Πηγή :Praxis
Εισαγωγή
Τα αστικά πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα βρέθηκαν σε μια ιστορική συγκυρία όπου λόγω της αντεργατικής λαίλαπας της εσωτερικής υποτίμησης μετασχηματίστηκε ραγδαία η κοινωνική βάση της «πολιτικής». Ότι σήμερα παρουσιάζεται συχνά σαν ανικανότητα και έλλειψη ηγεσίας δεν είναι τίποτα άλλο, σε τελευταία ανάλυση, από αυτήν την αναντιστοιχία: την δημιουργία ενός νέου κοινωνικού πλαισίου με παράλληλη διατήρηση, περισσότερο η λιγότερο, του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών σχηματισμών που υπήρχαν σε μια άλλη προηγούμενη εποχή.
Έτσι ακόμα και η μεταμόρφωση των αστικών κομμάτων για να λειτουργήσει το κοινοβουλευτικό παιχνίδι (όπως η μετατροπή-για τις ανάγκες των εκλογών-του ΠΑΣΟΚ το 2009 σε «σοσιαλιστικό» κόμμα με αναφορές στους «αντιεξουσιαστές της εξουσίας», στα «λεφτά υπάρχουν» κλπ) έγινε πια πρακτικά αδύνατη. Πολύ περισσότερο που το αστικό πολιτικό προσωπικό, μέσα από τις συγκυβερνήσεις, ταυτίστηκε απόλυτα με την «μνημονιακή» πολιτική επιτυγχάνοντας μεν μια συντριπτική νίκη σε βάρος της εργατικής τάξης αλλά με τίμημα την δική του θυσία.
Οι επιλογή των εκλογών έφερε στο προσκήνιο μια σειρά χαρακτηριστικά που είχαν φανεί όλο το τελευταίο διάστημα. Χαρακτηριστικά που φυσικά δεν αφορούσαν απλά την εκλογική δύναμη αλλά την γενικότερη κατάσταση των τάξεων και τον συσχετισμό τους, καθώς και τα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα που προέκυπταν από αυτήν. Από αυτό το συνολικό πρίσμα πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε και την σημερινή κατάσταση σε σχέση με τις εκλογές και ότι ακολούθησε.
Η ξεχασμένη αποχή:
Το πρώτο και συχνά υποτιμημένο στην σημερινή συζήτηση, είναι η γενικότερη αποστοίχηση από την διαδικασία των εκλογών, έκφραση της γενικότερης αποστοίχησης από το αστικό πολιτικό σύστημα και τους εκφραστές του. Τα μεγάλα σε μέγεθος ποσοστά της αποχής δείχνουν ότι υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα (στο οποίο αναμφίβολα βρίσκονται πολλοί από τα πιο εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα) το οποίο δεν «εκπροσωπείται» από τις υπάρχουσες διαδικασίες της αστικής δημοκρατίας. Δείχνει την παγίωση ενός μοντέλου που ακόμα και οι πιο «τυπικές» διαδικασίες της πολιτικής δεν αφορούν το 1/3 της κοινωνίας. Τα ποσοστά αυτά αποκαλύπτουν και την κωμωδία που ζήσαμε αυτές τις μέρες που κόμματα με ποσοστά 10 και 15% (σε ένα εκλογικό σώμα όπου ήδη το 30% απείχε) περιέφεραν εντολές για «εθνική» κυβέρνηση ώστε να εκφραστεί η «λαϊκή βούληση»!!!.
Η αποχή βέβαια δεν συνιστά αυτόματα κάποια συγκεκριμένη πολιτική στάση ούτε πολύ περισσότερο συνειδητή απόρριψη της αστικής δημοκρατίας και της εκλογικής εκπροσώπησης. Τα αριθμητικά της μεγέθη δεν μπορούν από μόνα τους να στηρίξουν το επιχείρημα της υποτιθέμενης απόρριψης του κοινοβουλευτισμού όπως υποστηρίζουν διάφορα αντιεξουσιαστικά ρεύματα που προβάλλουν την επιθυμία τους για πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα η αποχή είναι σημαντική αλλά μάλλον για τους αντίθετους λόγους από αυτούς που υποστηρίζουν οι αναρχικοί. Η απογοήτευση από τα αστικά κόμματα και η έλλειψη προοπτικής , σε συνθήκες κοινωνικής εξαθλίωσης και απουσίας μαζικού επαναστατικού ρεύματος, μπορεί να αποτελέσει στο μέλλον και όχημα για τις πιο ακραίες αντιδραστικές λύσεις που θα «υπερβούν» την κοινοβουλευτική κρίση προς όφελος άλλων αντιδραστικών μορφών πολιτικής.
Η κατάρρευση του δικομματισμού και η αναγέννηση της αστικής πολιτικής
Το αστικό πολιτικό προσωπικό κατέβηκε στις εκλογές με τα κόμματα που προϋπήρχαν της κρίσης. Υπήρχε η προσδοκία ότι παρά την φθορά θα υπήρχε η δυνατότητα για μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία συνασπισμού κομμάτων που θα έδινε τα εφόδια έστω για τον επόμενο γύρω αντεργατικών μέτρων. Εξάλλου οι εκλογές προκρίθηκαν πριν και αυτή η δυνατότητα εξαντληθεί. Η έλλειψη εναλλακτικής, η ολοκλήρωση του PSI, το «κενό διάστημα» που μεσολαβούσε μέχρι τον Ιούνιο και τα νέα μέτρα ενίσχυσαν αυτές τις απόψεις. Βέβαια και εδώ η αστική τάξη πήρε τα μέτρα της. Η κυβέρνηση, πραξικοπηματικά, συνέχισε να λειτουργεί σε όλη την προεκλογική περίοδο παίρνοντας πρωτοβουλίες και ενισχύοντας τα αστικά κόμματα.
Καθώς το ΠΑΣΟΚ είχε εξαντλήσει την αξία χρήσης του το βάρος έπεσε στη Ν.Δ. Το κόμμα αυτό επένδυσε από την μία στην «αντιπολίτευση» της προηγούμενης περιόδου που υποτίθεται ότι το διαχώριζε-σε ένα βαθμό- από το ΠΑΣΟΚ και από την άλλη στην επιθετική ανασυγκρότηση μιας συμμαχίας με τους «νοικοκυραίους» στην βάση όχι κάποιας «κοινωνικής πολιτικής» (που δεν μπορεί να υπάρξει) αλλά στην τρομοκράτηση των μικροαστών και τις παράλληλες εγγυήσεις για την ασφάλεια τους (π.χ. θεωρία της «ανακατάληψης» των πόλεων από τους λαθρομετανάστες). H γραμμή αυτή πήρε την μορφή εμφυλιοπολεμικών κραυγών και μόνιμης επίθεσης στην εργατική τάξη και τις πολιτικές της οργανώσεις προσπαθώντας να υπερκεράσει από τα δεξιά τα υπόλοιπα ρεύματα και κόμματα του χώρου.
Το ΠΑΣΟΚ πήγε σχεδόν διαλυμένο στις εκλογές, χωρίς κάποιο πρόγραμμα, παρά μόνο με την διαπραγμάτευση του μνημονίου. Έχασε μαζικά ψηφοφόρους προς όλο το αντιμνημονιακό μπλοκ και όχι μόνο προς το πιο κοντινό του μόρφωμα, την ΔΗΜΑΡ που είναι ένα «ΠΑΣΟΚ με πολιτικά». Από την άλλη πλευρά η «φυγή προς τα εμπρός» της ΝΔ είχε αποτελέσματα αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σε συνθήκες πείνας και φτώχειας τα μικροαστικά στρώματα που υιοθέτησαν την ρητορική της ΝΔ για την φασιστικού τύπου συμμαχία των «νοικοκυραίων» στράφηκαν προς άλλες περισσότερο «καθαρές» λύσεις όπως η Χρυσή Αυγή και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Η ηγεσία της ΝΔ ακολούθησε ακριβώς την στρατηγική Σαρκοζί και είχε ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα όσον αναφορά την ακροδεξιά. Βέβαια, ειδικά για την Ελλάδα, άλλος δρόμος για μια απόπειρα «πολιτικοποίησης» της εκλογικής μάχης δεν υπήρχε.
Το πιο σημαντικό είναι ότι αυτή η αποστοίχιση πλατιών κοινωνικών στρωμάτων από τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα δεν εκφράζει κάποια συγκυριακή επιλογή αλλά είναι αποτέλεσμα ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών. Παρά το γεγονός ένα μέρος των ψηφοφόρων στήριξαν «συγκοινωνούντα δοχεία» δεν φαίνεται να υπάρχει -τουλάχιστον άμεσα- δυνατότητα μαζικού «επαναπατρισμού». Και αυτό όχι μόνο επειδή υπάρχει η συλλογική μνήμη της πρόσφατης καταστροφής των λαϊκών στρωμάτων αλλά επειδή και το μελλοντικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν μπορεί να είναι άλλο από τα νέα μνημόνια. Η μόνη ελπίδα είναι μια νέα απόπειρα της γραμμής Σαμαρά (που απέτυχε στις 7 Μαίου) που θα «κανιβαλίσει» τα ποσοστά των άλλων δεξιών κομμάτων και θα ανασυγκροτήσει όλο το αστικό μπλοκ μπροστά στον «κίνδυνο» της αριστεράς. Το προγραμματικό πλαίσιο αυτής της γραμμής τέθηκε ήδη από την ηγεσία της ΝΔ στην έναρξη της νέας προεκλογικής περιόδου.
Η εκλογική συντριβή των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων αποτελεί αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη που έδωσε θάρρος σε πολύ κόσμο που ένιωσε ότι έστω και με την ψήφο τιμώρησε τα δύο μεγάλα κόμματα και επηρέασε τις εξελίξεις. Η αλήθεια είναι όμως ότι αυτό το στοιχείο κινήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του στο εσωτερικό του ίδιου του πολιτικού συστήματος: Πέρα από τις εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας, η καταδίκη των δύο μεγάλων κομμάτων συνοδεύτηκε και από μια εκλογική στήριξη ενός ευρύτατου-αν και κατακερματισμένου- μπλοκ της «δεξιάς» τόσο κοινοβουλευτικού όσο και εξωκοινοβουλευτικού που θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα στις μελλοντικές εξελίξεις. Θα επιχειρηθεί δηλαδή μια επανασυσπέιρωση γύρω από την βασική δύναμη, την ΝΔ σε ένα μέτωπο που θα αναμετρηθεί με την νέα σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ και θα αποτελέσει, αν δεν καταφέρει εκλογική νίκη, την αμέσως επόμενη επιλογή.
