Η διενέργεια του δημοψηφίσματος -αν και όπως αυτό πραγματοποιηθεί- ,
επιτελεί ένα διττό σκοπό. Αφενός λειτουργεί ως διαπραγματευτικό όπλο
στην διάθεση της κυβέρνησης απέναντι στους δανειστές, αφετέρου
λειτουργεί πρακτικά ως δυναμική διαδικασία διαχωρισμού της ελληνικής
κοινωνίας ανάμεσα σε εκείνους που ταυτίζονται πλήρως με το νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό μοντέλο και σε αυτούς που το αμφισβητούν, είτε σε επιμέρους στοιχεία του, είτε ολοκληρωτικά, επιδιώκοντας την έξοδο από την ΕΕ και την ΟΝΕ.
Το κυρίαρχο μέλημα της κυβέρνησης είναι να διατηρήσει την αντιπαράθεση που αντικειμενικά προκύπτει, εντός του κανονιστικού πλαισίου που
τίθεται από το καπιταλιστικό κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο. Ακριβώς
για αυτό, η αντίθεση που προτάσσεται ως κυρίαρχη, είναι αυτή ανάμεσα
στον νεοφιλελευθερισμό και στην ήπια σοσιαλδημοκρατική -ωστόσο καπιταλιστική- προσαρμογή, σε
μια απονενοημένη απόπειρα αναβίωσης ενός καπιταλισμού με κοινωνικό
πρόσωπο, ως οιονεί επίκληση του δυτικού μοντέλου κράτους πρόνοιας. Η
προταγματική αποδοχή αυτής της αντίθεσης ως κυρίαρχης, είναι που
νοηματοδοτεί σε επίπεδο περιεχομένου, την φόρμα του δημοψηφίσματος που
προτείνεται, και το οποίο επιλέγεται, να τοποθετηθεί αυστηρά εντός του πεδίου που ορίζεται από την αποδοχή τόσο της ΕΕ, όσο και της ΟΝΕ.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ούτε θέλει ούτε είναι σε θέση να εκφράσει ένα καθολικό αντικαπιταλιστικό πρόταγμα, που ορίζεται από την κάθετη αντίθεση και ρήξη με την ΕΕ και την ΟΝΕ, ως μηχανισμώνκαπιταλιστικής
ολοκλήρωσης, που σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο εντείνουν με ρυθμούς
γεωμετρικούς, τους όρους εκμετάλλευσης του κόσμου της εργασίας. Μια
παραδοχή, που αντλεί την εγκυρότητά της, από την μορφή έκφρασης του
ερωτήματος του δημοψηφίσματος, που η κυβέρνηση θέτει, και το οποίο
αποτελεί, το ακροτελεύτιο όριο αντιπαράθεσης του ΣΥΡΙΖΑ και των συμμάχων
του, με την νεοφιλελεύθερη εκδοχή καπιταλιστικού μοντέλου, που κυριαρχεί εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου.
Επιπλέον, η κυβερνητική απόφαση διενέργειας του δημοψηφίσματος, δεν αποτελεί έκφραση δημοκρατικής ευαισθησίας, ούτε προϊόν γενναιοδωρίας προς τον χειμαζόμενο λαό. Αντίθετα αποτελεί αναγκαστική επιλογή,
που προκύπτει ως απόρροια της αδυναμίας της κυβέρνησης να υποταχθεί
πλήρως στις επιταγές των δανειστών, αλλά και ως αποτέλεσμα της πλειοψηφικής λαϊκής απαίτησης τερματισμού των μνημονίων. Πρόκειται για μια εξίσωση, που δεν λύνεται και δεν θα λυθεί, με όρους κοινά επωφελείς και για τους εργαζόμενους και για τις καπιταλιστικές ελίτ, εγχώριες και ευρωπαϊκές.
Ωστόσο η αναγκαστική υιοθέτηση, από την κυβέρνηση της επιλογής του δημοψηφίσματος, αποτελεί ταυτόχρονα μια σημαντική στιγμή στα πλαίσια του πενταετούς ταξικού κοινωνικού πολέμου που διενεργείται στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, και ο οποίος έντεχνα αποκρύβεται -και από την παρούσα κυβέρνηση- υπό το μανδύα ενός αριστερόστροφου εθνικισμού, που αποπειράται να συγκολλήσει τα διαμετρικά αντίθετα ταξικά συμφέροντα, διολισθαίνοντας στο επίπεδο, μια ψευδούς εθνικής ενότητας.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, η προοπτική της πραγματοποίησης του δημοψηφίσματος, δημιουργεί ένα πεδίο δυναμικής ταξικής αντιπαράθεσης, που δεν μπορεί να αγνοηθεί από την αριστερά, καθώς δίνει την δυνατότητα να αναδυθούν -όχι με ευκολία- αλλά με σχετικά αυτοτελή τρόπο τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα
που δεν ταυτίζονται ούτε με τα συμφέροντα του εγχώριου αστικού
πολιτικού κατεστημένου, ούτε με τις επιδιώξεις των κυρίαρχων
καπιταλιστικών τάξεων στην Ευρώπη.
