «πραγματική», κλπ.
Πίσω όμως απ’ τη διαδοχή των πλέον διαφορετικών καθεστώτων, βρίσκεται επί τω έργω μια μονάχα κυρίαρχη τάση, η συγκρότηση της «κρατικής μηχανής» (Staatsmachinerie), η οποία είναι όλο και περισσότερο ορμητική και πολύπλευρη. Η εν λόγω μηχανή αποστερεί την κοινωνία από τα «κοινά» συμφέροντά της προκειμένου να τα μετασχηματίσει σε «αντικείμενο της κυβερνητικής δραστηριότητας» και να τα αναθέσει στην κρατική μηχανή. Το «κοινό συμφέρον» μετατρέπεται σε «γενικό συμφέρον», που το διαχειρίζεται κατ’ αποκλειστικότητα μια εξειδικευμένη μηχανή η οποία σφετερίζεται την «πρωτοβουλία» που έρχεται απ’ τα κάτω. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια ιδιαιτερότητα που μας εμποδίζει να σκεφτούμε την προλεταριακή επανάσταση με βάση την αστική επανάσταση, που μας απαγορεύει να σκεφτούμε «την συγκρότηση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη» με όρους ανάλογους με την αντίστοιχη συγκρότηση της αστικής τάξης, κι αυτή η ιδιαιτερότητα είναι ασφαλώς βαθύτερη από την πολύχρωμη ποικιλία των πολιτικών καθεστώτων που διαδέχονταν το ένα το άλλο, ανάλογα με τις συγκυρίες. Η εν λόγω ιδιαιτερότητα, είναι ό,τι αποκαλεί ο Μαρξ σύγχρονο κράτος, με την έννοια της «κρατικής μηχανής», πέραν της πολλαπλότητας των μορφών του. Εάν «όλες οι επαναστάσεις» του παρελθόντος, τελειοποίησαν αυτή τη μηχανή αντί να την τσακίσουν», η επανάσταση του μέλλοντος, και η «κρατική συγκέντρωση» που θα εγκαθιδρύσει επιβάλλουν την καταστροφή της «κρατικής μηχανής» (die Zertümmerung der Staatsmachinerie) σύμφωνα με τις διατυπώσεις της 18ης Μπρυμαίρ.
Με βάση αυτήν τη διπλή διόρθωση, και σ’ ένα περιβάλλον που σημαδεύεται απ’ την άνοδο της αντίδρασης, ο Μαρξ διατυπώνει εκ νέου το σχήμα της διαρκούς επανάστασης, στα τελευταία άρθρα της Νέας εφημερίδας του Ρήνου και κυρίως στη διάσημη «Έκκληση της Κεντρικής Επιτροπής της Λίγκας των Κομμουνιστών», η οποία συντάχθηκε τον Μάρτιο του 1850 - κείμενα που πάντοτε προκαλούσαν σκάνδαλο και αποστροφή σε όλων των ειδών τους επιγόνους των Μπερνστάιν και Κάουτσκυ για περισσότερο από έναν αιώνα. Την ίδια στιγμή που ο Μαρξ συνεχίζει να θεωρεί ως «αναπόφευκτη προς το παρόν» την «κυριαρχία της αστικής τάξης», και να εκθειάζει την ενότητα δράσης (όπου αυτή είναι εφικτή) με τη μικροαστική δημοκρατία, βάζει εφεξής τον τόνο στην ταξική ανεξαρτησία του προλεταριάτου (με οργανωτικούς επίσης όρους), στην αναγκαιότητα να αποσπαστεί η «υπεροχή» (Ügergewicht) πάνω στις άλλες τάξεις του δημοκρατικού στρατοπέδου «καθιστώντας την επανάσταση διαρκή», και φτάνοντας μέχρι την κατάκτηση της εξουσίας και την εγκαθίδρυση «μιας ταξικής δικτατορίας του προλεταριάτου». Δεδομένου του κλίματος (βίαιη και γενικευμένη υποχώρηση των επαναστατικών δυνάμεων), μπορούμε να πούμε ότι αυτή η στρατηγική αναδιατύπωση είχε κατ’ ουσίαν προβλεπτική αξία, ότι κοιτούσε περισσότερο προς το μέλλον παρά προς το παρόν, αφού οι πιθανότητες πραγμάτωσής της ήταν εντελώς ανύπαρκτες εκείνη τη στιγμή.