Το κόμμα το οποίο συγκέντρωσε τα μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά από την «αντιμνημονιακή» δεξιά ήταν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Το μνημόνιο των Ανεξάρτητων Ελλήνων είναι ένα μνημόνιο χωρίς τρόικα και ΔΝΤ αλλά με ξερονήσια, κυνήγι των μεταναστών και των εργατών, φοροαπαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο κα . Έτσι δεν είναι παράξενο που εκφυλίστηκε σχεδόν αμέσως μετά τις εκλογές σε σχέδια «εθνικών» κυβερνήσεων, καταστάσεις «εκτάκτου ανάγκης» κλπ. Τα υπόλοιπα αστικά κόμματα που κινήθηκαν στον ευρύτερο σοσιαλδημοκρατικό χώρο δεν κατάφεραν να αποκτήσουν μαζικά χαρακτηριστικά. Η άνοδος της νέας σοσιαλδημοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ περιόρισε (και θα περιορίσει ακόμα περισσότερο) την δυναμική τους.
Ο φασισμός και ο αντιφασιστικός αγώνας.
Ένα από τα χαρακτηριστικά τα
οποία από το βράδυ των εκλογών προβάλλονται πολύ έντονα, εντός και εκτός
Ελλάδας, είναι η εμφάνιση του φασιστικού φαινομένου που χρεώνεται
αποκλειστικά στην Χρυση Αυγή. Η εκτίναξη των εκλογικών της ποσοστών
υποτίθεται ότι αφύπνισε τα αστικά επιτελεία –και όχι μόνο εκτός
Ελλάδας-που όλο και πιο συχνά τονίζουν τον «φασιστικό» κίνδυνο ο οποίος
πριν τις εκλογές σχεδόν είχε εξαφανιστεί από την συζήτηση. Η ερμηνεία
που πολλές φορές δίνεται είναι ότι ο κόσμος «εξαπατήθηκε» και για το
λόγο αυτό ξεκίνησαν ξαφνικά οι «αποκαλύψεις» για την ιστορία, το ρόλο
και τον χαρακτήρα των μελών της Χρυσής Αυγής, γεγονότα που είναι γνωστά
και καταγεγραμμένα εδώ και χρόνια και προεκλογικά όχι από τα αστικά ΜΜΕ
αλλά από τα έντυπα και τα ιστολόγια της αριστεράς.
Αυτή η ερμηνεία δεν είναι μόνο λαθεμένη αλλά και επικίνδυνη. Οι αιτίες για την εμφάνιση του φασισμού και οι πολιτικοί υπεύθυνοι που τον έθρεψαν βρίσκονται στην ίδια την Καπιταλιστική κρίση, τα αστικά κόμματα που την διαχειρίζονται και την Ευρωπαϊκή Ένωση ιδιαίτερα (σε όλη την Ευρώπη εξάλλου ανεβαίνουν παρόμοια κόμματα και ρεύματα). Η εξαθλίωση και η κοινωνική ανασφάλεια είναι η καλύτερη εγγύηση για να στραφούν χτυπημένα από την κρίση στρώματα, εργατικά και μικροαστικά, στον «Σοσιαλισμό των ηλιθίων». Το ψεύτο-καταγγελτικό περιεχόμενο των «προδοτών» πολιτικών, η στοχοποιήση όχι του πραγματικού αντιπάλου αλλά του αδύναμου διπλανού –πχ μετανάστες-, το μίσος απέναντι στο εργατικό κίνημα και απέναντι γενικά στα κόμματα και τα συνδικάτα δεν ήταν εφεύρεση της Χρυσής Αυγής αλλά-με διαφορετικό προφανώς τρόπο- ηγεμονικό ιδεολογικό ρεύμα στο αντί-μνημονιακό στρατόπεδο. Και την περίοδο των πλατειών είχε μάλιστα αποθεωθεί ως νέα μορφή πολιτικής από πολιτικά ρεύματα διαφορετικών αποχρώσεων.
Η Χρυσή Αυγή αποτελεί λοιπόν το πιο δυναμικό τμήμα ενός ευρύτερου κοινωνικού και ιδεολογικού ρεύματος (χωρίς το οποίο δεν θα είχε τροφοδοτηθεί και δεν θα υπήρχε). Η δράση της είχε μέχρι τώρα κυρίως επιχειρησιακό χαρακτήρα ενάντια σε μετανάστες, διαδηλωτές και αγωνιστές της αριστεράς σαν προέκταση των δυνάμεων καταστολής, σαν ένας παρακρατικός μηχανισμός (εξάλλου η εκλογική της βάση καλύπτει μεγάλο μέρος των σωμάτων ασφαλείας). Καθώς σαν κύριο στοιχείο της πρόβαλε (και μυθοποίησε) την άμεση δράση για πολλούς η στήριξη απέναντι σε αυτό το μόρφωμα αφορούσε την προσδοκία ότι θα μπει στην βουλή και θα «δείρει τους προδότες πολιτικούς» η ότι θα κάνει πράξη για τους μετανάστες αυτά που τα αστικά κόμματα ισχυρίζονται αλλά δεν κάνουν κλπ.
Τα ποσοστά στα αστικά κέντρα, σε εργατικές περιοχές και στην νεολαία ιδιαίτερα (δηλαδή ακριβώς σε εκείνα τα τμήματα της κοινωνίας που βρέθηκαν «εκτός» της κυρίαρχης εκδοχής της αστικής πολιτικής) δείχνουν ότι η αποδοχή αυτού του ρεύματος έχει κοινωνικές ρίζες και παρά τις πιθανές αλλαγές στα εκλογικά ποσοστά θα είναι μόνιμο χαρακτηριστικό της περιόδου. Η Χρυσή Αυγή (και γενικότερα αυτό το ρεύμα) θα έχει στην επόμενη φάση συγκεκριμένο ρόλο: Θα είναι δρόμος ένταξης τμημάτων της κοινωνίας σε μια αντιδραστική αστική γραμμή και χρήσιμος αιμοδότης των κύριων αστικών κομμάτων, όπως θα γίνει και στις επόμενες εκλογές. Την ίδια στιγμή η κοινοβουλευτική παρουσία θα οδηγήσει σε μια νομιμοποίηση και εξοικείωση της κοινωνίας και πιθανότατα θα αξιοποιηθεί και στις κοινοβουλευτικές αναδιατάξεις η κυβερνήσεις έκτακτης ανάγκης που ενδεχομένως θα προκύψουν από την κρίση του κοινοβουλευτισμού.
Με αφορμή την εκλογική άνοδο της Χρυσής Αυγής έχει αναπτυχθεί μια «αντιφασιστική» κριτική που εστιάζει στην πιο εξόφθαλμες πλευρές της δράσης της η οποία όμως αποσιωπά τα βασικά αίτια που έθρεψαν αυτό το ρεύμα. Όμως η άνοδος των φασιστικών ρευμάτων δεν είναι «δημοκρατική εκτροπή». Είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών δομών και η «αντιφασιστική» τοποθέτηση απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα χωρίς αναφορά στην Ε.Ε και την Καπιταλιστική κρίση είναι μεγάλη αυταπάτη.
Αυτό που συνειδητά αποκρύπτουν οι διάφοροι πανελίστες του «αντιφασισμού» που χύνουν δάκρυα για τα «ακραία» φαινόμενα είναι ότι αυτά τα ρεύματα γεννήθηκαν και τρέφονται μέσα στους χώρους δουλειάς, μέσα στις γειτονιές, μέσα στον φόβο, την πείνα και την φτώχεια, που η δική τους «δημοκρατία» και η «ελεύθερη» αγορά δημιούργησε. Φασισμός χωρίς Καπιταλισμό δεν υπάρχει. Σε μια χώρα με ένα εκατομμύριο-τουλάχιστον- ανέργους και με πλατιά στρώματα της κοινωνίας κυριολεκτικά εξαθλιωμένα η απάντηση στον φασισμό δεν είναι η επίκληση της φαντασιακής αστικής δημοκρατίας που εξάλλου οδήγησε στην σημερινή κατάσταση. Η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων δεν έχει ορίζοντα την απονομιμοποιημένη κυρίαρχη αστική πολιτική και το πολιτικό της σύστημα αλλά την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας πέρα από τον Καπιταλισμό που θα χτυπήσει αυτά τα φαινόμενα στην ρίζα τους.
Οι ευθύνες για την άνοδο του φασισμού βρίσκονται στην Καπιταλιστική οικονομία και πολιτική και στην κύρια έκφραση της στην Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κόμματα που την στηρίζουν. Το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας (που υποκριτικά κατήγγειλε τους «ναζιστές») και των Ανεξάρτητων Ελλήνων, το άνοιγμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους μετανάστες από ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και αλλά αντίστοιχα γεγονότα, ήταν η καλύτερη εγγύηση για την δημιουργία ενός κλίματος που παρακρατικές συμμορίες κολυμπάνε σαν το ψάρι μέσα στο νερό. Μεγάλες είναι και οι ευθύνες της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και μεγάλου μέρους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που ιδιαίτερα την περίοδο των «πλατειών» επιχείρησε να προσεγγίσει αυτό το ρεύμα υποστέλλοντας τις σημαίες κάθε ταξικής οπτικής.
Το ΚΚΕ ήταν το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που προσπάθησε να διαχωριστεί από αυτά τα φαινόμενα υιοθετώντας μια ταξική γραμμή. Όμως όταν τον τελευταίο χρόνο η άνοδος του φασισμού πήρε και οργανωτικά χαρακτηριστικά υποτίμησε σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη για πάλη και αντιπαράθεση απέναντι και στα συγκεκριμένα φασιστικά μορφώματα. Αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό μετά την προβοκάτσια στην Χαλυβουργία αλλά και στην προεκλογική περίοδο.
Το ζήτημα είναι μαζί με την καταγγελία και αποκάλυψη των φασιστικών πρακτικών, η επείγουσα ιδεολογική και πολιτική πάλη απέναντι στον σκληρό πυρήνα αυτών των ρευμάτων γενικότερα: στον αταξικό εθνικισμό, στα ιδεολογήματα του «νόμου και της τάξης», στον σκοταδισμό και γενικότερα στον «αγανακτισμένο» ψευτό-πατριωτισμό (που πλειοδοτώντας σε πατριδοκαπηλία δίνει όρκους στην Ε.Ε και το ΝΑΤΟ), στην αντιμεταναστευτική υστερία. Πάλη που πρώτα από όλα θα κριθεί μέσα στα συνδικάτα, μέσα στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές που φωλιάζουν και εξαπλώνονται αυτές οι απόψεις. Και αυτή η πλευρά όχι μόνο δεν υποτιμά αλλά αναβαθμίζει την ανάγκη του αγώνα απέναντι και στο συγκεκριμένο πολιτικό μόρφωμα που αύριο θα είναι –κυριολεκτικά- στην πρώτη γραμμή για το χτύπημα της εργατικής τάξης.
