Η λειτουργία του Traverso Rossa, μεταφέρεται σταδιακά στο νέο site,

# Marxism.

Ωστόσο, το υπάρχον blog και το υλικό που περιέχει, θα παραμείνουν προσβάσιμα.



25 Απριλίου 2012

Η χώρα των θαυμάτων: Μνημονιακές, αντιμνημονιακές και αριστερές προτάσεις: Ανάπτυξη, διαπραγμάτευση, μοίρασμα των κερδών, του ΑΕΠ και άλλες ιστορίες

Πηγή : Praxis


Kαθώς η εκλογική αντιπαράθεση μπαίνει στην τελική ευθεία πολλαπλάσιάζονται οι αναφορές σε προτάσεις-που προέρχονται απο όλο το φάσμα των αστικών κομμάτων μέχρι τις διάφορες εκδοχές της αριστεράς- οι οποίες προσπαθούν να αποδείξουν την δυνατότητα ενός "άλλου δρόμου" εντός του σημερινού καπιταλισμού της κρίσης. Η ανάπτυξη (και η διανομή της), η  διανομή των κερδών, οι φορολογικοί συντελεστές, η διαγραφή του "άδικου" χρέους,  μέχρι και απίθανα "μοντέλα" όπως το μοντέλο διανομής του..... ΑΕΠ (μέσα απο την διανομή  συγκεκριμένων τμημάτων του όπως η....ιδιωτική κατανάλωση) κυριαρχούν στην συζήτηση.

Προκύπτει λοιπόν απο τους παραπάνω ισχυρισμούς, που υποτίθεται ότι αποδεικνύονται και επιστημονικά, ότι στο βαθμό που υπάρχει μια τέτοια δυνατότητα, είναι θέμα διαχείρισης και πολιτικής βούλησης, δηλαδή εκλογής στην κυβέρνηση αυτών που υποστηρίζουν τις παραπάνω προτάσεις. Στην τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση οι θεωρητικές βάσεις αυτών των προτάσεων θεωρούνται εξορισμού δεδομένες και η αμφισβητησή τους αντιμετωπίζεται πολλές φορές με επιχειρήματα που επειχειρούν να καλύψουν την πολιτική και θεωρητική ανεπάρκεια με άλλους τρόπους.

Είναι φανερό ότι αυτή η αντίληψη, της μόνιμης αναζήτησης όχι για να υποστηριχτεί η ανικανότητα του Καπιταλισμού να λύσει όλες τις βασικές κοινωνικές ανάγκες (που ήταν και το κριτήριο του Μάρξ, της Ρόζας του Λένιν και συνολικά της επαναστατικής θεωρίας) αλλά για να υποστηριχτεί ακριβώς το αντίθετο, δεν είναι άμοιρη πολιτικών συνεπειών.

Το σύνθημα "ένας άλλος Καπιταλισμός είναι εφικτός" στο οποίο΄-ανεξαρτήτως προθέσεων-καταλήγουν αυτές οι προτάσεις είναι αδύνατον να αποσυνδεθεί απο τις αντιμνημονιακές και αριστερές θέσεις που υιοθετούν τα παραπάνω υποδείγματα αν και σχεδόν πάντα παρουσιάζεται με "κοινωνικό", "πατριωτικό" η "αντικαπιταλιστικό" μανδύα. Επίσης είναι σημαντικό ότι αυτές οι προτάσεις δεν βασίζονται συχνά στην δύναμη (ακόμα και με τους όρους της "αστικής επιστήμης") των επιχειρημάτων αλλά στην πρωτότυπη και μεταφυσική αντίληψη της έννοιας του "εφικτού" όπου "εφικτό" και "ρεαλιστικό" θεωρείται εξορισμού όχι κάτι που ρεαλιστικά αποδεικνύεται ότι μπορεί να γίνει αλλά ότι δεν αμφισβητεί τα θεμέλια του Καπιταλισμού και επιχειρεί να "διορθώσει" πλευρές του (άσχετα αν μπορεί να αποδειχθεί ότι αυτό είναι δυνατό).

Απο ταξική σκοπιά οι προτάσεις αυτές απευθύνονται κατά κύριο λόγω στα τμήματα εκείνα που πλήττονται απο την κρίση αλλά, απο την φύση τους, είναι δεμένα με τον Καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στρώματα διανοούμενων και μικροαστών έχουν πολύ συχνή αναφορά σε τέτοιες προτάσεις. Ούτε είναι τυχαίο ότι εργατικά τμήματα, ελλείψη άλλης πρότασης, ενσωματώνονται στην ακροδεξιά ρητορική, που θέτει πολύ πιο κάθετα, άλλες "άμεσες" λύσεις που μεταφέρουν την πολιτική ατζέντα σε τελείως διαφορετικό πλαίσιο (ξένοι, μετανάστες κλπ).  Γιατί αυτές οι προτάσεις δίνουν αντιδραστικό περιεχόμενο στην κοινωνική οργή που δεν το καλύπτουν οι αυταπάτες της "διαπραγμάτευσης" και της "κοινωνικής πολιτικής" που στα φτωχά στρώματα που έχουν συνθλιβεί φαντάζουν τόσο μακρινές όσο και ο κομμουνισμός.  Κάτι που ίσως δεν έχει γίνει αντιληπτό απο τους αριστερούς οικονομολόγους και σε ένα μεγάλο μέρος του κοινού στο οποίο απευθύνονται.

