Πηγή : Praxis
1.1. Φορντισμός – Τεϋλορισμός
Κανείς πλέον δεν αμφισβητεί πως τα τελευταία είκοσι χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μιας μεγαλειώδους μεταβολής στη δομή της καπιταλιστικής οικονομίας η οποία επηρεάζει κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής. Η μεταβολή αυτή άρχισε να εμφανίζεται ήδη από το 1970 και την κρίση του φορντικού μοντέλου παραγωγής. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί αναφορικά με τη φύση αυτών των αλλαγών, την εμβέλειά τους, τη σχέση τους με την προηγούμενη «οικονομική εποχή» και την κατεύθυνσή τους. Προκειμένου να παρουσιάσουμε, όμως, τις σύγχρονες όψεις της οικονομίας είναι αναγκαίο να σκιαγραφήσουμε το πορτραίτο του φορντισμού – τεϋλορισμού, το καθεστώς συσσώρευσης που ακολούθησε την γέννηση της δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Η βιβλιογραφική επισκόπηση μας δείχνει πως η χρονολογία - ορόσημο του φορντισμού ήταν το 1914, όταν ο διάσημος αυτοκινητοβιομήχανος Henry Ford έπειτα από την εισαγωγή της καινοτομίας της αυτόματης γραμμής συναρμολόγησης, καθιέρωσε το 8ωρο για τους εργαζόμενούς του και αύξησε τα ημερομίσθια. Ο Ford οργάνωσε ορθολογικά τις υπάρχουσες τεχνολογίες και τον αυστηρό καταμερισμό εργασίας, μα η ουσιαστική του παρέμβαση έγκειται στην τοποθέτηση των εργατών σε συγκεκριμένο σημείο αυτής της αλυσίδας παραγωγής, ώστε αμετακίνητοι από αυτό να εκτελούν ένα επίσης συγκεκριμένο κομμάτι εργασίας ακατάπαυστα και μονότονα. Αυτό οδήγησε σε εκτίναξη της παραγωγικότητας, όπως είχε άλλωστε εξηγήσει ο F.W. Taylor το 1911 στο έργο του «Οι αρχές του επιστημονικού μάνατζμεντ». Ο Taylor ήταν που πρώτος έκανε σαφές πως η διάσπαση της εργασιακής διαδικασίας σε επιμέρους κινήσεις που θα αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα εργασιακά καθήκοντα σε συνδυασμό με τη δυνατότητα αυστηρής επίβλεψης του χρόνου οδηγεί σε αύξηση του παραγόμενου προϊόντος.
Το σημαντικό στον φορντισμό (που γι’αυτό καθιερώθηκε ως λέξη για να περιγράψει αυτό το καθεστώς, ενώ ουσιαστικά φορντισμός – τεϋλορισμός αντιπροσωπεύουν τό ίδιο πράγμα) είναι ότι καθοδηγούταν από ένα όραμα πως « η μαζική παραγωγή σήμαινε μαζική κατανάλωση, ένα νέο σύστημα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, νέες πολιτικές για τον έλεγχο και τη διεύθυνση της εργασίας, νέα αισθητική και ψυχολογία, με λίγα λόγια ένα νέο είδος ορθολογικά οργανωμένης, μοντερνιστικής και λαϊκιστικής δημοκρατικής κοινωνίας» [1]. Το νέο καθεστώς εντατικής συσσώρευσης κεφαλαίου απαιτούσε σκληρή εντατικοποίηση του ρυθμού εργασίας, εξειδίκευση, άρα και καταστροφή των παραδοσιακών μορφών αξιοποίησης της εργατικής δύναμης [2], και νέες τεχνικές επίβλεψης της εργασιακής διαδικασίας. Οι τεράστιες ποσότητες που παράγονταν έριχναν το κόστος ανά μονάδα προϊόντος, πολυάριθμα και φτηνά αγαθά περίμεναν ν’ αγοραστούν και ζωτικής σημασίας για το φορντικό σχηματισμό ήταν ένα νέο κύμα κατανάλωσης.
Το 8ωρο και η αύξηση των ημερομισθίων που έδωσε ο Φορντ στους εργάτες του είχαν διπλή στόχευση: Πρώτον, να επιτύχει τη πειθαρχία και τη συμμόρφωσή τους στη νέα εντατικοποίηση και μονοτονία που επέβαλε η γραμμή συναρμολόγησης και δεύτερον να τους δώσει ό, τι ήταν αναγκαίο προκειμένου να μπουν στο στίβο της κατανάλωσης που τόσο ανάγκη είχε η μαζική φορντική παραγωγή, ελεύθερο χρόνο, δηλαδή, και επαρκές εισόδημα . Χρειαζόταν αύξηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και αναδιοργάνωση του ημερήσιου χρόνου προκειμένου να καταναλωθούν οι τεράστιες ποσότητες παραγόμενων προϊόντων των εταιρειών.
Φυσικά η διαδικασία που μετέτρεπε τον μαζικό εργάτη σε μαζικό καταναλωτή δεν ήταν καθόλου απλή. Ο Αμερικάνος εκείνης της εποχής ήταν εμποτισμένος από τις προτεσταντικές αρχές της φειδούς, η λιτότητα και η αποταμίευση ήταν κατευθυντήριες αρχές στη ζωή του, όπως και «για τους περισσότερους Αμερικανούς, η αρετή της αυτοθυσίας εξακολουθούσε να είναι πολύ πιο ισχυρή από τον πειρασμό μιας πρόσκαιρης ικανοποίησης στην αγορά.» [3] Έπρεπε να αλλάξει ριζικά η ψυχολογία των εργαζόμενων και ο τρόπος ζωής τους, έπρεπε να τους δημιουργηθεί η αίσθηση του ανικανοποίητου και σε αυτό συνέβαλλε πρώτος ο Τσαρλς Κέτερινγκ [4] της General Motors.
Η διαφήμιση μπήκε δυναμικά στην αρένα της οικονομίας και άλλαξε η ίδια τη φιλοσοφία της. Τα συγκινησιακά σλόγκαν, η εισαγωγή της έννοιας της μόδας και του μοντέρνου και η καλλιέργεια της πεποίθησης πως και ο φτωχός εργάτης μπορεί να γεύεται απολαύσεις όμοιες με αυτές των πλούσιων επιχειρηματιών συνέγραψαν το «ευαγγέλιο της κατανάλωσης». Οι Αμερικανοί [5] πλέον προτιμούσαν τα τυποποιημένα δημητριακά του κουτιού από το χύμα κούακερ του γειτονικού παντοπωλείου, γιατί είχαν πειστεί πως αυτά αποτελούν το κατάλληλο πρωινό της σύγχρονης εποχής, ενδιαφέρονταν για την εμφάνισή τους και ήθελαν να ακολουθούν τις τάσεις της μόδας για να μη θεωρηθούν από το γείτονα «χωριάτες». Είχαν πλέον ενσωματωθεί στην επιβεβλημένη από τον καπιταλισμό πραγματικότητα. Ο φορντισμός τα είχε καταφέρει.
Ένα επίσης εξαιρετικής σημασίας χαρακτηριστικό του φορντισμού – τεϋλορισμού ήταν η νέα μορφή της διοικητικής δομής των επιχειρήσεων. Το ιεραρχικό μοντέλο της πυραμίδας αποτελείται αρχικά, από το κατώτερο επίπεδο στο οποίο ανήκουν οι εργάτες, το ανειδίκευτο δυναμικό που απλά καλείται να διεκπεραιώσει τα καθήκοντα που έχουν οριστεί βάσει της τεϋλορικής διοίκησης. Το αμέσως επόμενο προς τα πάνω είναι οι διάφοροι υπεύθυνοι τμημάτων – τομέων και στη κορυφή βρίσκεται ο γενικός διευθυντής. Καθένας δίνει αναφορά και υπακούει στον αμέσως ανώτερό του. Σημαντικά τμήματα, όπως το λογιστικό ή το αναπτυξιακό, έχουν στο εσωτερικό τους επίσης την ίδια ιεραρχία η οποία φυσικά ανήκει στο ενιαίο σωμα της κύριας πυραμίδας. Η ιεραρχία του φορντιστικού μοντέλου βασιζόταν στα μεσαία διευθυντικά στελέχη που ασκούσαν τον επιτελικό – εποπτικό έλεγχο επί της παραγωγής, ουσιαστικά επί των εργατών. Το στρώμα αυτό όσο αναπτυσσόταν η παραγωγικότητα και κατά συνέπεια η κερδοφορία του κεφαλαίου, τόσο μεγάλωνε και συγκροτούσε αυτό που ονομάστηκε «μεσαία τάξη».[6]
Η εξάπλωση ωστόσο του φορντικού μοντέλου στην πλειοψηφία των αναπτυγμένων χωρών δεν ήρθε από τη μία στιγμή στην άλλη. Πλην της Αμερικής οι υπόλοιπες καπιταλιστικές οικονομίες είχαν ισχυρές χειροτεχνικές δομές και η οργάνωση της εργατικής τάξης δεν επέτρεπε εύκολα την εγκαθίδρυση ενός συστήματος που εισήγαγε την εξειδικευμένη, μονότονη επί ώρες εργασία, μια εργασία που δεν άφηνε κανένα περιθώριο ελέγχου της από τον εργάτη. Ο φορντισμός έγινε μοντέλο παραγωγής για το σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου από τη δεκαετία του ’30 και κυρίως τη δεκαετία του ’50, όταν πια ο «δυτικός κόσμος» αναπτυσσόταν έπειτα από τα τραύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια θεμελιώδης αναδιάταξη των ταξικών συσχετισμών στο εσωτερικό αυτών των κοινωνιών έκανε τον φορντισμό το τρόπαιο νίκης του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία.
Από το 1950 και έπειτα το νέο μοντέλο συσσώρευσης σηματοδοτούσε την μακροχρόνια οικονομική άνθιση και η σύνδεση με τον επονομαζόμενο «κεϋνσιανισμό» διασφάλισε την αύξηση του βιωτικού επιπέδου, την εδραίωση κοινωνικών δικαιωμάτων, την πιο ίση κατανομή του κοινωνικού προϊόντος και τον διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό διαφυλαγμένο από ένα νέο γύρο πολεμικών συγκρούσεων. [9]
Ο φορντισμός – τεϋλορισμός δεν ήταν απλά ένα καθεστώς συσσώρευσης, ήταν τρόπος ζωής, καθόριζε κάθε πεδίο της κοινωνικής δομής και μάλιστα σε διεθνή κλίμακα. Και αυτός ο τρόπος ζωής κάθε άλλο παρά «αγγελικά πλασμένος» ήταν τόσο για την εργατική τάξη, όσο και στη συνέχεια και για τους ίδιους τους κεφαλαιοκράτες... Ο φορντισμός έφερε στο γενετικό υλικό του τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, αντιφάσεις που τον οδηγούν σε κρίσεις, όπως επίσης και το εργατικό δυναμικό δημιούργησε κλυδωνισμούς στην ομαλή λειτουργία του. Σύμφωνα με τον David Harvey [10] οι παράγοντες που οδήγησαν σε κρίση τον φορντισμό είναι κομβικά οι εξής:
· Η ηγεμονική θέση και στάση των Η.Π.Α. που διασφάλιζε η συμφωνία Μπρέτον Γουντς, οδήγησε το φορντισμό σε άνιση εξάπλωση στο διεθνές πλέγμα της οικονομίας. Οι Η.Π.Α. λειτουργούσαν ως ο «πορτιέρης» των παγκόσμιων αγορών λόγω της πλεονάζουσας παραγωγικής τους ικανότητας και της καθιέρωσης του δολλαρίου σε παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
· Οι μισθολογικές διαπραγματεύσεις πραγματοποιούνταν σε κάποιους τομείς της οικονομίας και μάλιστα σε ορισμένα εθνικά κράτη. Τομείς της παραγωγής με μεγάλο ρίσκο έδιναν χαμηλά ημερομίσθια και σχεδόν μηδενική κοινωνική ασφάλεια. Εδώ μοιάζει σαν να αναπτύσσεται στο εσωτερικό μιας εθνικής οικονομίας το σχήμα «μητρόπολη –περιφέρεια». Εξαιτίας της «περιφέρειας» οι κοινωνικές ανισότητες δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό μείγμα που τροφοδοτούσε κοινωνικά κινήματα τα οποία εξασθενούσαν με μεγαλύτερη δυσκολία από το παρελθόν λόγω των αυξημένων προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει ο φορντικός καπιταλισμός.
