Μετάφραση :Μιχάλης Σκομβούλης
Πηγή : "Θέσεις" Τεύχος 113, περίοδος: Οκτώβριος -Δεκέμβριος 2010 ( δημοσιεύουμε επιλεγμένο απόσπασμα)
Γιατί λοιπόν το κράτος είναι μία μηχανή;
Στην εισήγησή του για το κράτος στο πανεπιστήμιο του Sverdlovsk (1919), ο Λένιν φανερώνει μια εκπληκτική επιμονή στο να μη χρησιμοποιήσει παρά μόνο δύο όρους. Δεν μιλάει για θεσμό, ούτε για οργάνωση, ούτε για οργανισμό, αλλά για μηχανισμό και μηχανή. Και επιμένει ακόμα περισσότερο να λέει ότι αυτή η «μηχανή» είναι «ιδιαίτερη» και αυτός ο «μηχανισμός» είναι «ιδιαίτερος», χωρίς όμως να λέει σε τι είναι ιδιαίτερα. Θα πρέπει επομένως εμείς να επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε αυτούς τους όρους, οι οποίοι οφείλουν να έχουν ένα ακριβές νόημα, από τη στιγμή που ο Λένιν, χωρίς να καταφέρνει (όχι περισσότερο απ’ ό,τι και ο Μαρξ πριν απ’ αυτόν) να το διατυπώσει, κρατιέται απ’ αυτούς σαν να επρόκειτο για την τελευταία δυνατή λέξη σχετικά με το κράτος.
Δεν θα προδίδαμε τον Λένιν εάν λέγαμε ότι εφόσον το κράτος είναι ένας «ιδιαίτερος» μηχανισμός ή μια «ιδιαίτερη» μηχανή, πρόκειται για μοναδική οντότητα, άρα ότι δεν είναι όπως τα υπόλοιπα: που σημαίνει, όχι όπως τα υπόλοιπα που βρίσκουμε στην «κοινωνία» ή στην «κοινωνία πολιτών». Δεν είναι επομένως απλός θεσμός, όπως το Συμβούλιο του Κράτους, δεν πρόκειται για έναν σύνδεσμο, όπως είναι ο Σύνδεσμος γονέων και κηδεμόνων, ούτε πρόκειται για μια λίγκα, όπως η Λίγκα για τα δικαιώματα του ανθρώπου, δεν είναι οργάνωση, όπως τα πολιτικά κόμματα ή οι Εκκλησίες, ούτε οργανισμός (όρος ακόμη πιο θολός). Το κράτος είναι μια ιδιαίτερη μηχανή επειδή είναι φτιαγμένο από ένα άλλο μέταλλο, δηλαδή (μιας και το μέταλλο των αρμάτων, των πολυβόλων και των οπλοπολυβόλων στοιχειώνει κάθε σκέψη για το νεωτερικό κράτος) ότι πρόκειται για μια άλλη δομή, για ένα άλλο υλικό, για μια εντελώς άλλη σύσταση. Και αυτό μας παραπέμπει σ’ ό,τι θα πούμε για να δείξουμε ότι το κράτος είναι «διαχωρισμένο» και «εργαλείο».
Μένουν οι όροι του μηχανισμού και της μηχανής.
Εάν επέμεινα στην ορολογία, είναι γιατί ο Μαρξ και ο Ένγκελς επέμειναν και αυτοί, με μια απίστευτη επιμονή, να πιστεύουν ότι ορισμένες λέξεις που χρησιμοποίησαν για το κράτος, και δεν χρησιμοποίησαν παρά μόνο γι’ αυτό, ήταν η ένδειξη για μια έννοια που δεν κατάφερναν να διατυπώσουν, αλλά προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να επισημάνουν. Διότι μηχάνημα και μηχανή χρησιμοποιούνται (στην ορολογία του Μαρξ, το λιγότερο, που γνωρίζω) αποκλειστικά για το κράτος, ένα πράγμα από μόνο του εκπληκτικό: Ο Μαρξ δεν μιλάει για παράδειγμα ποτέ, απολύτως ποτέ, για τη «μηχανή της παραγωγής», ούτε βέβαια για το μηχανισμό της παραγωγής, όροι που γίνονται τρέχοντες σήμερα (και που είναι εξάλλου αρκετά ουδέτεροι). Αυτό που έχει σημασία, εκτός απ’ αυτή την εξαίρεση, και υπό αυτήν την εξαίρεση, είναι το ζευγάρι μηχανισμός-μηχανή. Τι θα μπορούσε, αν όχι να σημαίνει, τουλάχιστον να καταδεικνύει.