Προφανώς κανείς δεν υποβαθμίζει την σημασία επιμέρους αλλαγών εντός του συστήματος, σημασία που ιδιαίτερα σήμερα είναι εξαιρετικά κρίσιμη για το εργατικό κίνημα. Ούτε πολύ περισσότερο την αξία π.χ της μετά-κευνσιανής συζήτησης και τα έργα μεγάλων οικονομολόγων, οι οποίοι συνέβαλαν στο να προχωρήσει ο διάλογος σε θεμελιώδη ζητήματα. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ούτε αυτοί αναφέρονται συχνά στην σημερινή συζήτηση και θα ήταν μέγιστη προσβολή να χρεώσει κάποιος π.χ στην Joan Robisnon η στον Kalecki  το μοντέλο "μοιράσματος" του ΑΕΠ.

Όποιος όμως πραγματικά ενδιαφέρεται για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και την υπεράσπιση της εργατικής τάξης μάλλον θα συμφωνήσει ότι η όποια πρόταση και θέση διατυπώνεται θα πρέπει να μπορεί να υποστηριχθεί επιστημονικά στον βαθμό που δεν αφορά μια ταξική πολιτική επιλογή αλλά οικονομικά "μοντέλα" και "λύσεις".  Αλλιώς αποτελεί (αυτ) άπατη. Και το πιο σημαντικό είναι ότι η πολιτική-ταξική οπτική δεν είναι αντικειμενική γενικά. Η μόνη ταξική-πολιτική οπτική που μπορεί να πεί την αλήθεια είναι αυτή της εργατικής τάξης. Γιατί μόνο αυτή έχει συμφέρον να ανατρέψει το καπιταλιστικό σύστημα και άρα έχει συμφέρον να προβάλλει μια τέτοια γνώση. Για αυτό η Ρόζα έλεγε ότι "όλη η δύναμη του εργατικού κινήματος βρίσκεται στην γνώση" και ο Λένιν ότι  "χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα".

Φυσικά όλα αυτά δεν αφορούν μόνο τα "οικονομικά". Αυτές τις μέρες τα πάνελ των τηλεοράσεων έχουν γεμίσει κυριολεκτικά απο απόψεις που ισχυρίζονται-με την πιο ριζοσπαστική φρασεολογία- ότι το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Ελληνικός Καπιταλισμός σήμερα είναι πρόβλημα.......διαπραγμάτευσης. Πολλά κόμματα ανάγουν αυτήν την διαπραγμάτευση δηλαδή την ικανότητα "πειθούς" του εκάστοτε κόμματος απέναντι στην Ε.Ε σε βασικό πρόβλημα της κρίσης.  Αυτή η ανικανότητα διαχείρησης του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ είναι το κεντρικό ζήτημα και για αυτό όλοι οι χαρακτηρισμοί (προδότες κλπ) προσπαθούν να της δώσουν περιεχόμενο, δηλαδή να την εξηγήσουν (γιατί δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ δεν διαπραγματεύτηκαν "σωστά"-γιατί πρόδωσαν η είναι ανίκανοι, διεφθαρμένοι κλπ).  Σε αυτήν την συζήτηση το ΚΚΕ και όσοι άλλοι υποστηρίζουν το αδύνατο τέτοιων λύσεων (σε συνολικό επίπεδο)  είναι κυριολεκτικά σαν την "μύγα μέσα στο γάλα" και αντιμετωπίζονται ανάλογα.

Η ηγεμονία αυτής της αντίληψης δεν είναι τίποτα άλλο απο το οριοθετημένο πλαίσιο με στο οποίο γίνεται ανεκτή η όποια αντιπαράθεση. Δεν είναι τυχαίο ότι και τα δύο μεγάλα κόμματα κινούνται ακριβώς με τα ίδια κριτήρια: η ΝΔ καταγγέλει την περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για "ανικανότητα" και "καθυστερήσεις", ο Βενιζέλος καταγγέλει τόν Παπανδρέου ακριβώς για τα ίδια "λάθη", το ΛΑΟΣ καταγγέλει και τους δύο ότι έκαναν πίσω στα συμφωνηθέντα για "σκληρή διαπραγμάτευση" κ.α Αυτό είναι απολύτως λογικό γιατί οι προτάσεις τους δεν αμφισβητούν την ίδια την Ε.Ε, την ύπαρξη της οποίας θεωρούν δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη. Θα ήταν λοιπόν παράλογο να απαιτεί κανείς απο όλα αυτά τα κόμματα να έχουν οποιαδήποτε σχέση με την υπέρβαση του Καπιταλισμού, αφού παίρνουν ώς δεδομένες όχι την Καπιταλιστική οικονομία και πολιτική γενικά αλλά μια ειδική μορφή τους, τις διεθνείς ολοκληρώσεις του Κεφαλαίου.

Το εργατικό κίνημα δεν είναι η αριστερή εκδοχή του "λεφτά υπάρχουν" όπως προσπαθούν πολλοί να το παρουσιάσουν. Στην Μαρξιστική θεωρία το μοίρασμα του πλούτου  (αν και η έννοια "πλούτος" δεν λέει -απο μόνη της-και πολλά πράγματα) έχει σχέση κυρίως με την απόδειξη ότι αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί -πέρα απο κάποια όρια-εντός του Καπιταλισμού και για αυτό χρειάζεται το πέρασμα σε έναν άλλο τρόπο παραγωγής.