· Ο διαχωρισμός της εργατικής τάξης στους «προνομιούχους» (λευκός άντρας, ημι-ειδικευμένος εργάτης, συνδικαλιστικά ενεργός) και τους «απόκλειρους» (μετανάστες, γυναίκες κ.τ.λ.) υπήρξε αναγκαίος για τον καπιταλισμό εκείνης της εποχής, ωστόσο στη συνέχεια δημιούργησε δυσκαμψίες αναφορικά με την ανακατανομή εργασίας από τον ένα κλάδο στον άλλο.
· Η κρίση του φορντικού κράτους το οποίο κλήθηκε να ενσωματώσει την έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια των «απόκλειρων» - αποκλεισμένων μέσω μέτρων που θα λειτουργούσαν ως δίχτυ ασφαλείας και αναδιανεμητικών πολιτικών. Η απονομιμοποίησή του ήταν απόρροια της φυσικής ανικανότητάς του να κατανείμει ισομερώς τα οικονομικά οφέλη του καπιταλισμού.
· Η κριτική στο καταναλωτικό πρότυπο και τη πολιτισμική του έκφραση γέννησε τα κινήματα αντικουλτούρας που στάθηκαν πλάι με τα κινήματα των αποκλεισμένων.
· Η κραυγή του «Τρίτου Κόσμου» που εκμεταλλευόμενος για δεκαετίες από την Δύση οδηγήθηκε σε εθνικο – απελευθερωτικά κινήματα (διαφόρων πολιτικών ταυτοτήτων και ρεπερτορίων) τα οποία έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για την ομαλή αναπαραγωγή του φορντισμού.
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ο φορντισμός κουβαλούσε όλες τις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού. Οι αρχές της δεκαετίας του ’70 βρήκαν τις αντιφάσεις αυτές στην επιφάνεια. Και μάλιστα η «αντιφατική» τάση του καπιταλισμου της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους είναι πλέον πραγματικότητα. Η διαρκής αύξηση της παραγωγικότητας της φορντικής παραγωγής έχει τελματώσει, οι μη παραγωγικοί τομείς καθίστανται εξαιρετικά δαπανηροί καθότι έχουν επενδυθεί μεγάλα ποσά σε αυτούς και το εργατικό δυναμικό εξουθενωμένο από την εντατική και μονότονη φορντική εργασία ξεσπά δημιουργώντας κύματα απεργιών.
Το ’73 του στασιμοπληθωρισμού και της πετρελαϊκής κρίσης ώθησε τον καπιταλισμό στη αποσάθρωση του φορντισμού και στη επεξεργασία αναδιαρθρώσεων στο εσωτερικό της παραγωγής. Η δεκαετία ’70 – ’80 ήταν δεκαετία επεξεργασιών εκ μέρους των κεφαλαιοκρατικών μηχανισμών ενός νέου τρόπου συσσώρευσης που θα υπερέβαινε τους σκόπελους του φορντικού μοντέλου και θα οδηγούσε σε ένα νέο γύρο κερδοφορίας.
1.2. Ο μεταφορντικός καπιταλισμός
Πολλά έχουν γραφτεί σχετικά με το τί ακολουθεί τον φορντισμό, τί μεταβολές παρατηρούνται, ποιά η έκταση αυτών των μεταβολών, άν μπορούμε να μιλάμε για το τέλος της βιομηχανικής εποχής ή ακόμα και της ίδιας της ζωντανής εργασίας. Κοινός τόπος αποτελεί πως βρισκόμαστε σε μια νέα οικονομική εποχή στην οποία η παραγωγή οργανώνεται μέσα από ευέλικτες μορφές. Η «ευελιξία» είναι κομβικό χαρακτηριστικό σε κάθε ανάγνωση του «μετά τον φορντισμό τί?», είτε αυτή είναι νεοφορντική, μεταβιομηχανική ή μεταφορντική.
Οι μεταβιομηχανιστές εκτιμούν πως το κέντρο βάρους της σύγχρονης οικονομίας είναι η πληροφορία και η γνώση, οι οποίες διαμορφώνουν μια αγορά υπηρεσιών με επίκεντρο τις Τεχνολογίες Πληροφορικής κ’ Επικοινωνίας (ΤΠΕ). Οι νεοφορντιστές και μεταφορντιστές βλέπουν ως πυρηνικό στοιχείο της νέας οικονομίας την ευελιξία, η οποία οδηγεί σε μια πιο πολυμορφική και αποκεντρωμένη παραγωγή. Οι μεν πρώτοι αντιλαμβάνονται μια συνέχεια του νέου τρόπου παραγωγής με τη φορντική εποχή, οι δε δίνουν έμφαση στα ρηξιακά χαρακτηριστικά που εμφανίζει ο νέος τρόπος συσσώρευσης με τον φορντισμό - τεϋλορισμό . Παρακάμπτωντας τις ξεχωριστές ερμηνείες, στις λεπτομέρειές τους, γύρω από την σύγχρονη οικονομία θα αναπτύξουμε τις θεμελιώδεις μεταβολές στο τρόπο συσσώρευσης, στο παραγόμενο προϊόν, στην οργάνωση των επιχειρήσεων και στους τομείς απασχόλησης.
Η ευέλικτη συσσώρευση και λιτή παραγωγή
Η ευελιξία της παραγωγής, των αγορών, των εργασιακών διαδικασιών και σχέσεων, η αξιοποίηση με τον βέλτιστο τρόπο των τεχνολογικών καινοτομιών και η «συμπίεση του χρόνου και του χώρου» [11] καταφέρνει να υπερβαίνει τις ακαμψίες του φορντισμού και να δημιουργεί νέα πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Κεντρικής σημασίας για την ανάδειξη ενός νέου γύρου οικονομικής ανάπτυξης είναι η ανάπτυξη τεχνολογιών παραγωγής και στη προκειμένη περίπτωση, οι νέες τεχνολογίες πληροφορικής, ηλεκτρονικών υπολογιστών, τηλεπικοινωνιών και δικτύων και μικροηλεκτρονικής.
Αυτές οι τεχνολογίες αναδιαρθρώνουν την διαδικασία της παραγωγής, τις σχέσεις παραγωγής, τη διοικητική δομή των επιχειρήσεων/εταιρειών, τις αγορές, άρα και την αγορά εργασίας και τέλος, τη δομή και το είδος της απασχόλησης. Οι τεχνολογικές αυτές καινοτομίες οδήγησαν σε μεγαλύτερη ευελιξία στην κλίμακα παραγωγής[12] και έτσι η μαζική παραγωγή του φορντισμού (οικονομία κλίμακας) μετατράπηκε σε παραγωγή μικρών παρτίδων με έμφαση στη ποικιλία των προϊόντων (οικονομίες φάσματος). Όπως σημειώνει ο Harvey [13] : «Η παραγωγή κατά μικρές παρτίδες και οι υπεργολαβίες[14] είχαν σίγουρα το πλεονέκτημα ότι παρέκαμπταν τις ακαμψίες του φορντισμού και ικανοποιούσαν πολύ μεγαλύτερο φάσμα αναγκών της αγοράς, στις οποίες περιλαμβάνονταν οι ταχέως μεταβαλλόμενες ανάγκες.» Τα ευέλικτα συστήματα παραγωγής μέσω των νέων τεχνολογιών, αλλά και των μεταβολών στην οργανωτική δομή των επιχειρήσεων συνέβαλαν καθοριστικά στη μείωση του χρόνου ανακύκλισης του κεφαλαίου, η οποία με τη σειρά της συνάντησε τη μείωση του χρόνου ανακύκλησης της κατανάλωσης. Το προϊόν της ευέλικτης συσσώρευσης είχε ζωή που ξεκινούσε από τρία χρόνια το περισσότερο (σε τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία) και έφτανε έως και ελάχιστες βδομάδες, όπως τα προϊόντα της αμερικανικής εταιρείας ένδυσης GAP[15], της οποίας ο κύκλος σχεδιασμού – παραγωγής – διανομής – πώλησης άγγιζε μόλις τους δύο μήνες. Σε αντιπαραβολή, το φορντικό προϊόν είχε διάρκειας ζωής από πέντε έως οχτώ χρόνια.
Λιτή παραγωγή ορίστηκε η τεχνική που υιοθετήθηκε για πρώτη φορά από την ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία TOYOTA. Είναι ο συνδυασμός της νέας διοίκησης των επιχειρήσεων με τους τεχνολογικούς νεωτερισμούς που εκβάλλει στη παραγωγή πληθώρας και ποικιλίας προϊόντων με μικρότερο κόστος (τόσο αναφορικά με την ζωντανή εργασία, όσο και με τα επενδυμένα κεφάλαια). Όπως αναφέρεται και στο έργο του Rifkin [16]: «... η λιτή παραγωγή συνδυάζει τα πλεονεκτήματα της παραγωγής κατά παραγγελίαν και της μαζικής παραγωγής, αποφεύγοντας, όμως, το υψηλό κόστος της πρώτης και τη δυσκαμψία της δεύτερης». Επιτυγχάνει τα κέρδη του φορντισμού με τη μισή εργατική δύναμη που αυτός αξιοποιούσε , τα μισά τετραγωνικά μέτρα σε χώρο, τις μισές επενδύσεις σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και όλα αυτά στον μισό και λιγότερο χρόνο. Η λιτή παραγωγή θα γίνει σαφής αμέσως παρακάτω που θα αναπτυχθεί η νέα διοικητική δομή των επιχειρήσεων.
Ουσιαστικό είναι πως το ευέλικτο καθεστώς συσσώρευσης ως απάντηση στη κρίση του φορντικού μοντέλου και γενικότερα στη κρίση υπερσυσσώρευσης του καπιταλισμού ανέδειξε τους ορισμούς του Marx για την παραγωγή κέρδους. Η ευέλικτη παραγωγή είναι κυρίαρχα νέες και αποτελεσματικότερες μέθοδοι για τον συνδυασμό απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας από την εργατική τάξη.
Ο διοικητικο – τεχνικός μετασχηματισμός των επιχειρήσεων και ο επανασχεδιασμός του χωροχρόνου
Το μετα/νεο-φορντικό μοντέλο παραγωγής επέβαλε το γκρέμισμα της παραδοσιακής πυραμίδας ως πρότυπο διοίκησης και οργάνωσης. Η ιαπωνική λιτή παραγωγή τοποθετεί στη θέση της ομάδες – οριζόντιους κύκλους εργασιών που εργάζονται από κοινού και έτσι το εργοστάσιο μετατρέπεται σε εργαστήριο έρευνας – ανάπτυξης – παραγωγής, όπου οι γνώσεις και οι τεχνικές όλων συνδυάζονται προκειμένου να παράγονται διαρκείς βελτιώσεις στο παραγόμενο προίόν. Σημαντικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η πρόληψη τεράστιων δαπανών αφού μελέτες έχουν δείξει πως «Μέχρι και το 75% του κόστους σε ένα προϊόν προσδιορίζεται στο στάδιο της σύλληψης.» [17] Οι Ιάπωνες αντιλήφθηκαν πως η διαρκής βελτίωση επί της παραγωγής χωρίς να χάνεται πολύτιμος χρόνος και η ταχεία ενσωμάτωση καινοτομιών είναι ζωτικής σημασίας για την κερδοφορία του κεφαλαίου τους.
