Πηγή : praxis
Κείμενο της συντακτικής επιτροπής.
Ο Λένιν εισήγαγε νέα στοιχεία στην μαρξική σκέψη , στοιχεία που αφορούν τόσο στην κατανόηση και εμβάθυνση των κοινωνικό-οικονομικών αντιθέσεων όσο και στην ανάλυση των συγκεκριμένων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που συντελείται ή επιδιώκεται να συντελεστεί, η επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού.
Ο Λένιν κατανόησε ίσως πιο συνολικά από οποιονδήποτε άλλο θεωρητικό ή πολιτικό στοχαστή του μαρξισμού, ότι ο Μαρξ συνειδητά απέφυγε να κληροδοτήσει μια αυστηρά συγκεκριμένη εικόνα, ένα δομημένο μοντέλο μετάβασης και πραγματοποίησης της κομμουνιστικής προοπτικής, πιθανότατα εμφορούμενος από μια θεώρηση- που διατρέχει το σύνολο του έργου του- να μην προσπαθεί δηλαδή να προκαταβάλλει ή να «προφητέψει» την κίνηση της ανθρώπινης ιστορίας. Κατανόησε δηλαδή ο Λένιν, ότι ο μαρξισμός δεν είναι ένα κλειστό φιλοσοφικό και κοινωνικό σύστημα , αλλά μια ζωντανή κοινωνική και πολιτική θεωρία , ένα οπλοστάσιο στην διάθεση της εργατικής τάξης, για να προχωρήσει από το πεδίο της ανάγνωσης της καπιταλιστικής πραγματικότητας στο πεδίο της επαναστατικής αλλαγής της.
Η λενινιστική σκέψη βρίσκει το αποκορύφωμα της, το ιστορικό της ορόσημο στην επανάσταση του 1917 , έχοντας διατρέξει όμως μια ολόκληρη ιστορική πορεία που καθορίστηκε από την ήττα του 1905 , η οποία πλούτισε με ανεκτίμητης αξίας διδάγματα τόσο τον ίδιο τον Λένιν όσο και τους συντρόφους του. Με πρώτιστο απ ‘ όλα νομίζουμε, την ανάδειξη της αναγκαιότητας, να «κατασκευαστούν» οι τρόποι, οι διαδικασίες και οι μορφές που θα κάνουν πραγματικότητα την επαναστατική υπέρβαση στις δεδομένες συνθήκες ενός συγκεκριμένου κοινωνικό-οικονομικου και πολιτικού σχηματισμού. Ο Λένιν αναμετρήθηκε σε όλη του την πορεία, με μια ορθόδοξη ερμηνεία της μαρξικής σκέψης , σύμφωνα με την οποία η επανάσταση ήταν περίπου αδύνατη σε ένα κοινωνικό σχηματισμό όπως αυτός της τσαρικής Ρωσίας, λόγω της καθυστέρησης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και της γενικότερης υστέρησης της ρωσικής κοινωνίας.
Μια ερμηνεία που απέδιδε στρεβλά στον Μαρξ, μια εμμονή, ότι η επανάσταση θα πραγματοποιηθεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί σε κάποια από τις αναπτυγμένες δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες όπως αυτή της Γερμανίας. Είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ αν και είχε οικουμενική ματιά, χαρακτηριζόταν από μια ευρωπαϊκή οπτική, ποτέ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η επανάσταση να πραγματοποιηθεί σε κάποιο κοινωνικό σχηματισμό, με καθυστερημένη ή στρεβλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αντίθετα έχοντας και ο ίδιος πλήρως κατανοήσει την αντιθετική συνθετότητα των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών σχέσεων που εμφανίζονται με διαφορετικές μορφές και ποιότητα, σε επιμέρους κοινωνικούς σχηματισμούς , θεωρούσε ότι η δυνατότητα της επαναστατικής υπέρβασης του καπιταλισμού αποτελεί ένα διαρκές κοινωνικό και πολιτικό στοίχημα της εργατικής τάξης. Αυτή του η αντίληψη εκφράζεται και με την θεωρητική στροφή του στα δυσμάς του βίου του στην ανάλυση , κατανόηση και μελέτη συγκεκριμένων προκαπιταλιστικών σχηματισμών, όπου ερευνούσε την κυοφορούμενη δυνατότητα επαναστατικής αλλαγής των κοινωνικών , πολιτικών και οικονομικών σχέσεων παραγωγής.
