Η λειτουργία του Traverso Rossa, μεταφέρεται σταδιακά στο νέο site,

# Marxism.

Ωστόσο, το υπάρχον blog και το υλικό που περιέχει, θα παραμείνουν προσβάσιμα.



15 Μαΐου 2015

Με αφορμή την Ουκρανία – Απόπειρες προσέγγισης του εθνικού ζητήματος //γράφει ο Βαγγέλης Μπάδας

ukr
Το κείμενο δημοσεύτηκε στο τεύχος 5 της επιθεώρησης Praxis (Μάης-Αύγουστος 2014)

γράφει ο Βαγγέλης Μπάδας,
Η Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής πλέον, όπως δείχνουν τα πράγματα, Κριμαίας, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα της Ευρώπης (603.628 km2) μετά τη Ρωσία και αριθμεί περίπου 45.000.000 κατοίκους. Δύσκολα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για «ουκρανικό έθνος» με τους ίδιους όρους με τους οποίους μιλά συνήθως για «Έλληνες», «Τούρκους» ή «Γάλλους». Πέρα από το γεγονός ότι εντός του σημερινού ουκρανικού κράτους κατοικούν διαφορετικές εθνότητες (κυρίως Μεγαλορώσοι, αλλά και Τάταροι, Μολδαβοί, Έλληνες, Καυκάσιοι κ.ά.), οι ίδιοι οι Ουκρανοί αφενός διακρίνονται σε τρεις γλωσσικές ομάδες (έχουμε Πολωνόφωνους, Ουκρανόφωνους και Ρωσόφωνους) και αφετέρου ανήκουν σε τρία διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα (το καθολικό, το ουνιτικό και το ορθόδοξο – για να μην αναφερθούμε στο πολύ μεγάλο ποσοστό άθεων).
Επιπλέον, η γλώσσα, η ιστορία και ο πολιτισμός των Ουκρανών (που ενίοτε αναφέρονται ως Μικρορώσοι) δύσκολα μπορούν να γίνουν αντιληπτά αποκομμένα από την ιστορική πορεία των κυρίως ειπείν Ρώσων. Έτσι, ειδικά η διαδικασία συγκρότησης του ουκρανικού κράτους απέχει αρκετά από τη διαμόρφωση των λίγο ως πολύ «καθαρών χώρων» που επέβαλε η ανάδυση των εθνικών κρατών στη δυτική Ευρώπη. Πόσω μάλλον που ένα ανεξάρτητο ουκρανικό κράτος δεν εμφανίζεται στο σύγχρονο κόσμο παρά μόνο με τη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης και τη συγκρότηση της Σοβιετικής Ένωσης, πράγμα που όχι μόνο δεν αποτελούσε εμπόδιο, αλλά αντίθετα προωθούσε τη συνύπαρξη των πιο διαφορετικών εθνοτήτων σε μια κοινή γεωγραφική περιοχή.
Το κείμενο που ακολουθεί δεν σκοπεύει να υπεισέλθει σε πολιτισμικά εθνολογικά ζητήματα, ούτε εμφορείται από το ιερό μένος των γεωπολιτικών αναλύσεων που πυρπολούν σε καθημερινή βάση τη λαϊκή φαντασία. Αντίθετα, με αφορμή τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία, θα γίνει μια προσπάθεια να φωτιστούν τα αδιέξοδα της κυρίαρχης αστικής φιλελεύθερης σκέψης γύρω από το εθνικό ζήτημα. Επίσης, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε περιληπτικά κάποιες από τις κρίσιμες εννοιολογικές και ιστορικές καμπές της εν λόγω αντιπαράθεσης στους κόλπους του μαρξισμού.
«Κάθε έθνος ένα κράτος» ή δύο και τρία έθνη ένα κράτος;
Οι αντιλήψεις των φιλελεύθερων γύρω από το έθνος κυριαρχούνται από τις ίδιες ανεξάλειπτες αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε λογικό τους σχήμα. Το πρόβλημα εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο παράγονται οι έννοιες στην αστική σκέψη. Αφηρημένα μορφικά σχήματα που δεν αντανακλούν τίποτε άλλο πέρα από τον πόθο για διαιώνιση των κυρίαρχων παραγωγικών σχέσεων αξιώνουν να εμφανίζονται ως καθολικές και πανανθρώπινες μορφές που τακτοποιούν την υλική πραγματικότητα και τη συνείδηση.