Ο μηχανισμός που σηματοδοτεί την εμφάνιση (την εξωτερική εκτύλιξη ενός πράγματος με όλες τις παγίδες [apprets] του) σημαίνει, σύμφωνα με το λεξικό, «ένα σύνολο στοιχείων, που δουλεύουν για τον ίδιο σκοπό διαμορφώνοντας ένα όλο». Ο μηχανισμός του κράτος μπορεί να κάνει να εμφανιστούν μια ποικιλία μηχανισμών (κατασταλτικών, πολιτικών, ιδεολογικών), αυτό όμως που είναι αποφασιστικό για το νόημά τους ως μηχανισμοί του κράτους, είναι ότι δουλεύουν όλα μαζί για «ένα κοινό σκοπό». Είναι η περίπτωση του κράτους στον ορισμό του ως εργαλείο: Ένα εργαλείο (που μπορεί να αποτελείται από στοιχεία) υπάρχει για τη λειτουργία ενός σκοπού: συγκεκριμένα, τη διατήρηση της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης. Όμως αυτό σημαίνει, ότι στο σύνολο των στοιχείων, δεν υπάρχει κανένα που να είναι περιττό, αντιθέτως όλα είναι πλήρως προσαρμοσμένα στο στόχο τους, ως κομμάτια αυτού του αρθρωμένου όλου που είναι ο μηχανισμός, δηλαδή το κράτος. Κάτι που υποθέτει άλλωστε ένα είδος μηχανισμού, όπου όλα τα μέρη, όλοι οι τροχοί δουλεύουν προς τον ίδιο στόχο, ο οποίος είναι προφανώς εξωτερικός στο μηχανισμό, γιατί αλλιώς ο μηχανισμός δεν θα ήταν «διαχωρισμένος». Αυτή η εξωτερικότητα εμφανίζεται πολύ ισχυρή όταν σκεφτόμαστε εκφράσεις όπως «ένας μηχανισμός βασανισμού» ή έναν μηχανισμό προσθετικού μέλους κλπ.
Η ιδέα του μηχανικού επαγόμενη από το συντονισμό όλων των στοιχείων του μηχανισμού προς έναν (εξωτερικό) σκοπό δεν επικαλείται πολύ απλά την ιδέα της μηχανής; ή των μηχανημάτων όπως το λέει ο Μαρξ; (αν και στα γερμανικά η λέξη Maschinerie δεν έχει ακριβώς τη σημασία που έχει στα γαλλικά). Δεν το πιστεύω και θα ήθελα να προχωρήσω σε μία πρόταση.
Ας σημειώσουμε καταρχάς ότι υπάρχουν δύο λέξεις που ο Μαρξ και ο Λένιν αποφεύγουν επιμελώς. Όχι μόνο δεν μιλάνε για το κράτος με όρους οργανισμού, αλλά δεν μιλάνε ούτε με όρους μηχανικισμού (mecanisme).5 Η μηχανή επιβάλλεται, άρα, έναντι του μηχανικισμού. Θέλουν εδώ ο Μαρξ και ο Λένιν να πουν ότι το κράτος είναι μια τεράστια μηχανή, αλλά τόσο σύνθετη, που αν και βλέπουμε το πολιτικό αποτέλεσμα, χανόμαστε στο μηχανικισμό των λεπτομερειών του; Ίσως. Θέλουν να πούνε, ο Μαρξ και ο Λένιν, χαρακτηρίζοντας το κράτος ως «μηχανή», ότι δουλεύει ολομόναχο όπως ορισμένες μηχανές (η ατμομηχανή για παράδειγμα); Είναι γνωστό όμως, για όλους όσοι υπήρξαν σύγχρονοι της ατμομηχανής και των νόμων του Φουριέ, όπως και των νόμων του Καρνό,6 ότι καμία μηχανή δεν δουλεύει μόνη της. Αν λέγαμε κάτι τέτοιο, θα ήταν μια μεταφορά για να επιμείνουμε στον «αυτόνομο» ή «αυτοκίνητο» χαρακτήρα του κράτους. Γνωρίζουμε όμως αρκετά για το κράτος για να πούμε ότι δεν έχει καμία σχέση με την αυτονομία. Ο Μαρξ και ο Λένιν ποτέ δεν μίλησαν για αυτονομία του κράτους.
Βρίσκουμε τον 17ο αιώνα, αλλά σε μια γλώσσα προφανώς στιγματισμένη από τις γνώσεις της εποχής, για παράδειγμα στον Μπόσσυε, την έκφραση η «μεγάλη μηχανή του κράτους», που η εκδήλωση και η επίδειξη συνδέεται με την ιδέα μιας μηχανικής κίνησης συγκρίσιμης των «μηχανικών» μηχανών εκείνης της εποχής. Βαλλιστικές και άλλες πολεμικές μηχανές υπήρχαν έτσι από την αρχαιότητα. Μηχανή: «σύστημα σώματος που μετασχηματίζει μια εργασία σε μία άλλη», είτε ανθρώπινη ενέργεια, είτε βαρύτητα. Κατά τον 17ο αιώνα μια μηχανή μετασχηματίζει μια κίνηση σε μία άλλη, χωρίς να βγαίνουμε ποτέ από την κίνηση, της οποίας κινητήρια δύναμη είναι είτε ένα ζωντανό ον είτε η βαρύτητα. Τον 19ο αιώνα όμως, από το 1824, όταν ο Μαρξ ήταν 12 ετών, ο Καρνό μελέτησε τις «μηχανές καύσης» (machine à feu) κάνοντας εκπληκτικές ανακαλύψεις! Αυτές τις «μηχανές καύσης που είναι οι ατμομηχανές» πάνω στις οποίες βασίσθηκε ολόκληρος ο αγγλικός καπιταλισμός.