Ο λενινισμός εξέλιξε τα πυρηνικά στοιχεία της μαρξιστικής θεωρίας, κατανοώντας και αξιοποιώντας στον έπακρο βαθμό θεωρητικά και πολιτικά , τους θεμέλιους λίθους της μαρξικής σκέψης που αφορούν στην θεωρία της υπεραξίας και στον ιστορικό υλισμό, ενώ απεγκλωβίστηκε ταυτόχρονα , από την θεωρία της καπιταλιστικής κατάρρευσης, της αναπόφευκτης δηλαδή πορείας του καπιταλισμού προς την παρακμή, αποδόμηση και εν τέλει κατάρρευσή του. Αυτή η απελευθερωτική απαγκίστρωση, από την συγκεκριμένη θεωρητική οπτική του έδωσε την δυνατότητα να επεξεργαστεί μiα «θεωρία της επανάστασης», να δώσει δηλαδή υλική υπόσταση στην μαρξιστική θέση ότι «ο κομμουνισμός είναι το υπαρκτό κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων» . Μια μαρξιστική θέση, που κακοποιήθηκε αρκετά , μέχρι του σημείου να θεωρηθεί ότι ο κομμουνισμός θα επικρατήσει περίπου τελεολογικά, αποκαλύπτοντας, μια θρησκευτικού τύπου εμμονή στην επικείμενη και «δεδομένη» καπιταλιστική κατάρρευση.
Η θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού που «συντελείται μπροστά στα μάτια μας» σύμφωνα με τον Ένγκελς, που υιοθετήθηκε και μετέπειτα από θεωρητικά και πολιτικά ρεύματα, αποτελεί κατά την γνώμη μας στρεβλή ανάγνωση τόσο της μαρξικής θέσης για την ουσία και την ποιότητα του κομμουνισμού, όσο και λαθεμένη ανάγνωση της συγκεκριμένης κοινωνικό-οικονομικής περιόδου που διατυπώθηκε, καθώς δεν δρομολογούνταν η καπιταλιστική κατάρρευση, αλλά το καπιταλιστικό πέρασμα στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Ο Λένιν διατηρώντας λοιπόν ανέπαφες τις θεωρίες για την υπεραξία και τον ιστορικό υλισμό, ανοίγει ένα νέο δρόμο για να διατυπωθεί αλλά κυρίως να πραγματωθεί μια επαναστατική μαρξιστική θεωρία που θα καταστήσει όντως αναπόφευκτο το καπιταλιστικό τέλος. Την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού τόσο στο επίπεδο της παραγωγής και της οικονομία όσο και στο επίπεδο της πολιτικής και της θεωρίας.
Μια μονοσήμαντη ερμηνεία της λενινιστικής σκέψης θα μας οδηγούσε στο να θεωρήσουμε ότι η συμβολή του Λένιν αφορά μονοδιάστατα, στην εισαγωγή της έννοιας του κόμματος των επαγγελματιών επαναστατών- του επαναστατικού κόμματος ως απάντηση και δρόμο για την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι η θεωρία του επαναστατικού κόμματος αποτελεί την οργανωτική έκφραση της πολιτικής θεώρησης του Λένιν για το πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η επανάσταση σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό-οικονιομικό σχηματισμό, με δεδομένη ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων, συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις, και δεδομένους κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο.