Σε αντίθεση με το μοντέλο της πυραμίδας, στο νέο εταιρικό μοντέλο διοίκησης οι αποφάσεις ωθούνται όλο και πιο προς τα κάτω, τα στρώματα δηλαδή των εργατών της παραγωγής. Αυτό υπηρετεί δύο σκοπούς: α) την εξάλειψη της γραφειοκρατίας του μοντέλου – πυραμίδα η οποία αποδείχτηκε πολυδάπανη και χρονοβόρα και β) την δημιουργία ενός κλίματος κατ’επίφασιν δημοκρατίας ανάμεσα στους εργάτες και τη διοίκηση, όχι μόνο για να αμβλύνονται οι συγκρούσεις μεταξύ τους και να συνεχίζεται απρόσκοπτα η λειτουργία της επιχείρησης, αλλά και για να γίνονται οι εργάτες σάρκα από τη σάρκα της, να συμμετέχουν στους κύκλους σχεδιασμού, διαφήμισης κτλ, στη συζήτηση επί των αποφάσεων, ώστε να ταυτίσουν το συμφέρον τους με αυτό της επιχείρησης και να αυξηθεί η παραγωγικότητά τους. Παραθέτουμε απόσπασμα από τον Rifkin[18] επί του συγκεκριμένου θέματος: «Για να προωθηθούν ακόμη περισσότερο οι στενές σχέσεις συνεργασίας, οι διευθυντές κάθονται σε ανοιχτά γραφεία του εργοστασίου, δίπλα ακριβώς στις εγκαταστάσεις παραγωγής. (...) Στο ιαπωνικό σύστημα, οι εργαζόμενοι συναντώνται ακόμη και σε ειδικούς «κύκλους ποιότητας» πρίν ή μετά το κανονικό ωράριο εργασίας [19] για να συζητήσουν πιθανές βελτιώσεις στη διαδικασία της παραγωγής.»
Εξαιρετικής σημασίας χαρακτηριστικό της λιτής παραγωγής ως αποτέλεσμα και του νέου μοντέλου διοίκησης είναι η έγκαιρη και μη αποθεματική παραγωγή. Ο φορντισμός παρήγαγε τεράστιες ποσότητες τυποποιημένων προϊόντων οι οποίες έμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα στα «ράφια» δημιουργώντας εκτενείς ζημίες στους κεφαλαιοκράτες. Η λιτή παραγωγή λειτουργεί κάτω από αυστηρό έλεγχο ποιότητας και επιμελή παρακολούθηση των καταναλωτικών τάσεων και της ζήτησης, για τις οποίες άλλωστε έχει φροντίσει μέσα από τη κατασκευή πολιτισμικών προτύπων. Η όποια δυσλειτουργία εντοπίζεται έγκαιρα και επιλύεται άμεσα. Χαρακτηριστικό των παραπάνω είναι η εξής εμπειρία: [20]
«Οι Ουόμακ, Τζόουνς και Ρους περιγράφουν την κατάπληξή τους από τη διαφορά εμφάνισης μεταξύ ενός εργοστασίου της Τζένεραλ Μότορς στη Μασαχουσέτη κι ενός εργοστασίου της Τογιότα στην Ιαπωνία. Στο εργοστάσιο της Τζένεραλ Μότορς, τμήματα ολόκληρα της παραγωγής δεν λειτουργούσαν, εργάτες τριγύριζαν άσκοπα χωρίς να έχουν τίποτα να κάνουν, στοκ εβδομάδων παραγωγής ήταν σωριασμένο στους διαδρόμους και σκουπιδοτενεκέδες ήταν γεμάτοι με ελαττωματικά εξαρτήματα. Σε τεράστια αντίθεση, οι διάδρομοι του εργοστασίου της Τογιότα,ήταν ολοκάθαροι και οι εργάτες βρίσκονταν όλοι στις θέσεις τους κάνοντας αυτά που έπρεπε να κάνουν. Κανένα από τα τμήματα της παραγωγής δεν είχε δίπλα του περισσότερο από μιας ώρας στοκ. Μόλις ανακάλυπταν κάποιο ελαττωματικό εξάρτημα, του κολλούσαν αμέσως μια ετικέτα και το έστελναν στο κέντρο ελέγχου ποιότητας προς αντικατάσταση».
Οι νέες μορφές διοίκησης αναδεικνύουν τον επανασχεδιασμό των επιχειρηματικών λειτουργιών στο επίπεδο του χώρου και η εισαγωγή των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνίας είναι η κινητήριος δύναμη για τον επανασχεδιασμό στο επίπεδο του χρόνου. Η αύξηση της ροής δεδομένων και πληροφοριών, η οργάνωση των δικτύων επικοινωνίας και ιδιαίτερα το διαδίκτυο συμπίεσαν τον χρόνο μέσα στον οποίο πρέπει να υπάρξει και να κερδοφορίσει μια επιχείρηση. Ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο παρουσιάζει η λειτουργία της ισπανικής εταιρείας ένδυσης ZARA[21]. Η συμπίεση του χρόνου ενισχύει το μοντέλο της οριζόντιας διοίκησης, αφού η άμεση πρόσβαση στις πληροφορίες καθιστά δυνατό τον συντονισμό και τον έλεγχο των λειτουργιών ακόμα και από τα κατώτατα τμήματα του εργατικού δυναμικού της επιχείρησης.
Ο επανασχεδιασμός λαμβάνει χώρα σε κάθε είδους επιχείρηση κάθε τομέα παραγωγής. Αναδιαρθρώνει τη δομή της οικονομίας και μεγιστοποιεί τα καθαρά κέρδη από την απομάκρυνση εργατικής δύναμης σε τμήματα που πια λειτουργούν κάτω από τις αυτοματοποιημένες επιταγές των ΤΠΕ και της μικροηλεκτρονικής. Δημιουργείται κατά συνέπεια ένας ολότελα νέος χάρτης τομέων απασχόλησης με τις αντιστοιχές μεταβολές στις οποίες υπόκειται το εργατικό δυναμικό.
2. Η απασχόληση και ο μεταφορντικός εργάτης
Οι επιχειρήσεις πλέον απασχολούν εργαζόμενους δύο ή και πολλαπλών ταχυτήτων δημιουργώντας ένα μικρό πυρήνα με τους πλήρως και μόνιμα απασχολούμενους και γύρω από αυτόν αρθρώνονται πολλαπλές ευέλικτες εργασιακές σχέσεις. Στην περιφέρεια μπορούμε να βρούμε εργαζόμενους που απασχολούνται με σταθερές σχέσεις εργασίας, ωστόσο αυτοί φέρουν επαγγελματικές δεξιότητες που υπάρχουν πλειοψηφικά στην αγορά εργασίας, όπως η γραμματειακή υποστήριξη και έτσι είναι αντιμέτωποι με την διαρκή πτώση των ημερομισθίων τους και την ανασφάλεια της απόλυσης. Πλάι σε αυτούς βρίσκουμε τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, όπως η μερική απασχόληση, η έκτακτη / εποχική απασχόληση, η απασχόληση με υπεργολαβίες, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου και οι συμβάσεις μαθητείας / πρακτικής εξάσκησης για τις οποίες το κράτος δίνει επιχορήγηση.
Παράλληλα με την εξάπλωση των ευέλικτων σχέσεων εργασίας ένα μεγαλειώδες κύμα εκτοπισμού μερίδας του εργατικού δυναμικού παρέσυρε το σύνολο των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, όντας ωστόσο στρατηγική επιλογή του κεφαλείου προκειμένου να διασφαλίσει την διαρκή αύξηση της κερδοφορίας του και έτσι την αναπαραγωγή του. Η φορντική κάνουλα της βιομηχανικής απασχόλησης είχε κλείσει και συνεπώς το παραδοσιακό στρώμα της εργατικής τάξης αδυνατούσε να υπάρξει εντός του νέου οικονομικού υποδείγματος. Η βιομηχανία συνεχίζει να αναπτύσσεται και να αποτελεί θεμέλιο λίθο του καπιταλισμού, αλλά πλεόν δεν έχει αναγκή την αξιοποίηση μεγάλων μερίδων εργατών, αφού υψηλές τεχνολογίες μπορούν να παράξουν εξ’ολοκλήρου ένα προϊόν χωρίς να το αγγίξει ούτε μια φορά ανθρώπινο χέρι.
Για τους «προνομιούχους» εργαζόμενους που απασχολούνται στη βιομηχανία της σύγχρονης εποχής ο καπιταλισμός εγγυάται σκληρά ωράρια εργασίας, υπερεξειδίκευση, νέες μεθόδους καταναγκασμού και πειθάρχησης και «καρόσι».[23] Οι Ιάπωνες εργαζόμενοι αποκαλύπτουν τί ρίχνει νερό στο μύλο της λιτής παραγωγής. Η νέα μορφή διοίκησης των εταιρειών με την έμφαση που δίνεται στη συμμετοχή των εργαζομένων επιτυγχάνει πιο πολύ στον έλεγχο της παραγωγής από ότι οι επόπτες και τμηματάρχες του φορντισμού. Οι εργαζόμενοι από τη στιγμή που θα οριστικοποιηθεί το σχέδιο παραγωγής αρχίζουν την εκτέλεσή του η οποία επιβάλει υπερεντατικούς ρυθμούς εργασίας με παράλληλες διακοπές μόνο για τον ποιοτικό έλεγχο, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε εκ νέου κατάστρωση σχεδίου και επανεκτέλεση. Οι παρεμβάσεις των εργαζομένων επί της παραγωγής ενθαρρύνθηκαν από τους εργοδότες ως ένας πρωτότυπος συνδυασμός επαγγελματικών κινήτρων, πειθάρχησης και καταναγκασμού. Ανατριχιαστική εντύπωση προξενεί η επινόηση του «πίνακα Άντον» [24] που συμπυκνώνει την ιδέα του Μεγάλου Αδελφού στον εργασιακό χώρο με την μαθηματική επισήμανση των δυσλειτουργιών επί της παραγωγής.
Η νεο/μετα-φορντική εποχή δίνει βάρος στο ρόλο της γνώσης, της πληροφορίας και στη διαχείρισή τους. Αποτελούν κινητήριο μοχλό ανάπτυξης στους νέους τομείς οικονομίας, αλλά και εμπορεύματα που μπορούν να αγοραπωληθούν και βάσει αυτού αναπτύχθηκαν οι αντιλήψεις για την εμπορευματοποίηση της γνώσης και της έρευνας. Ο Bell [25] μάλιστα τοποθετήθηκε στο έργο του «Η Έλευση της Μετα-βιομηχανικής Κοινωνίας» τονίζοντας πως η αξιακή αρχή της μετα – βιομηχανικής κοινωνίας δεν είναι η τεχνολογία, αλλά η θεωρητική επιστημονική γνώση. Πληροφορία και γνώση συγκρότησαν τον ισχυρό τομέα υπηρεσιών του μεταφορντικού καπιταλισμού. Οι τηλεπικοινωνίες, οι πωλήσεις, η διαφήμιση, αλλά κυρίως ο χρηματοπιστωτικός τομέας, οι ασφαλιστικές εταιρείες και ο τομέας των ακινήτων λόγω της οικονομικής τους ανάπτυξης μετά το 1972[26], και διάφοροι άλλοι κλάδοι υπηρεσιών λειτούργησαν για δεκαετίες ως το χωνευτήρι όλου αυτού του εργατικού δυναμικού που βρέθηκε περιθωριοποιημένο από τη βιομηχανική παραγωγή.
Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δεν διήρκεσε πολύ. Ο τομέας των υπηρεσιών βίωσε επίσης τις δραματικές συνέπειες, για το εργατικό δυναμικό, της εισόδου των νέων τεχνολογιών. Οι υπαλληλικές εργασίες γραφείου ήρθαν αντιμέτωπες με την αντικατάσταση του γραφείου (χαρτιά, μολύβια, φάκελοι, γραφομηχανή και όλο το φαντασιακό πλαίσιό του) από έναν υπολογιστή φορτωμένο με πρόγραμμα ηλεκτρονικής επεξεργασίας (σύνταξης, αρχειοθέτησης κτλ) τύπου Office. Οι τομείς της χονδρικής και λιανικής πώλησης συρρικνώνονται, με τις τεχνολογίες να εξαφανίζουν θέσεις εργασίας από τους διανομείς, μέχρι και τους ταμίες και συνολικά οι υπηρεσίες υποδέχτηκαν με μεγάλη ευκολία την αυτοματοποίηση, ακόμα και με δεδομένο ότι σαν τομέας χρειάζεται περισσότερο από τους άλλους την ανθρώπινη επαφή και συνδιαλλαγή.
Ιδιαίτερο στοιχείο της μείωσης του εργατικού δυναμικού στις υπηρεσίες είναι και η κρίση στα επαγγέλματα του «ροζ κολλάρου». Εργασίες μερικής απασχόλησης, χαμηλόμισθες, χωρίς κοινωνική ασφάλεια που κατελαμβάνοντο από γυναίκες, στη συντριπτική πλειοψηφία, όπως οι σερβιτόρες, οι ταμίες, οι γραμματείς τείνουν να χάνονται και αυτές η μία πίσω από την άλλη λόγω της αντικατάστασής του από τις «έξυπνες μηχανές».