Η απατηλή αυγή της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας
Η άνοδος της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας είναι κοινωνικό φαινόμενο και δεν μπορεί να αναχθεί απλά στον «οπορτουνισμό» όπως συχνά έγινε στο κομμουνιστικό κίνημα. Ο οπορτουνισμός συνιστά σύμπτωμα και όχι αιτία. Πάντα σε περιόδους κρίσης η σε συνθήκες που εντείνονται οι κοινωνικές ανισότητες εμφανίζονται στο προσκήνιο πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα με κάθε λογής ονόματα και σύμβολα τα οποία εναντιώνονται στην «αδικία», θέλουν να μοιράσουν τον «πλούτο», να αποδώσουν «δικαιοσύνη» κλπ. Τέτοια ρεύματα υπάρχουν από τις αρχές του Καπιταλισμού.
Τα ρεύματα της σοσιαλδημοκρατίας έχουν κοινωνική βάση στην ίδια την καθημερινότητα της ταξικής πάλης, στην διεκδίκηση και τους συμβιβασμούς της συνδικαλιστικής πολιτικής, στην γραφειοκρατική διαχείριση της κοινωνικής ζωής, και φυσικά τις αναρίθμητες παραλλαγές της αστικής ιδεολογίας, που «εκκρίνεται» από όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Είναι ρεύματα που πάντα αναπτύσσονται και ηγεμονεύουν στο βαθμό που δεν αναπτύσσεται ανεξάρτητο ταξικό εργατικό κίνημα και επαναστατική θεωρία και πολιτική.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν κομβική στιγμή για το εγχείρημα της δημιουργίας μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε την πιο ασφαλή επιλογή για εκείνα τα τμήματα που έχοντας εγκαταλείψει το ΠΑΣΟΚ αναζητούσαν απεγνωσμένα μια νέα εκδοχή του 81. Ήταν το κόμμα που με συνέπεια κινήθηκε, από την αρχή της κρίσης, στην κάλυψη του διαφαινόμενου κενού που άφηνε η πλήρης ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με τις «μνημονιακές πολιτικές».
Σε αυτή την κατεύθυνση λειτούργησε σταθερά και πολυσυλλεκτικά. Οι πλατείες, οι παρελάσεις, το κίνημα της πατάτας, το μόνιμο κάλεσμα και η εγκόλπωση διαφωνούντων του ΠΑΣΟΚ, η πρόταση-λάστιχο της διαπραγμάτευσης με την Ε.Ε (η γραμμή της «αριστερής μπλόφας»), τα επικοινωνιακού τύπου καλέσματα για ενότητα (αφού ουσιαστικά ποτέ δεν εντόπιζαν αυτήν την ενότητα σε κάποιο επίδικο της ταξικής πάλης) και φυσικά όλη η βεντάλια της παραμορφωμένης από την αστική ιδεολογία «αριστεράς»: Το νέο ΕΑΜ και ο «διεθνισμός» του ευρώ, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Slavoj Zizek, οι «εξεγερμένοι» της Λιβύης και οι φιλόδοξοι ελεγκτές/λογιστές του δημόσιου χρέους, όλα ενταγμένα στην αστική δημοκρατία και την Ε.Ε, δηλαδή στην διεθνική και της εθνική συγκρότηση του κεφαλαίου στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Στις κρίσιμες στιγμές η ηγεσία του ΣΥΝ ήταν πάντα εκεί για να δίνει διαπιστευτήρια και όρκους πίστης στην αστική δημοκρατία και τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς. Στο ζήτημα της Ε.Ε υπερασπίστηκε σθεναρά την υποτιθέμενη «ευρωπαϊκή προοπτική» με την προβολή της απάτης μιας άλλης Ε.Ε. Στο εργατικό κίνημα η γραμμή της «ενότητας» ήταν στην πράξη συσπείρωση γύρω από τον πολιτικά διεφθαρμένο και καλοπληρωμένο εργατοπατερισμό της ΓΣΕΕ που όλη την διετία εξασφάλισε με επιτυχία το ξεπούλημα των εργατικών αγώνων. Μέσα στο κοινοβούλιο πλειοδότησε στους όρκους πίστης στην «νομιμότητα» και την αστική δημοκρατία.
Μόλις προκηρύχθηκαν οι εκλογές και έγινε φανερό ότι το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να ανακάμψει και ότι η ΝΔ δεν μπορούσε να πείσει για την «αντιμνημονιακή» της ρητορεία (αυτό φάνηκε και με την δυναμική των «Ανεξάρτητων Ελλήνων»), η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην αυτοανακήρυξη της ως διαχειριστική/κυβερνητική δύναμη. Ήταν μια κίνηση η οποία έβαλε μπροστά την στρατηγική αυτού του κόμματος, (την κυβερνητική διαχείριση του Καπιταλισμού) όχι μόνο βάζοντας στην άκρη οποιαδήποτε ανεξάρτητη ταξική κατεύθυνση (που έτσι και αλλιώς υπήρχε μόνο σαν συνθηματολογία) αλλά προχωρώντας ταυτόχρονα σε μπαράζ διαπιστευτηρίων προς την αστική τάξη ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στο εκλογικό σώμα των αστικών κομμάτων: ύμνοι στην υγιή επιχειρηματικότητα, τις καπιταλιστικές επενδύσεις, το ευρώ κλπ. Το εκλογικό αποτέλεσμα δικαίωσε απόλυτα αυτήν την επιλογή.
Όμως ότι παρουσιάζεται σαν ερχομός του «σοσιαλισμού» δεν είναι τίποτα άλλο από την προβολή μιας εναλλακτικής αστικής στρατηγικής που είχε μείνει στα αζήτητα λόγω των μονόδρομων της μνημονιακής πολιτικής και την ταύτιση των αστικών κομμάτων με αυτήν. Είναι η «αριστερά» που αναλαμβάνει τώρα να αναστήσει αυτήν την στρατηγική και να την προβάλλει σαν αντίπαλο δέος απέναντι στο μνημόνιο. Λόγω της συγκυρίας και της μαζικής προσέλκυσης ψηφοφόρων στον ΣΥΡΙΖΑ, η προβολή αυτής της στρατηγικής οδηγεί σε ανασυγκρότηση του δίπολου αριστερά/δεξιά, αφού τα δεξιά αστικά κόμματα (και ιδιαίτερα το μεγαλύτερο, η ΝΔ) υποχρεώνονται σε μια υπερπολιτικοποιήση της αντιπαράθεσης (για να υποβαθμίσουν την ταύτιση τους με τα μνημόνια) υιοθετώντας εμφυλιοπολεμική ρητορική.
Οι κοινωνικό-οικονομικές προϋποθέσεις του «αντιμνημονιακού κευνσιανισμού» δεν υφίστανται. Η στρατηγική αυτή είναι προορισμένη να εκφυλιστεί σε ένα διαπραγματευτικό χαρτί για τους ρυθμούς και τους επιμέρους όρους των επόμενων «μνημονίων», άσχετα αν θα έχουν αυτό το όνομα. Με αυτήν την έννοια αποτελεί εγχείρημα ενσωμάτωσης των λαϊκών αντιδράσεων, κατοχύρωσης των μέχρι τώρα αντεργατικών τομών και (αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία) ενδεχόμενο διαπραγματευτικό χαρτί με διεθνή αναφορά λόγω του κόμματος της Ευρωπαϊκής αριστεράς και των σοσιαλδημοκρατών τύπου Ολάντ. Αυτά για όσο θα διαρκεί η «επιτυχία». Στην επόμενη φάση θα στρώσει το χαλί για ανοιχτές δικτατορικές λύσεις που ήδη προετοιμάζονται (όπως φαίνεται και από το πρόγραμμα όλων των δεξιών κομμάτων και των Ανεξάρτητων Ελλήνων ιδιαίτερα).
Η άνοδος της νέας σοσιαλδημοκρατίας έχει κινητοποιήσει το σύνολο του «παλιού» αστικού πολιτικού προσωπικού, τα ΜΜΕ ακόμα και αστικά κόμματα εκτός της Ελλάδας που στοχοποιούν τον ΣΥΡΙΖΑ προβλέποντας καταστροφές σε μια ενδεχόμενη εκλογική του νίκη. Σε ένα άμεσο επίπεδο πρόκειται για την προσπάθεια διάσωσης συγκεκριμένων αστικών κομμάτων και ηγεσιών που δίνουν μάχη επιβίωσης. Το ίδιο ισχύει και για το επιχειρηματικό-εκδοτικό κατεστημένο που μέχρι τώρα επηρέαζε και καθοδηγούσε άμεσα τα κόμματα αυτά και αναζητά δοκιμασμένους συνομιλητές. Μακροπρόθεσμα, μέσα από την διαρκή πολιτική πίεση και πολεμική, ο στόχος είναι να αμβλυνθούν ακόμα και οι σημερινές ρητορικές της κριτικής του ΣΥΡΙΖΑ έτσι ώστε όταν φτάσει η ώρα της κυβερνητικής εξουσίας η «ριζοσπαστική αριστερά» να είναι έτοιμη να κυβερνήσει.
Τα αστικά επιτελεία γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν κινδυνεύουν από αριστερούς αστούς δημοκράτες, οικονομολόγους και επαγγελματίες πολιτικούς, ούτε από την «καταγγελία» που μετατρέπεται χωρίς πολύ προσπάθεια σε «επαναδιαπραγμάτευση». Αυτό που φοβίζει είναι το ενδεχόμενο ενός μαζικού λαϊκού ρεύματος που θα σηκώσει κεφάλι με αφορμή τις εκλογικές νίκες της σοσιαλδημοκρατίας και θα τροφοδοτήσει ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες και αντιστάσεις. Παρά το γεγονός ότι αυτό το ενδεχόμενο φαντάζει σήμερα μακρινό αυτή η αντιμετώπιση λειτουργεί "προληπτικά" καθώς τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί μέσα στην θύελλα της κρίσης που συμπυκνώνει τον πολιτικό χρόνο και οδηγεί σε απρόβλεπτες ανατροπές.
Αυτό είναι και το σημαντικό σημείο της εκλογικής ανόδου της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Το γεγονός ότι αποτελεί προϊόν της ήττας του εργατικού κινήματος και προσπάθεια διαχείρισης της στο κοινοβουλευτικό πεδίο αλλά και ταυτόχρονα ελπίδα των φτωχών στρωμάτων σε μια διαλυμένη και εξαθλιωμένη κοινωνία. Από αυτήν την σκοπιά ένα επαναστατικό ρεύμα στο εργατικό κίνημα και την εργατική-Κομμουνιστική πολιτική δεν μπορεί να σταθεί απέναντι στους σοσιαλδημοκράτες ούτε με την καταστροφική πολιτική της «ουράς», ούτε όμως να μένει στην καταγγελία του ρόλου τους (που σε συνθήκες πόλωσης δημιουργεί μπορεί προβλήματα διαχωρισμού από τα άλλα ρεύματα της αστικής πολιτικής τα οποία ασκούν αντιδραστική κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ). Αλλά πρέπει να αναμετρηθεί με την θεωρητική εγκυρότητα και πολιτική αποτελεσματικότητα της δικής του πολιτικής πρότασης απέναντι στην επίθεση που δέχεται σήμερα η εργατική τάξη.