Ο Μαρξ μίλησε για την ατμομηχανή, όπως και τη μηχανή απλώς (tout court), καθώς και για τη εργαλειομηχανή στο κεφάλαιο για τη σχετική υπεραξία του 1ου Βιβλίου του Κεφαλαίου: είχε διαβάσει προσεκτικά Μπάμπατζ,7 αυτόν τον τίμιο τεχνικό αλλά χωρίς θεωρητικό πνεύμα, ο οποίος έγραφε: «Η συνένωση όλων αυτών των απλών εργαλείων που κινούνται από ένα μοναδικό κινητήρα σχηματίζει μία μηχανή»8 (1832). Ο Μαρξ επέμενε στο γεγονός ότι δεν ήταν η ατμομηχανή που επαναστατικοποίησε την παραγωγή, αλλά η εργαλειομηχανή: η μηχανή που θέτει σε γρήγορη κίνηση μια ολόκληρη σειρά εργαλείων, εκεί όπου το ανθρώπινο χέρι δεν μπορεί να κινήσει αργά παρά ένα.
Ο Μαρξ είναι σε τέτοιο βαθμό στοιχειωμένος από τη σχέση «κινητήρας-μετάδοση και εκτελεστική μηχανή», που περνάει πολύ γρήγορα στον κινητήρα: «Ο κινητήρας δίνει την ώθηση σ’ ολόκληρο μηχανισμό. Παράγει ο ίδιος την κινητήρια δύναμή του, όπως η ατμομηχανή, η θερμική μηχανή, η ηλεκτρομαγνητική μηχανή κλπ. ή δέχεται την ώθηση από μια φυσική δύναμη που βρίσκεται έξω απ’ αυτή. Ο μηχανισμός μετάδοσης … ρυθμίζει την κίνηση, τη διανέμει, αλλάζει τη μορφή της όπου αυτό είναι αναγκαίο, λχ. από κατακόρυφη σε περιστροφική και αντίστροφα και τη μεταδίδει στις εργαλειομηχανές».9
Από τη στιγμή που δεν πρόκειται πάρα για μετάδοση και για μετασχηματισμό της κίνησης, τα πάντα εξαρτώνται από τον κινητήρα αυτής της νέας «μηχανής» που είναι η μηχανή καύσης ή ενέργειας (calorique). Αδυσώπητο το λεξικό λέει: «Μηχανή: κατασκευασμένο αντικείμενο, γενικά σύνθετο, σχεδιασμένο να μετασχηματίζει την ενέργεια και να χρησιμοποιεί αυτή τη μετάδοση (διακρίνεται, καταρχήν, από τον μηχανισμό και τα εργαλεία που μόνο χρησιμοποιούν ενέργεια)».
Εάν αυτή είναι η κατάλληλη διάκριση, η «μηχανή» θα προσέθετε κάτι ουσιώδες στο «μηχανισμό», στην ιδέα της απλής χρήσης μιας δεδομένης ενέργειας θα προσέθετε την ιδέα του μετασχηματισμού της ενέργειας (ενός τύπου ενέργειας σ’ έναν άλλο τύπο ενέργειας: για παράδειγμα, της θερμικής σε κινητική ενέργεια). Στην περίπτωση του μηχανισμού ένας μόνο τύπος ενέργειας είναι αρκετός, στην περίπτωση της μηχανής έχουμε να κάνουμε, το λιγότερο, με δύο τύπους ενέργειας, και πάνω απ’ όλα με τον μετασχηματισμό της μίας ενέργειας στην άλλη.
