Η λειτουργία του Traverso Rossa, μεταφέρεται σταδιακά στο νέο site,

# Marxism.

Ωστόσο, το υπάρχον blog και το υλικό που περιέχει, θα παραμείνουν προσβάσιμα.



22 Μαΐου 2015

"Τσαρλς Ντίκενς" του Φραντς Μέρινγκ// μετάφραση - επιμέλεια Κώστας Λίλας


    

dickens

Μετάφραση και επιμέλεια Κώστας Λίλας,

Ο Φραντς Μέρινγκ, δημοσιογράφος, ιστορικός, κριτικός, ήταν ένας από τους ηγέτες της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, τόσο ως προς τη θεωρία όσο και ως προς την πράξη. Γεννημένος το 1846 στην Πομερανία σε οικογένεια της μεσαίας τάξης, ολοκλήρωσε τις σπουδές του ως διδάκτορας της φιλοσοφίας στο Λάιπτσιγκ. Τα ευφυή άρθρα του εμφανίζονταν σε εφημερίδες που ο ίδιος εξέδιδε και, από το 1890 στη Neue Zeit του Καρλ Κάουτσκυ. Εντάχθηκε, ενάντια στον πόλεμο, στον Σπάρτακο, που ίδρυσαν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, πέρασε πολλούς μήνες στη φυλακή και πέθανε το 1919, αφού έμαθε για την δολοφονία των δύο συντρόφων του. Τα πιο γνωστά ιστορικά του έργα είναι η «Ιστορία της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας (1897-08)» και το «Καρλ Μαρξ: Η Ιστορία της Ζωής του», που εκδόθηκε στη Γερμανία το 1918 μετά από καθυστερήσεις από την στρατιωτική λογοκρισία και τώρα πια αποτελεί μια κλασσική βιογραφία του Μαρξ.

Από τους τρεις μεγάλους Άγγλους μυθιστοριογράφους της Βικτωριανής περιόδου – Μπούλβερ, Ντίκενς και Θάκερεϋ – ο Ντίκενς ήταν ο περισσότερο αγαπημένος και διαβασμένος, παρά το γεγονός ότι η ηπειρωτική λογοτεχνία και φιλοσοφία του ήταν πολύ λιγότερο οικείες από ότι στους ευρύτερης κλασσικής παιδείας συγχρόνους του. Τους ξεπερνούσε εύκολα όμως με το πρωτότυπο ταλέντο του και την ακατάβλητη ενέργειά του για δουλειά και ζωή, ενέργεια που αποτελούσε μάλλον και την πιο ξεχωριστή του αρετή.