Το εργατικό κίνημα δεν έχει ανάγκη απο παραμύθια ακόμα και αν αυτά ισχυρίζονται ότι εντός του σημερινού Ελληνικού Καπιταλισμού θα μπορούσε κανείς να έχει εισόδημα χιλιάδες ευρώ το μήνα. Και δεν έχει ανάγκη απο τέτοιους ισχυρισμούς γιατί άμα δεν μπορούν να αποδειχτούν  είναι επικίνδυνοι και αποπροσανατολιστικοί και τελικά δίνουν επιχείρηματα στον ταξικό αντίπαλο. Ακόμα βέβαια και αν μπορούσαν πάλι-στο βαθμό που δεν τονίζονται τα όρια ο προσωρινός χαρακτήρας κάθε τέτοιας μεταρρύθμισης-θα ήταν αποπροσανατολιστικοί.  Αντίθετα έχει ανάγκη την συγκεκριμένη επιχειρηματολογία και απόδειξη  για την ερμηνεία του Καπιταλισμού και της κρίσης του, τα όρια και τις προοπτικές του. Και όμως  σήμερα ορισμένοι  ξεθάβουν τον.....Ρούσβελτ και τρέχουν να προβάλλουν στηρίξεις του Ολάντ (δηλαδή του ΠΑΣΟΚ της Γαλλίας) μοιράζοντας (μετά και το ΑΕΠ) την .......ανάπτυξη.  Η ιστορία και η αποτυχία του New Deal είναι γνωστή (η οποία οδήγησε και στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο που έκανε δυνατή την μεταπολεμική "ανάπτυξη" για μια χούφτα μόνο Καπιταλιστικές χώρες).

Όλες αυτές οι προτάσεις ισχυρίζονται βέβαια ότι κινούνται απο το κίνητρο της αντιπαράθεσης με την αστική ιδεολογία. Αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, στο βαθμό όμως που η κριτική που ασκούν μπορεί να γίνει με επιχειρήματα. Στο βαθμό όμως που αυτό δεν γίνεται είναι, ανεξαρτήτως προθέσεων, ψεύτικοι ισχυρισμοί πολύ περισσότερο όταν συνδέονται με συγκεκριμένες προτάσεις που επιχειρούν να θεμελιώσουν και οι οποίες είναι στην αιχμή των σοσιαλδημοκρατικών προτάσεων (φορολογικοί συντελεστές, αναδιανομή γενικότερα κλπ).

Η Μαρξιστική κρτική και ο ταξικός αγώνας των εργαζομένων ακολουθούν ακριβώς τον αντίθετο δρόμο. Δεν ψάχνουν για "λύσεις" που δεν εφαρμόζονται αλλά αγωνίζονται για την υπέρβαση του Καπιταλισμού σαν την μόνη σίγουρη λύση να λυθούν τα κοινωνικά ζητήματα. Αυτό σημαίνει την ταυτόχρονη πάλη στο σήμερα για την ανάδειξη και την υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας σε όλα τα ζητήματα. Όμως αυτό δεν έχει καμία σχέση με απατηλές "προτάσεις" αλλά μόνο με την ειλικρινή τοποθέτηση ότι οι αναγκαίες συνδικαλιστικές διεκδικήσεις και η "κοινωνική πολιτική" αναβαθμίζουν και δεν αναιρούν την πρόταση μια άλλης οικονομίας και εξουσίας πέρα απο τον Καπιταλισμό. Πολύ περισσότερο σήμερα που λόγω της κρίσης και της κατάστασης στον Ελληνικό Καπιταλισμό (και τον Ευρωπαικό Νότο) αυτές οι διεκδικήσεις συνδέονται, περισσότερο απο ποτέ τις τελευταίες δεκαετίες με την έξοδο απο την Ε.Ε και την καπιταλιστική οικονομία, με την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Αυτή είναι και η πιο συνεπής και ρεαλιστική αντιμνημονιακή γραμμή σήμερα.

Όποιοι περιμένουν την "ανάπτυξη" που θα έρθει (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) ,  θα απογοητευτούν. Είναι σίγουρο ότι θα έρθει αλλά δεν θα τους συμπεριλάβει εκτός αν είναι επιχειρηματίες, εφοπλιστές, καναλάρχες, "στρατηγικοί επενδυτές" κλπ. Θα αρκούσε να δεί κανείς χώρες της Λατινικής Αμερικής η και του Ανατολικού Μπλόκ που πέτυχαν "υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης". Τα ίδια ισχύουν και για όσους νομίζουν ότι θα βγάλουμε τον τίμιο και πατριώτη διαπραγματευτή που θα "τρίξει τα δόντια" στην Μέρκελ. Σίγουρα βέβαια θα "τρίξει τα δόντια" αλλά στους εργαζόμενους-αμέσως μετά τις εκλογές-.

Τέλος, σαν παράδειγμα ενός διαφορετικού τρόπου συζήτησης δημοσιέυουμε ξανά ένα κείμενο του καθηγητή Θ.Μαριόλη για το αριστερό και σοσιαλδημοκρατικό επιχείρημα περί αναδιανομής των κερδών. Το δημοσιεύουμε όχι επειδή θεωρούμε ότι εξαντλεί το ζήτημα αλλά σαν ένα παράδειγμα ενός τρόπου συζήτησης που επιχειρηματολογεί συγκεκριμένα και με βιβλιογραφικές αναφορές. Και μάλιστα πάνω σε ένα πολύ κρίσιμο θέμα, αυτό της αναδιανομής των κερδών που σήμερα υποστηρίζουν πολλά κόμματα διαφορετικών αποχρώσεων. Προφανώς για τις υπογραμμίσεις και το παρόν κείμενο, την ευθύνη φέρει αποκλειστικά η συντακτική επιτροπή.



