Η λειτουργία του Traverso Rossa, μεταφέρεται σταδιακά στο νέο site,

# Marxism.

Ωστόσο, το υπάρχον blog και το υλικό που περιέχει, θα παραμείνουν προσβάσιμα.



03 Φεβρουαρίου 2012

Η θεωρία της αξίας και της υπεραξίας ως θεωρία σύστασης του γνωστικού αντικειμένου της Επιστήμης της Αστικής Κοινωνίας*

Πηγή : Θέσεις,
Τεύχος 8, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1984



του Γιώργου Σταμάτη 

Και της οικονομικής επιστήμης το γνωστικό αντικείμενο είναι η αστική κοινωνία. Αυτό βέβαια δεν είναι διαπίστωση που αφορά στην αστική οικονομική επιστήμη, αλλά πρόγραμμα δουλειάς που θα είχε να εκτελέσει μια μη απολογητική Πολιτική Οικονομία. Η αστική οικονομική επιστήμη είναι η οφθαλμοφανέστερη περίπτωση επιστήμης που θεωρεί το γνωστικό της αντικείμενο δεδομένο ήδη πριν και ανεξάρτητα από τη διερεύνηση και την παράσταση του, δηλαδή πριν και ανεξάρτητα από την ίδια την επιστημονική δουλειά. Αντιστοίχως προκατειλημμένες είναι και οι αντιλήψεις που έχει για αυτό. Αντικείμενο της είναι, όπως μας λέει η ίδια, η με περιορισμένα μέσα παραγωγή αγαθών για την ικανοποίηση αναγκών και επιθυμιών. Επειδή ακριβώς η αστική οικονομική επιστήμη ευαρεστείται να πιστεύει ότι αυτό ισχύει για κάθε κοινωνία, δεν θεωρεί αναγκαία την επιστημονική διερεύνηση και παρουσίαση της ιδιαιτερότητας της ειδικής κοινωνίας, με της οποίας την παραγωγή αγαθών ασχολείται. 
Κατ' αυτήν η αστική κοινωνία είναι η κοινωνία εν γένει. Αλλ' όχι αυτό μόνον. Για την αστική οικονομική επιστήμη είναι αυτονόητο, ότι οι άνθρωποι παράγουν ζώντας σε μια κοινωνία κατά τον ίδιο τρόπο, κατά τον οποίο έχοντας ορισμένες από την ανθρώπινη φύση βέβαια δεδομένες ανάγκες παράγουν για να τις ικανοποιήσουν, ότι δηλαδή κατά τον τρόπον, κατά τον οποίον η παραγωγή είναι συνέπεια φυσικών αναγκών, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο και το κοινωνικόν της παραγωγής είναι μια ανθρωπολογική προδεδομένη, αδιαφοροποίητη και αμετάβλητη κατηγορία. Ο άνθρωπος είναι κατά τον ίδιο τρόπο ζώον κοινωνικόν κατά τον οποίον είναι και έμβιον όν. Τα στοιχεία που συνιστούν την ιδιαιτερότητα του κοινωνικού της συγκεκριμένης κοινωνίας, εν προκειμένω της αστικής, δεν αποτελούν αντικείμενο της αστικής οικονομικής επιστήμης. 
Οι άνθρωποι λοιπόν, κατ' αυτήν, παράγουν χρησιμοποιώντας εργασία, παραχθέντα μέσα παραγωγής και φυσικούς παράγοντες (κοινώς: κεφάλαιο) αγαθά για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Κανένας μορφικός κοινωνικοοικονομικός προσδιορισμός δεν σπιλώνει τον άμεσα φυσικό και τεχνικό χαρακτήρα των κατηγοριών της: της διαδικασίας παραγωγής, των συντελεστών αυτής της διαδικασίας (εργασίας, παραχθέντων μέσων παραγωγής και φύσης) και των σχέσεων παραγωγής. Οι τελευταίες είναι τεχνικές φυσικές σχέσεις μεταξύ των συντελεστών παραγωγής. Η εργασιακή διαδικασία, η παραγωγή εν γένει, είναι η υλική βάση κάθε κοινωνίας. Ο τρόπος παραγωγής δεν είναι όμως ο ίδιος σε όλες τις κοινωνίες. Η ιδιαιτερότητα του είναι ο λόγος της ιδιαιτερότητας του κοινωνικού της δεδομένης κοινωνίας, θεμελιώνει δηλαδή το ίδιον της κοινωνικότητας της. Η διακεκριμένη, ιδιαίτερη κοινωνικότητα μιας κοινωνίας δεν είναι όμως μόνον μορφή ύπαρξης, αλλά και συνθήκη εξέλιξης του αντίστοιχου τρόπου παραγωγής. Συνεπώς το κοινωνικόν της αστικής κοινωνίας, τα στοιχεία που συνιστούν το ίδιον της κοινωνικότητας της, το περιεχόμενο και η ουσία της αστικής κοινωνικότητας, είναι αναγκαστικά αντικείμενο της οικονομικής επιστήμης. 