Είναι φανερό πως ο μεταφορντικός καπιταλισμός θέλει την εργατική τάξη να ζεί σε ένα σκληρό παρόν και να αναμένει ένα ακόμα πιο ζοφερό μέλλον. Η ανεργία, η υπο-απασχόληση και τα συνεπακόλουθά τους, η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η τάξη των παριών [27] κάνουν σαφή τη στρατηγική του κεφαλαίου στο νέο στάδιο συσσώρευσης. Ο καπιταλισμός άφησε στη κρεμάστρα τον μανδύα της κοινωνικής ευημερίας, του κράτους πρόνοιας και των ίσων ευκαιριών και στέκεται απέναντι στην εργατική τάξη ατόφιος. Οι εφεδρικοί στρατοί ανέργων που έχει στη διάθεσή του και η κάθετη πτώση της αξίας της εργατικής δύναμης τον βγάζουν νικητή στην αναμέτρησή του με τις δυνάμεις της εργασίας.
Οι θεωρητικές διαμάχες για το αν διανύουμε μια περίοδο ρήξης ή συνέχειας με τον φορντισμό, άρα ρήξης ή συνέχειας με την νεωτερικότητα έχουν σίγουρα τη σημασία τους, αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι στόχο έχουν να φωτίσουν τη κοινωνική πραγματικότητα προς όφελος της πλειττόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας. Έχει, σίγουρα, όμως μεγαλύτερη σημασία να σκύψουμε πάνω στα συντρίμια που αφήνει ο καπιταλισμός στο πέρασμά του είτε βρίσκεται σε ανάπτυξη, είτε σε κρίση, γιατί τα συντρίμια αυτά είναι το πιο ελπιδοφόρο κομμάτι των σύγχρονων κοινωνιών, είναι ο φορέας της κοινωνικής μεταβολής με άξονα την κοινωνική χειραφέτηση.
Το τέλος της εργασίας δεν έχει σίγουρα επέλθει, πρώτα και κύρια γιατί ο ίδιος ο καπιταλισμός – ανεξαρτήτου σταδίου ανάπτυξης – έχει ανάγκη την εκμετάλλευσή της. Η πηγή κερδοφορίας του κεφαλαίου είναι η απόσπαση υπεραξίας και μάλλον αυτή δεν βρίσκεται ούτε στα πιο ευφυή θαύματα της ρομποτικής. Ωστόσο, δεν είναι νομοτέλεια η εξαθλίωση της πλειοψηφίας του κόσμου, αλλά αποτέλεσμα των διαμορφωμένων ταξικών συσχετισμών. Το μελάνι για να γραφτεί η ιστορία είναι ακόμη στη μέση του τραπεζιού, αναμένουμε λοιπόν ποιός θα το αρπάξει.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Ελληνόγλωσσες
Bauman Z., Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2002
Bonefeld W. και Holloway J. (επιμ.), Μεταφορντισμός και Κοινωνική Μορφή, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1993
Hall S. – Held D. – McGrew A. (επιμ.) Η Νεωτερικότητα Σήμερα, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2010
Harvey D., Η κατάσταση της Μετανεωτερικότητας, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2007
Castells M., Ο Γαλαξίας του Διαδικτύου, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2005
Κήπας Μ., Η Κοινωνιολογία της Ανάπτυξης, εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2004
Mills W. Οι Χαρτογιακάδες. Η Νέα Αμερικάνικη Μεσαία Τάξη, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1990
Rifkin J., Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, εκδόσεις Νέα Σύνορα – Λιβάνη, Αθήνα 1996
Ξενόγλωσσες
Rose A. Margaret, The post – modern and the post – industrial, εκδόσεις Cambridge University Press, Cambridge 1991
Διαδίκτυο
http://www.inditex.es/
Σημειώσεις:
[1] Harvey D., Η κατάσταση της Μετανεωτερικότητας, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2007, σελ.177
[2] Αξίζει να συμπεριλάβουμε εδώ ένα μικρό απόσπασμα από τον Bauman Z. στο Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σελ. 33: «Στην πραγματικότητα, ο ερχομός του εργοστασιακού συστήματος ήταν αυτό που σηματοδότησε την καταστροφή της ερωτικής σχέσης μεταξύ του τεχνίτη και της εργασίας του, την οποία πρόβαλε ως αρχή της η ‘ηθική της εργασίας’».
[3] Βλ. Rifkin J., Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, εκδόσεις Νέα Σύνορα – Λιβάνη, Αθήνα 1996, σελ. 82
[4] Rifkin J. ό.π.
[5] Σε όσα σημεία του κειμένου χρησιμοποιούμε τη έκφραση «αμερικάνος / αμερικανοί» φυσικά εννοούμε και τον οποιασδήποτε εθνικότητας εργάτη εκείνης της περιόδου του φορντισμού. Η Αμερική αποτελεί το παράδειγμα καθώς ήταν η πρώτη χώρα που ήρθε αντιμέτωπη με το νέο μοντέλο συσσώρευσης και τις συνθήκες που αυτό δημιούργησε για το εργατικό δυναμικό, καθώς επίσης και γιατί ήταν για δεκαετίες η ισχυρή βιομηχανική οικονομία παγκόσμια.
[6] Διεξοδικές αναλύσεις σχετικά με τη «μεσαία τάξη» και τα μικροαστικά στρώματα βρίσκουμε στον Ν. Πουλατζά στο Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις (τόμ. Α’ – Β’), εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1975 και στο Κοινωνικές Τάξεις στον Σύγχρονο Καπιταλισμό, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1984. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εργασία του W. Mills Οι Χαρτογιακάδες. Η Νέα Αμερικάνικη Μεσαία Τάξη, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1990.
[7] Βλ. Κήπας Μ., Η Κοινωνιολογία της Ανάπτυξης, εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2004, σελ.37
[8] Hirsch J. Φορντισμός και μεταφορντισμός: η παρούσα κοινωνική κρίση και οι συνέπειές της στο Bonefeld W. και Holloway J. (επιμ.), Μεταφορντισμός και Κοινωνική Μορφή, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1993, σελ.27
[9] Harvey D. ό.π. σελ.185
[10] αυτόθι σ.σ. 192 - 196
[11] Harvey D., ό.π. σελ.206
[12] βλ. Hall S. – Held D. – McGrew A. (επιμ.) Η Νεωτερικότητα Σήμερα, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2010, σελ.276
[13] Harvey D., ό.π. σελ.215
[14] στη συμβολή των υπεργολαβιών στην κερδοφορία του νέου τρόπου συσσώρευσης αναφερόμαστε σε επόμενο σημείο.
[15] Βλ. Castells M., Ο Γαλαξίας του Διαδικτύου, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2005, σελ.104
[16] Rifkin J., ό.π. σελ.200
[17] Rifkin J., ό.π. σελ.202
[18] Rifkin J., ό.π. σελ.204
[19] η έμφαση δική μας
[20] αυτόθι σελ.206
[21] Castells M., ό.π. σελ.104 - 105: «Η ZARA οικογενειακής ιδιοκτησίας με έδρα στην Κορούνια της Γαλικίας σχεδιάζει, παράγει και πουλά στην εγκεκριμένη από την ίδια αλυσίδα καταστημάτων λιανικής πώλησης έτοιμα ενδύματα της μόδας σε καλές τιμές. Μέσα σε λίγα χρόνια, η ZARA εμφανίστηκε από το πουθενά για να ανταγωνιστεί άλλες σημαντικές αλυσίδες όπως η GAP. (...) Η συνολική αξία της μητρικής εταιρείας με βάση την τρέχουσα αξία των μετοχών της ανήλθε στα 2 δισεκατομμύρια δολλάρια. (...) Το μυστικό της επιτυχίας της, πέρα από μερικά σχέδια καλής ποιότητας από τη μεγάλη παράδοση της μόδας στη Γαλικία, βρίσκεται στη δομή της δικτύωσης μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. Στο σημείο πωλήσεων, οι υπάλληλοι των καταστημάτων λιανικής πώλησης καταγράφουν όλες τις συναλλαγές σε μια μικροσυσκευή προγραμματισμένη μ’ένα μοντέλο που δίνει το προφίλ των πωλήσεων. Ο διευθυντής του καταστήματος λιανικής πώλησης επεξεργάζεται τα δεδομένα σε καθημερινή βάση και τα στέλνει στο κέντρο σχεδιασμού στην Κορούνια, όπου διακόσιοι σχεδιαστές εργάζονται με βάση την ανταπόκριση της αγοράς και επανσχεδιάζουν τα προϊ όντα τους σε πραγματικό χρόνο. (...) Η ZARA παράγει 12.000 σχέδια το χρό ο και επαναπρομηθεύει τα καταστήματα λιανικής πώλησης σ’όλο το κόσμο δύο φορές τη βδομάδα. (...) Τώρα η ZARA τον περιόρισε (τον κύκλο εργασιών της) σε δύο βδομάδες. Αυτή είναι η ταχύτητα του διαδικτύου.» Η ZARA κατά το 2011 αριθμούσε παγκοσμίως 2.107 καταστήματα λιανικής πώλησης υπό την επωνυμία ZARA / ZARAkid / ZARAhome. (πηγή: http://www.inditex.es/ )
[22] Άλλος ένας τρόπος για να μειώνουν οι επιχειρήσεις το εργατικό κόστος ζητώντας από εξωτερικούς προμηθευτές – συνεργάτες αγαθά και υπηρεσίες. Στη φορντική παραγωγή, τα αγαθά αυτά και οι υπηρεσίες υπήρχαν στη δομή της επιχείρησης, μα τώρα αναδεικνύεται το τεράστιο όφελος που προκύπτει για τις επιχειρήσεις. Πολλοί από τους υπεργολάβους είναι μικρότερες επιχειρήσεις που πληρώνουν χαμηά μεροκάματα και σχεδόν μηδενική ασφάλιση. Ωστόσο, ως υπεργολάβος μπορεί να εργαστεί και ένας εργαζόμενος μόνος του αναλαμβάνοντας για παράδειγμα τις λογιστικές υποθέσεις μιας εταιρείας. Η κατάστασή του σε τελική ανάλυση είναι όμοια με αυτή του εργαζόμενου μερικής απασχόλησης.
[23] Το καρόσι αποτελεί ένα είδος ψυχο – σωματικής επιδημείας που προκαλείται από τους εξουθενωτικούς ρυθμούς εργασίας και το στρες. Συσσωρευμένη σωματική κούραση και χρόνια υπερκόπωσης μπορεί να οδηγήσουν σε κλονισμό της υγείας. Από Rifkin J. σελ.341
[24] Βλ. Rifkin J., ό.π. σελ.339 - 341
[25] Rose A. Margaret, The post – modern and the post – industrial, εκδόσεις Cambridge University Press, Cambridge 1991, σελ.29
[26] Harvey D., ό.π. σελ.216
[27] Bauman Z., ό.π. σ.σ. 181 - 187
Κείμενο της συντακτικής επιτροπής
1. Ο οικονομικός μετασχηματισμός
1.1. Φορντισμός – Τεϋλορισμός
Κανείς πλέον δεν αμφισβητεί πως τα τελευταία είκοσι χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μιας μεγαλειώδους μεταβολής στη δομή της καπιταλιστικής οικονομίας η οποία επηρεάζει κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής. Η μεταβολή αυτή άρχισε να εμφανίζεται ήδη από το 1970 και την κρίση του φορντικού μοντέλου παραγωγής. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί αναφορικά με τη φύση αυτών των αλλαγών, την εμβέλειά τους, τη σχέση τους με την προηγούμενη «οικονομική εποχή» και την κατεύθυνσή τους. Προκειμένου να παρουσιάσουμε, όμως, τις σύγχρονες όψεις της οικονομίας είναι αναγκαίο να σκιαγραφήσουμε το πορτραίτο του φορντισμού – τεϋλορισμού, το καθεστώς συσσώρευσης που ακολούθησε την γέννηση της δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Η βιβλιογραφική επισκόπηση μας δείχνει πως η χρονολογία - ορόσημο του φορντισμού ήταν το 1914, όταν ο διάσημος αυτοκινητοβιομήχανος Henry Ford έπειτα από την εισαγωγή της καινοτομίας της αυτόματης γραμμής συναρμολόγησης, καθιέρωσε το 8ωρο για τους εργαζόμενούς του και αύξησε τα ημερομίσθια. Ο Ford οργάνωσε ορθολογικά τις υπάρχουσες τεχνολογίες και τον αυστηρό καταμερισμό εργασίας, μα η ουσιαστική του παρέμβαση έγκειται στην τοποθέτηση των εργατών σε συγκεκριμένο σημείο αυτής της αλυσίδας παραγωγής, ώστε αμετακίνητοι από αυτό να εκτελούν ένα επίσης συγκεκριμένο κομμάτι εργασίας ακατάπαυστα και μονότονα. Αυτό οδήγησε σε εκτίναξη της παραγωγικότητας, όπως είχε άλλωστε εξηγήσει ο F.W. Taylor το 1911 στο έργο του «Οι αρχές του επιστημονικού μάνατζμεντ». Ο Taylor ήταν που πρώτος έκανε σαφές πως η διάσπαση της εργασιακής διαδικασίας σε επιμέρους κινήσεις που θα αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα εργασιακά καθήκοντα σε συνδυασμό με τη δυνατότητα αυστηρής επίβλεψης του χρόνου οδηγεί σε αύξηση του παραγόμενου προϊόντος.