Η συντακτική επιτροπή.






Πρώτη δημοσίευση του κειμένου: 29/10/2011



Δημοσιεύουμε κείμενο που λάβαμε απο τον καθηγητή Θ.Μαριόλη. Κείμενο,κατά τη γνώμη μας,  εξαιρετικά επίκαιρο αφού απο την ανάλυση και τα παραρτήματα του κειμένου καταδεικνύεται η ανύπαρκτη επιστημονική βάση διαφόρων θεωριών της σοσιαλδημοκρατίας και της αριστεράς για τα "κέρδη" του Ελληνικού Καπιταλισμού και  η σκέψη του Μάρξ για την ανάγκη κατάργησης του συστήματος της μισθωτής εργασίας. 






Θεόδωρος Μαριόλης

Αν. Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, Πάντειο Πανεπιστήμιο



Εκδοχή του παρόντος παρουσιάστηκε σε συνάντηση του «Study Group on Sraffian Economics», τον Αύγουστο του 2011: Ευχαριστώ τους Κώστα Παπουλή, Νίκο Ροδουσάκη, Στέλιο Σφακιωτάκη και Γιώργο Σώκλη για σχόλια και προτάσεις. Περαιτέρω, ευχαριστώ τους Κώστα Λαπαβίτσα και Λευτέρη Τσουλφίδη για σχόλια, προτάσεις και συζητήσεις. Οι σημειώσεις δηλώνονται με [.], και βρίσκονται στο τέλος του κειμένου. Τέλος, προτείνεται η παράκαμψη του Παραρτήματος 1 κατά την πρώτη ανάγνωση του κειμένου.



1. Εισαγωγή


Κατά την άποψη της ύστερης γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας ισχύει η ακόλουθη πρόταση πολιτικής οικονομίας και, κατ’ επέκταση, οικονομικής πολιτικής: «Τα κέρδη του σήμερα είναι οι επενδύσεις του αύριο. Οι επενδύσεις του αύριο είναι η απασχόληση του μεθαύριο.» (Καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ). Ποια είναι η άποψη που κυριαρχεί στην αριστερά (όπως αυτοαποκαλείται); Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με σαφήνεια, αν και δύναται να λεχθεί ότι η αριστερά δεν αμφισβητεί, κατά βάση, την ισχύ της πρότασης. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις υποστηρίζει την αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των μισθωτών, είτε για λόγους ηθικούς-ανθρωπιστικούς (όταν τα «κέρδη είναι πολύ υψηλά») είτε γιατί θεωρεί ότι, όταν σημειώνεται μη επαρκής (για την εξάλειψη της ανεργίας) μεγέθυνση ή, ακόμα, ύφεση, η αύξηση των μισθών οδηγεί σε αύξηση της συνολικής «ενεργού ζητήσεως» (J. M. Keynes – Μ. Kalecki) και, έτσι, σε αύξηση των κερδών ανά μονάδα επενδεδυμένου κεφαλαίου (δηλ. του ποσοστού κέρδους), του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας και, τελικά, της απασχόλησης.

Σκοπός του παρόντος σημειώματος είναι η διασαφήνιση των σχέσεων μισθών-κερδών-μεγέθυνσης βάσει της «Θεωρίας της Αναπαραγωγής» του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.[1]



2. Θετικά κέρδη και μηδενική μεγέθυνση


Η ύπαρξη θετικών κερδών διασφαλίζει, άραγε, τη μεγέθυνση του συστήματος;

Υποθέτοντας, προς όφελος των κρινόμενων απόψεων, ένα κλειστό κεφαλαιοκρατικό σύστημα χωρίς κρατικό τομέα, γαιοκτήμονες και τεχνολογική πρόοδο, και ότι οι μισθωτοί καταναλώνουν το σύνολο των μισθών, οι οποίοι καταβάλλονται εξολοκλήρου στην αρχή της περιόδου παραγωγής,[2] ας παραθέσουμε ορισμένους αναγκαίους ορισμούς (αναλυτικά, βλ. π.χ. Fujimori, 1982, ch. 1, και Valtukh, 1987, chs 2-3): Κέρδη (του συστήματος ή ενός τομέα αυτού) είναι το σε χρήμα (δηλ. σε τιμές) εκφρασμένο υπερπροϊόν του. Υπερπροϊόν είναι ό,τι απομένει από το καθαρό προϊόν μετά την αφαίρεση των συνολικών πραγματικών μισθών (ή, αλλιώς, του «αναγκαίου προϊόντος» – K. Marx). Τέλος, καθαρό προϊόν είναι ό,τι απομένει από το ακαθάριστο προϊόν μετά την αφαίρεση των φθαρέντων μέσων παραγωγής (ή, αλλιώς, των αποσβέσεων).