Η μαρξική θεωρία της αξίας και της υπεραξίας είναι πρωτίστως θεωρία της ιδιαιτερότητας της αστικής κοινωνικότητας και συνεπώς θεωρία σύστασης του επιστημονικού αντικειμένου αστική κοινωνία. Εξηγεί δηλαδή σε τι συνίσταται το κοινωνικόν της αστικής κοινωνίας συγκροτώντας έτσι την τελευταία ως επιστημονικό αντικείμενο. Η παραγωγή, με την οποία ασχολείται η αστική οικονομική επιστήμη, είναι κοινωνική παραγωγή. Αυτό σημαίνει, ότι τα υποκείμενα της, οι επιμέρους παραγωγοί αγαθών, δεν είναι Ροβινσώνες Κρούσοι, καθένας από τους οποίους παράγει μόνος χωρίς καμιά σχέση με τους υπολοίπους ό,τι χρειάζεται άμεσα και έμμεσα για να ικανοποιήσει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Κάθε παραγωγός δεν θα μπορούσε να παράγει ό,τι παράγει, εάν και οι υπόλοιποι δεν παρήγαγαν ό,τι παράγουν. Διότι η παραγωγή τους είναι άμεσα και έμμεσα προϋπόθεση της δικής του παραγωγής: παράγει εκείνες τις υλικές προϋποθέσεις της δικής του παραγωγής (μέσα παραγωγής και κατανάλωσης), τις οποίες δεν παράγει αυτός ο ίδιος. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής σημαίνει λοιπόν, ότι υπάρχει καταμερισμός της εργασίας του συνόλου των παραγωγών στους επιμέρους παραγωγούς και συγχρόνως, στην εργασιακή διαδικασία κάθε επιμέρους παραγωγού, συνδυασμός των εργασιών των επιμέρους παραγωγών, δηλαδή ότι υπάρχει κοινωνικός καταμερισμός και κοινωνικός συνδυασμός της εργασίας κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, διότι κάθε παραγωγός δεν παράγει ό,τι χρειάζεται ή μόνον ό,τι χρειάζεται σε μέσα παραγωγής και κατανάλωσης· κοινωνικός συνδυασμός της εργασίας, διότι σε κάθε επιμέρους διαδικασία παραγωγής δεν εισέρχεται μόνον η εργασία του αντίστοιχου (συλλογικού ή μη) παραγωγού, αλλά έμμεσα, υπό μορφήν μέσων παραγωγής και μέσων κατανάλωσης (δηλαδή μέσων αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης του εν λόγω παραγωγού), και η εργασία άλλων παραγωγών. 
