Πηγή : Praxis, Κείμενο της Συντακτικής Επιτροπής
Η σημερινή κρίση συρρικνώνει το πεδίο της μαζικής κατανάλωσης που ήταν (τόσο στην πραγματική όσο και στην φαντασιακή του διάσταση) το υλικό υπόστρωμα της εκλαΐκευσης των αξιών του σύγχρονου καπιταλισμού (με την βιομηχανία των ΜΜΕ και του θεάματος στο ρόλο του «αγγελιοφόρου»). Βρισκόμαστε εν μέσω μιας διαδικασίας μετάβασης, προσαρμογής των κυρίαρχων θεωρητικών και πολιτισμικών προτύπων στην νέα πραγματικότητα που η κρίση δημιουργεί. Αυτή η διαδικασία δεν περιορίζεται στις εξελίξεις στην βιομηχανία της χειραγώγησης των ΜΜΕ και ευρύτερα του καταναλωτικού «πολιτισμού» αλλά συνδέεται συνολικά με τις στάσεις και τις αντιλήψεις που διαμορφώνονται σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής.
Στην Γερμανική ιδεολογία οι Μαρξ-Ένγκελς έγραφαν ότι οι κυρίαρχες ιδέες κάθε εποχής είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης (1). Για τους θεμελιωτές του Μαρξισμού οι αντιλήψεις που σε κάθε ιστορική εποχή διαμορφώνουν την θεώρηση της κοινωνικής πραγματικότητας και τα πολιτιστικά ρεύματα εκφράζουν τα συμφέροντα της τάξης που είναι κυρίαρχη, δηλαδή της τάξης που έχει την πολιτική εξουσία. Το καπιταλιστικό κράτος, η εξουσία της αστικής τάξης είναι το αναγκαίο στήριγμα της πολιτιστικής της ηγεμονίας πάνω στις κυριαρχούμενες τάξεις, χωρίς το οποίο δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι διάφοροι μηχανισμοί χειραγώγησης, δημόσιοι η ιδιωτικοί. Ο Πέρυ Άντερσον το διατύπωνε καθαρά σε ένα προφητικό απόσπασμα της κριτικής του στον Γκράμσι (2):
«…. Ένα νομισματικό σύστημα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αποτελείται από δύο διαφορετικά μέσα ανταλλαγής: χαρτί και χρυσό…..μόνο το χαρτί και όχι ο χρυσός, εμφανίζεται στην κυκλοφορία, και όμως το χαρτί σε τελευταία ανάλυση καθορίζεται από τον χρυσό, χωρίς τον οποίο θα έπαυε να αποτελεί νόμισμα. Συνθήκες κρίσης, εξ άλλου, θα αποτελέσουν αναγκαστικά το έναυσμα μιας απότομης μεταστροφής όλου του συστήματος προς το μέταλλο που πάντα βρίσκεται αόρατα από πίσω του: μια πιστωτική κατάρρευση σίγουρα προκαλεί μια απότομη στροφή προς τον χρυσό…..στο πολιτικό σύστημα, επικρατεί μια παρόμοια δομική σχέση (μη-προσθετική και μη μεταθετική), μεταξύ ιδεολογίας και καταστολής, συναίνεσης και καταναγκασμού….οι ίδιες οι κανονικές συνθήκες ιδεολογικής υποταγής των μαζών-η καθημερινή ρουτίνα μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας-συγκροτούνται από μια σιωπηρή, απούσα δύναμη που τις κάνει γενικά αποδεκτές: το μονοπώλιο νόμιμης βίας του κράτους. Χωρίς αυτό, το σύστημα πολιτιστικού ελέγχου θα γινόταν αμέσως εύθραυστο……..