Το σημαντικό στον φορντισμό (που γι’αυτό καθιερώθηκε ως λέξη για να περιγράψει αυτό το καθεστώς, ενώ ουσιαστικά φορντισμός – τεϋλορισμός αντιπροσωπεύουν τό ίδιο πράγμα) είναι ότι καθοδηγούταν από ένα όραμα πως « η μαζική παραγωγή σήμαινε μαζική κατανάλωση, ένα νέο σύστημα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, νέες πολιτικές για τον έλεγχο και τη διεύθυνση της εργασίας, νέα αισθητική και ψυχολογία, με λίγα λόγια ένα νέο είδος ορθολογικά οργανωμένης, μοντερνιστικής και λαϊκιστικής δημοκρατικής κοινωνίας» [1]. Το νέο καθεστώς εντατικής συσσώρευσης κεφαλαίου απαιτούσε σκληρή εντατικοποίηση του ρυθμού εργασίας, εξειδίκευση, άρα και καταστροφή των παραδοσιακών μορφών αξιοποίησης της εργατικής δύναμης [2], και νέες τεχνικές επίβλεψης της εργασιακής διαδικασίας. Οι τεράστιες ποσότητες που παράγονταν έριχναν το κόστος ανά μονάδα προϊόντος, πολυάριθμα και φτηνά αγαθά περίμεναν ν’ αγοραστούν και ζωτικής σημασίας για το φορντικό σχηματισμό ήταν ένα νέο κύμα κατανάλωσης.
Το 8ωρο και η αύξηση των ημερομισθίων που έδωσε ο Φορντ στους εργάτες του είχαν διπλή στόχευση: Πρώτον, να επιτύχει τη πειθαρχία και τη συμμόρφωσή τους στη νέα εντατικοποίηση και μονοτονία που επέβαλε η γραμμή συναρμολόγησης και δεύτερον να τους δώσει ό, τι ήταν αναγκαίο προκειμένου να μπουν στο στίβο της κατανάλωσης που τόσο ανάγκη είχε η μαζική φορντική παραγωγή, ελεύθερο χρόνο, δηλαδή, και επαρκές εισόδημα . Χρειαζόταν αύξηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και αναδιοργάνωση του ημερήσιου χρόνου προκειμένου να καταναλωθούν οι τεράστιες ποσότητες παραγόμενων προϊόντων των εταιρειών.
Φυσικά η διαδικασία που μετέτρεπε τον μαζικό εργάτη σε μαζικό καταναλωτή δεν ήταν καθόλου απλή. Ο Αμερικάνος εκείνης της εποχής ήταν εμποτισμένος από τις προτεσταντικές αρχές της φειδούς, η λιτότητα και η αποταμίευση ήταν κατευθυντήριες αρχές στη ζωή του, όπως και «για τους περισσότερους Αμερικανούς, η αρετή της αυτοθυσίας εξακολουθούσε να είναι πολύ πιο ισχυρή από τον πειρασμό μιας πρόσκαιρης ικανοποίησης στην αγορά.» [3] Έπρεπε να αλλάξει ριζικά η ψυχολογία των εργαζόμενων και ο τρόπος ζωής τους, έπρεπε να τους δημιουργηθεί η αίσθηση του ανικανοποίητου και σε αυτό συνέβαλλε πρώτος ο Τσαρλς Κέτερινγκ [4] της General Motors.
Η διαφήμιση μπήκε δυναμικά στην αρένα της οικονομίας και άλλαξε η ίδια τη φιλοσοφία της. Τα συγκινησιακά σλόγκαν, η εισαγωγή της έννοιας της μόδας και του μοντέρνου και η καλλιέργεια της πεποίθησης πως και ο φτωχός εργάτης μπορεί να γεύεται απολαύσεις όμοιες με αυτές των πλούσιων επιχειρηματιών συνέγραψαν το «ευαγγέλιο της κατανάλωσης». Οι Αμερικανοί [5] πλέον προτιμούσαν τα τυποποιημένα δημητριακά του κουτιού από το χύμα κούακερ του γειτονικού παντοπωλείου, γιατί είχαν πειστεί πως αυτά αποτελούν το κατάλληλο πρωινό της σύγχρονης εποχής, ενδιαφέρονταν για την εμφάνισή τους και ήθελαν να ακολουθούν τις τάσεις της μόδας για να μη θεωρηθούν από το γείτονα «χωριάτες». Είχαν πλέον ενσωματωθεί στην επιβεβλημένη από τον καπιταλισμό πραγματικότητα. Ο φορντισμός τα είχε καταφέρει.
Ένα επίσης εξαιρετικής σημασίας χαρακτηριστικό του φορντισμού – τεϋλορισμού ήταν η νέα μορφή της διοικητικής δομής των επιχειρήσεων. Το ιεραρχικό μοντέλο της πυραμίδας αποτελείται αρχικά, από το κατώτερο επίπεδο στο οποίο ανήκουν οι εργάτες, το ανειδίκευτο δυναμικό που απλά καλείται να διεκπεραιώσει τα καθήκοντα που έχουν οριστεί βάσει της τεϋλορικής διοίκησης. Το αμέσως επόμενο προς τα πάνω είναι οι διάφοροι υπεύθυνοι τμημάτων – τομέων και στη κορυφή βρίσκεται ο γενικός διευθυντής. Καθένας δίνει αναφορά και υπακούει στον αμέσως ανώτερό του. Σημαντικά τμήματα, όπως το λογιστικό ή το αναπτυξιακό, έχουν στο εσωτερικό τους επίσης την ίδια ιεραρχία η οποία φυσικά ανήκει στο ενιαίο σωμα της κύριας πυραμίδας. Η ιεραρχία του φορντιστικού μοντέλου βασιζόταν στα μεσαία διευθυντικά στελέχη που ασκούσαν τον επιτελικό – εποπτικό έλεγχο επί της παραγωγής, ουσιαστικά επί των εργατών. Το στρώμα αυτό όσο αναπτυσσόταν η παραγωγικότητα και κατά συνέπεια η κερδοφορία του κεφαλαίου, τόσο μεγάλωνε και συγκροτούσε αυτό που ονομάστηκε «μεσαία τάξη».[6]
Ένα από τα πλέον κορυφαία επιτεύγματα του φορντισμού για τους καπιταλιστές ήταν ότι κατάφερε να αυξήσει το μέσο ποσοστό κέρδους, αλλά και να το διατηρήσει σταθερό για μεγάλο χρονικό διάστημα οδηγώντας έτσι τόσο σε οικονομική μεγέθυνση (αύξηση του παραγόμενου προϊόντος), όσο και σε οικονομική ανάπτυξη (μεταβολή στη διάρθρωση του προϊόντος από την αξιοποιούμενη τεχνολογία, μεταβολή στη διανομή του). [7] Νέα πεδία κερδοφορίας ανοίχτηκαν για το κεφάλαιο παράλληλα με την αύξηση της άντλησης της σχετικής υπεραξίας της εργατικής δύναμης. Το τελευταίο, ο Joachim Hirsch [8] το ονομάζει «τεϋλοροποίηση» και σημειώνει πως αυτή: «...βασίστηκε στη μείωση του κόστους αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, που έγινε δυνατή μέσω της βιομηχανικής μαζικής παραγωγής και της εντυπωσιακής αύξησης στην παραγωγικότητα της εργασίας. Επιπρόσθετα, μια σειρά τεχνολογικών εξελίξεων εξουδετέρωσε την ταχεία αύξηση στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου...».
Η εξάπλωση ωστόσο του φορντικού μοντέλου στην πλειοψηφία των αναπτυγμένων χωρών δεν ήρθε από τη μία στιγμή στην άλλη. Πλην της Αμερικής οι υπόλοιπες καπιταλιστικές οικονομίες είχαν ισχυρές χειροτεχνικές δομές και η οργάνωση της εργατικής τάξης δεν επέτρεπε εύκολα την εγκαθίδρυση ενός συστήματος που εισήγαγε την εξειδικευμένη, μονότονη επί ώρες εργασία, μια εργασία που δεν άφηνε κανένα περιθώριο ελέγχου της από τον εργάτη. Ο φορντισμός έγινε μοντέλο παραγωγής για το σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου από τη δεκαετία του ’30 και κυρίως τη δεκαετία του ’50, όταν πια ο «δυτικός κόσμος» αναπτυσσόταν έπειτα από τα τραύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια θεμελιώδης αναδιάταξη των ταξικών συσχετισμών στο εσωτερικό αυτών των κοινωνιών έκανε τον φορντισμό το τρόπαιο νίκης του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία.
Από το 1950 και έπειτα το νέο μοντέλο συσσώρευσης σηματοδοτούσε την μακροχρόνια οικονομική άνθιση και η σύνδεση με τον επονομαζόμενο «κεϋνσιανισμό» διασφάλισε την αύξηση του βιωτικού επιπέδου, την εδραίωση κοινωνικών δικαιωμάτων, την πιο ίση κατανομή του κοινωνικού προϊόντος και τον διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό διαφυλαγμένο από ένα νέο γύρο πολεμικών συγκρούσεων. [9]
Ο φορντισμός – τεϋλορισμός δεν ήταν απλά ένα καθεστώς συσσώρευσης, ήταν τρόπος ζωής, καθόριζε κάθε πεδίο της κοινωνικής δομής και μάλιστα σε διεθνή κλίμακα. Και αυτός ο τρόπος ζωής κάθε άλλο παρά «αγγελικά πλασμένος» ήταν τόσο για την εργατική τάξη, όσο και στη συνέχεια και για τους ίδιους τους κεφαλαιοκράτες... Ο φορντισμός έφερε στο γενετικό υλικό του τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, αντιφάσεις που τον οδηγούν σε κρίσεις, όπως επίσης και το εργατικό δυναμικό δημιούργησε κλυδωνισμούς στην ομαλή λειτουργία του. Σύμφωνα με τον David Harvey [10] οι παράγοντες που οδήγησαν σε κρίση τον φορντισμό είναι κομβικά οι εξής:
· Η ηγεμονική θέση και στάση των Η.Π.Α. που διασφάλιζε η συμφωνία Μπρέτον Γουντς, οδήγησε το φορντισμό σε άνιση εξάπλωση στο διεθνές πλέγμα της οικονομίας. Οι Η.Π.Α. λειτουργούσαν ως ο «πορτιέρης» των παγκόσμιων αγορών λόγω της πλεονάζουσας παραγωγικής τους ικανότητας και της καθιέρωσης του δολλαρίου σε παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
· Οι μισθολογικές διαπραγματεύσεις πραγματοποιούνταν σε κάποιους τομείς της οικονομίας και μάλιστα σε ορισμένα εθνικά κράτη. Τομείς της παραγωγής με μεγάλο ρίσκο έδιναν χαμηλά ημερομίσθια και σχεδόν μηδενική κοινωνική ασφάλεια. Εδώ μοιάζει σαν να αναπτύσσεται στο εσωτερικό μιας εθνικής οικονομίας το σχήμα «μητρόπολη –περιφέρεια». Εξαιτίας της «περιφέρειας» οι κοινωνικές ανισότητες δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό μείγμα που τροφοδοτούσε κοινωνικά κινήματα τα οποία εξασθενούσαν με μεγαλύτερη δυσκολία από το παρελθόν λόγω των αυξημένων προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει ο φορντικός καπιταλισμός.