Τα κέρδη συνιστούν το εισόδημα των κεφαλαιοκρατών και δαπανώνται, γενικά, για την αγορά (i) μέσων παραγωγής, και (ii) μέσων κατανάλωσης. Η σε χρήμα εκφρασμένη αξία αυτών των μέσων παραγωγής και εκείνου του τμήματος των μέσων κατανάλωσης που είναι αναγκαία για τη μίσθωση επιπρόσθετης εργασιακής δύναμης συνιστά τις καθαρές επενδύσεις του συστήματος (= ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου συν μεταβολές αποθεμάτων (ετοίμων και ημιτελών προϊόντων, πρώτων υλών κ.λπ.) μείον αποσβέσεις). H ανά περίοδο χρόνου μεταβολή του αποθέματος κεφαλαίου ισούται με το ύψος των καθαρών επενδύσεων της περιόδου και, συνεπώς, η ύπαρξη θετικών καθαρών επενδύσεων αποτελεί αναγκαία συνθήκη της μεγέθυνσης του συστήματος. Εάν οι καθαρές επενδύσεις είναι μηδενικές ή αρνητικές, τότε το απόθεμα κεφαλαίου παραμένει αμετάβλητο ή, αντιστοίχως, μειώνεται και, έτσι, η μεγέθυνση του συστήματος είναι, αντικειμενικά, αδύνατη. Με άλλα λόγια, λαμβάνει χώρα «απλή» ή, αντιστοίχως, «φθίνουσα αναπαραγωγή» (Marx). Εάν οι καθαρές επενδύσεις είναι θετικές, τότε το απόθεμα κεφαλαίου αυξάνεται και, έτσι, το σύστημα δύναται να μεγεθυνθεί ή, αλλιώς, δύναται να λάβει χώρα «διευρυμένη αναπαραγωγή». Το εάν πράγματι θα μεγεθυνθεί (και σε ποιο ποσοστό), καθορίζεται από το ύψος της «ενεργού ζητήσεως» για μέσα παραγωγής και κατανάλωσης.[3] Τέλος, εκείνα τα μέσα κατανάλωσης, τα οποία καταναλώνονται μόνον από τους κεφαλαιοκράτες (όχι, δηλαδή, και από τους μισθωτούς) καλούνται «εμπορεύματα πολυτελείας» (D. Ricardo) ή, εναλλακτικά, «μη αναπαραγωγικά εμπορεύματα» (Marx). Αντιθέτως, εκείνα τα μέσα κατανάλωσης, τα οποία καταναλώνονται από τους μισθωτούς, καλούνται «μισθιακά εμπορεύματα».

Βάσει αυτών των ορισμών (ή, καλύτερα, αυτού του συστήματος σχέσεων ορισμών-μεγεθών), εύκολα αποδεικνύονται τα εξής (βλ. το Παράρτημα 1 του παρόντος, στο οποίο δίνεται ένα αριθμητικό παράδειγμα, και όχι η γενική αλγεβρική απόδειξη, προκειμένου να μην συναντήσει δυσκολίες ο μη ειδικός αναγνώστης):[4]

(i). Η συνύπαρξη θετικών κερδών και μηδενικής (ή, έστω, ασθενικής) μεγέθυνσης είναι απολύτως δυνατή. Ειδικότερα, αυτή συμβαίνει όταν, και μόνον όταν, το – από την ενεργό ζήτηση καθοριζόμενο – ακαθάριστο προϊόν είναι τέτοιο που το υπερπροϊόν αποτελείται μόνον (ή κυρίως) από μέσα κατανάλωσης.

(ii). Όταν και όποτε το σύστημα εγκλωβιστεί σε αυτήν την κατάσταση, η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των μισθωτών (υπέρ των κεφαλαιοκρατών), δηλ. η αύξηση (μείωση) του πραγματικού μισθού ανά μονάδα απασχολούμενης εργασίας, οδηγεί σε μείωση (αύξηση) των κερδών, του ποσοστού κέρδους και της παραγωγής εμπορευμάτων πολυτελείας και σε αύξηση (μείωση) της παραγωγής μισθιακών εμπορευμάτων, ενώ έχει αμφιλεγόμενα αποτελέσματα στην ακαθάριστη παραγωγή των μέσων παραγωγής, υπό την εξής έννοια: εάν ο τομέας παραγωγής μισθιακών εμπορευμάτων είναι εντάσεως εργασίας (εντάσεως κεφαλαίου) σε σχέση με τον τομέα παραγωγής των εμπορευμάτων πολυτελείας, τότε οδηγεί σε μείωση (αύξηση) της ακαθάριστης παραγωγής των μέσων παραγωγής. Δεν οδηγεί, όμως, σε μεγέθυνση και, άρα, ούτε σε αύξηση της απασχόλησης του εργατικού δυναμικού.[5]



3. Συμπερασματικές παρατηρήσεις


Στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, όπου ο κοινωνικός καταμερισμός-συνδυασμός της εργασίας διαμεσολαβείται από την αγορά και το εγχείρημα μεγιστοποίησης του προσδοκώμενου ατομικού ποσοστού κέρδους, τίποτε δεν εγγυάται a priori ότι το παραγόμενο κοινωνικό προϊόν θα έχει εκείνη τη σύνθεση, η οποία απαιτείται για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του συστήματος. Έπεται, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει επιστημονική βάση για την υποστήριξη των απόψεων τόσο της σοσιαλδημοκρατίας όσο και της αριστεράς. Έπεται, επίσης, ότι οι τόσο προσφιλείς στην αριστερή φιλολογία προτάσεις: «στην ελληνική οικονομία τα κέρδη είναι τόσα δισεκατομμύρια ευρώ» ή «τα κέρδη αυξήθηκαν κατά τόσο τοις εκατό» ή, τέλος, «η ελληνική οικονομία κατέχει την τάδε θέση στον κατάλογο των πιο πλούσιων οικονομιών», δεν δηλώνουν απολύτως τίποτε για τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας, το «ειδικό βάρος» της στη διεθνή αγορά ή τα περιθώρια μίας αναπτυξιακής αναδιανεμητικής πολιτικής, στο βαθμό που δεν έχει πρώτα διερευνηθεί η υλική υπόσταση αυτών των κερδών, δηλ. η σύνθεση του υπερπροϊόντος. (Για μία αξιοσημείωτη όψη της «εντός ΟΝΕ» ελληνικής οικονομίας, βλ. το Παράρτημα 2 του παρόντος).