• Δια του κοινωνικού καταμερισμού και συνδυασμού της εργασίας γίνονται η εργασία των επιμέρους παραγωγών κοινωνική εργασία και η παραγωγή τους κοικωνική παραγωγή. Ο τρόπος, κατά τον οποίον διαμεσολαβείται ο κοινωνικός καταμερισμός και συνδυασμός της εργασίας, ο τρόπος δηλαδή, κατά τον οποίον διαμεσολαβείται η κοινωνικοποίηση της εργασίας και της παραγωγής, είναι μορφικός προσδιορισμός της συγκεκριμένης κοινωνίας, ο οποίος περιγράφει το περιεχόμενο και την ουσία του ιδίου της κοινωνικότητας της. Η κοινωνικοποίηση της εργασίας και της παραγωγής μπορεί να είναι άμεση και συνειδητή πράξη των ιδίων των παραγωγών (αρχαία ινδική κοινότητα, κοινότητα ελεύθερων συνεταιρισμένων άμεσων παραγωγών) ή να συντελείται κατ' άλλο τρόπο. Πώς διαμεσολαβείται αυτή η κοινωνικοποίηση στην αστική κοινωνία (στην οποία προφανώς δεν είναι άμεση και συνειδητή πράξη των άμεσων παραγωγών, δηλαδή των εργαζομένων); Πώς γίνεται, καίτοι εδώ οι παραγωγοί είναι ιδιωτικοί, αυτόνομοι και μεταξύ τους ανεξάρτητοι παραγωγοί, δηλαδή ιδιοκτήτες των μέσων και των αποτελεσμάτων της παραγωγής τους, οι ατομικές τους εργασίες και παραγωγές να συνδυάζονται σε κοινωνική εργασία και σε κοινωνική παραγωγή; Πώς συμβαίνει, αυτός που χρειάζεται για την παραγωγή του, επίπλων π.χ., μεταξύ άλλων ξυλεία, την οποία δεν παράγει ο ίδιος, να βρίσκεται στην κατοχή της ξυλείας που χρειάζεται, την οποία όμως δεν παρήγαγε αυτός ο ίδιος αλλά κάποιος άλλος; Μέσω της ανταλλαγής. Η παραγωγή της αστικής κοινωνίας δεν είναι λοιπόν παραγωγή απλώς αγαθών, απλώς αξιών χρήσης, αλλά εμπορευμάτων, εμπορευματική παραγωγή. Οι παραγωγοί της αστικής κοινωνίας δεν παράγουν για να ικανοποιήσουν άμεσα δικές τους ανάγκες, αλλά για την αγορά. Απ' αυτό δεν έπεται βέβαια, ότι παράγουν για να ικανοποιήσουν έμμεσα τις ανάγκες τους, δηλαδή ανταλλάσσοντας ένα μέρος της παραγωγής τους με άλλα αγαθά που χρειάζονται μεν (για την παραγωγή ή και την κατανάλωση τους) αλλά δεν παράγουν οι ίδιοι. Διότι η αστική παραγωγή δεν είναι απλώς και μόνον εμπορευματική παραγωγή. Όχι μόνον δεν είναι λοιπόν απλώς κοινωνική παραγωγή αγαθών (όπως αυτή της αρχαίας ινδικής κοινότητας ή μιας κοινότητας ελεύθερων συνεταιριζόμενων άμεσων παραγωγών) παρά παραγωγή εμπορευμάτων, αλλά δεν είναι επίσης ούτε απλώς παραγωγή εμπορευμάτων (όπως π.χ. αυτή των ανεξάρτητων παραγωγών εμπορευμάτων, οι οποίοι είναι ιδιοκτήτες των μέσων της παραγωγής τους και δεν χρησιμοποιούν ξένη εργασιακή δύναμη) παρά και παραγωγή κέρδους. 