Στο περιθώριο αυτού του ευρύτερου ρεύματος αναπτύχθηκε, στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ένα παραπλήσιο ρεύμα που συγκροτήθηκε γύρω από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το ρεύμα αυτό, παρά τις επαναστατικές του διακηρύξεις, διέγραψε μια παράλληλη τροχιά με την αριστερή σοσιαλδημοκρατία: Με το ξέσπασμα της κρίσης τροφοδότησε μια σειρά σοσιαλδημοκρατικές κινήσεις (Πρωτοβουλία Οικονομολόγων, Αριστερό Βήμα, ΕΛΕ) και δημιούργησε κοινούς χώρους «ενότητας» με την σοσιαλδημοκρατία στο εργατικό κίνημα που δεν διαχωρίστηκαν από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ. Παράλληλα προσπάθησε και αυτό να ενσωματώσει την συνθηματολογία των κινημάτων στις πλατείες και τις παρελάσεις.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσε, λόγω της ταξικής της συγκρότησης αλλά και των πολιτικών και θεωρητικών ρευμάτων στο εσωτερικό της, να δώσει σαφείς απαντήσεις στα κεντρικά ζητήματα των κοινωνικών προϋποθέσεων της πολιτικής πρότασης και του ζητήματος της εξουσίας. Έτσι αντιμετώπιζε μόνιμα το πρόβλημα του «συνεχούς» του ΣΥΡΙΖΑ και παρά την ρητορική του «τρίτου πόλου» λειτούργησε τελικά ως δρόμος δορυφοριοποιήσης του «εξωκοινοβουλευτικού» χώρου γύρω από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία.
Αυτή η τακτική έδωσε μαζικά-για τα δεδομένα αυτού του χώρου- εκλογικά ποσοστά τα οποία ήταν προορισμένα να λεηλατηθούν στην επόμενη κεντρική πολιτική μάχη. Μεγάλο μέρος του πρόσφατου ποσοστού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα λειτουργήσει στις επόμενες εκλογές ως «αιμοδότης» του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό είναι εν πλήρη γνώση της ηγεσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ η οποία προσπαθώντας να αποτρέψει τις διαρροές υιοθέτησε μετεκλογικά την πολιτική της «ουράς» φτάνοντας στο σημείο να πλαισιώσει το πολιτικό τσίρκο των διερευνητικών εντολών. Φυσικά το κλείσιμο αυτού του κύκλου δεν θα είναι επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση αλλά η ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που σε δύσκολες εποχές -από την δεκαετία του 90 και μετά- είχε συμβάλει, με όλες τις αντιφάσεις της, στην Κομμουνιστική προοπτική. Το γεγονός αυτό αναβαθμίζει την σημασία της πολιτικής συγκρότησης όσων δυνάμεων κατάφεραν να παραμείνουν στον δρόμο της κομμουνιστικής προοπτικής και του ταξικού εργατικού κινήματος και της συμβολής τους σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Το Κομμουνιστικό κόμμα μέσα στην κρίση υιοθέτησε μια γραμμή που αναβίωσε τις αριστερές εκδοχές της Τρίτης Διεθνούς. Σε συνθήκες ανάδυσης λόγω της κρίσης όλων των σοσιαλδημοκρατικών ρευμάτων και πολιτικού εκφυλισμού μεγάλου μέρους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, η τοποθέτηση αυτή βρέθηκε αντικειμενικά πολύ πιο κοντά σε ταξικές θέσεις υπέρ του κόσμου της εργασίας. Η ξεκάθαρη τοποθέτηση από την αρχή της κρίσης απέναντι στην Ε.Ε, η ανάλυση του ανέφικτου σε συνθήκες κρίσης «κευνσιανισμού», η έμφαση στους αγώνες στους χώρους δουλειάς, η προβολή του κεντρικού ζητήματος της εργατικής εξουσίας ήταν στοιχεία που κυριάρχησαν στον πολιτικό λόγο του Κομμουνιστικού Κόμματος αποτελώντας ισχυρό αντίβαρο στις αυταπάτες που κυριαρχούσαν.
Η πολιτική αυτή γραμμή πήρε την μορφή της ενίσχυσης των κομματικών δυνάμεων σαν βασικό παράγοντα διαμόρφωσης των κοινωνικών όρων για να υλοποιηθεί η πολιτική πρόταση της άλλης εξουσίας και οικονομίας. Λειτούργησε –μέχρι ένα σημείο- ως μέσο προφύλαξης από τις διάφορες παραλλαγές της αστικής «αντιμνημονιακής» ιδεολογίας. Ωστόσο δεν ήταν μόνο ζήτημα «κομματικής προβολής». Η ταξική οπτική δοκιμάστηκε και στην πράξη, με την ηρωική απεργία των Χαλυβουργών να κλείνει 200 μέρες απεργίας και να μετατρέπεται σε αγώνα-σύμβολο του εργατικού κινήματος.
Παρόλα αυτά όμως η συμβολή σε ένα ευρύτερο επαναστατικό ρεύμα που θα συμβάλει με τις δικές του πρακτικές και πρωτοβουλίες δεν έγινε δυνατή. Η προβολή του κορυφαίου ζητήματος της εργατικής εξουσίας δεν συνοδεύτηκε από την δημιουργία αντίστοιχων δρόμων στο εργατικό κίνημα που να θέτουν αυτό το ζήτημα στην καθημερινή δράση, παρά τον συνεπή διαχωρισμό του ΠΑΜΕ από την ΓΣΕΕ. Υπήρξαν ζητήματα που παρέμειναν ανοιχτά όπως το ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης, το λενινιστικό κριτήριο για το τσάκισμα της σάπιας αστικής κρατικής μηχανής (που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε εργατική εξουσία) και η έλλειψη συγκεκριμένης πρότασης σε πανελλαδικό/διακλαδικό επίπεδο για τις δομές του εργατικού κινήματος που να ξεπερνάει τον μειοψηφικό και εκφυλισμένο «συνδικαλισμό» της ΓΣΕΕ. Καθώς οι παραπάνω αντιφάσεις δεν έγινε δυνατό να καλυφθούν ήταν φανερό ότι έμενε ένα κενό το οποίο θα καλύπτονταν από την άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας.
Η αναφορά στον λαϊκό παράγοντα δεν είχε σαν συνέπεια μετωπικές πρωτοβουλίες ακόμα και για τα πιο κεντρικά ζητήματα όπως η έξοδος από την Ε.Ε. Βέβαια η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων καθιστούσε αυταπάτη την δημιουργία κοινών «αριστερών μετώπων» αφού σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα όπως η εργατική εξουσία και η έξοδος από την Ε.Ε το σύνολο της αριστεράς ακολούθησε διαφορετικούς δρόμους. Όμως η έννοια του «μετώπου» δεν αφορά κυρίως την συσπείρωση ηγεσιών και πολιτικών γραφείων ούτε πολύ περισσότερο την κατάρτιση κοινών ψηφοδελτίων αλλά την ενότητα, δράση και διαμόρφωση ταξικών και ευρύτερα κοινωνικών δυνάμεων που θα πετύχουν μια ευρύτερη συσπείρωση και θα ανατρέψουν και την υπάρχουσα «πολιτική γεωγραφία». Οι αδυναμίες αυτές εντάσσονται και σε μια διαχρονική αντιμετώπιση κινητοποιήσεων όπως του Δεκέμβρη του 08.
Η παραπάνω πολιτική γραμμή δέχθηκε επιθέσεις από το σύνολο σχεδόν της αριστεράς για «έλλειψη τακτικής», «αριστερισμό» και πολλά άλλα στο όνομα μάλιστα του Lenin, του Μarx και των άλλων κλασικών. Στην πραγματικότητα μεγάλο μέρος αυτής της κριτικής ήταν συγκεκαλυμμένες προτάσεις ενσωμάτωσης του ΚΚΕ και συνολικά του Κομμουνιστικού Κινήματος σε σοσιαλδημοκρατικών μετώπων και όχι προτάσεις πραγματικής δράσης στο εργατικό κίνημα η συμβολής σε ένα επαναστατικό ταξικό ρεύμα όπου θα μπορούσαν να δοκιμαστούν αυτές οι απόψεις.
Ιδιαίτερα η συζήτηση για την «έλλειψη τακτικής» ήταν σε μεγάλο βαθμό μια προσπάθεια όχι εντοπισμού της αναγκαίας επαναστατικής τακτικής αλλά διάσπασης της στρατηγικής από την τακτική και συκοφάντησης της ανάγκης υπέρβασης του Καπιταλισμού ως «δευτέρα παρουσία». Δεν είναι τυχαίο ότι κανείς από όσους πρόβαλλαν την «έλλειψη τακτικής» δεν πρότεινε σαν «τακτική» π.χ την έξοδο από την Ε.Ε η την δημιουργία ανεξάρτητων από την διαφθορά οργάνων στο εργατικό κίνημα που θα βασίζονταν στα συνδικάτα. Αντίθετα συνήθως αυτές οι προτάσεις συνοδεύονταν από εκκλήσεις για «ενότητα» και «κοινή δράση» βασικά γύρω από προεκλογικές εκστρατείες και παναριστερά ψηφοδέλτια.
Οι σημερινές συνθήκες θέτουν σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι το Κομμουνιστικό Kόμμα: η διάχυση στο όνομα της ευκαιριακής παρέμβασης και του εισοδισμού στην σοσιαλδημοκρατία και την κυβερνητική/κοινοβουλευτική διαχείριση η βάθεμα της πολιτικής πρότασης με την πρωτοβουλία για κοινωνικό μέτωπο που θα θέσει στην πράξη το ζήτημα της εργατικής εξουσίας, της κοινωνικής επανάστασης. Υπάρχει βέβαια και μια τρίτη επιλογή: Η συνέχιση της προβολής της αναγκαιότητας μια άλλης εξουσίας και οικονομίας με την παράλληλη απουσία ανάληψης πολιτικών πρωτοβουλιών που θα χτίσουν εργατικούς θεσμούς-που θα θέσουν στην ημερήσια διάταξη την εργατική εξουσία και θα την βγάλουν από την σφαίρα των «διαπιστώσεων»-, ώστε ο κόσμος της εργασίας να απευθυνθεί και να συσπειρωθεί με την γραμμή εξόδου από την ΕΕ και την συνολικότερη πρόταση εξουσίας. Αυτή η κατεύθυνση, όπως δείχνει και η σημερινή περίοδος, μπορεί να συγκεντρώνει και να συσπειρώνει δυνάμεις όμως στο βαθμό που δεν συμβάλλει σε ένα επαναστατικό ρεύμα είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε όλη την γκάμα των «λύσεων» που την κρίσιμη στιγμή θα προβληθούν για να εγκλωβίσουν την λαϊκή αγανάκτηση.