Κάτω από αυτή την οπτική, το ίδιο το ζήτημα του έθνους αντιμετωπίζεται έξω από τις αντικειμενικές ιστορικές προϋποθέσεις της εισόδου του στην Ιστορία. Μολονότι υπάρχει σήμερα μια μάλλον γενικευμένη συμφωνία πως ο χωρισμός της ανθρωπότητας σε κρατικές αυτοτελείς διοικήσεις με βάση την εθνοτική διαφοροποίηση είναι αίτημα και προϋπόθεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι ηγεμονικοί μηχανισμοί παραγωγής ιδεολογίας εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που προκύπτουν από μια τέτοια διαδικασία στα α-ιστορικά πεδία κάποιας «ορθολογικής», κουλτουραλιστικής ή δικαϊκής προσέγγισης.
Η πρώτη άλυτη αντίφαση στο πλαίσιο τέτοιων προσεγγίσεων ενυπάρχει ήδη στο αρχικό εθνικιστικό αίτημα, το οποίο μπορεί να συμπυκνωθεί στο σύνθημα «κάθε έθνος ένα κράτος». Πίσω από τους πύρινους λόγους του Mazzini ή τα σπαράγματα του Ρομαντισμού εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τις πολύ πιο γήινες προσδοκίες της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής για πολιτική και οικονομική ενότητα και σταθερότητα, χωρίς φυσικά κάτι τέτοιο να αποτελεί πρόβλημα. Η εμπορευματική ανάπτυξη, ειδικά στα πρωταρχικά της στάδια, δεν αγαπά ούτε τις εθνοθρησκευτικές διενέξεις ούτε τον πολυδιάστατο κατακερματισμό των αυτοκρατοριών. Ωστόσο, το ίδιο το πολεμικό σύνθημα του εθνικισμού, που αρχικά κινήθηκε προς τη δημιουργία τέτοιων κρατικών ενοτήτων με άξονα τη συνένωση όλων των Ιταλών ή των Γερμανών, σχεδόν ταυτόχρονα εκδήλωσε και την ενυπάρχουσα αντίστροφη ροπή του, αυτή της απόσχισης και της αυτονομίας.
Το ίδιο το «εθνικό ζήτημα», λοιπόν, στη φιλελεύθερη μορφική καθαρότητά του δεν είναι παρά μια αμφιλογία που εμπεριέχει δύο εντελώς αντίστροφες τάσεις. Μια «συμπεριληπτική», η οποία αξιώνει το ευρύτερο δυνατό γεωγραφικό και πολιτικό αγκάλιασμα «ομοεθνών», και μια «αποκλειστική», η οποία αποζητά τη μεγαλύτερη δυνατή «ομοιογένεια», πράγμα που στρέφεται υποχρεωτικά στην κατεύθυνση της δημιουργίας μικρών (έως πολύ μικρών) κρατικών οντοτήτων. Φαίνεται μάλιστα πως και οι δύο αυτές τάσεις ανταποκρίνονται με ίσες αξιώσεις στο αστικό αίτημα περί «ενότητας».
Επιπλέον, ο φιλελευθερισμός έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τους λογικούς όρους που ο ίδιος έθεσε. Για παράδειγμα, πώς διαχειρίστηκε ιστορικά το ζήτημα της αυτοδιάθεσης όσον αφορά τα αποικιακά-υποτελή έθνη; Και επιπλέον, δεδομένου ότι η διαδικασία της εθνικής αυτοσυνείδησης δεν είναι μια διαδικασία που συντελείται άπαξ στον ιστορικό χρόνο, πώς στέκεται απέναντι σε μια μόνιμη εστία έντασης που ανατροφοδοτείται συνεχώς, απειλώντας την κρατική κυριαρχία; Οποιαδήποτε λύση εντός της φιλελεύθερης εννοιολογικής περιμέτρου φαίνεται να κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της. Αρκετοί προσπάθησαν να άρουν το συγκεκριμένο αδιέξοδο, προσφεύγοντας σε κάποιου είδους αυτοτελή πολιτιστική ανάπτυξη ή πολιτική αυτονομία στο πλαίσιο μιας ενιαίας κρατικής δομής· ωστόσο, τέτοιες απόπειρες ενδιάμεσης τοποθέτησης στην πράξη μάλλον επιδείνωσαν την κατάσταση. Σε αυτό το παιχνίδι μάλιστα μπήκαν και σοσιαλιστές σαν τον Otto Bauer (γύρω από το έργο του γίνεται πολύς λόγος τελευταία), στον οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια, καθώς και κάθε λογής μετανεωτερικοί ιεροφάντες.