……η καπιταλιστική εξουσία μπορεί να θεωρηθεί σαν σύστημα με ένα «κινητό» κέντρο: σε οποιαδήποτε κρίση, έχουμε μια αντικειμενική μετακίνηση, και το κεφάλαιο ανασυντάσσεται από τους αντιπροσωπευτικούς στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του……στην πραγματικότητα, κάθε επαναστατική κρίση σε μια προηγμένη καπιταλιστική χώρα θα παράγει αναπόφευκτα μια επιστροφή στον ύστατο καθοριστικό παράγοντα του συστήματος εξουσίας: τη βία. Αυτός είναι ένας νόμος του καπιταλισμού που η παραβίαση του θα επέσυρε την ποινή του θανάτου»
Δεν υπάρχουν λοιπόν περιθώρια για «πολιτιστική ηγεμονία» των κυριαρχούμενων τάξεων ανεξάρτητη από τη συνολική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων. Ίσα-ίσα όπου αναπτύχθηκαν θεωρητικά-πολιτισμικά ρεύματα καθολικής αμφισβήτησης της κατεστημένης τάξης ενίσχυσαν ευρύτερες πολιτικές ανατροπές. Τα παραδείγματα του αστικού διαφωτισμού αλλά και της ίδιας της Μαρξιστικής Θεωρίας στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού είναι οι πιο καθολικές εκφράσεις αυτού του φαινομένου, όταν οι ιδέες, σαν την γλαύκα του Χέγκελ, πέταξαν στο λυκόφως, λίγο πριν την αυγή των μεγάλων κοινωνικών επαναστάσεων. Και το αντίστροφο παράδειγμα της δικής μας εποχής (όπου η απουσία επαναστατικού ριζοσπαστικού ρεύματος στην κοινωνία αφήνει άθικτες και ανενόχλητες τις κυρίαρχες αξίες του καπιταλισμού σε όλες τις πλευρές του «εποικοδομήματος») ενισχύει αυτήν την εκτίμηση.
Η πολιτική επανάσταση, η κατάληψη της εξουσίας και η συντριβή της παλιάς κρατικής μηχανής είναι όμως μόνο το πρώτο και όχι το τελευταίο βήμα. Το γεγονός ότι η κρατική εξουσία αποτελεί το «υπόστρωμα» του αστικού πολιτισμού δεν σημαίνει ότι υπάρχει κάποια γραμμική αναλογία των αλλαγών που συντελούνται στην παραγωγή με αυτές στα πεδία του της τέχνης και της θεωρίας. Τα πολιτισμικά ρεύματα δεν είναι απλά «αντανάκλαση» ούτε της πολιτικής ούτε της οικονομίας. Δεν μπορούν δηλαδή να αναχθούν άμεσα ούτε στη διοικητική και κατασταλτική μηχανή που χαρακτηρίζει κάθε κράτος (και ιδιαίτερα το κράτος στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που έχει τελειοποιήσει αυτούς τους μηχανισμούς), ούτε πολύ περισσότερο στις παραγωγικές σχέσεις. Διαγράφουν αντιφατικές και αλληλοσυμπληρωμένες τροχιές, συγκροτούν τη δική τους εσωτερική δυναμική, επηρεάζονται με τους δικούς τους ρυθμούς από τα ιστορικά γεγονότα και την ταξική πάλη και εκφράζουν με ιδιαίτερο τρόπο συμφέροντα, αξίες, τρόπους ζωής. Και καθώς διαπλέκονται με ένα σύνολο κοινωνικών παραστάσεων, παραδόσεων, στερεοτύπων που έχουν βαθιές ρίζες στην καθημερινή συμπεριφορά και πρακτική των ανθρώπων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με διατάγματα και κατασταλτικά μέτρα.