Οι επερχόμενες εκλογές και η επόμενη μέρα των ταξικών αναμετρήσεων
Το αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου το ακολούθησε το πολιτικό τσίρκο των διερευνητικών εντολών. Τα αστικά κόμματα επιδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου για την ακύρωση/ενσωμάτωση της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας σε μια κυβερνητική λύση που θα την έφθειρε πολύ γρήγορα και θα τους έδινε τον αναγκαίο χρόνο για να ανασυγκροτηθούν. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μην αυτοκτονήσει και προσπάθησε να αξιοποιήσει αυτήν την διαδικασία για να εμφανιστεί σαν μια αξιόπιστη κυβερνητική «λύση» προετοιμάζοντας παράλληλα την επόμενη προεκλογική εκστρατεία.
Η όλη διαδικασία των διερευνητικών εντολών αποκάλυψε και μια ουσιαστική πλευρά της αστικής δημοκρατίας. Ότι δεν έχει απολύτως καμία σημασία η ψήφος σαν «λαϊκή βούληση» αφού το σύνολο των κομμάτων -με εξαίρεση το ΚΚΕ- αφού τις εισέπραξε άρχισε να της «εξαργυρώνει» σε τελείως διαφορετικά σχέδια από αυτά με τα οποία τις είχε αποσπάσει στις εκλογές: Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ άρχισαν ξαφνικά να υποστηρίζουν την «επαναδιαπραγμάτευση» του μνημονίου, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες κατέθεσαν plan b για κυβέρνηση «έκτακτης ανάγκης» με όλα τα κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε σε συζήτηση-έστω και σαν κίνηση τακτικής-με ΠΑΣΟΚ και ΝΔ για να ….αναστείλει την εφαρμογή των μέτρων, η «αντιμνημονιακή» ΔΗΜΑΡ έκανε την μεγαλύτερη προσπάθεια από όλους (μαζί με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας) για να υπάρξει αστική κυβέρνηση με τα «μνημονιακά» κόμματα που προεκλογικά απέρριπτε κα.
Οι επόμενες εκλογές θα παγιώσουν την κατάσταση που είδαμε στις 6η Μαΐου. Θα σημάνουν την «αλλαγή Πασοκικής φρουράς» είτε με την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είτε με την εδραίωση του ως αξιωματική αντιπολίτευση με μικρή διαφορά από τη ΝΔ. Το γεγονός αυτό θα λειτουργήσει σαν μοχλός αναδιάταξης και «σύμπτυξης» όλων των παραλλαγών των αστικών κομμάτων από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ και τους Οικολόγους μέχρι το μπλοκ της δεξιάς. Η Χρυσή Αυγή θα τροφοδοτήσει με ένα μέρος των ψήφων της τα αστικά κόμματα και θα διατηρήσει την κοινοβουλευτική παρουσία αποδεικνύοντας βουλή) ότι ο φασισμός σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι απάτη αλλά κοινωνική πραγματικότητα (το ίδιο θα ίσχυε ακόμα και αν- οριακά- δεν έμπαινε στην βουλή) . Θα υπάρξει απορρόφηση του εξωκοινοβουλευτικού χώρου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τον ΣΥΡΙΖΑ, κατάληξη της γραμμής του «μικρού ΣΥΡΙΖΑ» , αφού οι περισσότεροι θα προτιμήσουν το «πρωτότυπο». Οι δυνάμεις του ΚΚΕ θα αντιμετωπίσουν μεγάλη πίεση και ενδεχόμενη συρρίκνωση των εκλογικών ποσοστών, κρατώντας όμως έναν βασικό πυρήνα δυνάμεων που θα κριθεί όχι στις εκλογές αλλά μετά από αυτές. Μεγάλη πίεση θα ασκηθεί και στα άλλα μικρά εξωκοινοβουλευτικά εγχειρήματα που έτσι και αλλιώς έχουν περιορισμένη κοινωνική αναφορά.
Η επόμενη μέρα των εκλογών –στο βαθμό που δεν επιλεγούν «ατυχήματα» για να προλάβουν η να διαμορφώσουν το εκλογικό αποτέλεσμα-θα έχει λοιπόν μια νέα διάταξη των κομμάτων. Καθώς όμως τα εκλογικά ποσοστά θα είναι οριακά και οι οικονομικές συνθήκες ασφυκτικές το αστικό πολιτικό σύστημα θα μπει-ενδεχομένως και αμέσως μετά στις εκλογές- ξανά σε κρίση. Όποια κυβέρνηση και αν βγει δύσκολα θα αντέξει την διάψευση των προσδοκιών και τα νέα αντεργατικά μέτρα που θα έρθουν (η τα παλιά που θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται) και αργά η γρήγορα θα έχουμε νέες συγκυβερνήσεις, οικουμενικές, καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης κα. Μπαίνουμε δηλαδή σε μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής αστάθειας και μετάβασης σε πιο αυταρχικές λύσεις που θα καθυστερήσουν βέβαια σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ παραμείνει αξιωματική αντιπολίτευση. Όλα αυτά θα συνδεθούν με την επιδείνωση της κρίσης στην Ε.Ε και στον Ευρωπαϊκό νότο ιδιαίτερα.
Η περίοδος αυτή είναι περίοδος ταξικών αναμετρήσεων και όχι αναμονής. Οι δυνάμεις οι οποίες αρνούνται σήμερα να συνυπογράψουν την νέα «αλλαγή» καλούνται σήμερα να παλέψουν για την δημιουργία όχι απλά ενός αριστερού αναχώματος αλλά για ένα κοινωνικό ρεύμα στο εργατικό κίνημα και την επαναστατική θεωρία που θα κάνει αποφασιστικά βήματα στο να τεθεί στην ταξική πάλη το ζήτημα της εξόδου από την Ε.Ε και η κατάκτηση μιας άλλης εξουσίας.
Αυτή η ερμηνεία δεν είναι μόνο λαθεμένη αλλά και επικίνδυνη. Οι αιτίες για την εμφάνιση του φασισμού και οι πολιτικοί υπεύθυνοι που τον έθρεψαν βρίσκονται στην ίδια την Καπιταλιστική κρίση, τα αστικά κόμματα που την διαχειρίζονται και την Ευρωπαϊκή Ένωση ιδιαίτερα (σε όλη την Ευρώπη εξάλλου ανεβαίνουν παρόμοια κόμματα και ρεύματα). Η εξαθλίωση και η κοινωνική ανασφάλεια είναι η καλύτερη εγγύηση για να στραφούν χτυπημένα από την κρίση στρώματα, εργατικά και μικροαστικά, στον «Σοσιαλισμό των ηλιθίων». Το ψεύτο-καταγγελτικό περιεχόμενο των «προδοτών» πολιτικών, η στοχοποιήση όχι του πραγματικού αντιπάλου αλλά του αδύναμου διπλανού –πχ μετανάστες-, το μίσος απέναντι στο εργατικό κίνημα και απέναντι γενικά στα κόμματα και τα συνδικάτα δεν ήταν εφεύρεση της Χρυσής Αυγής αλλά-με διαφορετικό προφανώς τρόπο- ηγεμονικό ιδεολογικό ρεύμα στο αντί-μνημονιακό στρατόπεδο. Και την περίοδο των πλατειών είχε μάλιστα αποθεωθεί ως νέα μορφή πολιτικής από πολιτικά ρεύματα διαφορετικών αποχρώσεων.
Η Χρυσή Αυγή αποτελεί λοιπόν το πιο δυναμικό τμήμα ενός ευρύτερου κοινωνικού και ιδεολογικού ρεύματος (χωρίς το οποίο δεν θα είχε τροφοδοτηθεί και δεν θα υπήρχε). Η δράση της είχε μέχρι τώρα κυρίως επιχειρησιακό χαρακτήρα ενάντια σε μετανάστες, διαδηλωτές και αγωνιστές της αριστεράς σαν προέκταση των δυνάμεων καταστολής, σαν ένας παρακρατικός μηχανισμός (εξάλλου η εκλογική της βάση καλύπτει μεγάλο μέρος των σωμάτων ασφαλείας). Καθώς σαν κύριο στοιχείο της πρόβαλε (και μυθοποίησε) την άμεση δράση για πολλούς η στήριξη απέναντι σε αυτό το μόρφωμα αφορούσε την προσδοκία ότι θα μπει στην βουλή και θα «δείρει τους προδότες πολιτικούς» η ότι θα κάνει πράξη για τους μετανάστες αυτά που τα αστικά κόμματα ισχυρίζονται αλλά δεν κάνουν κλπ.
Τα ποσοστά στα αστικά κέντρα, σε εργατικές περιοχές και στην νεολαία ιδιαίτερα (δηλαδή ακριβώς σε εκείνα τα τμήματα της κοινωνίας που βρέθηκαν «εκτός» της κυρίαρχης εκδοχής της αστικής πολιτικής) δείχνουν ότι η αποδοχή αυτού του ρεύματος έχει κοινωνικές ρίζες και παρά τις πιθανές αλλαγές στα εκλογικά ποσοστά θα είναι μόνιμο χαρακτηριστικό της περιόδου. Η Χρυσή Αυγή (και γενικότερα αυτό το ρεύμα) θα έχει στην επόμενη φάση συγκεκριμένο ρόλο: Θα είναι δρόμος ένταξης τμημάτων της κοινωνίας σε μια αντιδραστική αστική γραμμή και χρήσιμος αιμοδότης των κύριων αστικών κομμάτων, όπως θα γίνει και στις επόμενες εκλογές. Την ίδια στιγμή η κοινοβουλευτική παρουσία θα οδηγήσει σε μια νομιμοποίηση και εξοικείωση της κοινωνίας και πιθανότατα θα αξιοποιηθεί και στις κοινοβουλευτικές αναδιατάξεις η κυβερνήσεις έκτακτης ανάγκης που ενδεχομένως θα προκύψουν από την κρίση του κοινοβουλευτισμού.
Με αφορμή την εκλογική άνοδο της Χρυσής Αυγής έχει αναπτυχθεί μια «αντιφασιστική» κριτική που εστιάζει στην πιο εξόφθαλμες πλευρές της δράσης της η οποία όμως αποσιωπά τα βασικά αίτια που έθρεψαν αυτό το ρεύμα. Όμως η άνοδος των φασιστικών ρευμάτων δεν είναι «δημοκρατική εκτροπή». Είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών δομών και η «αντιφασιστική» τοποθέτηση απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα χωρίς αναφορά στην Ε.Ε και την Καπιταλιστική κρίση είναι μεγάλη αυταπάτη.