Δεν είναι λοιπόν παραγωγή απλών, αλλά καπιταλιστικών εμπορευμάτων, εμπορευμάτων, η τιμή των οποίων περιέχει κέρδος. Όπως το γεγονός, ότι παύουν να παράγουν ένα αγαθό καίτοι υπάρχει ανάγκη επειδή δεν υπάρχει ζήτηση, επειδή δηλαδή αυτοί που το έχουν ανάγκη δεν μπορούν να το πληρώσουν, δείχνει, ότι δεν παράγουν απλώς αγαθά για την ικανοποίηση αναγκών, αλλά εμπορεύματα προς πώληση, έτσι και το γεγονός, ότι, όταν η τιμή ενός εμπορεύματος πέσει κάτω από ένα ορισμένο ύψος, παύουν να το παράγουν καίτοι υπάρχει ζήτηση επειδή δεν πραγματοποιούν καθόλου ή πραγματοποιούν μη ικανοποιητικό κέρδος, δείχνει, ότι δεν παράγουν απλώς εμπορεύματα, αλλά και κέρδος, δηλαδή ότι δεν παράγουν απλά, αλλά καπιταλιστικά εμπορεύματα. Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν, ότι στην αστική κοινωνία η κοινωνικοποίηση της εργασίας και της παραγωγής διαμεσολαβείται από την ανταλλαγή εμπορευμάτων και από το κέρδος. Σκιαγραφήσαμε τη βάση της μαρξικής θεωρίας της αξίας, τη θεωρία της εμπορευματικής παραγωγής. Δεν μπορούμε εδώ να αναπτύξουμε ούτε τη θεωρία της τιμής ως μορφής της αξίας, δηλαδή τη μαρξική θεωρία της αξίας, ούτε τη θεωρία του κέρδους ως μορφής της υπεραξίας, δηλαδή τη μαρξική θεωρία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Σχετικά με την τελευταία όμως, σύντομα, τα εξής: Το κέρδος δεν είναι δυνατόν να προέρχεται από την ανταλλαγή, διότι η ανταλλαγή είναι ανταλλαγή ισοδύναμων. Εάν για κάθε εμπόρευμα υπάρχει μια μόνον τιμή, τότε οι λόγοι ανταλλαγής ικανοποιούν τη μαθηματική συνθήκη της μεταβατικότητας, έτσι ώστε είναι αδύνατον να υπάρξει arbitrage και συνεπώς κέρδος προερχόμενο από την ανταλλαγή. Όταν δεν υπάρχει arbitrage, τότε τέτοιο κέρδος δεν υπάρχει ούτε στην περίπτωση, στην οποία για ένα ή περισσότερα εμπορεύματα υπάρχουν αντιστοίχως δυο ή περισσότερες τιμές. 
Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που υπάρχει arbitrage, τα κέρδη που προσκομίζουν απ' αυτήν ορισμένοι παραγωγοί δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι ζημιές που υφίστανται από την ίδια οι υπόλοιποι παραγωγοί, έτσι που το κέρδος που προκύπτει από την arbitrage για το σύνολο των παραγωγών είναι ίσο με το μηδέν. Το κέρδος προέρχεται από την ίδια την παραγωγή. Οι παραγωγοί της αστικής κοινωνίας δεν είναι άμεσοι παραγωγοί, αλλά χρησιμοποιούν ξένη εργασιακή δύναμη, την οποίαν αγοράζουν ως εμπόρευμα. Η αξία της εργασιακής δύναμης, η αξία δηλαδή των εμπορευμάτων που αγοράζουν οι άμεσοι παραγωγοί, οι εργάτες, με το μισθό τους, είναι συστηματικά μικρότερη από την αξία του καθαρού προϊόντος που παράγουν για λογαριασμό αυτού, ο οποίος αγόρασε και χρησιμοποιεί την εργασιακή τους δύναμη, για λογαριασμό του καπιταλιστή. Η διαφορά μεταξύ της αξίας του καθαρού προϊόντος και της αξίας της αντίστοιχης εργασιακής δύναμης είναι η υπεραξία, την οποία πραγματώνει με την πώληση των εμπορευμάτων του και καρπούται ως κέρδος ο καπιταλιστής. 