Έξι χρόνια μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, το 1923, ο Τρότσκι στο Λογοτεχνία και επανάσταση (ένα από τα πιο ενδιαφέροντα έργα του και πολύτιμο ιστορικό ντοκουμέντο για τη διαπάλη των πολιτιστικών ρευμάτων στην μετεπαναστατική Σοβιετική Ένωση) προσπαθώντας να απαντήσει στο ερώτημα της σχέσης της επαναστατικής πολιτικής (και του κόμματος ιδιαίτερα) έγραφε(3):
«….ο Μαρξισμός προσφέρει ποικίλες δυνατότητες: να αξιολογούμε την ανάπτυξη της καινούργιας τέχνης, να παρακολουθούμε όλες τις παραλλαγές της, να ενθαρρύνουμε τα προοδευτικά ρεύματα διαμέσου της κριτικής. Δεν μπορούμε να του ζητήσουμε περισσότερα. Η τέχνη πρέπει να ανοίξει το δικό της δρόμο από μόνη της. Οι μέθοδες της δεν είναι αυτές του Μαρξισμού. Αν το κόμμα διευθύνει το προλεταριάτο, δε διευθύνει και ολόκληρη την κίνηση της ιστορίας. ……Η τέχνη δεν είναι τομέας που το Κόμμα καλείται να διατάζει. Προστατεύει, παροτρύνει, δε διευθύνει παρά έμμεσα. Δίνει την εμπιστοσύνη του στις ομάδες που ειλικρινά επιδιώκουν να πλησιάσουν την Επανάσταση και ενθαρρύνει έτσι την καλλιτεχνική τους παραγωγή. Δεν μπορεί να μπει στη θέση ενός λογοτεχνικού κύκλου. Δεν το μπορεί αυτό και ούτε πρέπει να το κάνει…….η Επανάσταση προπαρασκευάζει τους όρους μιας καινούργιας κουλτούρας αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η σύζευξη γίνεται μονομιάς……εννοείται το Κόμμα δεν μπορεί, ας είναι και για μέρα μόνο, να εγκαταλειφθεί στην αρχή του laisser faire, laisser passer, ακόμα και στην τέχνη. Το ζήτημα είναι σε ποια στιγμή οφείλει να επέμβει, σε ποιο μέτρο και σε πια περίπτωση. Αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο νομίζουν οι θεωρητικοί της προλεταριακής λογοτεχνίας…….»
Η τοποθέτηση του Τρότσκι παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί γίνεται αφού έχει επικρατήσει πολιτικά η επανάσταση, αλλά όχι κοινωνικά και πολύ περισσότερο πολιτισμικά. Η αντίληψη του έχει δύο σκέλη: από τη μία πλευρά το Κόμμα σαν το πιο πρωτοπόρο τμήμα «διευθύνει» την εργατική τάξη όχι όμως και κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Από την άλλη στέκεται αντιπαραθετικά στην απατηλή λογική της «τέχνης για την τέχνη» και της «φιλελεύθερης» αντίληψης για τα πολιτιστικά ρεύματα. Το Κόμμα όταν παρεμβαίνει το κάνει κυρίως για να ενθαρρύνει και να υποστηρίξει θεωρητικά ρεύματα που βρίσκονται κοντά στην Επανάσταση.
Ο Τρότσκι δεν αποκλείει βέβαια και κατασταλτικές παρεμβάσεις τις οποίες όμως δεν τις εντάσσει σε ένα προκατασκευασμένο με κομματικές αποφάσεις διαχωρισμό «προλεταριακής» και «αστικής» λογοτεχνίας η ποίησης αλλά στην περίπτωση που πολιτιστικά ρεύματα οδηγούν σε «διαίρεση των εσωτερικών δυνάμεων της επανάστασης». Με αυτό τον τρόπο τα πολιτιστικά ρεύματα τοποθετούνται εντός της ταξικής πάλης και των κοινωνικών συνθηκών χωρίς την μηχανιστική μεταφυσική «αναγωγή» τους στο δίπολο επανάσταση/αντίδραση και μάλιστα με την μορφή των κομματικών αποφάσεων.
Βέβαια εδώ (και γενικότερα στο κείμενο) υπάρχει μια κρίσιμη αδυναμία: ο Τρότσκι δεν απαντά με σαφήνεια στο ζήτημα της εργατικής ηγεμονίας στο πεδίο του πολιτισμού (τους «προπαρασκευαστικούς όρους της καινούργιας κουλτούρας»). Η άποψη του έχει σαν δεδομένα τα πολύ μικρά βήματα που έχουν γίνει για μια «προλεταριακή τέχνη» λόγω των συνθηκών στην Σοβιετική Ένωση και ουσιαστικά επιχειρηματολογεί για μια «πολιτική πλατιά και ευλύγιστη» απέναντι στους διανοούμενους που τηρούν αντιφατική στάση απέναντι στην επανάσταση. Ακόμα και έτσι όμως αποτελεί ενδιαφέρουσα συμβολή στην συζήτηση για τη στάση της Μαρξιστικής κριτικής απέναντι στα αστικά πολιτιστικά ρεύματα.