Εφόσον το κράτος δεν είναι παρά ένα «ρόπαλο» (gourdin) και εφόσον δεν είναι επαρκώς ορίσιμο από τον όρο «εργαλείο» – όρος ο οποίος χωρίς να είναι λανθασμένος είναι πολύ γενικός – δεν βλέπω το γιατί, για έναν ολόκληρο αιώνα, ο Μαρξ και ο Λένιν επέμειναν σε τέτοιο βαθμό να μιλάνε όχι μόνο για μηχανισμό αλλά επίσης για «μηχανή», χωρίς αυτή η βίαιη επιμονή τους να μην σκιαγραφούσε κάποιο θεμελιακό νόημα που όμως άφησαν χωρίς εξήγηση. Όταν κάποιος πιάνεται έτσι από μία ή δύο λέξεις, που ως τέτοιες πλησιάζουν το ίδιο νόημα, με τη δεύτερη να αναπτύσσει την πρώτη προσθέτοντάς της μια ουσιώδη σαφήνεια, όταν γαντζώνεται έτσι απ’ αυτές χωρίς να μπορεί να πει το γιατί, τότε σημαίνει ότι έχει αγγίξει ένα σημείο ζωτικό και σκοτεινό μαζί. […]
Γιατί το κράτος είναι μια «ιδιαίτερη» μηχανή
[…] Θα έλεγα επομένως ότι το κράτος είναι μία μηχανή με τη δυνατή και ακριβή έννοια του όρου, όπως αυτή καθιερώθηκε κατά το 19ο αιώνα, μετά την ανακάλυψη της ατμομηχανής, της ηλεκτρομαγνητικής μηχανής κλπ., δηλαδή υπό την έννοια του τεχνητού εξαρτήματος (dispositif artificial), αποτελούμενου από έναν κινητήρα κινούμενο από την ενέργεια Ι, στη συνέχεια από ένα σύστημα μετάδοσης, με το όλο να είναι σχεδιασμένο να μετασχηματίζει μια δεδομένη ενέργεια (Α) σε μια άλλη δεδομένη ενέργεια (Β).
Μια τέτοια μηχανή συγκροτεί καταρχάς ένα τεχνητό σώμα που εμπεριέχει τον κινητήρα, το σύστημα μετάδοσης και τα εκτελεστικά όργανα ή αυτά της εφαρμογής της μετασχηματισμένης από τη μηχανή ενέργειας. Στην περίπτωση των εργαλειομηχανών (ή των μηχανών οργάνων [instrument]), αυτό το σώμα είναι υλικό, και περιέχει διαφορετικά κομμάτια «ιδιαίτερου» μετάλλου, που εξασφαλίζουν το μετασχηματισμό της ενέργειας Α σε ενέργεια Β και της εφαρμογής από τα εργαλεία (τα οποία γενικά είναι πολυάριθμα) πάνω στη επεξεργασμένη απ’ αυτά τα εργαλεία πρώτη ύλη.
Θα μπορούσαμε άνετα να γενικεύσουμε, λέγοντας ότι κάθε μηχανή, έδρα και μέσο μετασχηματισμού της ενέργειας, περιέχει ένα ιδιαίτερο υλικό «σώμα» φτιαγμένο από ιδιαίτερο μέταλλο. Την ίδια στιγμή που αποτελεί τον όρο του μετασχηματισμού της ενέργειας, το σώμα της μηχανής είναι, ως σώμα, διαχωρισμένο από τη λειτουργία του ενεργειακού μετασχηματισμού που επιτελεί. Εκ των πραγμάτων – στην ατμομηχανή για παράδειγμα – το μεταλλικό «σώμα» της μηχανής είναι πλήρως διακριτό, άρα «διαχωρισμένο», από το κάρβουνο που μετασχηματίζει το νερό σε ατμό και τον ατμό σε οριζόντια κίνηση και στη συνέχεια κυκλική, αλλά και εξίσου «διαχωρισμένο» από τα εργαλεία και από την εργασία αυτών των εργαλείων πάνω στην πρώτη ύλη (το βαμβάκι κλπ.). Ο διαχωρισμός του υλικού σώματος της μηχανής και των υλικών ενέργειας που καταναλώνει για το μετασχηματισμό τους, είναι ο απόλυτος όρος ύπαρξης της μηχανής και της λειτουργίας της. Ασφαλώς, το σώμα της μηχανής (τα διάφορα κομμάτια φτιαγμένα από διαφορετικά υλικά) απαιτεί επίσης ενέργεια για την παραγωγή, όμως η μηχανή δεν υφίσταται παρά μόνο εάν αυτή η προηγούμενη ενέργεια έχει ολοκληρώσει το έργο της και έχει ακινητοποιηθεί στο εσωτερικό του σώματος της μηχανής: αυτή η προηγηθείσα ενεργεία δεν επεμβαίνει πλέον ως ενέργεια κατά τη διάρκεια λειτουργίας της μηχανής γιατί έχει εξαφανιστεί στο αποτέλεσμά της: τους λέβητες, τα έμβολα, τους ιμάντες, τους μοχλούς και τους τροχούς, μέσω των οποίων πραγματοποιείται ο ενεργειακός μετασχηματισμός.
Μπορούμε τώρα να επιστρέψουμε στη μηχανή του κράτους προκείμενου να καταλάβουμε καλύτερα γιατί ο Μαρξ μιλάει για μηχανή, και γιατί αυτή έχει ένα σώμα και πάνω απ’ όλα να καταλάβουμε ποια ενέργεια μετασχηματίζει σε ποια άλλη ενέργεια.