Από αυτή την οπτική, υπάρχει μια δισυπόστατη πρακτική
που αφορά στην ελληνική αριστερά και η οποία από διαφορετικούς δρόμους
και με διαφορετικές προθέσεις, αφαιρεί την δυνατότητα εμφάνισης με όρους
ανεξαρτησίας από την αστική πολιτική και την κυβερνητική στρατηγική,
ενός εργατικού επαναστατικού ρεύματος που να θέτει στο κέντρο
της πολιτικής αντιπαράθεσης το κοινωνικό ζήτημα γυμνό και
απαγκιστρωμένο, από κάθε εκφορά αστικής διαχείρισης με όποιο πρόσημο, και αν αυτή εμφανίζεται.
Η πρώτη πρακτική αφορά στην επιλογή του "άκυρου" στο δημοψήφισμα, η οποία εκφράζεται από το ΚΚΕ,
ως αποτέλεσμα μιας πολιτικά ορθής ανάλυσης που καταλήγει σε μια
προβληματική τακτική επιλογή, δεδομένου ότι αφαιρεί την δυνατότητα
όσμωσης των αντικαπιταλιστικών, αντί ΕΕ
δυνάμεων, με εκείνα τα κομμάτια της εργατικής τάξης και του λαού, που ακόμη δεν έχουν διαβεί το Ρουβίκωνα της συνολικής ρήξης με το όλο του καπιταλιστικού ευρωπαϊκού πλαισίου. Ενώ ταυτόχρονα, δεν δίνει την δυνατότητα πρακτικής καταγραφής της καθολικής αντίθεσης με την ΕΕ και την ΟΝΕ, που μπορεί να δράσει πολλαπλασιαστικά
αναβαθμίζοντας ποιοτικά την ταξική αντιπαράθεση με το εγχώριο και
ευρωπαϊκό αστικό προσωπικό, -της οποίας το δημοψήφισμα- είναι μόνο μια
στιγμή, αλλά μια στιγμή, σημαντική.
Η δεύτερη πρακτική σχετίζεται, με την επιλογή του " Όχι " , η οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα..
συνεχίστε την ανάγνωση εδώ
πηγή Praxis
ΔΕν ψηφίζει κανένα "ΟΧΙ" στα μνημόνια κάποιος "αγωνιζόμενος λαός".
Το ΟΧΙ αφορά μια συγκεκριμένη πρόταση της τρόικας η οποία έχει αποσυρθεί από το τραπέζι, Δηλαδή είναι όχι στον κοπανιστό αέρα, το η συγκυβέρνηση θα το εκλάβει ως ΝΑΙ, όχι απλά στο μνημόνιο των 8,5δις που πρότεινε η ίδια (και εδώ κάπου απορώ που είδες τον "αντι-νεοφιλελευθερισμό της), αλλά στις πολύ πιο εξωφρενικές συμφωνίες-μνημόνια που θα κληθεί να υπογράψει από Δευτέρα. Μνημόνια που θα κάνουν το δύδιμο Σαμαρά-Μπένυ να φαντάζει Μάο-Λην-Πιάο.
Όχι στο όνομα μας λοιπόν, όχι με την ψήφο μας, όχι στο όνομα της αριστεράς.
Το εύκολο είναι να ψηφίζεις "ΟΧΙ" σε μια πρόταση που δεν υφίσταται καν κ να φαντασιώνεσαι πως ψηφίζεις όχι στην ΕΕ.
Το δύσκολο είναι να μείνεις στην πραγματικότητα και να πάρεις και την ευθήνη για τις συνέπειες, του να πας για μια ακόμη φορά ενάντια στο ρεύμα.
Διαφωνούμε πλήρως. Ούτε το άκυρο ούτε η αποχή είναι σοβαρή πολιτική στάση, ειδικά όταν δεν αποτελεί το επίστεγασμα μιας μακράς κινηματικής διαδικασίας, που να μπορεί να υποστηρίξει στον δρόμο μια τέτοια επιλογή.
Επιπλέον όταν προεξοφλείς ότι όσοι ψηφίζουν οχι, είναι συριζαίοι, φασίστες ή παραπλανημένοι και η μόνη αλήθεια εκβάλει εκ του ΚΚΕ, δεν υπάρχουν περιθώρια σύγκλισης. Ενώ ταυτόχρονα δωρίζεις ένα σημαντικό κομμάτι του λαού και της εργατικής τάξης στην σοσιαλδημοκρατία, που μπορεί να αποσπαστεί -εν δυνάμει- απο τον ρεφορμισμό.
Το κείμενο και η θέση μου είναι σαφής και δεν νομίζω ότι χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση.
Καθένας κρατά την άποψή του ενώ η πραγματικότητα θα λειτουργήσει αποδεικτικά για όλους μας.