Στην σκέψη του Λένιν η πιθανότητα του κομμουνισμού, μετουσιώνεται σε πραγματική υλική δυνατότητα , απόρροια της παραδοχής ότι η αστική τάξη και το κεφάλαιο, δεν είναι ποτέ έτοιμες να παραδώσουν της πολιτική και οικονομική εξουσία , αν δεν αναγκαστούν να το πράξουν. Αυτή η αρχή , οδηγεί στην αναγκαιότητα να επιβληθεί και να δρομολογηθεί από το ίδιο το επαναστατικό υποκείμενο , την ίδια την εργατική τάξη η καπιταλιστική κατάρρευση, ανακόπτοντας την καπιταλιστική συνέχεια, ακυρώνοντας την δυνατότητα της αστικής τάξης να επαναδομεί την ηγεμονία της και να δημιουργεί νέους όρους και προϋποθέσεις εκμετάλλευσης και απομύζησης της εργατικής δύναμης. Όχι μόνο στο πεδίο των παραγωγικών σχέσεων αλλά στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
Κείμενο της συντακτικής επιτροπής.
Ο Λένιν εισήγαγε νέα στοιχεία στην μαρξική σκέψη , στοιχεία που αφορούν τόσο στην κατανόηση και εμβάθυνση των κοινωνικό-οικονομικών αντιθέσεων όσο και στην ανάλυση των συγκεκριμένων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που συντελείται ή επιδιώκεται να συντελεστεί, η επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού.
Ο Λένιν κατανόησε ίσως πιο συνολικά από οποιονδήποτε άλλο θεωρητικό ή πολιτικό στοχαστή του μαρξισμού, ότι ο Μαρξ συνειδητά απέφυγε να κληροδοτήσει μια αυστηρά συγκεκριμένη εικόνα, ένα δομημένο μοντέλο μετάβασης και πραγματοποίησης της κομμουνιστικής προοπτικής, πιθανότατα εμφορούμενος από μια θεώρηση- που διατρέχει το σύνολο του έργου του- να μην προσπαθεί δηλαδή να προκαταβάλλει ή να «προφητέψει» την κίνηση της ανθρώπινης ιστορίας. Κατανόησε δηλαδή ο Λένιν, ότι ο μαρξισμός δεν είναι ένα κλειστό φιλοσοφικό και κοινωνικό σύστημα , αλλά μια ζωντανή κοινωνική και πολιτική θεωρία , ένα οπλοστάσιο στην διάθεση της εργατικής τάξης, για να προχωρήσει από το πεδίο της ανάγνωσης της καπιταλιστικής πραγματικότητας στο πεδίο της επαναστατικής αλλαγής της.
Η λενινιστική σκέψη βρίσκει το αποκορύφωμα της, το ιστορικό της ορόσημο στην επανάσταση του 1917 , έχοντας διατρέξει όμως μια ολόκληρη ιστορική πορεία που καθορίστηκε από την ήττα του 1905 , η οποία πλούτισε με ανεκτίμητης αξίας διδάγματα τόσο τον ίδιο τον Λένιν όσο και τους συντρόφους του. Με πρώτιστο απ ‘ όλα νομίζουμε, την ανάδειξη της αναγκαιότητας, να «κατασκευαστούν» οι τρόποι, οι διαδικασίες και οι μορφές που θα κάνουν πραγματικότητα την επαναστατική υπέρβαση στις δεδομένες συνθήκες ενός συγκεκριμένου κοινωνικό-οικονομικου και πολιτικού σχηματισμού. Ο Λένιν αναμετρήθηκε σε όλη του την πορεία, με μια ορθόδοξη ερμηνεία της μαρξικής σκέψης , σύμφωνα με την οποία η επανάσταση ήταν περίπου αδύνατη σε ένα κοινωνικό σχηματισμό όπως αυτός της τσαρικής Ρωσίας, λόγω της καθυστέρησης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και της γενικότερης υστέρησης της ρωσικής κοινωνίας.