Ότι το κράτος έχει ένα υλικό «σώμα» το ξέρουμε ήδη: η ύπαρξή του μας αποκαλύφθηκε από τη στιγμή που θεωρήσαμε ότι το κράτος είναι ένας μηχανισμός, ένας μηχανισμός επιπλέον «διαχωρισμένος». Ο «διαχωρισμός» του κράτους λαμβάνει έτσι ένα καινούργιο νόημα. Το κράτος είναι «διαχωρισμένο» γιατί αναγκαστικά έχει ένα σώμα εντεταλμένο για να παράγει μετασχηματισμό ενέργειας. Επιπλέον, μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτό το υλικό σώμα είναι «ιδιαίτερο», μ’ άλλα λόγια ότι δεν είναι ένα οποιοδήποτε σώμα, αλλά είναι ένα σώμα «όχι όπως τα άλλα», φτιαγμένο από ένα «ιδιαίτερο μέταλλο», του οποίου μπορέσαμε να πάρουμε μια ιδέα εξετάζοντας την «ιδιαίτερη» φύση του σώματος των φορέων του κράτους, των στρατιωτικών, των δυνάμεων της τάξης, της αστυνομίας, αλλά επίσης και των δημόσιων υπαλλήλων των διάφορων διοικήσεων. Μας μένει η ερώτηση κλειδί: αυτή του μετασχηματισμού της ενέργειας και της φύσης της ενέργειας Β που προέρχεται από το μετασχηματισμό της ενέργειας Α από τη μηχανή του κράτους.
Από τη μεριά μου, θα έλεγα ότι το κράτος μπορεί να οριστεί, υπό μια τέτοια σχέση, υπό δύο όρους. Μπορούμε καταρχάς να πούμε ότι το κράτος είναι μια μηχανή εξουσίας, όπως όταν μιλάμε για μια μηχανή τρυπήματος ή μια μηχανή εκτύπωσης (machine à percussion ou impression) κλπ. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις πράγματι ορίζουμε την εν λόγω μηχανή από τον τύπο ή τη μορφή ενέργειας Β που παράγει ως αποτέλεσμα του μετασχηματισμού της προϋπάρχουσας ενέργειας Α.
Σ’ αυτή την περίπτωση τοποθετούμε την έμφαση στο αποτέλεσμα του ενεργειακού μετασχηματισμού και λέμε καθαρά ότι το κράτος είναι μία μηχανή παραγωγής εξουσίας. Κατά κανόνα πρόκειται για νόμιμη εξουσία, όχι μόνο για λόγους που βασίζονται στο ηθικό προνόμιο της νομιμότητας, αλλά και γιατί ακόμα και όταν ένα κράτος είναι δεσποτικό ή και ακόμα «δικτατορικό» έχει πάντοτε πρακτικό συμφέρον να βασίζεται στους νόμους, και εάν είναι ανάγκη σε νόμους εξαίρεσης, τους οποίους πάλι εάν είναι ανάγκη μπορεί να τους αναστείλει «κατά βούληση». Κάτι τέτοιο είναι πιο ασφαλές γι’ αυτό, διότι οι νόμοι είναι επίσης ένα μέσον για να ελέγξει το δικό του κατασταλτικό μηχανισμό. Όλοι ξέρουμε, προς κατάπληξή μας, ότι ακόμη και τα πιο τυραννικά, φανατικά και απαίσια κράτη δίνουν νόμους στον εαυτό τους, δίνουν νόμους στο τρομακτικό και εξοντωτικό καθεστώς τους, ο Χίτλερ εξέδωσε νόμους για τους Εβραίους. Ξέρουμε επίσης ότι κανένα κράτος στον κόσμο δεν είναι τόσο λεπτολογικό για τους νόμους του όσο η ΕΣΣΔ, όπου ασκείται μία καταστολή νομίμως επιλεκτική και άρα προστατευμένη, διότι απαιτείται από το νόμο. Το κράτος, υπό αυτή τη σχέση, είναι μηχανή παραγωγής νόμιμης εξουσίας. Και, εκ των πραγμάτων, ολόκληρος ο πολιτικός μηχανισμός όπως και ολόκληρη η διοίκηση περνάει τον καιρό της παράγοντας νόμιμη εξουσία, δηλαδή νόμους με διατάγματα, αποφάσεις, που είναι, όπως λέμε, στο όριο εφαρμογής, όταν η παραγόμενη από τη μηχανή του κράτους εξουσία, έρχεται σε άμεση σχέση με το συγκεκριμένο. Έλεγα πριν λίγο ότι το κράτος δεν παράγει τίποτα: και υπό το νόημα της παράγωγης υλικών αγαθών, αυτό είναι ακριβές. Όμως το πλέον μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του συνίσταται στην παραγωγή νόμιμης εξουσίας, δηλαδή νόμων, διαταγμάτων και αποφάσεων: το άλλο κομμάτι της δραστηριότητάς του συνίσταται στον έλεγχο της εφαρμογής τους, από τους ίδιους τους υπαλλήλους του κράτους, οι οποίοι με τη σειρά τους υπόκεινται στον έλεγχο του σώματος των επιθεωρητών, των ελεγκτικών συνεδρίων,10 και φυσικά των υποκείμενων στους νόμους πολιτών.