· Ο διαχωρισμός της εργατικής τάξης στους «προνομιούχους» (λευκός άντρας, ημι-ειδικευμένος εργάτης, συνδικαλιστικά ενεργός) και τους «απόκλειρους» (μετανάστες, γυναίκες κ.τ.λ.) υπήρξε αναγκαίος για τον καπιταλισμό εκείνης της εποχής, ωστόσο στη συνέχεια δημιούργησε δυσκαμψίες αναφορικά με την ανακατανομή εργασίας από τον ένα κλάδο στον άλλο.
· Η κρίση του φορντικού κράτους το οποίο κλήθηκε να ενσωματώσει την έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια των «απόκλειρων» - αποκλεισμένων μέσω μέτρων που θα λειτουργούσαν ως δίχτυ ασφαλείας και αναδιανεμητικών πολιτικών. Η απονομιμοποίησή του ήταν απόρροια της φυσικής ανικανότητάς του να κατανείμει ισομερώς τα οικονομικά οφέλη του καπιταλισμού.
· Η κριτική στο καταναλωτικό πρότυπο και τη πολιτισμική του έκφραση γέννησε τα κινήματα αντικουλτούρας που στάθηκαν πλάι με τα κινήματα των αποκλεισμένων.
· Η κραυγή του «Τρίτου Κόσμου» που εκμεταλλευόμενος για δεκαετίες από την Δύση οδηγήθηκε σε εθνικο – απελευθερωτικά κινήματα (διαφόρων πολιτικών ταυτοτήτων και ρεπερτορίων) τα οποία έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για την ομαλή αναπαραγωγή του φορντισμού.
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ο φορντισμός κουβαλούσε όλες τις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού. Οι αρχές της δεκαετίας του ’70 βρήκαν τις αντιφάσεις αυτές στην επιφάνεια. Και μάλιστα η «αντιφατική» τάση του καπιταλισμου της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους είναι πλέον πραγματικότητα. Η διαρκής αύξηση της παραγωγικότητας της φορντικής παραγωγής έχει τελματώσει, οι μη παραγωγικοί τομείς καθίστανται εξαιρετικά δαπανηροί καθότι έχουν επενδυθεί μεγάλα ποσά σε αυτούς και το εργατικό δυναμικό εξουθενωμένο από την εντατική και μονότονη φορντική εργασία ξεσπά δημιουργώντας κύματα απεργιών.
Το ’73 του στασιμοπληθωρισμού και της πετρελαϊκής κρίσης ώθησε τον καπιταλισμό στη αποσάθρωση του φορντισμού και στη επεξεργασία αναδιαρθρώσεων στο εσωτερικό της παραγωγής. Η δεκαετία ’70 – ’80 ήταν δεκαετία επεξεργασιών εκ μέρους των κεφαλαιοκρατικών μηχανισμών ενός νέου τρόπου συσσώρευσης που θα υπερέβαινε τους σκόπελους του φορντικού μοντέλου και θα οδηγούσε σε ένα νέο γύρο κερδοφορίας.
1.2. Ο μεταφορντικός καπιταλισμός
Πολλά έχουν γραφτεί σχετικά με το τί ακολουθεί τον φορντισμό, τί μεταβολές παρατηρούνται, ποιά η έκταση αυτών των μεταβολών, άν μπορούμε να μιλάμε για το τέλος της βιομηχανικής εποχής ή ακόμα και της ίδιας της ζωντανής εργασίας. Κοινός τόπος αποτελεί πως βρισκόμαστε σε μια νέα οικονομική εποχή στην οποία η παραγωγή οργανώνεται μέσα από ευέλικτες μορφές. Η «ευελιξία» είναι κομβικό χαρακτηριστικό σε κάθε ανάγνωση του «μετά τον φορντισμό τί?», είτε αυτή είναι νεοφορντική, μεταβιομηχανική ή μεταφορντική.
Οι μεταβιομηχανιστές εκτιμούν πως το κέντρο βάρους της σύγχρονης οικονομίας είναι η πληροφορία και η γνώση, οι οποίες διαμορφώνουν μια αγορά υπηρεσιών με επίκεντρο τις Τεχνολογίες Πληροφορικής κ’ Επικοινωνίας (ΤΠΕ). Οι νεοφορντιστές και μεταφορντιστές βλέπουν ως πυρηνικό στοιχείο της νέας οικονομίας την ευελιξία, η οποία οδηγεί σε μια πιο πολυμορφική και αποκεντρωμένη παραγωγή. Οι μεν πρώτοι αντιλαμβάνονται μια συνέχεια του νέου τρόπου παραγωγής με τη φορντική εποχή, οι δε δίνουν έμφαση στα ρηξιακά χαρακτηριστικά που εμφανίζει ο νέος τρόπος συσσώρευσης με τον φορντισμό - τεϋλορισμό . Παρακάμπτωντας τις ξεχωριστές ερμηνείες, στις λεπτομέρειές τους, γύρω από την σύγχρονη οικονομία θα αναπτύξουμε τις θεμελιώδεις μεταβολές στο τρόπο συσσώρευσης, στο παραγόμενο προϊόν, στην οργάνωση των επιχειρήσεων και στους τομείς απασχόλησης.
Η ευέλικτη συσσώρευση και λιτή παραγωγή
Η ευελιξία της παραγωγής, των αγορών, των εργασιακών διαδικασιών και σχέσεων, η αξιοποίηση με τον βέλτιστο τρόπο των τεχνολογικών καινοτομιών και η «συμπίεση του χρόνου και του χώρου» [11] καταφέρνει να υπερβαίνει τις ακαμψίες του φορντισμού και να δημιουργεί νέα πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Κεντρικής σημασίας για την ανάδειξη ενός νέου γύρου οικονομικής ανάπτυξης είναι η ανάπτυξη τεχνολογιών παραγωγής και στη προκειμένη περίπτωση, οι νέες τεχνολογίες πληροφορικής, ηλεκτρονικών υπολογιστών, τηλεπικοινωνιών και δικτύων και μικροηλεκτρονικής.
Αυτές οι τεχνολογίες αναδιαρθρώνουν την διαδικασία της παραγωγής, τις σχέσεις παραγωγής, τη διοικητική δομή των επιχειρήσεων/εταιρειών, τις αγορές, άρα και την αγορά εργασίας και τέλος, τη δομή και το είδος της απασχόλησης. Οι τεχνολογικές αυτές καινοτομίες οδήγησαν σε μεγαλύτερη ευελιξία στην κλίμακα παραγωγής[12] και έτσι η μαζική παραγωγή του φορντισμού (οικονομία κλίμακας) μετατράπηκε σε παραγωγή μικρών παρτίδων με έμφαση στη ποικιλία των προϊόντων (οικονομίες φάσματος). Όπως σημειώνει ο Harvey [13] : «Η παραγωγή κατά μικρές παρτίδες και οι υπεργολαβίες[14] είχαν σίγουρα το πλεονέκτημα ότι παρέκαμπταν τις ακαμψίες του φορντισμού και ικανοποιούσαν πολύ μεγαλύτερο φάσμα αναγκών της αγοράς, στις οποίες περιλαμβάνονταν οι ταχέως μεταβαλλόμενες ανάγκες.» Τα ευέλικτα συστήματα παραγωγής μέσω των νέων τεχνολογιών, αλλά και των μεταβολών στην οργανωτική δομή των επιχειρήσεων συνέβαλαν καθοριστικά στη μείωση του χρόνου ανακύκλισης του κεφαλαίου, η οποία με τη σειρά της συνάντησε τη μείωση του χρόνου ανακύκλησης της κατανάλωσης. Το προϊόν της ευέλικτης συσσώρευσης είχε ζωή που ξεκινούσε από τρία χρόνια το περισσότερο (σε τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία) και έφτανε έως και ελάχιστες βδομάδες, όπως τα προϊόντα της αμερικανικής εταιρείας ένδυσης GAP[15], της οποίας ο κύκλος σχεδιασμού – παραγωγής – διανομής – πώλησης άγγιζε μόλις τους δύο μήνες. Σε αντιπαραβολή, το φορντικό προϊόν είχε διάρκειας ζωής από πέντε έως οχτώ χρόνια.
Λιτή παραγωγή ορίστηκε η τεχνική που υιοθετήθηκε για πρώτη φορά από την ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία TOYOTA. Είναι ο συνδυασμός της νέας διοίκησης των επιχειρήσεων με τους τεχνολογικούς νεωτερισμούς που εκβάλλει στη παραγωγή πληθώρας και ποικιλίας προϊόντων με μικρότερο κόστος (τόσο αναφορικά με την ζωντανή εργασία, όσο και με τα επενδυμένα κεφάλαια). Όπως αναφέρεται και στο έργο του Rifkin [16]: «... η λιτή παραγωγή συνδυάζει τα πλεονεκτήματα της παραγωγής κατά παραγγελίαν και της μαζικής παραγωγής, αποφεύγοντας, όμως, το υψηλό κόστος της πρώτης και τη δυσκαμψία της δεύτερης». Επιτυγχάνει τα κέρδη του φορντισμού με τη μισή εργατική δύναμη που αυτός αξιοποιούσε , τα μισά τετραγωνικά μέτρα σε χώρο, τις μισές επενδύσεις σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και όλα αυτά στον μισό και λιγότερο χρόνο. Η λιτή παραγωγή θα γίνει σαφής αμέσως παρακάτω που θα αναπτυχθεί η νέα διοικητική δομή των επιχειρήσεων.
Ουσιαστικό είναι πως το ευέλικτο καθεστώς συσσώρευσης ως απάντηση στη κρίση του φορντικού μοντέλου και γενικότερα στη κρίση υπερσυσσώρευσης του καπιταλισμού ανέδειξε τους ορισμούς του Marx για την παραγωγή κέρδους. Η ευέλικτη παραγωγή είναι κυρίαρχα νέες και αποτελεσματικότερες μέθοδοι για τον συνδυασμό απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας από την εργατική τάξη.
Ο διοικητικο – τεχνικός μετασχηματισμός των επιχειρήσεων και ο επανασχεδιασμός του χωροχρόνου
Το μετα/νεο-φορντικό μοντέλο παραγωγής επέβαλε το γκρέμισμα της παραδοσιακής πυραμίδας ως πρότυπο διοίκησης και οργάνωσης. Η ιαπωνική λιτή παραγωγή τοποθετεί στη θέση της ομάδες – οριζόντιους κύκλους εργασιών που εργάζονται από κοινού και έτσι το εργοστάσιο μετατρέπεται σε εργαστήριο έρευνας – ανάπτυξης – παραγωγής, όπου οι γνώσεις και οι τεχνικές όλων συνδυάζονται προκειμένου να παράγονται διαρκείς βελτιώσεις στο παραγόμενο προίόν. Σημαντικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η πρόληψη τεράστιων δαπανών αφού μελέτες έχουν δείξει πως «Μέχρι και το 75% του κόστους σε ένα προϊόν προσδιορίζεται στο στάδιο της σύλληψης.» [17] Οι Ιάπωνες αντιλήφθηκαν πως η διαρκής βελτίωση επί της παραγωγής χωρίς να χάνεται πολύτιμος χρόνος και η ταχεία ενσωμάτωση καινοτομιών είναι ζωτικής σημασίας για την κερδοφορία του κεφαλαίου τους.