Πριν το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης, η κυριαρχία των ρευμάτων του μεταμοντερνισμού ήταν σχεδόν ολοκληρωτική σε πολλά από τα πεδία. Ακολουθώντας εδώ την ανάλυση του μαρξιστή θεωρητικού F.Jameson (4) υποστηρίζουμε ότι ο μεταμοντερνισμός δεν είναι άλλο ένα «ρεύμα σκέψης» η μια «άποψη» για τον πολιτισμό ανάμεσα στις άλλες αλλά η ίδια η πολιτισμική λογική του «ύστερου καπιταλισμού» όπως διαμορφώθηκε από τις δεκαετίες του 1970 και ιδιαίτερα του 1980 και μετά. Αυτή η λογική τελειοποιήθηκε με την εξάπλωση της μαζικής καταναλωτικής κοινωνίας με βασική «παραγωγική δύναμη» τα σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα που έκαναν υλική δυνατότητα την μορφοποίηση της.
Μεταξύ των βασικότερων χαρακτηριστικών της μεταμοντέρνας λογικής είναι η άρση του διαχωρισμού «υψηλής» και εμπορικής μαζικής κουλτούρας διαμέσου της υποκουλτούρας του «κιτς», των τηλεοπτικών σειρών, του χολιγουντιανού κινηματογράφου, της παραλογοτεχνίας κ.α., η απογύμνωση των πολιτιστικών «προϊόντων» από κάθε πραγματική «ουσία» τους, η «φετιχοποιήση» του περιεχομένου, που ο Jameson περιγράφει με τους όρους «ισοπέδωση» και «επιφανειακότητα» αντίστοιχη της κυριαρχίας της «εμπορευματοποίησης» σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής (όπου ο νόμος της αξίας στερεί κάθε ιδιαίτερο γνώρισμά των παραγόμενων πολιτιστικών προϊόντων), η «λοβοτομή» της έκφρασης διαμέσου του αποκλεισμού των ιστορικών αναφορών, και γενικότερα όλων των χαρακτηριστικών που μπορούν να προχωρήσουν πέρα από μια εφήμερη κατανάλωση, η διάλυση των συλλογικών υποκειμένων σαν χώρου διαμόρφωσης συνείδησης και ταυτότητας και συνακόλουθα κάθε προσπάθειας για κοινωνική αλλαγή.
Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς σε ποιο σημείο βρίσκονται τα παραπάνω χαρακτηριστικά (άγνωστα σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους του καπιταλισμού) στη σημερινή δίνη της κρίσης των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών. Θα αρκούσε μόνο μια ματιά στη συζήτηση για τη βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, τον «πολιτισμό» της και την προβολή της ως κερδοφόρα επιχείρηση για την μνημονιακή και μεσοπρόθεσμη Ελληνική οικονομία. Η μια οπτική στην επιτυχία της τηλεοπτικής σειράς «Σπιναλόγκα» που υιοθετώντας μια θεματική γύρω από μια αρρώστια (δηλαδή μια «συμφορά» ανεξάρτητη από τους ανθρώπους) έφερνε ρίγος συγκίνησης στους τηλεθεατές , την ίδια ώρα που αργοπέθαιναν οι μετανάστες απεργοί πείνας στην Υπατία. Η στα πρόσφατα γεγονότα στον «Αθλητισμό». Η στον τηλεοπτικό κανιβαλισμό κάθε διαφορετική φωνής στα ΜΜΕ που της δίνονται δύο-τρία λεπτά για να ακούσει (και σπανίως να μιλήσει) έχοντας απέναντι εξαγριωμένους με κάθε συλλογική αντίσταση «δημοσιογράφους». Και ο κατάλογος είναι μεγάλος………
Είναι αλήθεια βέβαια ότι στο έδαφος της απονομιμοποιήσης των κυρίαρχων καπιταλιστικών ιδεολογημάτων απαξιώνονται κατεστημένοι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί, πλατιά τμήματα εργαζομένων αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους στα αστικά κόμματα, τα ΜΜΕ εισέρχονται στο κέντρο της κρίσης (ενδεικτική η υπόθεση Μέρντοχ στην Αγγλία). Μέσα στο κενό της γενικευμένης ανασφάλειας που δημιουργείται (λόγω και της στρατηγικής ήττας της αριστεράς που το μεγαλύτερο μέρος της σήμερα προτείνει στην πράξη τον…….καπιταλισμό της δεκαετίας του 80 και του 70) αναδύονται κάθε είδους αντιφατικά ρεύματα που πλευρές τους ενσωματώνονται και ενισχύουν τον κατεστημένο λόγο. Τα κυρίαρχα καταναλωτικά πρότυπα προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες χωρίς όμως να αναιρείται ο αντιδραστικός τους πυρήνας. Ταυτόχρονα η κρίση είναι ιστορική ευκαιρία για την βιομηχανία των ΜΜΕ και του θεάματος να ξεφορτωθεί διάφορα «βαρίδια» και κυριώς να συντρίψει τους εργαζόμενους στο εσωτερικό της με την εργοδοτική τρομοκρατία, τις μειώσεις μισθών, τα πογκρόμ απολύσεων.