Δεν αρκεί όμως να ορίσουμε το κράτος ως μηχανή εξουσίας, διότι αυτή η ενέργεια Β (εξουσία) δεν μας δίνει καμία πληροφορία για την ενέργεια (Α) που μετασχηματίζεται και παράγει αυτό το αποτέλεσμα: την εξουσία. Ποια είναι λοιπόν η ενέργεια Α που μετασχηματίζεται σε (νόμιμη) εξουσία από τη μηχανή του κράτους; Είναι δύσκολο να την ονομάσουμε, διότι εδώ τα πράγματα γίνονται πολύ σύνθετα και ακόμη περισσότερο περίπλοκα. Για να δώσουμε μια ιδέα θα ανατρέξω και πάλι σε μία σύγκριση και θα πω ότι το κράτος είναι – υπό αυτή τη δεύτερη σχέση, άρα υπό τη σχέση της ενέργειας που μετασχηματίζει, αυτής που «λειτουργεί» στον κινητήρα του και το κάνει να κινείται ώστε να διασφαλίζει το μετασχηματισμό της σε ενέργεια Β – μια μηχανή ισχύος ή μια μηχανή βίας, με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε για ατμομηχανή ή για βενζινομηχανή.
Να πούμε μία λέξη εδώ για την ατμομηχανή. Ο Καρνό το είχε δει καθαρά όταν μιλούσε όχι για ατμομηχανή, αλλά για μηχανή καύσης (ή μάλλον για «μηχανές καύσης»). Διότι η ενέργεια Α, αυτή που συνιστά τον «κινητήρα» των μετέπειτα μετασχηματισμών, είναι η καύση, η θερμότητα, η «θερμική» ενέργεια, και όχι ο ατμός. Είναι η θερμότητα που, μετασχηματίζοντας το νερό σε ατμό, και χρησιμοποιώντας την κινητική ενέργεια του ατμού, θέτει σε κίνηση το έμβολο, που κάνει τη μηχανή να κινείται. Από την κινητική ενέργεια των αερίων στην κίνηση του εμβόλου, δεν υπάρχει, για να μιλήσουμε με ακρίβεια, αλλαγή τάξεως, είναι μία μόνο ενέργεια, η κινητική ενέργεια, που αλλάζει απλά μορφή. Αντιθέτως, είναι μεταξύ του κάρβουνου σε στατική κατάσταση και του κάρβουνου στη φωτιά που παράγεται το άλμα και η αλλαγή ενέργειας.
Ας θυμηθούμε το κείμενο του Μαρξ που αναφέραμε σχετικά με τη μηχανή. Ο Μαρξ ενδιαφερόταν σχεδόν αποκλειστικά για την εργαλειομηχανή και άρα για τα τελευταία στάδια του ενεργειακού μετασχηματισμού: ειδικότερα, ενδιαφερόταν αποκλειστικά για τους μετασχηματισμούς της κίνησης, την κινητική ενέργεια, που παρατηρείται στο τέλος της διαδικασίας, τη στιγμή που η κίνηση μεταδίδεται στα εργαλεία, τα οποία έτσι πολλαπλασιάζουν τα χέρια του ανθρώπου εντός της εργαλειομηχανής. Και, πράγματι, ο Μαρξ δεν ενδιαφερόταν για τον ίδιο τον κινητήρα, λέγοντας «παράγει ο ίδιος την κινητήρια δύναμή του» (!), σημειώνοντας ότι ήταν αδιάφορο αν η ενέργεια του κινητήρα ήταν «εξωτερική» (είτε φυσική, είτε ανθρώπινη) στη μηχανή ή αν ήταν «εσωτερική». Ένας άνθρωπος ακριβώς όπως και μία υδατόπτωση δεν κινούν την εργαλειομηχανή παρά από έξω. Όταν ο κινητήρας είναι «εσωτερικός», όπως στην περίπτωση της ατμομηχανής, τα πράγματα δεν αλλάζουν καθεστώς για τον Μαρξ. Δεν αναρωτιέται τι συμβαίνει σ’ αυτόν εδώ τον κινητήρα και γράφει απλά, και όχι χωρίς λόγο, ότι, από τη σκοπιά της τεχνολογίας της παραγωγής, δεν είναι η ατμομηχανή που επαναστατικοποίησε την παραγωγή αλλά η εργαλειομηχανή. Το ζήτημα όμως δεν είναι εδώ.