Τελικά, θα πρέπει να αναφερθεί, για λόγους πληρότητας ή/και πλουραλισμού, και η άποψη του ιδίου του Marx, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν δήλωνε αριστερός (αλλά ούτε καν μαρξιστής) [6]: «[Η] εργατική τάξη δεν θα πρέπει να υπερβάλλει την τελική αποτελεσματικότητα των καθημερινών αυτών αγώνων [των οργανωμένων αγώνων της για τη μη μείωση των μισθών – Θ. Μ.]. […] Δεν θα πρέπει λοιπόν να κατατρίβεται αποκλειστικά σ’ αυτόν τον αναπόφευκτο μικροπόλεμο, που ξεπηδά διαρκώς από τους ατέλειωτους σφετερισμούς του κεφαλαίου ή τις διακυμάνσεις στην αγορά. […] Αντί για το συντηρητικό σύνθημα: «Ένα δίκαιο μεροκάματο για μία δίκαιη εργάσιμη μέρα», θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: «Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας».» (Μαρξ, 1889, σελ. 530). Πρόκειται για άποψη η οποία, καίτοι βρίσκεται πέραν των ορίων της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας, διότι διατυπώνεται σε όρους ταξικού συμφέροντος, δεν αγνοεί τις αρχές και τα θεωρήματα αυτής της επιστήμης.



Σημειώσεις


[1]. Η εν λόγω θεωρία προϋποθέτει τη σύλληψη των μέσων παραγωγής ως αναπαραγομένων εισροών του συστήματος ή, ισοδυνάμως, της παραγωγής ως κυκλικής ροής (βλ. Sraffa, 1960, Appendix D, §§1 και 3). Για αυτό ακριβώς δεν υφίσταται σε νεοκλασική, «Αυστριακή» ή κεϋνσιανή εκδοχή, αλλά μόνον στις ακόλουθες δύο: μαρξιστική και σραφφαϊανή, όπου η πρώτη είναι, όπως δύναται να αποδειχθεί, ειδική περίπτωση της δεύτερης στο αναλυτικό επίπεδο, δεδομένου ότι υφίστανται προτάσεις της δεύτερης, οι οποίες είναι αδύνατον να ελεγχθούν στο πλαίσιο της πρώτης, ενώ όλες οι προτάσεις της πρώτης μπορούν να ελεγχθούν στο πλαίσιο της δεύτερης (και αποδεικνύονται άλλες αληθείς και άλλες ψευδείς). Η μαρξιστική εκδοχή συγκροτήθηκε στο Μαρξ ([1885] 1978) και αναπτύχθηκε περαιτέρω με τα ιδιοφυή υποδείγματα του Λένιν ([1893] 1986) και του Fel’dman (1928). Το τελευταίο συγκροτήθηκε στο πλαίσιο των συζητήσεων γύρω από την κατάστρωση του 1ου πενταετούς προγράμματος ανάπτυξης (1928-1932) της σοβιετικής οικονομίας, ενώ τρεις δεκαετίες αργότερα, ο λαμπρός στατιστικός Prasanta Chandra Mahalanobis (1953, 1955) συγκρότησε, χωρίς καμία γνώση της συμβολής του Fel’dman, το ίδιο, στην ουσία, υπόδειγμα, το οποίο και αποτέλεσε τη βάση του 2ου προγράμματος (1955-1960) ανάπτυξης της ινδικής οικονομίας. Πάντως, στο εσωτερικό της αριστεράς, δημοφιλής είναι η περί «τρίτων προσώπων» απόπειρα ανάλυσης της Rosa Luxembourg, η οποία βασίζεται, εξόφθαλμα, σε παρανοήσεις, καθώς και ορισμένες άλλες απόπειρες, του ιδίου βεληνεκούς. Για τη σύγχρονη μορφή της μαρξιστικής εκδοχής, βλ. κυρίως Lange ([1959] 1979, κεφ. 3), Harris (1972), Anchishkin ([1973] 1977, 1980), Morishima (1974), Fujimori (1982), Okishio (1988) και Σταμάτης (1990, 1999), ενώ ειδικά για τη γενίκευση του υποδείγματος του Λένιν, βλ. Voronin (1989). Η σραφφαϊανή εκδοχή συγκροτήθηκε στα Sraffa (1960), Parrinello (1970) και Spaventa (1970). Για αναλυτικές αναπτύξεις της, βλ. κυρίως Pasinetti ([1977] 1991), Steedman (1977, 1979a, b) και Kurz and Salvadori (1995), ενώ για συνθετικές εκθέσεις των δύο εκδοχών, βλ. Abraham-Frois et Berrebi (1976) και Abraham-Frois (1991, pp. 375-503).

[2]. Αυτή η υπόθεση περί του χρόνου καταβολής των μισθών βρίσκεται σε συμφωνία με τις αναλύσεις του Marx. Ωστόσο, όπως έχει αποδειχθεί από τον Steedman (1977, pp. 103-105), η ακριβώς αντίθετη υπόθεση (ex post καταβολή) συνιστά καλύτερη προσέγγιση της πραγματικότητας, από ποσοτική άποψη, γεγονός που δεν έχει, όμως, επιπτώσεις στην παρούσα συζήτηση.