Μια ερμηνεία που απέδιδε στρεβλά στον Μαρξ, μια εμμονή, ότι η επανάσταση θα πραγματοποιηθεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί σε κάποια από τις αναπτυγμένες δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες όπως αυτή της Γερμανίας. Είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ αν και είχε οικουμενική ματιά, χαρακτηριζόταν από μια ευρωπαϊκή οπτική, ποτέ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η επανάσταση να πραγματοποιηθεί σε κάποιο κοινωνικό σχηματισμό, με καθυστερημένη ή στρεβλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αντίθετα έχοντας και ο ίδιος πλήρως κατανοήσει την αντιθετική συνθετότητα των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών σχέσεων που εμφανίζονται με διαφορετικές μορφές και ποιότητα, σε επιμέρους κοινωνικούς σχηματισμούς , θεωρούσε ότι η δυνατότητα της επαναστατικής υπέρβασης του καπιταλισμού αποτελεί ένα διαρκές κοινωνικό και πολιτικό στοίχημα της εργατικής τάξης. Αυτή του η αντίληψη εκφράζεται και με την θεωρητική στροφή του στα δυσμάς του βίου του στην ανάλυση , κατανόηση και μελέτη συγκεκριμένων προκαπιταλιστικών σχηματισμών, όπου ερευνούσε την κυοφορούμενη δυνατότητα επαναστατικής αλλαγής των κοινωνικών , πολιτικών και οικονομικών σχέσεων παραγωγής.
Ο λενινισμός εξέλιξε τα πυρηνικά στοιχεία της μαρξιστικής θεωρίας, κατανοώντας και αξιοποιώντας στον έπακρο βαθμό θεωρητικά και πολιτικά , τους θεμέλιους λίθους της μαρξικής σκέψης που αφορούν στην θεωρία της υπεραξίας και στον ιστορικό υλισμό, ενώ απεγκλωβίστηκε ταυτόχρονα , από την θεωρία της καπιταλιστικής κατάρρευσης, της αναπόφευκτης δηλαδή πορείας του καπιταλισμού προς την παρακμή, αποδόμηση και εν τέλει κατάρρευσή του. Αυτή η απελευθερωτική απαγκίστρωση, από την συγκεκριμένη θεωρητική οπτική του έδωσε την δυνατότητα να επεξεργαστεί μiα «θεωρία της επανάστασης», να δώσει δηλαδή υλική υπόσταση στην μαρξιστική θέση ότι «ο κομμουνισμός είναι το υπαρκτό κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων» . Μια μαρξιστική θέση, που κακοποιήθηκε αρκετά , μέχρι του σημείου να θεωρηθεί ότι ο κομμουνισμός θα επικρατήσει περίπου τελεολογικά, αποκαλύπτοντας, μια θρησκευτικού τύπου εμμονή στην επικείμενη και «δεδομένη» καπιταλιστική κατάρρευση.
Η θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού που «συντελείται μπροστά στα μάτια μας» σύμφωνα με τον Ένγκελς, που υιοθετήθηκε και μετέπειτα από θεωρητικά και πολιτικά ρεύματα, αποτελεί κατά την γνώμη μας στρεβλή ανάγνωση τόσο της μαρξικής θέσης για την ουσία και την ποιότητα του κομμουνισμού, όσο και λαθεμένη ανάγνωση της συγκεκριμένης κοινωνικό-οικονομικής περιόδου που διατυπώθηκε, καθώς δεν δρομολογούνταν η καπιταλιστική κατάρρευση, αλλά το καπιταλιστικό πέρασμα στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Ο Λένιν διατηρώντας λοιπόν ανέπαφες τις θεωρίες για την υπεραξία και τον ιστορικό υλισμό, ανοίγει ένα νέο δρόμο για να διατυπωθεί αλλά κυρίως να πραγματωθεί μια επαναστατική μαρξιστική θεωρία που θα καταστήσει όντως αναπόφευκτο το καπιταλιστικό τέλος. Την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού τόσο στο επίπεδο της παραγωγής και της οικονομία όσο και στο επίπεδο της πολιτικής και της θεωρίας.