Η θεωρία της αξίας και της υπεραξίας, για την οποία δύναται να λεχθεί ότι δεν είναι θεωρία του Marx μόνον, αλλά και των Άγγλων Κλασσικών της Πολιτικής Οικονομίας (Smith και Ricardo),1 εξηγεί τι είναι αυτό που συγκροτεί τελικά τα μεμονομένα άτομα της αστικής κοινωνίας σε κοινωνία: Τα μεμονομένα άτομα της αστικής κοινωνίας συγκροτούνται σε κοινωνία από την ειδική εκείνη κοινωνικοποίηση της εργασίας και της παραγωγής, η οποία συνίσταται στον από την εμπορευματική παραγωγή και το κέρδος διαμεσολαβούμενο κοινωνικό καταμερισμό και συνδυασμό της εργασίας. Η θεωρία αυτή διαφέρει από την ουτιλισταριστική θεωρία συγκρότησης της αστικής κοινωνίας (που αποτελεί στην ουσία της και τη βάση της νεοκλασσικής θεωρίας συγκρότησης της αστικής κοινωνίας), σύμφωνα με την οποία η επιδίωξη του ιδίου οφέλους εκ μέρους των ατόμων της αστικής κοινωνίας συγκροτεί το σύνολο αυτών των ατόμων σε κοινωνία. Διαφέρει όμως επίσης και από την άποψη του κλασσικού φιλελευθερισμού, σύμφωνα με την οποία αυτό που συγκροτεί τα άτομα της αστικής κοινωνίας σε κοινωνία είναι η επιδίωξη του σε υλικό προσωπικό συμφέρον εξειδικευμένου ιδίου οφέλους. Διότι το υλικό προσωπικό συμφέρον του κλασσικού φιλελευθερισμού είναι ένα γενικό, αφηρημένο και αδιαφοροποίητο κίνητρο, που δεν αποδίδει επακριβώς τα ειδικά κίνητρα των ατόμων στην αστική κοινωνία.2 
Η θεωρία της αξίας και της υπεραξίας διακρίνει αντιθέτως μεταξύ του υλικού προσωπικού συμφέροντος των εργατών αφ' ενός και αυτού των καπιταλιστών αφ' ετέρου και εξειδικεύει έτσι το υλικό προσωπικό συμφέρον ανάγοντας το σε ταξικό, δηλαδή σε συμφέρον που προσδιορίζεται από την ταξική θέση του ατόμου. Η άρνηση της αστικής οικονομικής επιστήμης να αναγνωρίσει τον ειδικά κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής στην αστική κοινωνία έχει ένα μόνον σκοπό: την αποσιώπηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αλλά πολλές συνέπειες για αυτήν την ίδια την αστική οικονομική επιστήμη. Συνεπεία αυτής της άρνησης της η αστική οικονομική επιστήμη αδυνατεί να εναρμονίσει τις απολογητικές αντιλήψεις της για τον χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής στην αστική κοινωνία με τις μορφές ύπαρξης αυτών των σχέσεων. Στις αντιφάσεις που προκύπτουν μεταξύ των γενικών αντιλήψεων της για τις αστικές σχέσεις παραγωγής και των άμεσα αντιληπτών, χειροπιαστών μορφών ύπαρξης αυτών των σχέσεων απαντά με τον διχασμό της ή, αν θέλετε, διπλασιασμό της στο δήθεν αφελές μέρος των γενικών θεωρητικών αντιλήψεων της για το χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής και στο πράγματι κυνικό μέρος των διαπιστώσεων της για τα συγκεκριμένα οικονομικά φαινόμενα. Πριν λίγα χρόνια Γάλλοι εξαγωγείς εξήγαγαν εντός μικρού χρονικού διαστήματος ασυνήθιστα μεγάλες ποσότητες σταριού στη Δυτική Γερμανία σε τιμές αρκετά χαμηλότερες από τις τιμές που ίσχυαν τότε στη Δυτική Γερμανία και στη Γαλλία χωρίς στη Δυτική Γερμανία να υπήρχε έλλειψη σταριού. Για ποιους λόγους οι Γάλλοι πούλησαν και οι Γερμανοί αγόρασαν αυτές τις ποσότητες σταριού; Όχι βέβαια για να ικανοποιήσουν ανάγκες που δεν υπήρχαν. Οι Γάλλοι επειδή ανέμεναν μια σημαντική ανατίμηση του μάρκου σε σχέση με το φράγκο ανατίμηση που θα υπερκάλυπτε τη ζημιά που προέκυπτε από τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της, χαμηλότερης, τιμής πώλησης. Οι Γερμανοί επειδή το αγόρασαν σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή, στην οποίαν προσφερόταν στάρι στη Δυτική Γερμανία. Και οι δυο λοιπόν για το κέρδος. Την ίδια απάντηση, συνοδευόμενη από ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού, δίνει και η αστική οικονομική επιστήμη στο παραπάνω ερώτημα, χωρίς ωστόσο αυτό να την εμποδίζει να ισχυρίζεται εδώ όμως με παιδική αφέλεια ότι σκοπός των οικονομικών πράξεων είναι η ικανοποίηση αναγκών με περιορισμένα μέσα. 