Σε αντίθεση με το μοντέλο της πυραμίδας, στο νέο εταιρικό μοντέλο διοίκησης οι αποφάσεις ωθούνται όλο και πιο προς τα κάτω, τα στρώματα δηλαδή των εργατών της παραγωγής. Αυτό υπηρετεί δύο σκοπούς: α) την εξάλειψη της γραφειοκρατίας του μοντέλου – πυραμίδα η οποία αποδείχτηκε πολυδάπανη και χρονοβόρα και β) την δημιουργία ενός κλίματος κατ’επίφασιν δημοκρατίας ανάμεσα στους εργάτες και τη διοίκηση, όχι μόνο για να αμβλύνονται οι συγκρούσεις μεταξύ τους και να συνεχίζεται απρόσκοπτα η λειτουργία της επιχείρησης, αλλά και για να γίνονται οι εργάτες σάρκα από τη σάρκα της, να συμμετέχουν στους κύκλους σχεδιασμού, διαφήμισης κτλ, στη συζήτηση επί των αποφάσεων, ώστε να ταυτίσουν το συμφέρον τους με αυτό της επιχείρησης και να αυξηθεί η παραγωγικότητά τους. Παραθέτουμε απόσπασμα από τον Rifkin[18] επί του συγκεκριμένου θέματος: «Για να προωθηθούν ακόμη περισσότερο οι στενές σχέσεις συνεργασίας, οι διευθυντές κάθονται σε ανοιχτά γραφεία του εργοστασίου, δίπλα ακριβώς στις εγκαταστάσεις παραγωγής. (...) Στο ιαπωνικό σύστημα, οι εργαζόμενοι συναντώνται ακόμη και σε ειδικούς «κύκλους ποιότητας» πρίν ή μετά το κανονικό ωράριο εργασίας [19] για να συζητήσουν πιθανές βελτιώσεις στη διαδικασία της παραγωγής.»
Εξαιρετικής σημασίας χαρακτηριστικό της λιτής παραγωγής ως αποτέλεσμα και του νέου μοντέλου διοίκησης είναι η έγκαιρη και μη αποθεματική παραγωγή. Ο φορντισμός παρήγαγε τεράστιες ποσότητες τυποποιημένων προϊόντων οι οποίες έμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα στα «ράφια» δημιουργώντας εκτενείς ζημίες στους κεφαλαιοκράτες. Η λιτή παραγωγή λειτουργεί κάτω από αυστηρό έλεγχο ποιότητας και επιμελή παρακολούθηση των καταναλωτικών τάσεων και της ζήτησης, για τις οποίες άλλωστε έχει φροντίσει μέσα από τη κατασκευή πολιτισμικών προτύπων. Η όποια δυσλειτουργία εντοπίζεται έγκαιρα και επιλύεται άμεσα. Χαρακτηριστικό των παραπάνω είναι η εξής εμπειρία: [20]
«Οι Ουόμακ, Τζόουνς και Ρους περιγράφουν την κατάπληξή τους από τη διαφορά εμφάνισης μεταξύ ενός εργοστασίου της Τζένεραλ Μότορς στη Μασαχουσέτη κι ενός εργοστασίου της Τογιότα στην Ιαπωνία. Στο εργοστάσιο της Τζένεραλ Μότορς, τμήματα ολόκληρα της παραγωγής δεν λειτουργούσαν, εργάτες τριγύριζαν άσκοπα χωρίς να έχουν τίποτα να κάνουν, στοκ εβδομάδων παραγωγής ήταν σωριασμένο στους διαδρόμους και σκουπιδοτενεκέδες ήταν γεμάτοι με ελαττωματικά εξαρτήματα. Σε τεράστια αντίθεση, οι διάδρομοι του εργοστασίου της Τογιότα,ήταν ολοκάθαροι και οι εργάτες βρίσκονταν όλοι στις θέσεις τους κάνοντας αυτά που έπρεπε να κάνουν. Κανένα από τα τμήματα της παραγωγής δεν είχε δίπλα του περισσότερο από μιας ώρας στοκ. Μόλις ανακάλυπταν κάποιο ελαττωματικό εξάρτημα, του κολλούσαν αμέσως μια ετικέτα και το έστελναν στο κέντρο ελέγχου ποιότητας προς αντικατάσταση».
Οι νέες μορφές διοίκησης αναδεικνύουν τον επανασχεδιασμό των επιχειρηματικών λειτουργιών στο επίπεδο του χώρου και η εισαγωγή των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνίας είναι η κινητήριος δύναμη για τον επανασχεδιασμό στο επίπεδο του χρόνου. Η αύξηση της ροής δεδομένων και πληροφοριών, η οργάνωση των δικτύων επικοινωνίας και ιδιαίτερα το διαδίκτυο συμπίεσαν τον χρόνο μέσα στον οποίο πρέπει να υπάρξει και να κερδοφορίσει μια επιχείρηση. Ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο παρουσιάζει η λειτουργία της ισπανικής εταιρείας ένδυσης ZARA[21]. Η συμπίεση του χρόνου ενισχύει το μοντέλο της οριζόντιας διοίκησης, αφού η άμεση πρόσβαση στις πληροφορίες καθιστά δυνατό τον συντονισμό και τον έλεγχο των λειτουργιών ακόμα και από τα κατώτατα τμήματα του εργατικού δυναμικού της επιχείρησης.
Ο επανασχεδιασμός λαμβάνει χώρα σε κάθε είδους επιχείρηση κάθε τομέα παραγωγής. Αναδιαρθρώνει τη δομή της οικονομίας και μεγιστοποιεί τα καθαρά κέρδη από την απομάκρυνση εργατικής δύναμης σε τμήματα που πια λειτουργούν κάτω από τις αυτοματοποιημένες επιταγές των ΤΠΕ και της μικροηλεκτρονικής. Δημιουργείται κατά συνέπεια ένας ολότελα νέος χάρτης τομέων απασχόλησης με τις αντιστοιχές μεταβολές στις οποίες υπόκειται το εργατικό δυναμικό.
2. Η απασχόληση και ο μεταφορντικός εργάτης
Το κύμα αναδιαρθρώσεων και ανακατατάξεων αυτής της νέας εποχής του καπιταλισμού άλλαξε ριζικά την αγορά εργασίας. Οι εργοδότες με αιχμή του δόρατος την εισαγωγή τεχνολογιών που μπορούσαν να υποκαταστήσουν την εργατική δύναμη συνέγραψαν το συμβόλαιο των νέων ταξικών συσχετισμών εις βάρος της εργασίας. Εισήγαγαν τις ευέλικτες σχέσεις εργασίας και μετέβαλαν τις συμβάσεις με γενικευμένο αποτέλεσμα τον κλωνισμό της μόνιμης και πλήρους απασχόλησης. Η ημιαπασχόληση, η εποχική απασχόληση, οι υπεργολαβίες [22] έκαναν την εμφάνισή τους για να οδηγήσουν μια τεράστια μερίδα της εργατικής τάξης στην εξαθλίωση λόγω των ταπεινωτικών απολαβών, της έλλειψης κοινωνικής ασφάλειας και της ανασφάλειας της επόμενης ημέρας.
Οι επιχειρήσεις πλέον απασχολούν εργαζόμενους δύο ή και πολλαπλών ταχυτήτων δημιουργώντας ένα μικρό πυρήνα με τους πλήρως και μόνιμα απασχολούμενους και γύρω από αυτόν αρθρώνονται πολλαπλές ευέλικτες εργασιακές σχέσεις. Στην περιφέρεια μπορούμε να βρούμε εργαζόμενους που απασχολούνται με σταθερές σχέσεις εργασίας, ωστόσο αυτοί φέρουν επαγγελματικές δεξιότητες που υπάρχουν πλειοψηφικά στην αγορά εργασίας, όπως η γραμματειακή υποστήριξη και έτσι είναι αντιμέτωποι με την διαρκή πτώση των ημερομισθίων τους και την ανασφάλεια της απόλυσης. Πλάι σε αυτούς βρίσκουμε τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, όπως η μερική απασχόληση, η έκτακτη / εποχική απασχόληση, η απασχόληση με υπεργολαβίες, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου και οι συμβάσεις μαθητείας / πρακτικής εξάσκησης για τις οποίες το κράτος δίνει επιχορήγηση.
Παράλληλα με την εξάπλωση των ευέλικτων σχέσεων εργασίας ένα μεγαλειώδες κύμα εκτοπισμού μερίδας του εργατικού δυναμικού παρέσυρε το σύνολο των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, όντας ωστόσο στρατηγική επιλογή του κεφαλείου προκειμένου να διασφαλίσει την διαρκή αύξηση της κερδοφορίας του και έτσι την αναπαραγωγή του. Η φορντική κάνουλα της βιομηχανικής απασχόλησης είχε κλείσει και συνεπώς το παραδοσιακό στρώμα της εργατικής τάξης αδυνατούσε να υπάρξει εντός του νέου οικονομικού υποδείγματος. Η βιομηχανία συνεχίζει να αναπτύσσεται και να αποτελεί θεμέλιο λίθο του καπιταλισμού, αλλά πλεόν δεν έχει αναγκή την αξιοποίηση μεγάλων μερίδων εργατών, αφού υψηλές τεχνολογίες μπορούν να παράξουν εξ’ολοκλήρου ένα προϊόν χωρίς να το αγγίξει ούτε μια φορά ανθρώπινο χέρι.
Για τους «προνομιούχους» εργαζόμενους που απασχολούνται στη βιομηχανία της σύγχρονης εποχής ο καπιταλισμός εγγυάται σκληρά ωράρια εργασίας, υπερεξειδίκευση, νέες μεθόδους καταναγκασμού και πειθάρχησης και «καρόσι».[23] Οι Ιάπωνες εργαζόμενοι αποκαλύπτουν τί ρίχνει νερό στο μύλο της λιτής παραγωγής. Η νέα μορφή διοίκησης των εταιρειών με την έμφαση που δίνεται στη συμμετοχή των εργαζομένων επιτυγχάνει πιο πολύ στον έλεγχο της παραγωγής από ότι οι επόπτες και τμηματάρχες του φορντισμού. Οι εργαζόμενοι από τη στιγμή που θα οριστικοποιηθεί το σχέδιο παραγωγής αρχίζουν την εκτέλεσή του η οποία επιβάλει υπερεντατικούς ρυθμούς εργασίας με παράλληλες διακοπές μόνο για τον ποιοτικό έλεγχο, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε εκ νέου κατάστρωση σχεδίου και επανεκτέλεση. Οι παρεμβάσεις των εργαζομένων επί της παραγωγής ενθαρρύνθηκαν από τους εργοδότες ως ένας πρωτότυπος συνδυασμός επαγγελματικών κινήτρων, πειθάρχησης και καταναγκασμού. Ανατριχιαστική εντύπωση προξενεί η επινόηση του «πίνακα Άντον» [24] που συμπυκνώνει την ιδέα του Μεγάλου Αδελφού στον εργασιακό χώρο με την μαθηματική επισήμανση των δυσλειτουργιών επί της παραγωγής.
Η νεο/μετα-φορντική εποχή δίνει βάρος στο ρόλο της γνώσης, της πληροφορίας και στη διαχείρισή τους. Αποτελούν κινητήριο μοχλό ανάπτυξης στους νέους τομείς οικονομίας, αλλά και εμπορεύματα που μπορούν να αγοραπωληθούν και βάσει αυτού αναπτύχθηκαν οι αντιλήψεις για την εμπορευματοποίηση της γνώσης και της έρευνας. Ο Bell [25] μάλιστα τοποθετήθηκε στο έργο του «Η Έλευση της Μετα-βιομηχανικής Κοινωνίας» τονίζοντας πως η αξιακή αρχή της μετα – βιομηχανικής κοινωνίας δεν είναι η τεχνολογία, αλλά η θεωρητική επιστημονική γνώση. Πληροφορία και γνώση συγκρότησαν τον ισχυρό τομέα υπηρεσιών του μεταφορντικού καπιταλισμού. Οι τηλεπικοινωνίες, οι πωλήσεις, η διαφήμιση, αλλά κυρίως ο χρηματοπιστωτικός τομέας, οι ασφαλιστικές εταιρείες και ο τομέας των ακινήτων λόγω της οικονομικής τους ανάπτυξης μετά το 1972[26], και διάφοροι άλλοι κλάδοι υπηρεσιών λειτούργησαν για δεκαετίες ως το χωνευτήρι όλου αυτού του εργατικού δυναμικού που βρέθηκε περιθωριοποιημένο από τη βιομηχανική παραγωγή.
Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δεν διήρκεσε πολύ. Ο τομέας των υπηρεσιών βίωσε επίσης τις δραματικές συνέπειες, για το εργατικό δυναμικό, της εισόδου των νέων τεχνολογιών. Οι υπαλληλικές εργασίες γραφείου ήρθαν αντιμέτωπες με την αντικατάσταση του γραφείου (χαρτιά, μολύβια, φάκελοι, γραφομηχανή και όλο το φαντασιακό πλαίσιό του) από έναν υπολογιστή φορτωμένο με πρόγραμμα ηλεκτρονικής επεξεργασίας (σύνταξης, αρχειοθέτησης κτλ) τύπου Office. Οι τομείς της χονδρικής και λιανικής πώλησης συρρικνώνονται, με τις τεχνολογίες να εξαφανίζουν θέσεις εργασίας από τους διανομείς, μέχρι και τους ταμίες και συνολικά οι υπηρεσίες υποδέχτηκαν με μεγάλη ευκολία την αυτοματοποίηση, ακόμα και με δεδομένο ότι σαν τομέας χρειάζεται περισσότερο από τους άλλους την ανθρώπινη επαφή και συνδιαλλαγή.
Ιδιαίτερο στοιχείο της μείωσης του εργατικού δυναμικού στις υπηρεσίες είναι και η κρίση στα επαγγέλματα του «ροζ κολλάρου». Εργασίες μερικής απασχόλησης, χαμηλόμισθες, χωρίς κοινωνική ασφάλεια που κατελαμβάνοντο από γυναίκες, στη συντριπτική πλειοψηφία, όπως οι σερβιτόρες, οι ταμίες, οι γραμματείς τείνουν να χάνονται και αυτές η μία πίσω από την άλλη λόγω της αντικατάστασής του από τις «έξυπνες μηχανές».
Είναι φανερό πως ο μεταφορντικός καπιταλισμός θέλει την εργατική τάξη να ζεί σε ένα σκληρό παρόν και να αναμένει ένα ακόμα πιο ζοφερό μέλλον. Η ανεργία, η υπο-απασχόληση και τα συνεπακόλουθά τους, η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η τάξη των παριών [27] κάνουν σαφή τη στρατηγική του κεφαλαίου στο νέο στάδιο συσσώρευσης. Ο καπιταλισμός άφησε στη κρεμάστρα τον μανδύα της κοινωνικής ευημερίας, του κράτους πρόνοιας και των ίσων ευκαιριών και στέκεται απέναντι στην εργατική τάξη ατόφιος. Οι εφεδρικοί στρατοί ανέργων που έχει στη διάθεσή του και η κάθετη πτώση της αξίας της εργατικής δύναμης τον βγάζουν νικητή στην αναμέτρησή του με τις δυνάμεις της εργασίας.
Οι θεωρητικές διαμάχες για το αν διανύουμε μια περίοδο ρήξης ή συνέχειας με τον φορντισμό, άρα ρήξης ή συνέχειας με την νεωτερικότητα έχουν σίγουρα τη σημασία τους, αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι στόχο έχουν να φωτίσουν τη κοινωνική πραγματικότητα προς όφελος της πλειττόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας. Έχει, σίγουρα, όμως μεγαλύτερη σημασία να σκύψουμε πάνω στα συντρίμια που αφήνει ο καπιταλισμός στο πέρασμά του είτε βρίσκεται σε ανάπτυξη, είτε σε κρίση, γιατί τα συντρίμια αυτά είναι το πιο ελπιδοφόρο κομμάτι των σύγχρονων κοινωνιών, είναι ο φορέας της κοινωνικής μεταβολής με άξονα την κοινωνική χειραφέτηση.
Το τέλος της εργασίας δεν έχει σίγουρα επέλθει, πρώτα και κύρια γιατί ο ίδιος ο καπιταλισμός – ανεξαρτήτου σταδίου ανάπτυξης – έχει ανάγκη την εκμετάλλευσή της. Η πηγή κερδοφορίας του κεφαλαίου είναι η απόσπαση υπεραξίας και μάλλον αυτή δεν βρίσκεται ούτε στα πιο ευφυή θαύματα της ρομποτικής. Ωστόσο, δεν είναι νομοτέλεια η εξαθλίωση της πλειοψηφίας του κόσμου, αλλά αποτέλεσμα των διαμορφωμένων ταξικών συσχετισμών. Το μελάνι για να γραφτεί η ιστορία είναι ακόμη στη μέση του τραπεζιού, αναμένουμε λοιπόν ποιός θα το αρπάξει.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Ελληνόγλωσσες
Bauman Z., Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2002
Bonefeld W. και Holloway J. (επιμ.), Μεταφορντισμός και Κοινωνική Μορφή, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1993
Hall S. – Held D. – McGrew A. (επιμ.) Η Νεωτερικότητα Σήμερα, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2010
Harvey D., Η κατάσταση της Μετανεωτερικότητας, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2007
Castells M., Ο Γαλαξίας του Διαδικτύου, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2005
Κήπας Μ., Η Κοινωνιολογία της Ανάπτυξης, εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2004
Mills W. Οι Χαρτογιακάδες. Η Νέα Αμερικάνικη Μεσαία Τάξη, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1990
Rifkin J., Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, εκδόσεις Νέα Σύνορα – Λιβάνη, Αθήνα 1996
Ξενόγλωσσες
Rose A. Margaret, The post – modern and the post – industrial, εκδόσεις Cambridge University Press, Cambridge 1991
Διαδίκτυο
http://www.inditex.es/
Σημειώσεις:
[1] Harvey D., Η κατάσταση της Μετανεωτερικότητας, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2007, σελ.177
[2] Αξίζει να συμπεριλάβουμε εδώ ένα μικρό απόσπασμα από τον Bauman Z. στο Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σελ. 33: «Στην πραγματικότητα, ο ερχομός του εργοστασιακού συστήματος ήταν αυτό που σηματοδότησε την καταστροφή της ερωτικής σχέσης μεταξύ του τεχνίτη και της εργασίας του, την οποία πρόβαλε ως αρχή της η ‘ηθική της εργασίας’».
[3] Βλ. Rifkin J., Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, εκδόσεις Νέα Σύνορα – Λιβάνη, Αθήνα 1996, σελ. 82
[4] Rifkin J. ό.π.
[5] Σε όσα σημεία του κειμένου χρησιμοποιούμε τη έκφραση «αμερικάνος / αμερικανοί» φυσικά εννοούμε και τον οποιασδήποτε εθνικότητας εργάτη εκείνης της περιόδου του φορντισμού. Η Αμερική αποτελεί το παράδειγμα καθώς ήταν η πρώτη χώρα που ήρθε αντιμέτωπη με το νέο μοντέλο συσσώρευσης και τις συνθήκες που αυτό δημιούργησε για το εργατικό δυναμικό, καθώς επίσης και γιατί ήταν για δεκαετίες η ισχυρή βιομηχανική οικονομία παγκόσμια.
[6] Διεξοδικές αναλύσεις σχετικά με τη «μεσαία τάξη» και τα μικροαστικά στρώματα βρίσκουμε στον Ν. Πουλατζά στο Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις (τόμ. Α’ – Β’), εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1975 και στο Κοινωνικές Τάξεις στον Σύγχρονο Καπιταλισμό, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1984. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εργασία του W. Mills Οι Χαρτογιακάδες. Η Νέα Αμερικάνικη Μεσαία Τάξη, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1990.
[7] Βλ. Κήπας Μ., Η Κοινωνιολογία της Ανάπτυξης, εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2004, σελ.37
[8] Hirsch J. Φορντισμός και μεταφορντισμός: η παρούσα κοινωνική κρίση και οι συνέπειές της στο Bonefeld W. και Holloway J. (επιμ.), Μεταφορντισμός και Κοινωνική Μορφή, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1993, σελ.27
[9] Harvey D. ό.π. σελ.185
[10] αυτόθι σ.σ. 192 - 196
[11] Harvey D., ό.π. σελ.206
[12] βλ. Hall S. – Held D. – McGrew A. (επιμ.) Η Νεωτερικότητα Σήμερα, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2010, σελ.276
[13] Harvey D., ό.π. σελ.215
[14] στη συμβολή των υπεργολαβιών στην κερδοφορία του νέου τρόπου συσσώρευσης αναφερόμαστε σε επόμενο σημείο.
[15] Βλ. Castells M., Ο Γαλαξίας του Διαδικτύου, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2005, σελ.104
[16] Rifkin J., ό.π. σελ.200
[17] Rifkin J., ό.π. σελ.202
[18] Rifkin J., ό.π. σελ.204
[19] η έμφαση δική μας
[20] αυτόθι σελ.206
[21] Castells M., ό.π. σελ.104 - 105: «Η ZARA οικογενειακής ιδιοκτησίας με έδρα στην Κορούνια της Γαλικίας σχεδιάζει, παράγει και πουλά στην εγκεκριμένη από την ίδια αλυσίδα καταστημάτων λιανικής πώλησης έτοιμα ενδύματα της μόδας σε καλές τιμές. Μέσα σε λίγα χρόνια, η ZARA εμφανίστηκε από το πουθενά για να ανταγωνιστεί άλλες σημαντικές αλυσίδες όπως η GAP. (...) Η συνολική αξία της μητρικής εταιρείας με βάση την τρέχουσα αξία των μετοχών της ανήλθε στα 2 δισεκατομμύρια δολλάρια. (...) Το μυστικό της επιτυχίας της, πέρα από μερικά σχέδια καλής ποιότητας από τη μεγάλη παράδοση της μόδας στη Γαλικία, βρίσκεται στη δομή της δικτύωσης μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. Στο σημείο πωλήσεων, οι υπάλληλοι των καταστημάτων λιανικής πώλησης καταγράφουν όλες τις συναλλαγές σε μια μικροσυσκευή προγραμματισμένη μ’ένα μοντέλο που δίνει το προφίλ των πωλήσεων. Ο διευθυντής του καταστήματος λιανικής πώλησης επεξεργάζεται τα δεδομένα σε καθημερινή βάση και τα στέλνει στο κέντρο σχεδιασμού στην Κορούνια, όπου διακόσιοι σχεδιαστές εργάζονται με βάση την ανταπόκριση της αγοράς και επανσχεδιάζουν τα προϊ όντα τους σε πραγματικό χρόνο. (...) Η ZARA παράγει 12.000 σχέδια το χρό ο και επαναπρομηθεύει τα καταστήματα λιανικής πώλησης σ’όλο το κόσμο δύο φορές τη βδομάδα. (...) Τώρα η ZARA τον περιόρισε (τον κύκλο εργασιών της) σε δύο βδομάδες. Αυτή είναι η ταχύτητα του διαδικτύου.» Η ZARA κατά το 2011 αριθμούσε παγκοσμίως 2.107 καταστήματα λιανικής πώλησης υπό την επωνυμία ZARA / ZARAkid / ZARAhome. (πηγή: http://www.inditex.es/ )
[22] Άλλος ένας τρόπος για να μειώνουν οι επιχειρήσεις το εργατικό κόστος ζητώντας από εξωτερικούς προμηθευτές – συνεργάτες αγαθά και υπηρεσίες. Στη φορντική παραγωγή, τα αγαθά αυτά και οι υπηρεσίες υπήρχαν στη δομή της επιχείρησης, μα τώρα αναδεικνύεται το τεράστιο όφελος που προκύπτει για τις επιχειρήσεις. Πολλοί από τους υπεργολάβους είναι μικρότερες επιχειρήσεις που πληρώνουν χαμηά μεροκάματα και σχεδόν μηδενική ασφάλιση. Ωστόσο, ως υπεργολάβος μπορεί να εργαστεί και ένας εργαζόμενος μόνος του αναλαμβάνοντας για παράδειγμα τις λογιστικές υποθέσεις μιας εταιρείας. Η κατάστασή του σε τελική ανάλυση είναι όμοια με αυτή του εργαζόμενου μερικής απασχόλησης.
[23] Το καρόσι αποτελεί ένα είδος ψυχο – σωματικής επιδημείας που προκαλείται από τους εξουθενωτικούς ρυθμούς εργασίας και το στρες. Συσσωρευμένη σωματική κούραση και χρόνια υπερκόπωσης μπορεί να οδηγήσουν σε κλονισμό της υγείας. Από Rifkin J. σελ.341
[24] Βλ. Rifkin J., ό.π. σελ.339 - 341
[25] Rose A. Margaret, The post – modern and the post – industrial, εκδόσεις Cambridge University Press, Cambridge 1991, σελ.29
[26] Harvey D., ό.π. σελ.216
[27] Bauman Z., ό.π. σ.σ. 181 - 187
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.
2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια
3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.