Οι ταχύτατες αλλαγές στις συνειδήσεις των εργαζομένων που πραγματοποιούνται σήμερα, αντίθετα με ότι πιστεύει τμήμα της αριστεράς, δεν οδηγούν αυτόματα και στην απόρριψη των θεμελιακών αξιών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αντίθετα, αν δεν υπάρξει συνολική εναλλακτική λύση, μπορούν να οδηγήσουν στην δημιουργία νέων αντιδραστικών ρευμάτων η την επανεμφάνιση παλαιότερων όπως δείχνει και η άνοδος της ακροδεξιάς παντού σε όλη την Ευρώπη αλλά και τα πρόσφατα γεγονότα στη Νορβηγία. Αυτή είναι και η εμπειρία από τις προηγούμενες μεγάλες κρίσεις του καπιταλισμού: Στις δεκαετίες του 20 και του 30 αναπτύχθηκε ο φασισμός, ενώ η εποχή της κατάρρευσης του Bretton Woods γέννησε την νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση. Και στις δύο περιπτώσεις περιθωριακά-μέχρι τότε-ρέυματα, έγιναν κυρίαρχα μέσα σε λίγα χρόνια πάνω στα ερείπια του εργατικού κινήματος και της αριστεράς.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πια τελική μορφή θα πάρουν οι διεργασίες της σημερινής κρίσης. Ένα όμως είναι σίγουρο: ότι χωρίς διαφορετική πρόταση από τη μεριά των κυριαρχούμενων τάξεων ο φόβος, η απογοήτευση και η αμηχανία των εργαζομένων και των μικροαστών ιδιαίτερα θα γίνει η τροφή για τους Μπρέιβικ κάθε είδους άσχετα αν κρατούν όπλο η υπουργικό χαρτοφυλάκιο. Δεν αρκεί η καταγγελία των συνεπειών της κρίσης ούτε προφανώς η αναπαλαίωση κάθε αστικού και μικροαστικού ρεύματος που εμφανίζεται με τον μανδύα του «καινούργιου». Περισσότερο από ποτέ είναι ανάγκη για μια νέα εξόρμηση των απελευθερωτικών ιδεών, για την πιο βαθιά και ριζοσπαστική κριτική και αμφισβήτηση κάθε πλευράς του αστικού πολιτισμού, των θεωριών και των αξιών του όχι σαν «συμπλήρωμα» αλλά σαν αναπόσπαστη πλευρά της επαναστατικής πολιτικής και του εργατικού κινήματος. Εδώ βρίσκεται και η σημασία της Μαρξιστικής κριτικής σαν την μόνη δυνατή βάση και αφετηρία μιας τέτοιας προσπάθειας.
Σημειώσεις:
1) Μαρξ-Ένγκελς: Η Γερμανική Ιδεολογία-εκδόσεις Gutenberg τόμος Α
2) Πέρι Άντερσον: Οι αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι-εκδόσεις Μαρξιστική Συσπείρωση σελ 47-50
3) Λέων Τρότσκι: Λογοτεχνία και Επανάσταση-εκδόσεις θεωρία σελ 175-177
4) Frederick Jameson: Το Μεταμοντέρνο η η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού-εκδόσεις νεφέλη σελ 1-100
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.
2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια
3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.