Αυτό που συνειδητά αποκρύπτουν οι διάφοροι πανελίστες του «αντιφασισμού» που χύνουν δάκρυα για τα «ακραία» φαινόμενα είναι ότι αυτά τα ρεύματα γεννήθηκαν και τρέφονται μέσα στους χώρους δουλειάς, μέσα στις γειτονιές, μέσα στον φόβο, την πείνα και την φτώχεια, που η δική τους «δημοκρατία» και η «ελεύθερη» αγορά δημιούργησε. Φασισμός χωρίς Καπιταλισμό δεν υπάρχει. Σε μια χώρα με ένα εκατομμύριο-τουλάχιστον- ανέργους και με πλατιά στρώματα της κοινωνίας κυριολεκτικά εξαθλιωμένα η απάντηση στον φασισμό δεν είναι η επίκληση της φαντασιακής αστικής δημοκρατίας που εξάλλου οδήγησε στην σημερινή κατάσταση. Η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων δεν έχει ορίζοντα την απονομιμοποιημένη κυρίαρχη αστική πολιτική και το πολιτικό της σύστημα αλλά την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας πέρα από τον Καπιταλισμό που θα χτυπήσει αυτά τα φαινόμενα στην ρίζα τους.
Οι ευθύνες για την άνοδο του φασισμού βρίσκονται στην Καπιταλιστική οικονομία και πολιτική και στην κύρια έκφραση της στην Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κόμματα που την στηρίζουν. Το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας (που υποκριτικά κατήγγειλε τους «ναζιστές») και των Ανεξάρτητων Ελλήνων, το άνοιγμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους μετανάστες από ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και αλλά αντίστοιχα γεγονότα, ήταν η καλύτερη εγγύηση για την δημιουργία ενός κλίματος που παρακρατικές συμμορίες κολυμπάνε σαν το ψάρι μέσα στο νερό. Μεγάλες είναι και οι ευθύνες της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και μεγάλου μέρους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που ιδιαίτερα την περίοδο των «πλατειών» επιχείρησε να προσεγγίσει αυτό το ρεύμα υποστέλλοντας τις σημαίες κάθε ταξικής οπτικής.
Το ΚΚΕ ήταν το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που προσπάθησε να διαχωριστεί από αυτά τα φαινόμενα υιοθετώντας μια ταξική γραμμή. Όμως όταν τον τελευταίο χρόνο η άνοδος του φασισμού πήρε και οργανωτικά χαρακτηριστικά υποτίμησε σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη για πάλη και αντιπαράθεση απέναντι και στα συγκεκριμένα φασιστικά μορφώματα. Αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό μετά την προβοκάτσια στην Χαλυβουργία αλλά και στην προεκλογική περίοδο.
Το ζήτημα είναι μαζί με την καταγγελία και αποκάλυψη των φασιστικών πρακτικών, η επείγουσα ιδεολογική και πολιτική πάλη απέναντι στον σκληρό πυρήνα αυτών των ρευμάτων γενικότερα: στον αταξικό εθνικισμό, στα ιδεολογήματα του «νόμου και της τάξης», στον σκοταδισμό και γενικότερα στον «αγανακτισμένο» ψευτό-πατριωτισμό (που πλειοδοτώντας σε πατριδοκαπηλία δίνει όρκους στην Ε.Ε και το ΝΑΤΟ), στην αντιμεταναστευτική υστερία. Πάλη που πρώτα από όλα θα κριθεί μέσα στα συνδικάτα, μέσα στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές που φωλιάζουν και εξαπλώνονται αυτές οι απόψεις. Και αυτή η πλευρά όχι μόνο δεν υποτιμά αλλά αναβαθμίζει την ανάγκη του αγώνα απέναντι και στο συγκεκριμένο πολιτικό μόρφωμα που αύριο θα είναι –κυριολεκτικά- στην πρώτη γραμμή για το χτύπημα της εργατικής τάξης.
Η απατηλή αυγή της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας
Η άνοδος της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας είναι κοινωνικό φαινόμενο και δεν μπορεί να αναχθεί απλά στον «οπορτουνισμό» όπως συχνά έγινε στο κομμουνιστικό κίνημα. Ο οπορτουνισμός συνιστά σύμπτωμα και όχι αιτία. Πάντα σε περιόδους κρίσης η σε συνθήκες που εντείνονται οι κοινωνικές ανισότητες εμφανίζονται στο προσκήνιο πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα με κάθε λογής ονόματα και σύμβολα τα οποία εναντιώνονται στην «αδικία», θέλουν να μοιράσουν τον «πλούτο», να αποδώσουν «δικαιοσύνη» κλπ. Τέτοια ρεύματα υπάρχουν από τις αρχές του Καπιταλισμού.
Τα ρεύματα της σοσιαλδημοκρατίας έχουν κοινωνική βάση στην ίδια την καθημερινότητα της ταξικής πάλης, στην διεκδίκηση και τους συμβιβασμούς της συνδικαλιστικής πολιτικής, στην γραφειοκρατική διαχείριση της κοινωνικής ζωής, και φυσικά τις αναρίθμητες παραλλαγές της αστικής ιδεολογίας, που «εκκρίνεται» από όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Είναι ρεύματα που πάντα αναπτύσσονται και ηγεμονεύουν στο βαθμό που δεν αναπτύσσεται ανεξάρτητο ταξικό εργατικό κίνημα και επαναστατική θεωρία και πολιτική.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν κομβική στιγμή για το εγχείρημα της δημιουργίας μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε την πιο ασφαλή επιλογή για εκείνα τα τμήματα που έχοντας εγκαταλείψει το ΠΑΣΟΚ αναζητούσαν απεγνωσμένα μια νέα εκδοχή του 81. Ήταν το κόμμα που με συνέπεια κινήθηκε, από την αρχή της κρίσης, στην κάλυψη του διαφαινόμενου κενού που άφηνε η πλήρης ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με τις «μνημονιακές πολιτικές».
Σε αυτή την κατεύθυνση λειτούργησε σταθερά και πολυσυλλεκτικά. Οι πλατείες, οι παρελάσεις, το κίνημα της πατάτας, το μόνιμο κάλεσμα και η εγκόλπωση διαφωνούντων του ΠΑΣΟΚ, η πρόταση-λάστιχο της διαπραγμάτευσης με την Ε.Ε (η γραμμή της «αριστερής μπλόφας»), τα επικοινωνιακού τύπου καλέσματα για ενότητα (αφού ουσιαστικά ποτέ δεν εντόπιζαν αυτήν την ενότητα σε κάποιο επίδικο της ταξικής πάλης) και φυσικά όλη η βεντάλια της παραμορφωμένης από την αστική ιδεολογία «αριστεράς»: Το νέο ΕΑΜ και ο «διεθνισμός» του ευρώ, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Slavoj Zizek, οι «εξεγερμένοι» της Λιβύης και οι φιλόδοξοι ελεγκτές/λογιστές του δημόσιου χρέους, όλα ενταγμένα στην αστική δημοκρατία και την Ε.Ε, δηλαδή στην διεθνική και της εθνική συγκρότηση του κεφαλαίου στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Στις κρίσιμες στιγμές η ηγεσία του ΣΥΝ ήταν πάντα εκεί για να δίνει διαπιστευτήρια και όρκους πίστης στην αστική δημοκρατία και τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς. Στο ζήτημα της Ε.Ε υπερασπίστηκε σθεναρά την υποτιθέμενη «ευρωπαϊκή προοπτική» με την προβολή της απάτης μιας άλλης Ε.Ε. Στο εργατικό κίνημα η γραμμή της «ενότητας» ήταν στην πράξη συσπείρωση γύρω από τον πολιτικά διεφθαρμένο και καλοπληρωμένο εργατοπατερισμό της ΓΣΕΕ που όλη την διετία εξασφάλισε με επιτυχία το ξεπούλημα των εργατικών αγώνων. Μέσα στο κοινοβούλιο πλειοδότησε στους όρκους πίστης στην «νομιμότητα» και την αστική δημοκρατία.
Μόλις προκηρύχθηκαν οι εκλογές και έγινε φανερό ότι το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να ανακάμψει και ότι η ΝΔ δεν μπορούσε να πείσει για την «αντιμνημονιακή» της ρητορεία (αυτό φάνηκε και με την δυναμική των «Ανεξάρτητων Ελλήνων»), η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην αυτοανακήρυξη της ως διαχειριστική/κυβερνητική δύναμη. Ήταν μια κίνηση η οποία έβαλε μπροστά την στρατηγική αυτού του κόμματος, (την κυβερνητική διαχείριση του Καπιταλισμού) όχι μόνο βάζοντας στην άκρη οποιαδήποτε ανεξάρτητη ταξική κατεύθυνση (που έτσι και αλλιώς υπήρχε μόνο σαν συνθηματολογία) αλλά προχωρώντας ταυτόχρονα σε μπαράζ διαπιστευτηρίων προς την αστική τάξη ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στο εκλογικό σώμα των αστικών κομμάτων: ύμνοι στην υγιή επιχειρηματικότητα, τις καπιταλιστικές επενδύσεις, το ευρώ κλπ. Το εκλογικό αποτέλεσμα δικαίωσε απόλυτα αυτήν την επιλογή.
Όμως ότι παρουσιάζεται σαν ερχομός του «σοσιαλισμού» δεν είναι τίποτα άλλο από την προβολή μιας εναλλακτικής αστικής στρατηγικής που είχε μείνει στα αζήτητα λόγω των μονόδρομων της μνημονιακής πολιτικής και την ταύτιση των αστικών κομμάτων με αυτήν. Είναι η «αριστερά» που αναλαμβάνει τώρα να αναστήσει αυτήν την στρατηγική και να την προβάλλει σαν αντίπαλο δέος απέναντι στο μνημόνιο. Λόγω της συγκυρίας και της μαζικής προσέλκυσης ψηφοφόρων στον ΣΥΡΙΖΑ, η προβολή αυτής της στρατηγικής οδηγεί σε ανασυγκρότηση του δίπολου αριστερά/δεξιά, αφού τα δεξιά αστικά κόμματα (και ιδιαίτερα το μεγαλύτερο, η ΝΔ) υποχρεώνονται σε μια υπερπολιτικοποιήση της αντιπαράθεσης (για να υποβαθμίσουν την ταύτιση τους με τα μνημόνια) υιοθετώντας εμφυλιοπολεμική ρητορική.
Οι κοινωνικό-οικονομικές προϋποθέσεις του «αντιμνημονιακού κευνσιανισμού» δεν υφίστανται. Η στρατηγική αυτή είναι προορισμένη να εκφυλιστεί σε ένα διαπραγματευτικό χαρτί για τους ρυθμούς και τους επιμέρους όρους των επόμενων «μνημονίων», άσχετα αν θα έχουν αυτό το όνομα. Με αυτήν την έννοια αποτελεί εγχείρημα ενσωμάτωσης των λαϊκών αντιδράσεων, κατοχύρωσης των μέχρι τώρα αντεργατικών τομών και (αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία) ενδεχόμενο διαπραγματευτικό χαρτί με διεθνή αναφορά λόγω του κόμματος της Ευρωπαϊκής αριστεράς και των σοσιαλδημοκρατών τύπου Ολάντ. Αυτά για όσο θα διαρκεί η «επιτυχία». Στην επόμενη φάση θα στρώσει το χαλί για ανοιχτές δικτατορικές λύσεις που ήδη προετοιμάζονται (όπως φαίνεται και από το πρόγραμμα όλων των δεξιών κομμάτων και των Ανεξάρτητων Ελλήνων ιδιαίτερα).