[3]. Αποδεικνύεται ότι, όταν υπάρχει υποαπασχόληση του επενδεδυμένου κεφαλαίου, η αύξηση των μισθών δεν οδηγεί κατανάγκην σε αύξηση του ποσοστού κέρδους, του ρυθμού μεγέθυνσης και της απασχόλησης (όταν απασχολείται πλήρως το κεφάλαιο, οδηγεί κατανάγκην σε μείωση των προαναφερθέντων μεγεθών). Αναλυτικά, βλ. Bhaduri and Marglin (1990) και Kurz (1990), για μονοτομεακά συστήματα, και Mariolis (2006, 2007) και Μαριόλης (2011), για την πιο ρεαλιστική περίπτωση των πολυτομεακών συστημάτων.

[4]. Η πρωτοπόρα, για την εποχή της, διερεύνηση που αναπτύσσεται στο Μαρξ (1889) είναι συναφής με το ακόλουθο σημείο (ii), καίτοι ελεγχόμενη ή, ακόμα, εσφαλμένη, σε αρκετές περιπτώσεις, κυρίως επειδή οι τιμές των εμπορευμάτων θεωρούνται, εκεί, ανάλογες των εργασιακών αξιών τους.

[5]. Είχα την ευκαιρία να επισημάνω εγκαίρως αυτά τα ζητήματα, σε μία σειρά άρθρων, τα οποία δημοσιεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 (βλ. Μαριόλης, 1997α, β, 1999). Παρά τη νεοφιλελεύθερη και κεντροαριστερή ευφορία που επικρατούσε τότε, ενόψει (και) της εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ, υποστήριξα ότι οι προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι εξαιρετικά περιορισμένες και ότι η ανεργία δεν πρόκειται να μειωθεί. Έτσι, στο πλαίσιο της οριζόμενης από την έναρξη (13/5/1997) του λεγομένου «Κοινωνικού Διαλόγου» συγκυρία, σημείωσα ότι «οι εργαζόμενοι κάθε άλλο παρά θα πρέπει να εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην αυθόρμητη πορεία των γεγονότων, πορεία την οποία επιχειρούν να νομιμοποιήσουν οι συζητήσεις περί «παγκοσμιοποίησης» και «αυτοματοποίησης».» (Μαριόλης, 1999, σελ. 160).

[6]. Ο F. Engels, σε μία επιστολή του (2-3 Νοεμβρίου 1882) προς τον Ε. Bernstein, γράφει: «[W]hat is known as ‘Marxism’ in France is, indeed, an altogether peculiar product – so much so that Marx once said to Lafargue: ‘Ce qu'il y a de certain c'est que moi, je ne suis pas Marxiste.’ [If anything is certain, it is that I myself am not a Marxist]».



Σημείωση Praxis: Το παράρτημα 1 με το απλό υπόδειγμα τριών τομέων και τους αντίστοιχους  πίνακες μπορεί να βρεθεί στην πρώτη δημοσίευση του άρθρου εδώ.


Αναφορές

Αθανάσογλου, Π. Π. (2010) Εισαγωγές: ο ρόλος της εμπορευματικής διάρθρωσης και της εγχώριας προσφοράς, στο: Γ. Οικονόμου, Ι. Σαμπεθάι, Ι. και Γ. Συμιγιάννης (επιμ.) (2010) Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Ελλάδος: Αιτίες Ανισορροπιών και Προτάσεις Πολιτικής, Αθήνα, Τράπεζα της Ελλάδος.

Abraham-Frois, G. et Berrebi E. (1976) Théorie de la Valeur, des Prix et de l’Accumulation, Paris, Économica.

Abraham-Frois, G (1991) Dynamique économique, Paris, Dalloz.

Anchishkin, A. ([1973] 1977) The Theory of Growth of a Socialist Economy, Moscow, Progress.

Anchishkin, Α. (ed.) (1980) National Economic Planning, Moscow, Progress.

Bhaduri, A. and Marglin, S. (1990) Unemployment and the real wage rate: the economic basis for contesting political ideologies, Cambridge Journal of Economics, 14, pp. 375-393.

Fel’dman, G. A. (1928) On the theory of growth rates of national income, in: N. Spulber (ed.) (1964) Foundations of Soviet Strategy for Economic Growth: Selected Soviet Essays, 1924-1930, Bloomington, Indiana University Press.

Fujimori, Y. (1982) Modern Analysis of Value Theory, Berlin, Springer-Verlag.

Harris, D. J. (1972) On Marx’s scheme of reproduction and accumulation, Journal of Political Economy, 80, pp. 505-522.

Kurz, H. D. (1990) Technical change, growth and distribution: a steady-state approach to «unsteady» growth, in: H. D. Kurz (1990) Capital, Distribution and Effective Demand. Studies in the «Classical» Approach to Economic Theory, Cambridge, Polity Press.

Kurz, H. D. and Salvadori, N. (1995) Theory of Production. A Long-Period Analysis, Cambridge, Cambridge University Press.

Lange, O. ([1959] 1979) Οικονομομετρία, Αθήνα, Νεφέλη.

Λαπαβίτσας, Κ. et al. (2010) Η Ευρωζώνη ανάμεσα στη Λιτότητα και την Αθέτηση Πληρωμών, Αθήνα, Λιβάνης.

Λένιν, Β. Ι. ([1893] 1986) Απ’ αφορμή το λεγόμενο πρόβλημα των αγορών, στο: Β. Ι. Λένιν (1986) Άπαντα, τ. 1, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.