Τούτη η αντινομία περνά αυτούσια και στο αστικό-δικαϊκό πλαίσιο, αποκτώντας νομική υπόσταση, για να αποδειχτεί περαιτέρω η ουσιαστική της ένδεια. Ο ΟΗΕ, για παράδειγμα, από τη μια ορίζει ρητά το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των εθνών, που εδράζεται αυτούσιο στο φιλελεύθερο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του ατόμου, και από την άλλη απαγορεύει την οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια απόσχισης, προστατεύοντας την αρχή της κρατικής κυριαρχίας, που εδράζεται στην επίσης απαραβίαστη αστική αρχή της διατήρησης της «ειρήνης» και της «ασφάλειας».
Σε κάθε περίπτωση, ο Νόμος δεν είναι παρά η μεταμόρφωση όχι μόνο της εμπορευματικής κυριαρχίας, αλλά και της εγγενούς φιλελεύθερης αντίφασης στο χώρο του πνεύματος. Έτσι, ανοίγεται ο ιστορικά μοναδικός δρόμος για την ερμηνεία και την επιβολή του Δικαίου: αυτός της ιμπεριαλιστικής βίας, που αποφάσισε πως στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας είχε προτεραιότητα το δικαίωμα στην απόσχιση, ενώ στην περίπτωση της Κριμαίας έπρεπε να πρυτανεύσει η σταθερότητα και η ειρήνη. Μάλιστα, ο Schröder, προκειμένου να φορέσει ένα φύλλο συκής στη σημερινή θέση του γερμανικού ιμπεριαλισμού, υποστήριξε ωμά ότι η επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία ήταν νομικά… λάθος!
Από την άλλη, ομάδες ή προσωπικότητες της Αριστεράς (ίσως για να απαλύνουν τις εντυπώσεις από την προηγούμενη στήριξή τους στις «δυνάμεις δημοκρατίας της Μεϊντάν») δήλωσαν πως αποστασιοποιούνται από τη νέα τάξη πραγμάτων στο Κίεβο, αλλά καταδικάζουν κάθε απόπειρα απόσχισης της Κριμαίας ως defacto παράνομη και απειλή για την ειρήνη. Ίσως νιώθουν έτσι ότι είναι συνεπείς με τη γραμμή «μη επέμβασης» στο Κόσοβο, αλλά ουσιαστικά δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να είναι συνεπείς με την αρχή της… Βεστφαλίας. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να ψάξουν στο αστικό νομικό οπλοστάσιο προκειμένου να ανακαλύψουν ερείσματα που θα τους βοηθήσουν να υπερασπιστούν, για παράδειγμα, τη θέση τους σε σχέση με το παλαιστινιακό κίνημα.
Όπως και να ’χει, η βιωμένη πραγματικότητα της ιμπεριαλιστικής βίας προβάλλει τόσο γυμνή, ώστε υποχρεώνει ακόμα και τους πιο ραφινάτους διανοούμενους να πάρουν θέση. Ο «πολύς» Žižek, ο Bauman και ο Ginzburg στήριξαν την «ουκρανική άνοιξη» με την ίδια ζέση που ο Habermas είχε στηρίξει τους ανθρωπιστικούς βομβαρδισμούς στο Κόσοβο και στο Ιράκ. Και στις τρεις περιπτώσεις έδεσαν τα σχοινοτενή, γεμάτα ευαισθησία κείμενά τους στις ξιφολόγχες των νεοαποικιοκρατών.
«Γεννήθηκα άνθρωπος από τη φύση και Γάλλος από τύχη» – «Είμαι Γερμανός και είμαι άνθρωπος χάρη στη γερμανική μου ιδιότητα»


via: Praxis

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.

2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια

3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.