Αυτός ο διχασμός και διπλασιασμός της αστικής οικονομικής επιστήμης δεν αρκεί όμως. Για να ξεπεράσει την αδυναμία της που αναφέραμε παραπάνω, η αστική οικονομική επιστήμη χρειάζεται κι ένα διπλασιασμό των αντικειμένων της. Τα αντικείμενα της διπλασιάζονται από πράγματα και σχέσεις καθαρώς φυσικού ή και τεχνικού χαρακτήρα, όπως αρέσκεται να τα αντιλαμβάνεται και να τα παριστάνει, και σε πράγματα και σχέσεις φαντασιώδη, υπεραισθητά και φαντασμαγορικά. Κατά την αστική οικονομική επιστήμη το κεφάλαιο είναι απλώς μέσα παραγωγής, μέσα που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία παραγωγής, και συνεπώς καθαρώς τεχνικό ή φυσικό. Ξαφνικά όμως αυτά τα καθαρώς τεχνικά ή φυσικά στοιχεία δεν χρησιμοποιούνται μόνον στην παραγωγή, αλλά, προσωποποιημένα, συνεργούν στην παραγωγή και παράγουν κι αυτά τα ίδια - και δεν παράγουν μόνον αγαθά η μηχανή κονσερβοκούτια π.χ. και η γη στάρι, αλλά επίσης, ω του θαύματος, αντιστοίχως κέρδος και γαιοπρόσοδο. Το κεφάλαιο παράγει κέρδος όπως η κερασιά κεράσια (σχόλιο του L. von Bortkiewicz στην άποψη του Pareto για το κεφάλαιο) και η γη παράγει κατά τον ίδιο τρόπο γαιοπρόσοδο, κατά τον οποίο παράγει και σιτάρι (Β. Brecht). Με τον διπλασιασμό αυτόν των αντικειμένων της διπλασιάζεται και η ίδια η αστική επιστήμη σε «Οικονομική Φυσική» και «Οικονομική Φαντασμαγορική». Αλλ' ούτε αυτός ο διπλασιασμός της έλυσε όμως το πρόβλημα της. 
Η αστική οικονομική επιστήμη το έλυσε τελικά παύοντας σιγά σιγά να είναι επιστήμη για την οποίαν τέτοιου είδους προβλήματα είναι πράγματι προβλήματα, παύοντας δηλαδή να είναι κοινωνική επιστήμη και μεταβαλλόμενη σε Οικονομική Πραξεολογία, για την οποία φυσικά τέτοιου είδους προβλήματα δεν υφίστανται. Με Πραξεολογία εννοούμε αυτό που ο Max Weber ονομάζει τυπική ορθολογικότητα και ο Max Horkheimer υποκειμενικό ορθολογισμό. Η αστική οικονομική επιστήμη άρχισε ήδη προ πολλού να μεταφέρει τα κεφάλαια της από την Επιστήμη στην Πραξεολογία. Ξεκίνησε με την Κλασσική Πολιτική Οικονομία ως πράγματι κοινωνική επιστήμη να εξηγήσει την οικονομία της αστικής κοινωνίας. Η ανάγκη να δικαιώσει (ή όπως συνηθίζεται να λέγεται: να «νομιμοποιήσει») τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στη συνείδηση των εκμεταλλευομένων ως το φυσικό και αμετάβλητο τρόπο παραγωγής της ανθρώπινης κοινωνίας εν γένει ανάγκη, στην οποία ευχαρίστως ανταποκρίθηκε και η επιρροή του υποκειμενικού ορθολογισμού και του θετικισμού, τη μεταμόρφωσαν σύντομα σε Οικονομική Φυσική, όχι όμως ήδη και σε Οικονομική Τεχνική. Έπαψε μεν ήδη να είναι κοινωνική, όχι όμως και να είναι, τουλάχιστον να επιθυμεί να είναι, θετική επιστήμη. Καίτοι ήδη αντιλαμβανόταν τα οικονομικά φαινόμενα ως ένα είδος φυσικών φαινομένων, δεν έπαψε ακόμη να θέλει να τα ερμηνεύσει. Αργότερα, αφού με το διπλασιασμό της σε θετική και Κανονιστική Οικονομία αρχίσει πλέον να ασχολείται όχι μόνον με την ερμηνεία του υπάρχοντος, αλλά με τη δεοντολογία, διπλασιάζεται σε Οικονομική θεωρία, σ' ένα είδος δηλαδή οικονομολογούσας γριφοασχολίας που δεν έχει σχεδόν καμιά σχέση με την οικονομική πραγματικότητα, αφ' ενός και σε Οικονομική Πραξεολογία και Οικονομική Τεχνική αφ' ετέρου. 