Μια μονοσήμαντη ερμηνεία της λενινιστικής σκέψης θα μας οδηγούσε στο να θεωρήσουμε ότι η συμβολή του Λένιν αφορά μονοδιάστατα, στην εισαγωγή της έννοιας του κόμματος των επαγγελματιών επαναστατών- του επαναστατικού κόμματος ως απάντηση και δρόμο για την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι η θεωρία του επαναστατικού κόμματος αποτελεί την οργανωτική έκφραση της πολιτικής θεώρησης του Λένιν για το πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η επανάσταση σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό-οικονιομικό σχηματισμό, με δεδομένη ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων, συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις, και δεδομένους κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο.
Στην σκέψη του Λένιν η πιθανότητα του κομμουνισμού, μετουσιώνεται σε πραγματική υλική δυνατότητα , απόρροια της παραδοχής ότι η αστική τάξη και το κεφάλαιο, δεν είναι ποτέ έτοιμες να παραδώσουν της πολιτική και οικονομική εξουσία , αν δεν αναγκαστούν να το πράξουν. Αυτή η αρχή , οδηγεί στην αναγκαιότητα να επιβληθεί και να δρομολογηθεί από το ίδιο το επαναστατικό υποκείμενο , την ίδια την εργατική τάξη η καπιταλιστική κατάρρευση, ανακόπτοντας την καπιταλιστική συνέχεια, ακυρώνοντας την δυνατότητα της αστικής τάξης να επαναδομεί την ηγεμονία της και να δημιουργεί νέους όρους και προϋποθέσεις εκμετάλλευσης και απομύζησης της εργατικής δύναμης. Όχι μόνο στο πεδίο των παραγωγικών σχέσεων αλλά στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
Η καπιταλιστική κατάρρευση δεν θα έρθει αν δεν την φέρει η ίδια η εργατική τάξη. Η κατανόηση από την μεριά του Λένιν ότι η αστική τάξη έχει και τα μέσα αλλά και τις δυνατότητες να επιτείνει εις το διηνεκές την πολιτική και οικονομική κυριαρχία της τον οδηγεί στο να μελετήσει τα εργαλεία και τις μεθόδους ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, με μια βίαιη παρεμβολή στην καπιταλιστική εξέλιξη. Και αυτή η θέση είναι η κοινωνική και πολιτική έκφραση της λενινιστικής θεώρησης για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού.
Σε αυτό το σημείο έγκειται και ή ρήξη του λενινισμού, με την «θεωρία του αυθόρμητου», με την θεώρηση δηλαδή ότι περίπου μεταφυσικά μια αυθόρμητη κίνηση θα οδηγήσει στο ξεπέρασμα της καπιταλιστικής εξουσίας που θα σημάνει την κατάρρευση του καπιταλιστικού υποδείγματος. Αυτή η θέση δεν αναιρεί την σημασία του εργατικού κινήματος ή την σημασία των επιμέρους κοινωνικών αγώνων για την βελτίωση των μισθών ή των δομών υγείας και εκπαίδευσης, αλλά εισάγει το ποιοτικό στοιχείο της ανάγκης να υπάρξει μια κοινωνική και πολιτική πρωτοπορία, ένα επαναστατικό κόμμα, οργανικό στοιχείο του ταξικού κινήματος, άρρηκτα δεμένο με αυτό και με ευρείες κοινωνικές συμμαχίες πέρα από την εργατική τάξη, που θα καταστήσει την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού δυνατή πραγματική προοπτική. Η αυθόρμητη κίνηση της τάξης δεν μπορεί να φτάσει την αντίθεση με τον καπιταλισμό μέχρι το ιστορικό πέρας της, δεν μπορεί να επιβάλλει την επαναστατική αλλαγή, κυρίως γιατί αυτή επιλογή αποτελεί απόσταγμα και γέννημα μιας ολόκληρης πορείας διαλεκτικής όσμωσης της κομμουνιστικής πρωτοπορίας οργανωμένης σε κόμμα με τη εργατική τάξη και το κοινωνικό όλο.