Η άνοδος της νέας σοσιαλδημοκρατίας έχει κινητοποιήσει το σύνολο του «παλιού» αστικού πολιτικού προσωπικού, τα ΜΜΕ ακόμα και αστικά κόμματα εκτός της Ελλάδας που στοχοποιούν τον ΣΥΡΙΖΑ προβλέποντας καταστροφές σε μια ενδεχόμενη εκλογική του νίκη. Σε ένα άμεσο επίπεδο πρόκειται για την προσπάθεια διάσωσης συγκεκριμένων αστικών κομμάτων και ηγεσιών που δίνουν μάχη επιβίωσης. Το ίδιο ισχύει και για το επιχειρηματικό-εκδοτικό κατεστημένο που μέχρι τώρα επηρέαζε και καθοδηγούσε άμεσα τα κόμματα αυτά και αναζητά δοκιμασμένους συνομιλητές. Μακροπρόθεσμα, μέσα από την διαρκή πολιτική πίεση και πολεμική, ο στόχος είναι να αμβλυνθούν ακόμα και οι σημερινές ρητορικές της κριτικής του ΣΥΡΙΖΑ έτσι ώστε όταν φτάσει η ώρα της κυβερνητικής εξουσίας η «ριζοσπαστική αριστερά» να είναι έτοιμη να κυβερνήσει.
Τα αστικά επιτελεία γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν κινδυνεύουν από αριστερούς αστούς δημοκράτες, οικονομολόγους και επαγγελματίες πολιτικούς, ούτε από την «καταγγελία» που μετατρέπεται χωρίς πολύ προσπάθεια σε «επαναδιαπραγμάτευση». Αυτό που φοβίζει είναι το ενδεχόμενο ενός μαζικού λαϊκού ρεύματος που θα σηκώσει κεφάλι με αφορμή τις εκλογικές νίκες της σοσιαλδημοκρατίας και θα τροφοδοτήσει ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες και αντιστάσεις. Παρά το γεγονός ότι αυτό το ενδεχόμενο φαντάζει σήμερα μακρινό αυτή η αντιμετώπιση λειτουργεί "προληπτικά" καθώς τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί μέσα στην θύελλα της κρίσης που συμπυκνώνει τον πολιτικό χρόνο και οδηγεί σε απρόβλεπτες ανατροπές.
Αυτό είναι και το σημαντικό σημείο της εκλογικής ανόδου της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Το γεγονός ότι αποτελεί προϊόν της ήττας του εργατικού κινήματος και προσπάθεια διαχείρισης της στο κοινοβουλευτικό πεδίο αλλά και ταυτόχρονα ελπίδα των φτωχών στρωμάτων σε μια διαλυμένη και εξαθλιωμένη κοινωνία. Από αυτήν την σκοπιά ένα επαναστατικό ρεύμα στο εργατικό κίνημα και την εργατική-Κομμουνιστική πολιτική δεν μπορεί να σταθεί απέναντι στους σοσιαλδημοκράτες ούτε με την καταστροφική πολιτική της «ουράς», ούτε όμως να μένει στην καταγγελία του ρόλου τους (που σε συνθήκες πόλωσης δημιουργεί μπορεί προβλήματα διαχωρισμού από τα άλλα ρεύματα της αστικής πολιτικής τα οποία ασκούν αντιδραστική κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ). Αλλά πρέπει να αναμετρηθεί με την θεωρητική εγκυρότητα και πολιτική αποτελεσματικότητα της δικής του πολιτικής πρότασης απέναντι στην επίθεση που δέχεται σήμερα η εργατική τάξη.
Στο περιθώριο αυτού του ευρύτερου ρεύματος αναπτύχθηκε, στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ένα παραπλήσιο ρεύμα που συγκροτήθηκε γύρω από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το ρεύμα αυτό, παρά τις επαναστατικές του διακηρύξεις, διέγραψε μια παράλληλη τροχιά με την αριστερή σοσιαλδημοκρατία: Με το ξέσπασμα της κρίσης τροφοδότησε μια σειρά σοσιαλδημοκρατικές κινήσεις (Πρωτοβουλία Οικονομολόγων, Αριστερό Βήμα, ΕΛΕ) και δημιούργησε κοινούς χώρους «ενότητας» με την σοσιαλδημοκρατία στο εργατικό κίνημα που δεν διαχωρίστηκαν από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ. Παράλληλα προσπάθησε και αυτό να ενσωματώσει την συνθηματολογία των κινημάτων στις πλατείες και τις παρελάσεις.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσε, λόγω της ταξικής της συγκρότησης αλλά και των πολιτικών και θεωρητικών ρευμάτων στο εσωτερικό της, να δώσει σαφείς απαντήσεις στα κεντρικά ζητήματα των κοινωνικών προϋποθέσεων της πολιτικής πρότασης και του ζητήματος της εξουσίας. Έτσι αντιμετώπιζε μόνιμα το πρόβλημα του «συνεχούς» του ΣΥΡΙΖΑ και παρά την ρητορική του «τρίτου πόλου» λειτούργησε τελικά ως δρόμος δορυφοριοποιήσης του «εξωκοινοβουλευτικού» χώρου γύρω από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία.
Αυτή η τακτική έδωσε μαζικά-για τα δεδομένα αυτού του χώρου- εκλογικά ποσοστά τα οποία ήταν προορισμένα να λεηλατηθούν στην επόμενη κεντρική πολιτική μάχη. Μεγάλο μέρος του πρόσφατου ποσοστού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα λειτουργήσει στις επόμενες εκλογές ως «αιμοδότης» του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό είναι εν πλήρη γνώση της ηγεσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ η οποία προσπαθώντας να αποτρέψει τις διαρροές υιοθέτησε μετεκλογικά την πολιτική της «ουράς» φτάνοντας στο σημείο να πλαισιώσει το πολιτικό τσίρκο των διερευνητικών εντολών. Φυσικά το κλείσιμο αυτού του κύκλου δεν θα είναι επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση αλλά η ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που σε δύσκολες εποχές -από την δεκαετία του 90 και μετά- είχε συμβάλει, με όλες τις αντιφάσεις της, στην Κομμουνιστική προοπτική. Το γεγονός αυτό αναβαθμίζει την σημασία της πολιτικής συγκρότησης όσων δυνάμεων κατάφεραν να παραμείνουν στον δρόμο της κομμουνιστικής προοπτικής και του ταξικού εργατικού κινήματος και της συμβολής τους σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Το Κομμουνιστικό κόμμα μέσα στην κρίση υιοθέτησε μια γραμμή που αναβίωσε τις αριστερές εκδοχές της Τρίτης Διεθνούς. Σε συνθήκες ανάδυσης λόγω της κρίσης όλων των σοσιαλδημοκρατικών ρευμάτων και πολιτικού εκφυλισμού μεγάλου μέρους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, η τοποθέτηση αυτή βρέθηκε αντικειμενικά πολύ πιο κοντά σε ταξικές θέσεις υπέρ του κόσμου της εργασίας. Η ξεκάθαρη τοποθέτηση από την αρχή της κρίσης απέναντι στην Ε.Ε, η ανάλυση του ανέφικτου σε συνθήκες κρίσης «κευνσιανισμού», η έμφαση στους αγώνες στους χώρους δουλειάς, η προβολή του κεντρικού ζητήματος της εργατικής εξουσίας ήταν στοιχεία που κυριάρχησαν στον πολιτικό λόγο του Κομμουνιστικού Κόμματος αποτελώντας ισχυρό αντίβαρο στις αυταπάτες που κυριαρχούσαν.
Η πολιτική αυτή γραμμή πήρε την μορφή της ενίσχυσης των κομματικών δυνάμεων σαν βασικό παράγοντα διαμόρφωσης των κοινωνικών όρων για να υλοποιηθεί η πολιτική πρόταση της άλλης εξουσίας και οικονομίας. Λειτούργησε –μέχρι ένα σημείο- ως μέσο προφύλαξης από τις διάφορες παραλλαγές της αστικής «αντιμνημονιακής» ιδεολογίας. Ωστόσο δεν ήταν μόνο ζήτημα «κομματικής προβολής». Η ταξική οπτική δοκιμάστηκε και στην πράξη, με την ηρωική απεργία των Χαλυβουργών να κλείνει 200 μέρες απεργίας και να μετατρέπεται σε αγώνα-σύμβολο του εργατικού κινήματος.
Παρόλα αυτά όμως η συμβολή σε ένα ευρύτερο επαναστατικό ρεύμα που θα συμβάλει με τις δικές του πρακτικές και πρωτοβουλίες δεν έγινε δυνατή. Η προβολή του κορυφαίου ζητήματος της εργατικής εξουσίας δεν συνοδεύτηκε από την δημιουργία αντίστοιχων δρόμων στο εργατικό κίνημα που να θέτουν αυτό το ζήτημα στην καθημερινή δράση, παρά τον συνεπή διαχωρισμό του ΠΑΜΕ από την ΓΣΕΕ. Υπήρξαν ζητήματα που παρέμειναν ανοιχτά όπως το ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης, το λενινιστικό κριτήριο για το τσάκισμα της σάπιας αστικής κρατικής μηχανής (που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε εργατική εξουσία) και η έλλειψη συγκεκριμένης πρότασης σε πανελλαδικό/διακλαδικό επίπεδο για τις δομές του εργατικού κινήματος που να ξεπερνάει τον μειοψηφικό και εκφυλισμένο «συνδικαλισμό» της ΓΣΕΕ. Καθώς οι παραπάνω αντιφάσεις δεν έγινε δυνατό να καλυφθούν ήταν φανερό ότι έμενε ένα κενό το οποίο θα καλύπτονταν από την άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας.
Η αναφορά στον λαϊκό παράγοντα δεν είχε σαν συνέπεια μετωπικές πρωτοβουλίες ακόμα και για τα πιο κεντρικά ζητήματα όπως η έξοδος από την Ε.Ε. Βέβαια η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων καθιστούσε αυταπάτη την δημιουργία κοινών «αριστερών μετώπων» αφού σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα όπως η εργατική εξουσία και η έξοδος από την Ε.Ε το σύνολο της αριστεράς ακολούθησε διαφορετικούς δρόμους. Όμως η έννοια του «μετώπου» δεν αφορά κυρίως την συσπείρωση ηγεσιών και πολιτικών γραφείων ούτε πολύ περισσότερο την κατάρτιση κοινών ψηφοδελτίων αλλά την ενότητα, δράση και διαμόρφωση ταξικών και ευρύτερα κοινωνικών δυνάμεων που θα πετύχουν μια ευρύτερη συσπείρωση και θα ανατρέψουν και την υπάρχουσα «πολιτική γεωγραφία». Οι αδυναμίες αυτές εντάσσονται και σε μια διαχρονική αντιμετώπιση κινητοποιήσεων όπως του Δεκέμβρη του 08.