Με τη Δεοντολογία αρχίζει ήδη να παύει να θέλει να είναι επιστήμη. Με το πέρασμα στην Πραξεολογία έπαψε πλέον και να θέλει να είναι, αλλά και να είναι επιστήμη. Το πέρασμα της από τη Δεοντολογία, για την οποία μέσα και σκοποί δεν είναι δεδομένα, στην Πραξεολογία, για την οποία οι σκοποί είναι δεδομένοι, διευκόλυναν ο τυπικός και υποκειμενικός ορθολογισμός και ο θετικισμός (οι οποίοι συν τοις άλλοις συνετέλεσαν και στην αναγνώριση, από μέρους της λεγόμενης scientific community, αριθμομνημόνων ως θεωρητικών της οικονομικής επιστήμης). Ας σημειωθεί, ότι η Δεοντολογία της αστικής οικονομικής επιστήμης δεν έχει βέβαια καμιά σχέση με αυτό που ο Horkheimer ονομάζει αντικειμενικό ορθολογισμό. Διότι τα αιτήματα της και οι προτάσεις της δεν προκύπτουν από αξιολογήσεις του αντικειμενικού ορθού λόγου, αλλά είναι προτεινόμενες γενικές ρυθμίσεις για την εύρυθμη λειτουργία και τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή μέσα προς επίτευξη σκοπών, οι οποίοι δεν αποτελούν αντικείμενα αξιολόγησης εκ μέρους του ορθού λόγου, αλλ" προϋποτίθενται εξωθεωρητικά. Οι δεοντολογίες της λεγόμενης σχολής του Μάντζεστερ, του νεώτερου γερμανικού οικονομικού φιλελευθερισμού (Eucken, Röpke και λοιποί), των νεομονεταριστών και των νεοφιλελεύθερων π.χ., είναι ένα είδος γενικού υποκειμενικού τυπικού ορθολογισμού, ο οποίος διαφέρει από τον υποκειμενικό τυπικό ορθολογισμό της Πραξεολογίας της αστικής οικονομικής επιστήμης μόνον ως προς το βαθμό της γενικότητας των αντικειμένων της εφαρμογής του και κατά συνέπεια μόνον ως προς το (υποτιθέμενο ή πραγματικό) ορθολογικό υποκείμενο, δηλαδή κατά τον ίδιο τρόπο, κατά τον οποίο διαφέρει και ο υποκειμενικός τυπικός ορθολογισμός της τελευταίας απ' αυτόν της Πραξεολογίας της Ιδιωτικής Οικονομικής. 