Η τρίτη και τελευταία διόρθωση αφορά την συνάρθρωση του πολιτικού και του οικονομικού στοιχείου απ’ την οπτική γωνία της κατηγορίας της «κρίσης», η οποία υποτίθεται ότι υλοποιεί (όπως είδαμε) τη συγχώνευση των δύο διαδικασιών υπό τη μορφή μιας τελικής κρίσης της αστικής κοινωνίας, αφού η οικονομική κρίση αποκτά αυτομάτως επαναστατική μορφή λόγω της αποπτώχευσης του προλεταριάτου, της χρεοκοπίας των μεσαίων τάξεων και της συνακόλουθης απλοποίησης των ταξικών αντιφάσεων. Όμως, όπως διαπιστώνει ο Μαρξ το καλοκαίρι του 1848, η οικονομική κρίση που ξεκίνησε εκείνη τη χρονιά, και επιτάχυνε το συμβάν της επανάστασης (απόδειξη ότι δεν ήταν όλα λάθος στο προηγούμενο σχήμα) δεν είναι η τελική κρίση της αστικής κοινωνίας. Ο οικονομικός κύκλος εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης, κι αυτό ακριβώς πείθει τελικώς τον Μαρξ ότι η επαναστατική περίοδος έχει τελειώσει, γεγονός που τον οδηγεί σε ρήξη με την «βολονταριστική» τάση της ανασυγκροτημένης Λίγκας των Κομμουνιστών (την «φράξια των Βίλιχ και Σάπερ»). Η προλεταριακή επανάσταση δεν είναι συνεπώς κατ’ ανάγκην επικείμενη. Κι αυτό όχι μόνο επειδή κάνουν την εμφάνισή τους κι άλλες διέξοδοι πέραν του δίπολου επανάστασης / παλινόρθωσης, αλλά και διότι η επαναστατική κρίση δεν εξαρτάται ευθέως από τον οικονομικό κύκλο. Η χρονικότητα κι ο ρυθμός της επαναστατικής κρίσης, χωρίς να είναι ανεξάρτητες απ’ τις κινήσεις της οικονομίας, διαθέτουν τον δικό τους ειδικό χαρακτήρα, που είναι ακριβώς ο χαρακτήρας της πολιτικής.
Ας επισημάνουμε ωστόσο ότι για τον Μαρξ του 1850, η αναγκαιοκρατική και καταστροφολογική θεώρηση της σχέσης οικονομικής κρίσης / επανάστασης δεν απορρίπτεται καθαυτή, αλλά απλούστατα αναβάλλεται για αργότερα. Επτά χρόνια μετά, ο Μαρξ ρίχνεται στη συγγραφή των οικονομικών χειρόγραφων που θα ονομαστούν Grundrisse, με την πεποίθηση ότι η οικονομική κρίση που ξεκινά εκείνη τη στιγμή θα είναι όντως η τελική κρίση, και ότι θα πρέπει να ολοκληρώσει την εργασία του «πριν τον κατακλυσμό». Αλλά καθώς αρχίζει να συντάσσει τα Grundrisse, εστιάζει την προσοχή του σε έναν μηχανισμό, τις συνέπειες του οποίου δεν αντιλαμβάνεται εξαρχής. Αυτό το εγχείρημα, όπως γνωρίζουμε εκ του αποτελέσματος, θα τον ωθήσει να περάσει απ’ τη θεωρία της αστικής κοινωνίας, που βασίζεται σε μια «αριστερή ρικαρντιανή» πολιτική οικονομία, όπως θα τη χαρακτηρίζαμε απλουστευτικά, στην «κριτική της πολιτικής οικονομίας», δηλαδή στη θεωρία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Σε σχέση με το ζήτημα που μας απασχολεί, η εν λόγω θεωρία έχει το πλεονέκτημα να κατασκευάζει ένα μοντέλο που μελετά τη διαδικασία της κεφαλαιακής συσσώρευσης, όπως επίσης το ειδικά καπιταλιστικό στοιχείο της δυναμικής της, η οποία όμως δεν οδηγεί αναγκαστικά στην αποπτώχευση του προλεταριάτου, καθώς στηρίζεται στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και στην απόσπαση της σχετικής υπεραξίας. Επιπλέον, το συγκεκριμένο μοντέλο παρέχει στον Μαρξ μια εξήγηση των καπιταλιστικών κρίσεων με όρους κρίσεων υπερσυσσώρευσης, που απορρέουν από ένα σύνθετο παιχνίδι τάσεων και αντιτάσεων το οποίο επηρεάζει την εξέλιξη του ποσοστού κέρδους. Το σχήμα αυτό σφραγίζει μια αποφασιστική ρήξη με τις καταστροφολογικές θεωρήσεις της «τελικής κρίσης», και λαμβάνει υπόψη του τόσο την καταστροφική όσο και την αναζωογονητική πλευρά των κρίσεων που προσιδιάζουν στον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής. Το Κεφάλαιο επιτρέπει, έστω και εμμέσως, να ξαναζωντανέψει η ακόμη ευμετάβλητη ως προς τη μορφή της πολιτική υπόθεση της διαρκούς επανάστασης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.
2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια
3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.