Η παραπάνω πολιτική γραμμή δέχθηκε επιθέσεις από το σύνολο σχεδόν της αριστεράς για «έλλειψη τακτικής», «αριστερισμό» και πολλά άλλα στο όνομα μάλιστα του Lenin, του Μarx και των άλλων κλασικών. Στην πραγματικότητα μεγάλο μέρος αυτής της κριτικής ήταν συγκεκαλυμμένες προτάσεις ενσωμάτωσης του ΚΚΕ και συνολικά του Κομμουνιστικού Κινήματος σε σοσιαλδημοκρατικών μετώπων και όχι προτάσεις πραγματικής δράσης στο εργατικό κίνημα η συμβολής σε ένα επαναστατικό ταξικό ρεύμα όπου θα μπορούσαν να δοκιμαστούν αυτές οι απόψεις.
Ιδιαίτερα η συζήτηση για την «έλλειψη τακτικής» ήταν σε μεγάλο βαθμό μια προσπάθεια όχι εντοπισμού της αναγκαίας επαναστατικής τακτικής αλλά διάσπασης της στρατηγικής από την τακτική και συκοφάντησης της ανάγκης υπέρβασης του Καπιταλισμού ως «δευτέρα παρουσία». Δεν είναι τυχαίο ότι κανείς από όσους πρόβαλλαν την «έλλειψη τακτικής» δεν πρότεινε σαν «τακτική» π.χ την έξοδο από την Ε.Ε η την δημιουργία ανεξάρτητων από την διαφθορά οργάνων στο εργατικό κίνημα που θα βασίζονταν στα συνδικάτα. Αντίθετα συνήθως αυτές οι προτάσεις συνοδεύονταν από εκκλήσεις για «ενότητα» και «κοινή δράση» βασικά γύρω από προεκλογικές εκστρατείες και παναριστερά ψηφοδέλτια.
Οι σημερινές συνθήκες θέτουν σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι το Κομμουνιστικό Kόμμα: η διάχυση στο όνομα της ευκαιριακής παρέμβασης και του εισοδισμού στην σοσιαλδημοκρατία και την κυβερνητική/κοινοβουλευτική διαχείριση η βάθεμα της πολιτικής πρότασης με την πρωτοβουλία για κοινωνικό μέτωπο που θα θέσει στην πράξη το ζήτημα της εργατικής εξουσίας, της κοινωνικής επανάστασης. Υπάρχει βέβαια και μια τρίτη επιλογή: Η συνέχιση της προβολής της αναγκαιότητας μια άλλης εξουσίας και οικονομίας με την παράλληλη απουσία ανάληψης πολιτικών πρωτοβουλιών που θα χτίσουν εργατικούς θεσμούς-που θα θέσουν στην ημερήσια διάταξη την εργατική εξουσία και θα την βγάλουν από την σφαίρα των «διαπιστώσεων»-, ώστε ο κόσμος της εργασίας να απευθυνθεί και να συσπειρωθεί με την γραμμή εξόδου από την ΕΕ και την συνολικότερη πρόταση εξουσίας. Αυτή η κατεύθυνση, όπως δείχνει και η σημερινή περίοδος, μπορεί να συγκεντρώνει και να συσπειρώνει δυνάμεις όμως στο βαθμό που δεν συμβάλλει σε ένα επαναστατικό ρεύμα είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε όλη την γκάμα των «λύσεων» που την κρίσιμη στιγμή θα προβληθούν για να εγκλωβίσουν την λαϊκή αγανάκτηση.
Οι επερχόμενες εκλογές και η επόμενη μέρα των ταξικών αναμετρήσεων
Το αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου το ακολούθησε το πολιτικό τσίρκο των διερευνητικών εντολών. Τα αστικά κόμματα επιδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου για την ακύρωση/ενσωμάτωση της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας σε μια κυβερνητική λύση που θα την έφθειρε πολύ γρήγορα και θα τους έδινε τον αναγκαίο χρόνο για να ανασυγκροτηθούν. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μην αυτοκτονήσει και προσπάθησε να αξιοποιήσει αυτήν την διαδικασία για να εμφανιστεί σαν μια αξιόπιστη κυβερνητική «λύση» προετοιμάζοντας παράλληλα την επόμενη προεκλογική εκστρατεία.
Η όλη διαδικασία των διερευνητικών εντολών αποκάλυψε και μια ουσιαστική πλευρά της αστικής δημοκρατίας. Ότι δεν έχει απολύτως καμία σημασία η ψήφος σαν «λαϊκή βούληση» αφού το σύνολο των κομμάτων -με εξαίρεση το ΚΚΕ- αφού τις εισέπραξε άρχισε να της «εξαργυρώνει» σε τελείως διαφορετικά σχέδια από αυτά με τα οποία τις είχε αποσπάσει στις εκλογές: Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ άρχισαν ξαφνικά να υποστηρίζουν την «επαναδιαπραγμάτευση» του μνημονίου, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες κατέθεσαν plan b για κυβέρνηση «έκτακτης ανάγκης» με όλα τα κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε σε συζήτηση-έστω και σαν κίνηση τακτικής-με ΠΑΣΟΚ και ΝΔ για να ….αναστείλει την εφαρμογή των μέτρων, η «αντιμνημονιακή» ΔΗΜΑΡ έκανε την μεγαλύτερη προσπάθεια από όλους (μαζί με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας) για να υπάρξει αστική κυβέρνηση με τα «μνημονιακά» κόμματα που προεκλογικά απέρριπτε κα.
Οι επόμενες εκλογές θα παγιώσουν την κατάσταση που είδαμε στις 6η Μαΐου. Θα σημάνουν την «αλλαγή Πασοκικής φρουράς» είτε με την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είτε με την εδραίωση του ως αξιωματική αντιπολίτευση με μικρή διαφορά από τη ΝΔ. Το γεγονός αυτό θα λειτουργήσει σαν μοχλός αναδιάταξης και «σύμπτυξης» όλων των παραλλαγών των αστικών κομμάτων από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ και τους Οικολόγους μέχρι το μπλοκ της δεξιάς. Η Χρυσή Αυγή θα τροφοδοτήσει με ένα μέρος των ψήφων της τα αστικά κόμματα και θα διατηρήσει την κοινοβουλευτική παρουσία αποδεικνύοντας βουλή) ότι ο φασισμός σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι απάτη αλλά κοινωνική πραγματικότητα (το ίδιο θα ίσχυε ακόμα και αν- οριακά- δεν έμπαινε στην βουλή) . Θα υπάρξει απορρόφηση του εξωκοινοβουλευτικού χώρου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τον ΣΥΡΙΖΑ, κατάληξη της γραμμής του «μικρού ΣΥΡΙΖΑ» , αφού οι περισσότεροι θα προτιμήσουν το «πρωτότυπο». Οι δυνάμεις του ΚΚΕ θα αντιμετωπίσουν μεγάλη πίεση και ενδεχόμενη συρρίκνωση των εκλογικών ποσοστών, κρατώντας όμως έναν βασικό πυρήνα δυνάμεων που θα κριθεί όχι στις εκλογές αλλά μετά από αυτές. Μεγάλη πίεση θα ασκηθεί και στα άλλα μικρά εξωκοινοβουλευτικά εγχειρήματα που έτσι και αλλιώς έχουν περιορισμένη κοινωνική αναφορά.
Η επόμενη μέρα των εκλογών –στο βαθμό που δεν επιλεγούν «ατυχήματα» για να προλάβουν η να διαμορφώσουν το εκλογικό αποτέλεσμα-θα έχει λοιπόν μια νέα διάταξη των κομμάτων. Καθώς όμως τα εκλογικά ποσοστά θα είναι οριακά και οι οικονομικές συνθήκες ασφυκτικές το αστικό πολιτικό σύστημα θα μπει-ενδεχομένως και αμέσως μετά στις εκλογές- ξανά σε κρίση. Όποια κυβέρνηση και αν βγει δύσκολα θα αντέξει την διάψευση των προσδοκιών και τα νέα αντεργατικά μέτρα που θα έρθουν (η τα παλιά που θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται) και αργά η γρήγορα θα έχουμε νέες συγκυβερνήσεις, οικουμενικές, καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης κα. Μπαίνουμε δηλαδή σε μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής αστάθειας και μετάβασης σε πιο αυταρχικές λύσεις που θα καθυστερήσουν βέβαια σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ παραμείνει αξιωματική αντιπολίτευση. Όλα αυτά θα συνδεθούν με την επιδείνωση της κρίσης στην Ε.Ε και στον Ευρωπαϊκό νότο ιδιαίτερα.
Η περίοδος αυτή είναι περίοδος ταξικών αναμετρήσεων και όχι αναμονής. Οι δυνάμεις οι οποίες αρνούνται σήμερα να συνυπογράψουν την νέα «αλλαγή» καλούνται σήμερα να παλέψουν για την δημιουργία όχι απλά ενός αριστερού αναχώματος αλλά για ένα κοινωνικό ρεύμα στο εργατικό κίνημα και την επαναστατική θεωρία που θα κάνει αποφασιστικά βήματα στο να τεθεί στην ταξική πάλη το ζήτημα της εξόδου από την Ε.Ε και η κατάκτηση μιας άλλης εξουσίας.
Σε ότι αφορά τις δυνάμεις του
Κομμουνιστικού κινήματος που, είτε βρίσκονται στο κοινοβούλιο είτε όχι,
αρνήθηκαν τις καρέκλες των «αριστερών κυβερνήσεων» και δεν έγιναν
εξωκοινοβουλευτικοί μαϊντανοί των σοσιαλδημοκρατικών προεκλογικών
εκστρατειών η συντακτική επιτροπή, ανεξάρτητα από διαφωνίες, υποστηρίζει
την πολιτική και εκλογική τους στήριξη. Γιατί την επόμενη μέρα των
εκλογών που θα γίνει διακριτό ότι τα μνημόνια δεν έφυγαν δεν θα αρκεί
ούτε ο «ψεύτης ήλιος» της αριστερής μπλόφας ούτε όμως απλά η δικαίωση
όσων ασκούσαν κριτική. Γιατί τότε θα είναι επιτακτική η ανάγκη για μια
νέα εξόρμηση των επαναστατικών ιδεών και του ταξικού εργατικού κινήματος
σαν τον μόνο δρόμο για μια ζωή με δικαιώματα και αξιοπρέπεια, πέρα από
την βαρβαρότητα του κανιβαλικού Καπιταλισμού της εποχής μας.
Η συντακτική επιτροπή.
Πάντως με βάση την κατάληξη του κειμένου η καλύτερη επιλογή είναι το ΚΚΕ