Ήταν πέρα για πέρα Άγγλος. Έχει, όχι άδικα, ειπωθεί ότι δεν άφησε ποτέ πίσω του τη λονδρέζικη καταγωγή του. Στα γράμματά του, που δημοσίευσε μετά το θάνατό του ο φίλος του Φόρστερ, παραπονιέται συχνά, ενώ διασχίζει τα άσπιλα τότε από ορδές τουριστών ελβετικά βουνά, για την απουσία των θορύβων του δρόμου, τους οποίους και θεωρούσε αναντικατάστατους για την δημιουργικότητά του. «Δεν μπορώ να περιγράψω το πόσο μου λείπουν οι δρόμοι», έγραφε το 1846 από τη Λωζάνη, όπου έγραψε ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματά του το «Ντόμπυ και Υιός». «Είναι σαν να προσφέρουν στο νου μου κάτι χωρίς το οποίο αδυνατεί να εργαστεί. Για μια βδομάδα ή ένα δεκαπενθήμερο, μπορώ θαυμάσια να γράψω σε κάποιο απόμερο μέρος. Μετά όμως, χρειάζεται μία τουλάχιστο μέρα στο Λονδίνο για να μου δώσει ώθηση. Η δυσκολία του να δουλεύω χωρίς αυτό το μαγικό φανάρι είναι τεράστια … Οι χαρακτήρες μου μοιάζουν να επιθυμούν την ακινησία χωρίς ένα Λονδίνο γύρω τους. Έγραψα πολύ λίγο στην Τζένοα και νόμιζα ότι είχα αποφύγει τα ίχνη της επιρροής της, αλλά, Θεέ μου, τουλάχιστον εκεί είχα δυο μίλια φωτισμένων δρόμων που μπορούσα να περιπλανηθώ τη νύχτα, και ένα σπουδαίο θέατρο κάθε βράδυ».
Στα γράμματα του συγγραφέα εμφανίζονται δεκάδες παρόμοια παράπονα. Ως προς αυτό, ξεχωρίζει ιδιαίτερα ανάμεσα στους ομότεχνούς του.
Η ψυχοφθόρα ζωή της πόλης ήταν το πραγματικό πνεύμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας του. Ήξερε αυτή τη ζωή στα ύψη και τα βάθη της. Αντιλαμβανόταν τους κοινωνικούς της τύπους με αξιοθαύμαστη διεισδυτικότητα και τους ενσάρκωνε σε ζωηρές φιγούρες, πολλές από τις οποίες ήταν και παραμένουν δημοφιλείς στην Αγγλία και αλλού. Ο κύριος Πίκγουικ και ο Σαμ Γουέλλερ μπορούν να συγκριθούν σε φήμη με τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο Πάντσα. Ακόμη κι όταν είχε γίνει πια τιμώμενος συνδαιτημόνας υπουργών και κοντινός φίλος όλων των διάσημων της Αγγλίας, η καρδιά του ανήκε στους φτωχούς και άμοιρους, αυτούς από τους οποίους και ο ίδιος προερχόταν. Ένιωθε όσο κανείς τα «παραπαίδια της φύσης», τους τυφλούς, τους κουφούς, του μουγγούς, αλλά επίσης, και αυτό σημαίνει ακόμη περισσότερα, τα «παραπαίδια» της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ακόμη και ωραιοπαθείς αστοί έλεγαν για τον Ντίκενς, εν μέρει καταγγελτικά, εν μέρει με απορία, ότι ποτέ δεν μπερδευόταν στη συμπάθειά του για την εργατική τάξη από τη χοντροκοπιά, την εγκληματικότητα, την ανηθικότητα, την βρωμιά.  