Μαριόλης, Θ. (1997α) Μείωση πραγματικών μισθών και ανεργία, Account, 24, σσ. 74-76.

Μαριόλης, Θ. (1997β) Φιλαλήθης έκθεση του ζητήματος της ανεργίας, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 13/5/97, σελ. 21.

Μαριόλης, Θ. (1999) Σχετικά με το ζήτημα της ανεργίας, στο: Θ. Μαριόλης και Γ. Σταμάτης (1999) ΟΝΕ και Νεοφιλελεύθερη Πολιτική, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

Μαριόλης, Θ. (2011) Ερμηνείες των Οικονομικών Κρίσεων: Ένα Μη Νεοκλασικό και Συστημικό Πλαίσιο Ανάλυσης, στο: Θ. Μαριόλης (2011) Ελλάδα, Ευρωπαϊκή Ένωση και Οικονομική Κρίση, Αθήνα, Matura.

Μαρξ, Κ. ([1885] 1978) Το Κεφάλαιο, τ. 2, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Κ. (1889) Μισθός, Τιμή και Κέρδος, στο: Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς (χ.χ.) Διαλεχτά Έργα, τ. 1, Αθήνα.

Mahalanobis, P. C. (1953) Some observations on the process of growth of national income, Sankhya, 12, pp. 307-312.

Mahalanobis, P. C. (1955) The approach of operational research to planning in India, Sankhya, 16, pp. 3-130.

Mariolis, T. (2006) Distribution and growth in a multi-sector open economy with excess capacity, Economia Internazionale/International Economics, 59, pp. 51-61.

Mariolis, T. (2007) Distribution and growth in an economy with heterogeneous capital and excess capacity, Asian-African Journal of Economics and Econometrics, 7, pp. 365-375.

Morishima, M. (1974) Marx in the light of modern economic theory, Econometrica, 42, pp. 611-632.

Οικονομίδης, Χ. (1991) Η Δομή της Ελληνικής Βιομηχανίας και ο Τομέας Παραγωγής Προϊόντων Παγίου Κεφαλαίου, Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, Πάντειο Πανεπιστήμιο (διευρυμένη εκδοχή: Οικονομίδης, Χ. (1996) Η Δομή της Ελληνικής Βιομηχανίας και ο Τομέας Παραγωγής Προϊόντων Παγίου Κεφαλαίου, Αθήνα, Gutenberg).

Οικονόμου, Γ., Σαμπεθάι, Ι. και Συμιγιάννης, Γ. (επιμ.) (2010) Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Ελλάδος: Αιτίες Ανισορροπιών και Προτάσεις Πολιτικής, Αθήνα, Τράπεζα της Ελλάδος.

Okishio, N. (1988) Marx’s reproduction scheme, in: M. Krüger and P. Flaschel (eds) (1993) Nobuo Okishio – Essays on Political Economy. Collected Papers, Frankfurt am Main, Peter Lang.

Parrinello, S. (1970) Introduzione ad una teoria neoricardiana del commercio internazionale, Studi Economici, 25, pp. 267-321.

Pasinetti, L. ([1977] 1991) Παραδόσεις Θεωρίας της Παραγωγής, Αθήνα, Κριτική.

Ros, J. (1990) Trade, growth and the pattern of specialization, in: K. Bharadwaj and B. Schefold (eds) Essays on Piero Sraffa: Critical Perspectives on the Revival of Classical Theory, London, Unwin Hyman.

Σταμάτης, Γ. (1990) Αναπαραγωγή, Εισοδηματικό Κύκλωμα και Εθνικοί Λογαριασμοί. Μία Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία, Αθήνα, Κριτική.

Σταμάτης, Γ. (1999) Μη αναπαραγωγικές δαπάνες, κρατικές δαπάνες, κοινωνική αναπαραγωγή και κερδοφορία του κεφαλαίου, στο: Θ. Μαριόλης και Γ. Σταμάτης (1999) ΟΝΕ και Νεοφιλελεύθερη Πολιτική, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

Spaventa, L. (1970) Rate of profit, rate of growth, and capital intensity in a simple production model, Oxford Economic Papers, 22, pp. 129-147.

Sraffa, P. (1960) Production of Commodities by Means of Commodities. Prelude to a Critique of Economic Theory, Cambridge, Cambridge University Press (ελληνική μετάφραση (1986): Θεσσαλονίκη, Σύγχρονα Θέματα).

Steedman, Ι. (1977) Marx after Sraffa, London, New Left Books.

Steedman, I. (1979a) Trade Amongst Growing Economies, Cambridge, Cambridge University Press (ελληνική μετάφραση (1993): Διεθνές Εμπόριο, Αθήνα, Κριτική).

Steedman, I. (ed.) (1979b) Fundamental Issues in Trade Theory, London, Macmillan.

Thirlwall, A. P. (2001) Μεγέθυνση και Ανάπτυξη, τόμος B, Αθήνα, Παπαζήσης.

Τράπεζα της Ελλάδος (2011) Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2010, Αθήνα, Τράπεζα της Ελλάδος.

Valtukh, K. K. (1987) Marx’s Theory of Commodity and Surplus Value. Formalised Exposition, Moscow, Progress Publishers.

Voronin, A. Y. (1989) Analysis of the dynamics of expanded reproduction of intensive type using a two-commodity model, Journal of Mathematical Sciences, 45, pp. 1295-1302.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.

2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια

3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.