Ο Λενινισμός «επινοεί» την επαναστατική μετάβαση με τα μάτια στραμμένα στην ταξική πάλη και η εργατική τάξη πραγματοποιεί την επανάσταση «επινοώντας» η ίδια με την σειρά της την επαναστατική στιγμή, το σημείο καμπής που πραγματοποιεί την ολοκλήρωσή της σε τάξη για τον εαυτό της, απαιτώντας και παίρνοντας της πολιτική εξουσία από την αστική τάξη.
Σε αυτό το σημείο έγκειται και ή ρήξη του λενινισμού, με την «θεωρία του αυθόρμητου», με την θεώρηση δηλαδή ότι περίπου μεταφυσικά μια αυθόρμητη κίνηση θα οδηγήσει στο ξεπέρασμα της καπιταλιστικής εξουσίας που θα σημάνει την κατάρρευση του καπιταλιστικού υποδείγματος. Αυτή η θέση δεν αναιρεί την σημασία του εργατικού κινήματος ή την σημασία των επιμέρους κοινωνικών αγώνων για την βελτίωση των μισθών ή των δομών υγείας και εκπαίδευσης, αλλά εισάγει το ποιοτικό στοιχείο της ανάγκης να υπάρξει μια κοινωνική και πολιτική πρωτοπορία, ένα επαναστατικό κόμμα, οργανικό στοιχείο του ταξικού κινήματος, άρρηκτα δεμένο με αυτό και με ευρείες κοινωνικές συμμαχίες πέρα από την εργατική τάξη, που θα καταστήσει την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού δυνατή πραγματική προοπτική. Η αυθόρμητη κίνηση της τάξης δεν μπορεί να φτάσει την αντίθεση με τον καπιταλισμό μέχρι το ιστορικό πέρας της, δεν μπορεί να επιβάλλει την επαναστατική αλλαγή, κυρίως γιατί αυτή επιλογή αποτελεί απόσταγμα και γέννημα μιας ολόκληρης πορείας διαλεκτικής όσμωσης της κομμουνιστικής πρωτοπορίας οργανωμένης σε κόμμα με τη εργατική τάξη και το κοινωνικό όλο.
Ο Λενινισμός «επινοεί» την επαναστατική μετάβαση με τα μάτια στραμμένα στην ταξική πάλη και η εργατική τάξη πραγματοποιεί την επανάσταση «επινοώντας» η ίδια με την σειρά της την επαναστατική στιγμή, το σημείο καμπής που πραγματοποιεί την ολοκλήρωσή της σε τάξη για τον εαυτό της, απαιτώντας και παίρνοντας της πολιτική εξουσία από την αστική τάξη.
Ο Λένιν έδωσε επί της ουσίας, την πρωτοκαθεδρία στο ίδιο το υποκείμενο, στην ίδια την τάξη , αποκαλύπτοντας την δυνατότητα της να παρεμβληθεί στο καπιταλιστικό συνεχές και να συντρίψει την καπιταλιστική εξουσία. Αυτό δεν το έκανε ποτέ στη βάση κάποιας "επαναστατικής αισιοδοξίας" η βολονταρισμού αλλα με κριτήριο την συγκεκριμένη μελέτη των κοινωνικών σχέσεων. Η "επινόηση" της επανάστασης δεν θα ήταν δυνατή χωρίς αυτήν την εκτίμηση. Δεν θα υπήρχε με τον ίδιο ξεκάθαρο τρόπο αν δεν ήταν σαφές και το ίδιο το κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα συντελεστεί. Η δύναμη των επιχειρημάτων του Λένιν, ακόμα και όταν βρέθηκε τελείως απομονωμένος με την αφιξή του στην επαναστατική πετρούπολη ήταν ακριβώς αυτή. Δεν ήταν τόσο η ρητορική δεινότητα ούτε οι ελιγμοί μέσα στον κομματικό μηχανισμό που είχαν άλλοι μπολσεβίκοι ηγέτες.