Οι σκοποί της Δεοντολογίας της αστικής οικονομικής επιστήμης είναι λοιπόν μέσα προς ορθολογική επίτευξη ορισμένων γενικών σκοπών, οι οποίοι δεν υπόκεινται στην κρίση του ορθού λόγου. Σήμερα η αστική οικονομική επιστήμη δεν έπαψε ακόμη να θεωρητικολογεί, είναι όμως πλέον κυρίως Οικονομική Πραξεολογία, Οικονομική Τεχνική και Οικονομική Συμβουλευτική. Δεν θέλει πλέον να ερμηνεύσει την οικονομική πραγματικότητα, αλλά μόνο να συμβάλει για λογαριασμό άλλων κι όχι δικό της στη διαχείριση και διαμόρφωση μιας οικονομικής πραγματικότητας (την οποία δεν κατανοεί αλλά αποδέχεται και την οποία, με τη θεωρία της, δεν θέλει να κατανοήσει και να καταστήσει κατανοητή, αλλά να δικαιώσει) κατά τρόπο, τον οποίο δεν ορίζει και δεν θέλει να ορίσει η ίδια, αλλά ορίζουν άλλοι. Στην πορεία της αυτή, η αστική πολιτική οικονομία γρήγορα θα φτάσει την Ιδιωτική Οικονομική. Αλλά και η «θεωρία» της, όταν έχει κατά κάποιο τρόπο να κάνει με την οικονομική πραγματικότητα, σχολιάζει μόνο δημοσιογραφικά, αντί να ερμηνεύσει, οικονομικά φαινόμενα και οικονομικές πολιτικές. Αναφερθήκαμε στην εξέλιξη της αστικής οικονομικής επιστήμης για να δείξουμε έτσι αρνητικά, εξετάζοντας τις συνέπειες της εδώ ηθελημένης παράβλεψης του, τη σημασία του προβλήματος του ιδίου της αστικής κοινωνικότητας, το οποίο θίξαμε αρχικά. Από τα παραπάνω, αντίστροφα ιδωμένα, έπεται, ότι όποιοι σήμερα θέλουν να δουλέψουν στην οικονομική επιστήμη, πρέπει να επιστρέψουν στην προβληματική των Κλασσικών της Πολιτικής Οικονομίας και του Marx.     

* Εισήγηση στο Α' Πανελλήνιο Συμπόσιο με θέμα «Ο Μαρξ και η Φιλοσοφία», που οργανώθηκε από το φιλοσοφικό τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Ιωάννινα 35/11/1983). 
1. Οι Κλασσικοί δεν έχουν βέβαια θεωρία της υπεραξίας, η οικονομική τους θεωρία όμως και ειδικότερα η θεωρία τους για το κοινωνικό προϊόν, τους μισθούς και το κέρδος προϋποθέτει τη θεωρία της υπεραξίας. Επίσης η θεωρία τους της αξίας είναι ελλειπής κυρίως επειδή στερούνται θεωρίας των μορφών της αξίας. Ωστόσο η θεωρία της αξίας και του κέρδους των Κλασσικών αποτελεί όχι μόνο την αφετηρία της μαρξικής θεωρίας της αξίας και της υπεραξίας, αλλά ενέχει επίσης την τελευταία ως εξελικτική δυνατότητα. Η θεωρία της αξίας και της υπεραξίας του Marx είναι τομή σε σχέση με τους Κλασσικούς αλλά συγχρόνους ανάπτυξη και ολοκλήρωση της αντίστοιχης θεωρίας των Κλασσικών. Αυτά εννοούμε λέγοντας ότι η θεωρία της αξίας και της υπεραξίας είναι και θεωρία των Κλασικών 
2. Οι αντιλήψεις του κλασσικού φιλελευθερισμού είναι αντιλήψεις μερκαντιλιστικής προέλευσης και μερκαντιλιστικού χαρακτήρα. Ο κλασσικός φιλελευθερισμός θεωρεί την αστική κοινωνία αποτελούμενη από εμπόρους, οι οποίοι εξυπηρετούν το ατομικό τους συμφέρον επιτυγχάνοντας κέρδος μέσω της ανταλλαγής. Έχει δηλαδή μια αντίληψη για την αστική κοινωνία της εποχής του ανάλογη μ' αυτήν που έχει ο Horkheimer της δεκαετίας του '30 στην κριτική του πολιτισμού για την αστική κοινωνία των τελευταίων δεκαετιών του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 2ου αιώνα. Όπως ο Horkheimer την θεωρεί αποτελούμενη αποκλειστικά από ανεξάρτητους επιχειρηματίες (βιομηχάνους), έτσι κι ο κλασσικός φιλελευθερισμός την θεωρεί αποτελούμενη από εμπόρους. Οι άμεσοι παραγωγοί (εργάτες κι οποιοιδήποτε άλλοι) λείπουν. Σε πλήρη αντιστοιχία μ' αυτήν του την αντίληψη του ο κλασσικός φιλελευθερισμός θεωρεί πηγή του κέρδους την ανταλλαγή και το εμπόριο.  

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.

2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια

3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.