Διότι αυτό που δεν ενδιέφερε τον Μαρξ στην περίπτωση της εργαλειομηχανής, τον ενδιέφερε ίσως (;) στην περίπτωση της μηχανής-κράτος, μολονότι είναι αληθοφανές ότι ο Μαρξ, παρότι είχε καλούς λόγους, δεν ήταν ενήμερος σχετικά με τη συσχέτιση που πραγματοποιούσε και δεν είχε συνείδηση γι’ αυτήν.
Στην περίπτωση της μηχανής-κράτος, εάν αυτή είναι μια μηχανή εξουσίας, είναι επειδή μετασχηματίζει σε ενέργεια-Εξουσία μια άλλη προϋπάρχουσα ενέργεια, την ενέργεια-Ισχύ ή την ενέργεια-Βία. Ποια είναι λοιπόν αυτή η ενέργεια Α, που καταδεικνύουμε εδώ ως Ισχύς ή Βία; Πολύ απλά είναι η ισχύς ή η βία της πάλης των τάξεων, η Ισχύς ή η Βία, που «δεν έχει ακόμη» μετασχηματιστεί σε Εξουσία, που δεν έχει μετασχηματιστεί σε νόμους και δίκαιο.
Να σημειώσουμε αμέσως, ώστε να αποφύγουμε εδώ κάθε πειρασμό επίκλησης μεταφυσικών Δυνάμεων (την αγαπημένη στον Σοπενάουερ «Βούληση», ή τη «Βούληση για δύναμη», η οποία στον Νίτσε έχει ένα τελείως διαφορετικό νόημα απ’ αυτό που μας απασχολεί κλπ.), ότι Ισχύς και Βία δεν είναι απόλυτες έννοιες, αλλά σχετικές, ότι η Ισχύς υποδεικνύει την Ισχύ του πιο ισχυρού και η Βία αυτή του πιο βίαιου, και ότι Ισχύς και Βία σκιαγραφούν άρα μία συγκρουσιακή διαφορά, όπου, εντός της διαφοράς και της σύγκρουσης, είναι ο πιο δυνατός που αναπαριστά την Ισχύ, που είναι άρα η Ισχύς, και ο πιο βίαιος που αναπαριστά τη Βία, που είναι άρα η Βία. Σ’ ένα στημένο απ’ αυτούς θέατρο, ορισμένοι θέλουν να βλέπουν την καθαρή και μόνη Ισχύ, την καθαρή και μόνη Βία, παράγοντας αποτελέσματα θαυμασμού που τους βολεύουν. Εμείς όμως μιλάμε εδώ για κάτι τελείως διαφορετικό: μιλάμε για την πάλη των τάξεων, όπου μία τάξη δεν είναι δυνατή ή βίαιη παρά επειδή είναι κυρίαρχη, και άρα ασκεί τη δύναμη και τη βία της πάνω σε μια άλλη τάξη (που από τη μεριά της είναι και αυτή μια δύναμη) και την οποία οφείλει να κρατήσει σε υποταγή εντός μιας αδιάκοπης πάλης, προκειμένου να έχει το πάνω χέρι. Το σχετικά σταθερό αποτέλεσμα (και αναπαραγόμενο στη σταθερότητά του από το κράτος) αυτής της αντιπαράθεσης δυνάμεων (διότι συσχετισμός δυνάμεων είναι μια λογιστική και στατική έννοια) βρίσκεται ακριβώς στο ότι αυτό που μετράει είναι το δυναμικό πλεόνασμα ισχύος που διατηρεί εντός της πάλης των τάξεων η κυρίαρχη τάξη, και είναι αυτό το πλεόνασμα συγκρουσιακής ισχύος, πραγματικό ή δυνητικό, που συγκροτεί την ενέργεια Α, η οποία θα μετασχηματισθεί σε εξουσία από τη μηχανή του κράτους: θα μετασχηματισθεί σε δίκαιο, σε νόμους, και σε νόρμες.
Ακριβώς όπως ο Μαρξ μπόρεσε να πει ότι «στο ρούχο ο ράφτης έχει εξαφανιστεί» (αυτός και όλη η ενέργεια που δαπάνησε για να το κόψει και να το ράψει), έτσι και ολόκληρος ο πίσω κόσμος της αντιπαράθεσης ισχύος και βίας, των χειρότερων βιαιοτήτων της πάλης των τάξεων έχουν εξαφανιστεί, προς χάριν του ενός και μοναδικού αποτελέσματος, της δύναμης της κυρίαρχης τάξης, η οποία δεν παρουσιάζεται καν ως αυτό που είναι: το πλεόνασμα της δικής της ισχύος πάνω στην ισχύ των κυριαρχούμενων τάξεων, αλλά ως σκέτη Ισχύς (Force tout court). Και είναι αυτή η Ισχύς, αυτή η Βία που μετασχηματίζεται σε εξουσία από τη μηχανή του κράτους.