Ο Λένιν πολλά χρόνια πριν την επανάσταση του 1917 πρωτοστάτησε στην προσπάθεια ανάπτυξης του μαρξισμού και συνδεσής του με την προλεταριακή πάλη. Όλη η θεωρία του για την επανάσταση βασιζόταν όχι σε μεταφυσικές προσδοκίες και συνθήματα αλλά στο επιστημονικό του έργο, που ήταν μια χωρίς προηγούμενο σύνδεση θεωρίας και πράξης, άγνωστη στη σημερινή εποχή. Και το έπραξε αυτό παίρνοντας στα σοβαρά την «επαναστατική υπόθεση», αντιλαμβανόμενος ότι η μετάβαση προς τον κομμουνισμό δεν αποτελεί μια διαδικασία αναμονής ωρίμανσης των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, ακριβώς γιατί αυτή η «ωρίμανση» επιτυγχάνεται στην πορεία πραγματοποίησης του διακηρυγμένου σκοπού της. Της επανάστασης.
Ο επαναστάτης στην αντίληψη του Λένιν δεν μπορεί να εθελοτυφλεί μπροστά στην ωμή καπιταλιστική πραγματικότητα, δεν είναι δυνατόν να αναμένει σε ένα καθεστώς «ταξικής ραστώνης» το αναπόφευκτο τέλος του καπιταλισμού, όπως και δεν μπορεί να υποτάσσεται στους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς. Η «ψευδής συνείδηση» διαδραματίζει και στις δύο αυτές εκδοχές σημαίνοντα ρόλο, καθώς στην πρώτη περίπτωση οδηγεί σε μια αλυσιτελή και αναποτελεσματική «επαναστατική βουλησιαρχία» που αγνοεί ή δίνει ελάχιστη σημασία στις αντικειμενικές συνθήκες και στα καθήκοντα που αυτές επιτάσσουν, ενώ στην δεύτερη περίπτωση, εμπεδώνεται μια λογική υποταγής στην αστική ηγεμονία και στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που αυτή επιβάλλει, οδηγώντας σε μια λογική ταξικής συνδιαλλαγής και «ταξικής επαιτείας» που πραγματώνει και ολοκληρώνει περαιτέρω, μια καταθλιπτική αστική επικράτηση.
Ο Λένιν ισορρόπησε, με επιτυχία ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, μετουσιώνοντας τον μαρξισμό σε ζωντανή επαναστατική θεωρία στην διάθεση της εργατικής τάξης, αναδεικνύοντας τον ρεαλισμό της επαναστατικής προοπτικής ως γέννημα της του κοινωνικού υποκειμένου να πραγματώσει την «ιδέα» της επανάστασης ανακόπτοντας την ιστορική πορεία , φτιάχνοντας το ίδιο ιστορία. Ο Λένιν αντίθετα με ότι έχει θεωρηθεί, είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της εργατικής τάξης, στην δυναμική του προλεταριάτου να αλλάξει εκ βάθρων την πορεία της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτή του η εμπιστοσύνη είναι που τον κατεύθυνε στο να μελετά και να αναλύει τις δυνατότητες και τους τρόπους που ο ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης , ως τάξη επαναστατικής εξέλιξης , θα έβγαινε στο προσκήνιο απαιτώντας να αναλάβει τα ηνία της ιστορίας. Αυτό αποτελεί και την μεγαλύτερη συμβολή του, ότι δηλαδή στο κέντρο της πολιτικής του θεωρίας ως βασικό της έρεισμα, έθεσε την δυνατότητα της εργατικής τάξης να κάνει επανάσταση.
Άλλωστε τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς τους αλλάζει η ίδια η κίνηση της τάξης, η οποία μέσω αυτής της κίνησης που ή ίδια παράγει, εξοπλίζεται πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά θέτοντας τους όρους της επαναστατικής υπέρβασης του καπιταλισμού, της συντριβής της καπιταλιστικής εξουσίας και της εκ βάθρων αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής σε όλο το κοινωνικό εύρος.