Η δημιουργικότητά του ήταν σχεδόν απίστευτη. Παρά το γεγονός ότι απολάμβανε την κοινωνική ζωή που του πρόσφεραν οι καρποί του συγγραφικού του έργου, έγραψε, σε λιγότερο από δυο δεκαετίες, δώδεκα σημαντικά μυθιστορήματα και πολλά διηγήματα, μια χριστουγεννιάτικη ιστορία, ταξιδιωτικά ημερολόγια και πολλά άλλα ακόμη. Πράγματα που μπορεί να καταλάμβαναν τους κόπους μιας ζωής για άλλους ανθρώπους, όπως η ίδρυση μιας εφημερίδας (της DailyNews) ή ενός σημαντικού εβδομαδιαίου περιοδικού (HouseholdWorlds), ήταν για αυτόν ευκαιριακές δραστηριότητες. Ηπαραγωγικότητάτουερμηνεύθηκεσυχνάωςπροχειρότητα. Κατηγορήθηκε για την έλλειψη οικονομίας του λόγου, για αδεξιότητα στην πλοκή και τις λύσεις που επιστράτευε, για το απίθανο των ιστοριών του, το εξεζητημένο ύφος, το χοντροκομμένο χιούμορ, τις υπερβολές και πολλά ακόμα. Η αλήθεια είναι ότι είναι δύσκολο να ανταπαντήσει κανείς σε πολλές από αυτές τις επικρίσεις, οι οποίες είναι εύλογες αν λάβουμε υπ’ όψη την ευκολία με την οποία έγραφε ο Ντίκενς. Είναι όμως παρατραβηγμένο να του στερήσουμε με βάση αυτές την τιμή που του αντιστοιχεί ως συγγραφέα, κυρίως γιατί στις περισσότερες από τις δημιουργίες του υπηρέτησε συγκεκριμένους ηθικούς σκοπούς.
Μπορεί κανείς απλά να αναφέρει τον «Όλιβερ Τουίστ», όπου περιγράφει με τόσο φαρμακερό χιούμορ την πρόνοια για τους φτωχούς, ή το «Νίκολας Νίκλεμπυ», όπου κάνει το ίδιο με την εκπαίδευση, ή τον «Ζοφερό Οίκο», όπου καταπιάνεται με αντίστοιχη διάθεση με το δικαστικό σύστημα. Εκ των πραγμάτων βέβαια αυτά τα μυθιστορήματα, παρά τις ντροπιαστικές συνθήκες που αποκαλύπτουν, κολακεύουν τον αγγλικό λαό. Αν ένας Γερμανός συγγραφέας είχε τολμήσει, είτε στην εποχή του Ντίκενς, είτε τώρα,να απεικονίσει έτσι την διαφθορά και την ακαμψία των επίσημων θεσμών του κράτους όπως ο Ντίκενς έκανε για το δικαστικό σύστημα στο «Ζοφερό Οίκο», θα είχε δυσφημιστεί σε όλους τους πατριωτικούς κύκλους συμπεριλαμβανομένων των αυτοαποκαλούμενων φιλελεύθερων, ως όνειδος για την κυβέρνηση. Και οι προσβεβλημένοι δικαστές θα του επεφύλασσαν την γνήσια πρωσική ανταπόδοση, προσκαλώντας τον σε έναν εκτεταμένο κύκλο ενδοσκόπησης στη φυλακή. Υπάρχει μια κάποια αλήθεια στα λόγια του συγγραφέα: «Μόνο σε έναν ελεύθερο λαό αξίζει ο Αριστοφάνης». Για να επιστρέψουμε όμως στον Ντίκενς, ο δυγγραφέας δεν θεωρούσε κατακριτέα την μεροληψία στην τέχνη παρά μόνο εκείνη που χρησιμοποιούσε άτεχνα μέσα. Και στη χρήση των δικών του μέσων ήταν, όπως φαίνεται και στα γράμματά του που έκδοσε ο Φόρστερ, απόλυτα αποφασιστικός και μετρημένος, πάντα βέβαια στη βάση μιας αισθητικής θεωρίας που ο ίδιος είχε επινοήσει. Αλλά και ο Λέσσινγκ είχε ήδη διαπιστώσει ότι κάθε ιδιοφυΐα φτιάχνει τους δικούς της κανόνες. Και όσο και αν κάθε αισθητική θεωρία επιχειρεί να βάλει όρια στην ηθική κρίση και το καλλιτεχνικό γούστο, στην πράξη αυτά τα όρια διαρκώς υπερβαίνονται όπως αποδεικνύουν πολλά από τα διασημότερα έργα τέχνης όλων των λαών και εποχών. «Η βελτίωση και ο μετασχηματισμός του ανθρώπου» είναι ένα αδιαμφισβήτητο κίνητρο ακόμα και στη συγγραφή και τη ζωγραφική. Και το να προσπαθήσει κανείς να υπεκφύγει μπορεί εύκολα να οδηγήσει στο αντίθετο άκρο που αντιπροσωπεύουν εκείνες οι μειλίχιες και άγευστες σάλτσες στις οποίες αναμειγνύεται η κυρίαρχη ηθική υπό τον μανδύα της τέχνης. 


via Praxis

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

1. Αναδημοσιεύονται όλα τα σχόλια , που ο συγγραφέας τους, χρησιμοποιεί τουλάχιστον, ψευδώνυμο.

2. Δεν αναδημοσιεύονται υβριστικά σχόλια

3. Αποκλείονται ρατσιστικά, φασιστικά και κάθε είδους εθνικιστικά σχόλια.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.