Καταλαβαίνουμε τότε υπό ποιο νέο νόημα το κράτος είναι μια «διαχωρισμένη» μηχανή. Διότι πράγματι η ταξική κυριαρχία επικυρώνεται εντός και δια του κράτους από το ότι μόνο η Ισχύς της κυρίαρχης τάξης εισέρχεται και αναγνωρίζεται στο κράτος – και, επιπλέον, αυτή είναι ο μόνος «κινητήρας» του κράτους, η μόνη ενέργεια που εισέρχεται και μετασχηματίζεται σε εξουσία, σε δίκαιο, σε νόμους, σε νόρμες. Ναι, μόνο η Ισχύς της κυρίαρχης τάξης μπαίνει στο κράτος και αναγνωρίζεται από αυτό, καθώς και μέσω αυτού του βίαιου «διαχωρισμού» που κάνει αυτή την είσοδο στο κράτος να είναι ταυτόχρονα η ριζική απόρριψη και η άρνηση της πάλης των τάξεων από την οποία παρόλα αυτά προέρχεται, ως το αποτέλεσμα, και επίσης, θα λέγαμε, ως ο όρος της. Ότι κάθε κράτος είναι συγκροτημένο για να υποβαστάζει αυτή την απόλυτη και βίαιη απόρριψη, ότι το σώμα του είναι φτιαγμένο «γι’ αυτό» το επισημάναμε ήδη αρκετά, περιγραφικά όμως, μόνο τώρα λοιπόν μαθαίνουμε τους θεωρητικούς λόγους αυτών των αποτελεσμάτων που αποκεντρώνουν αλλά παρόλα αυτά διατηρούν την προσοχή.
Και δεν είναι απλά στο σώμα του όπου το κράτος είναι φτιαγμένο για να απορρίπτει αυτόν τον «πίσω κόσμο» της πάλης των τάξεων από τον οποίο και μόνο προκύπτει, για να απωθήσει αναγκαία όλα τα υπόλοιπα: είναι φτιαγμένο έτσι επίσης και στην ιδεολογία που επαγγέλλεται, μια ιδεολογία η οποία υπό χίλιες μορφές, αρνείται την ύπαρξη της πάλης των τάξεων, αρνείται τη λειτουργία της ταξικής φύσης του κράτους, για να προπαγανδίσει από το πεπεισμένο στόμα των υπαλλήλων του (ή των πολιτικών του κομμάτων που έχουν συμφέρον ή που ζουν στη συνενοχή αυτής της ψευδαίσθησης) την κατήχηση των αρετών της «δημόσιας υπηρεσίας», του κράτους των δημοσίων υπηρεσιών, υπό το πρόσχημα ότι εξασφαλίζει το ταχυδρομείο, το σιδηρόδρομο, τα νοσοκομεία, ή τα περίπτερα (tabac)! Έχουμε εδώ μια τεράστια επιχείρηση ακύρωσης, αμνησίας και πολιτικών απωθήσεων. Είναι αυτή η επιχείρηση που σφραγίζει και εξασφαλίζει τον «διαχωρισμό» του κράτους, τον οποίο η κυρίαρχη τάξη έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη, όχι μόνο στην ιδεολογία της, αλλά μέχρι και στην πρακτική της για να διασφαλίσει την αναπαραγωγή της ηγεμονίας της. Οι λόγοι για τους οποίους μόνο η Ισχύς (= πλεόνασμα Ισχύος) και η Βία (= πλεόνασμα Βίας) αναπαρίστανται και μετασχηματίζονται από το κράτος σε εξουσία, για τους οποίους εν ολίγοις μόνο η κυρίαρχη τάξη έχει πρόσβαση στο κράτος για να μετασχηματίσει τη δική της ισχύ σε εξουσία• αυτοί οι λόγοι είναι ταξικοί λόγοι που καλύπτονται από τον εμπαιγμό – δυστυχώς αποτελεσματικό – της ιδεολογίας των «δημόσιων υπηρεσιών», και είναι τόσο έντονα δεμένοι με την ίδια τη φύση του σώματος του κράτους που μπορούν, παρά την καθαρότητα τους, να παραμείνουν «μυστικοί» όπως το λέει ο Μαρξ, και «κρυμμένοι» κάτω από όλο το κοινωνικό οικοδόμημα. Πρόκειται για έναν «φετιχισμό» τον οποίο ο Μαρξ, όλως τυχαίως, δεν κατέδειξε!
Πηγή : Θέσεις
Πρόσωπα και αντικατοπτρισμοί του Γαλλικού μαρξισμού
του Ντανιέλ Μπενσαΐντ
http://aftercrisisblog.blogspot.com/2013/11/blog-post_10.html