Ο επαναστάτης στην αντίληψη του Λένιν δεν μπορεί να εθελοτυφλεί μπροστά στην ωμή καπιταλιστική πραγματικότητα, δεν είναι δυνατόν να αναμένει σε ένα καθεστώς «ταξικής ραστώνης» το αναπόφευκτο τέλος του καπιταλισμού, όπως και δεν μπορεί να υποτάσσεται στους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς. Η «ψευδής συνείδηση» διαδραματίζει και στις δύο αυτές εκδοχές σημαίνοντα ρόλο, καθώς στην πρώτη περίπτωση οδηγεί σε μια αλυσιτελή και αναποτελεσματική «επαναστατική βουλησιαρχία» που αγνοεί ή δίνει ελάχιστη σημασία στις αντικειμενικές συνθήκες και στα καθήκοντα που αυτές επιτάσσουν, ενώ στην δεύτερη περίπτωση, εμπεδώνεται μια λογική υποταγής στην αστική ηγεμονία και στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που αυτή επιβάλλει, οδηγώντας σε μια λογική ταξικής συνδιαλλαγής και «ταξικής επαιτείας» που πραγματώνει και ολοκληρώνει περαιτέρω, μια καταθλιπτική αστική επικράτηση.
Ο Λένιν ισορρόπησε, με επιτυχία ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, μετουσιώνοντας τον μαρξισμό σε ζωντανή επαναστατική θεωρία στην διάθεση της εργατικής τάξης, αναδεικνύοντας τον ρεαλισμό της επαναστατικής προοπτικής ως γέννημα της του κοινωνικού υποκειμένου να πραγματώσει την «ιδέα» της επανάστασης ανακόπτοντας την ιστορική πορεία , φτιάχνοντας το ίδιο ιστορία. Ο Λένιν αντίθετα με ότι έχει θεωρηθεί, είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της εργατικής τάξης, στην δυναμική του προλεταριάτου να αλλάξει εκ βάθρων την πορεία της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτή του η εμπιστοσύνη είναι που τον κατεύθυνε στο να μελετά και να αναλύει τις δυνατότητες και τους τρόπους που ο ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης , ως τάξη επαναστατικής εξέλιξης , θα έβγαινε στο προσκήνιο απαιτώντας να αναλάβει τα ηνία της ιστορίας. Αυτό αποτελεί και την μεγαλύτερη συμβολή του, ότι δηλαδή στο κέντρο της πολιτικής του θεωρίας ως βασικό της έρεισμα, έθεσε την δυνατότητα της εργατικής τάξης να κάνει επανάσταση.
Άλλωστε τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς τους αλλάζει η ίδια η κίνηση της τάξης, η οποία μέσω αυτής της κίνησης που ή ίδια παράγει, εξοπλίζεται πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά θέτοντας τους όρους της επαναστατικής υπέρβασης του καπιταλισμού, της συντριβής της καπιταλιστικής εξουσίας και της εκ βάθρων αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής σε όλο το κοινωνικό εύρος.
Η σκέψη του Λένιν αποτελεί πρόκληση , προς την επαναστατική αναγκαιότητα, και ταυτόχρονα αποδεικτική πορεία της δυνατότητας αξιοποίησης στο μέγιστο βαθμό των καπιταλιστικών αντιθέσεων και της μετατροπής τους, σε ενεργά όπλα στα χέρια της εργατικής τάξης για να απαλλοτριωθεί από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Κάθε επιστροφή στον μαρξισμό, κάθε συνάντηση με την σκέψη του Μαρξ και με την γενικότερη μαρξική παράδοση, δεν μπορεί παρά να έχει αναγκαίο σταθμό της την λενινιστική επαναστατική θεώρηση , όχι ως θέσφατο ή ως επαναστατικό ευαγγέλιο , αλλά ως αναγκαιότητα για να διατυπωθεί αλλά κύρια να πραγματοποιηθεί μια νέα μεγάλη επαναστατική αφήγηση των καιρών μας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.
2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια
3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.